Αριστοτέλης Παπαγεωργίου: “Ανιχνεύοντας το λόγο των γυναικών: από τη Σαπφώ και την Άννα Κομνηνή στην Κική Δημουλά”(3)
Τα κείμενα ασφαλώς διαλέγονται μεταξύ τους. Η μάνα η φόνισσα της δημοτικής παραλογής[1] είναι μία Μήδεια[2] σε διαφορετικό πεδίο αναφοράς αλλά με ομόλογη παθολογία. Η «ακρασία» – με όρους φιλοσοφικής θεώρησης και ψυχαναλυτικής ερμηνείας – αποτυπώνεται ως θεμελιώδες συστατικό του διασαλευμένου ψυχισμού τους. Η Φραγκογιαννού και η σιόρα Επιστήμη[3] είναι γυναίκες βαθιά δυστυχείς, επικεφαλής διαλυμένων οικογενειών, ρεαλίστριες και δυναμικές. Η Ρήνη, η Στέλλα Βιολάντη και η Βούλα Παπαδέλη ερωτεύονται αγνά και υπέροχα, με το πάθος της νεανικής ορμής[4].
√ Οι συγγραφείς φωτίζουν τα κίνητρα των προσώπων δίνοντας έμφαση στο ηθικό υπόβαθρο και την κοινωνική διάσταση των ρόλων. Η ζωή είναι πρωτευόντως βίωμα, ακριβό και ανεπανάληπτο. Οι ποικίλες εκφάνσεις της αποκτούν ξεχωριστή βαρύτητα και εγείρουν εναλλακτικές εκδοχές ερμηνείας. Εντούτοις αποκαλύπτουν αλήθειες πανανθρώπινες και οικουμενικές. Μάλλον μέσα από το λόγο των γυναικών διατρανώνεται η καθολικότητα. Τελικά κανείς δε φεύγει (δεν μπορεί; δε θέλει; δεν ξέρει πώς;) από τις επιταγές του είναι του. Οι στίχοι της Κικής Δημουλά είναι καταλύτες : «Δαπανηρή ιδέα ο βίος! Ναυλώνεις έναν κόσμο για να κάνεις το γύρο μιας βάρκας…»[5]
√ Συνοψίζοντας επισημαίνονται σχηματικά τα καίρια γνωρίσματα της γυναικείας οπτικής :
-
Σαπφώ – λυρικός λόγος υψηλής ποιότητας, αριστοκρατική αντίληψη, πνευματική ανεξαρτησία, κριτική διάθεση και παρρησία, εκλεπτυσμένος αισθησιασμός
-
Η Κλυταιμνήστρα στην «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» – τραγική απελπισία, μετάβαση από την υποταγή στην εξέγερση, ηθική απογύμνωση του ανδρικού εξουσιαστικού προτύπου
-
Άννα η Κομνηνή – ατέρμονη φιλοδοξία, παράφορος ψυχισμός, πολιτικό ένστικτο και ιστορική ευθυκρισία, αξιόλογη μόρφωση, στερεοτυπική θεώρηση της ετερότητας, σεξισμός
-
Η μάνα η φόνισσα – ηθικός εκφυλισμός, φαυλότητα
-
Η «Φόνισσα» Φραγκογιαννού του Παπαδιαμάντη – σωρευμένη οργή, νοσηρή εμμονή, φαταλισμός, ψυχική παθογένεια με κοινωνικά συμφραζόμενα
-
Η σιόρα Επιστήμη (1) και η κόρη Ρήνη (2) στην «Τιμή και το χρήμα» του Κωνσταντίνου Θεοτόκη – (1) συμβιβασμένος ρεαλισμός, δυναμισμός, ετεροβαρής οικογενειακή σχέση & (2) αξιοπρέπεια, υπευθυνότητα, συνείδηση ταξικής ταυτότητας και κοινωνικού φύλου
-
«Στέλλα Βιολάντη» του Γρηγόριου Ξενόπουλου – ηθικές αξίες, νεανικό πάθος, αστική νοοτροπία, αντίσταση στην πατρική εξουσία
-
Βούλα Παπαδέλη στο «Γιούγκερμαν» του Μιχάλη Καραγάτση – καταρράκωση της γυναικείας οντότητας απέναντι στον αντρικό σοβινισμό (πατέρας, αδελφός, μνηστήρας), η γυναίκα υποκείμενο του μικροαστισμού και αντικείμενο συναλλαγής
-
Κική Δημουλά – το γυναικείο κοσμοείδωλο μέσα στην (ή πάνω και πέρα από την) έγερση των καθημερινών πραγμάτων, η αναγνωσιμότητα του κόσμου με βηματισμό ανάπηρο, η λεκτική ανακολουθία και η στοχαστική ακεραιότητα
——————–
Σημείωση Φαρέτρας: Το 1ο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ
και το 2ο ΕΔΩ
————————-
Βιβλιογραφικές αναφορές
Εκτός από τις ιδιαίτερα κατατοπιστικές σημειώσεις που εμπεριέχονταν στο Φάκελο του Προγράμματος Ισότητας, ως βιβλιογραφικός οδηγός χρησίμευσαν και τα ακόλουθα έργα και οι μελέτες:
-
Foley P. Helen, (2003) Female acts in greek tragedy – Tragic wives: Medea’s divided self, Princeton University Press, Princeton
-
Ηλιού Μαρία, (1984) Εκπαιδευτική και κοινωνική δυναμική – Κατανομή εκπαιδευτικών ευκαιριών, Εκπαιδευτικές πραγματικότητες, Κοινωνική δυναμική και ισότητα των φύλων, Εκδ. Πορεία, Αθήνα
-
Λεοντσίνη Ελένη, (2005), Η σπαρτιάτισσα «Ελένη της Τροίας»: Μύθος και πραγματικότητα, Στο συλλογικό τόμο «Λακωνία: Γλώσσα – Ιστορία – Πολιτισμός», Σπάρτη
-
Μαρκόπουλος Θανάσης, (2002) Κική Δημουλά – Η έγερση των καθημερινών πραγμάτων, «Φιλολογική», Τεύχος 83, Αθήνα
-
Μίντσης Γεώργιος, (1996) Το «ερωτικό» στοιχείο στην «Αλεξιάδα» της Άννας Κομνηνής, «Βυζαντιακά», Τόμος 16, Θεσσαλονίκη
-
Παγανός Γιώργος, (1983) Η νεοελληνική πεζογραφία, Εκδ. Κώδικας, Θεσσαλονίκη
-
Σκιαδάς Αριστόξενος, (2000) Αρχαϊκός λυρισμός, Εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα
-
Συνοδινού Κατερίνα, (1985) Η Κλυταιμνήστρα στην «Ιφιγένεια στην Αυλίδα» του Ευριπίδη: από την υποταγή στην εξέγερση, «Δωδώνη», Τόμος ΙΔ, Επιστημονική Επετηρίδα Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
-
Χούγκερ Χέρμπερτ, (1994) Βυζαντινή Λογοτεχνία, Εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα
[1] Η μάνα η φόνισσα
Ο Ανδρόνικος εκίνησε να πάει λαφοκυνήγι,
εκίνησε κι ο Κωσταντής στο δάσκαλο να πάει,
το καλαμάρι αστόχησε, γυρίζει να το πάρει.
Βρίσκει την πόρταν ανοιχτή, την πόρταν ανοιγμένη,
βρίσκει τη μάνα του αγκαλιά με ξένο παλικάρι.
«Ας είναι ας είναι, μάνα μου, κι αν δε σ’ ομολογήσω,
κι αν δεν το πω τ’ αφέντη μου, ν’ αδικοθανατίσω.
– Τι είδες, μωρέ, και τι θα πεις, και τι θα μολογήσεις;
– Καλό είδα γω, καλό θα ειπώ, καλό θα μολογήσω,
κακό είδα γω, κακό θα ειπώ, κακό θα μολογήσω.»
Και με το μόσκο το πλανά και με το λεφτοκάρυα,
και στο κελάρι το ’μπασε και σαν τ’ αρνί το σφάζει,
σα μακελλάρης φυσικός του βγάζει το συκώτι.
Σ’ εννιά νερά το ξέπλυνε και ξεπλυμούς δεν είχε,
και πάλε το ξανάπλυνε και πάλιν αίμα στάζει,
και στο τηγάνι το ’βαλε για να το τηγανίσει.
Και να σου κι ο Ανδρόνικος στους κάμπους καβαλάρης,
βροντομαχούν τα ρούχα του και λάμπουν τ’ άρματά του,
φέρνει τα ’λάφια ζωντανά, τ’ αγρίμια μερωμένα,
φέρνει κ’ ένα λαφόπουλο, του Κωσταντή παιχνίδι.
Κοντοκρατεί το μαύρο του και την εχαιρετάει.
«Γεια σου, χαρά σου, ποθητή[1], και πού ’ναι ο Κωσταντής μας;
– Τον έλουσα, τον άλλαξα, και στο σκολειό τον πήγα.»
Φτερνιά δίνει τ’αλόγου του και στο σκολειό πηγαίνει.
«Δάσκαλε, πού ναι ο Κωσταντής και πού είναι το παιδί μου;
– Δυο μέρες έχω να το ιδώ και τρεις να το διαβάσω.»
Φτερνιά δίνει τ’ αλόγου του, στο σπίτι του πηγαίνει.
«Γυναίκα, πού είναι ο Κωσταντής και πού είναι το παιδί μας;
– Στης πεθεράς μου το στειλα, κι όπου κι αν είναι θα ’ρθει.»
– Φτερνιά δίνει τ’ αλόγου του, στης μάνας του πηγαίνει.
«Μάνα μου, που είναι ο Κωσταντής και πού είναι το παιδί μου;
– Έχω δυο μέρες να το ιδώ και τρεις να το φιλήσω,
κι αν δεν το ιδώ ως το βραδύ θε να παραλοήσω.»
Φτερνιά δίνει τ’ αλόγου του στο σπίτι του πηγαίνει.
«Σκύλα, και πού είν’ ο Κωσταντής, ο μικροκωσταντίνος;
– Κάπου παγνίδιν εύρηκε και θε’ να παιγνιδίζει.
– Γυναίκα, βάλε μου να φάω, να φάω να γεματίσω,
να πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα καταράχια,
να πάω να βρω τον Κωσταντή, το φύτρο της καρδιάς μου.»
Το συκωτάκι του ’βαλε σ’ ένα ασημένιο πιάτο.
Πρώτη μπουκιάν οπού ’βαλε το συκωτάκι πήρε,
το συκωτάκι μίλησε, το συκωτάκι λέει.
«Αν είσαι σκύλος, φάε με, κι Οβριός απέταξέ με,
κι αν είσαι κι ο πατέρας μου, σκύψε και φίλησε με.»
Και τη μπουκιά του απέλυσε, τριγύρω του κοιτάει,
εβούρκωσε η καρδούλα του, εμαύρισε το φως του,
τα δάκρυα τρέξαν ποταμός, κι εκόντεψε να πέσει.
Μα ’ναντρειώθη κι έσυρε το δαμασκί σπαθί του,
και στο λαιμό της το ’βαλε, της κόβει το κεφάλι,
λιανά λιανά την έκοψε, στον ήλιο την απλώνει,
κι από τον ήλιο στο σακί, κι απ’ το σακί στο μύλο.
Κι ο μύλος εξεράλεθε κι η φτερωτή ετραγούδα.
«Άλεθε, μύλο μου, άλεθε κακής κούρβας κεφάλι,
κάνε τ’ αλεύρια κόκκινα και την πασπάλη μαύρη,
για να ’ρχουνται οι γραμματικοί να παίρνουν για μελάνι,
για να ’ρχουνται κι οι όμορφες να παίρνουν κοκκινάδι.»
Το κείμενο είναι απόλυτο. Αισθάνομαι ότι με ξεπερνάει. Διαρκώς ανοιχτό σε εναλλακτικές αναγνώσεις, κάποτε ερμητικό, ενίοτε ευφάνταστο, έχει πάντα τον τελευταίο λόγο. Εν προκειμένω παρουσιάζουν ενδιαφέρον οι συγκείμενες της παραλογής. Τα ιστορικά συμφραζόμενα φαίνονται αποκαλυπτικά. Κατά τη γνώμη μου, παραπέμπουν ευθέως σε κοινωνικές δομές της βυζαντινής «φεουδαρχίας». Μάλλον απηχείται ο κόσμος των Δυνατών, ανεξαρτήτως από το θεσμικό πλαίσιο της «πρόνοιας» ή της «εξκουσίας». Πού εντοπίζονται αυτοί οι συσχετισμοί;
α) Καταρχάς στα ανδρικά ονόματα Ανδρόνικος και Κωσταντής. Μοιάζει να προέρχονται από μία κραταιά οικογένεια, όπως ήσαν επί παραδείγματι οι Παλαιολόγοι. Ο πατέρας είναι εύπορος, μάλλον γαιοκτήμονας, έχει το δικό του άλογο και διαθέτει τόσο ελεύθερο χρόνο, ώστε μπορεί να καταγίνεται με ευγενείς ενασχολήσεις σαν το ελαφοκηνύγι. Η μητέρα παραμένει άνεργη, μια πυργοδέσποινα στον οίκο του πλούσιου αγροκτήματος, όπου και συναντά μυστικά το νεότερο (= παλικάρι) εραστή της.
β) Στο σπίτι υπάρχει κελάρι, που προφανώς είναι κατάφορτο με αγαθά. Διαθέτει και ακριβά είδη πολυτελείας, όπως ο μόσχος και τα λεφτοκάρυα. Μόνο οι εύποροι μπορούσαν να αποκτήσουν αυτά τα εξωτικά προϊόντα και να τα διατηρούν αποθηκευμένα. Το λεπτοκάρυον το Ποντικόν ή φουντούκι ευδοκιμούσε ανέκαθεν στην παράλια ζώνη του Εύξεινου Πόντου με επίκεντρο την Κερασούντα. Το εμπόριο του υπήρξε ιδιαίτερα επικερδές – πρβλ. σήμερα το γλυπτό που απεικονίζει τον καρπό της φουντουκιάς και έχει στηθεί σε κεντρικό σημείο, απέναντι από το Δημαρχείο της πόλης! Όσο για το αιθέριο έλαιο του μόσκου, η επεξεργασία του ήταν ανέκαθεν δαπανηρή. Εντυπωσιάζει εδώ και η λεκτική αμφισημία. Ο μόσχος, που πλανεύει με το άρωμά του (= μοσχοβολά) το άπραγο παιδί, είναι αφροδισιακός. Αυτό το κατεξοχήν ερωτικό φίλτρο το χρησιμοποιεί με δολιότητα η μάνα, για να παρασύρει το παιδί της και να το δολοφονήσει, συγκαλύπτοντας τη δική της ερωτική εκτροπή, τη συζυγική απιστία.
γ) Επιπλέον, ο μικρός Κωσταντής έχει πρόσβαση στη μόρφωση, εφόσον παρακολουθεί ιδαίτερα μαθήματα σε δάσκαλο. Όλη η παιδευτική παράδοση του Μεσαίωνα, το trivium και το quadrivium του Βοήθιου ή του Κασσιόδωρου, φάινεται να επιβιώνει ακέραιη.
δ) Η οικογένεια έχει πυρηνική, όχι εκτεταμένη μορφή. Η μάνα του άρχοντα Ανδρόνικου διαμένει σε δική της έπαυλη, πιθανότατα σε γειτονική γαιοκτησία.
[2] Εὐριπίδης «Μήδεια», Στίχοι 230 – 251
Μήδεια
πάντων δ΄ ὅσ΄ ἔστ΄ ἔμψυχα καὶ γνώμην ἔχει
γυναῖκές ἐσμεν ἀθλιώτατον φυτόν·
ἃς πρῶτα μὲν δεῖ χρημάτων ὑπερβολῇ
πόσιν πρίασθαι͵ δεσπότην τε σώματος
λαβεῖν· κακοῦ γὰρ τοῦτ΄ ἔτ΄ ἄλγιον κακόν.
κἀν τῷδ΄ ἀγὼν μέγιστος͵ ἢ κακὸν λαβεῖν
ἢ χρηστόν. οὐ γὰρ εὐκλεεῖς ἀπαλλαγαὶ
γυναιξίν͵ οὐδ΄ οἷόν τ΄ ἀνήνασθαι πόσιν.
ἐς καινὰ δ΄ ἤθη καὶ νόμους ἀφιγμένην
δεῖ μάντιν εἶναι͵ μὴ μαθοῦσαν οἴκοθεν͵
ὅτῳ μάλιστα χρήσεται ξυνευνέτῃ.
κἂν μὲν τάδ΄ ἡμῖν ἐκπονουμέναισιν εὖ
πόσις ξυνοικῇ μὴ βίᾳ φέρων ζυγόν͵
ζηλωτὸς αἰών· εἰ δὲ μή͵ θανεῖν χρεών.
ἀνὴρ δ΄͵ ὅταν τοῖς ἔνδον ἄχθηται ξυνών͵
ἔξω μολὼν ἔπαυσε καρδίαν ἄσης·
[ἢ πρὸς φίλον τιν΄ ἢ πρὸς ἥλικα τραπείς·]
ἡμῖν δ΄ ἀνάγκη πρὸς μίαν ψυχὴν βλέπειν.
λέγουσι δ΄ ἡμᾶς ὡς ἀκίνδυνον βίον
ζῶμεν κατ΄ οἴκους͵ οἳ δὲ μάρνανται δορί·
κακῶς φρονοῦντες· ὡς τρὶς ἂν παρ΄ ἀσπίδα
στῆναι θέλοιμ΄ ἂν μᾶλλον ἢ τεκεῖν ἅπαξ.
Μήδεια
Απ’ όσα έχουν ψυχή και νου, γυναίκες
το πιο δυστυχισμένο είμαστε πλάσμα·
πρώτα με χρήματα περίσσια πρέπει
τον άντρα ν’ αγοράσουμε κι αφέντη
να βάλουμε έτσι στο κορμί μας· τούτο
χειρότερο κακό από κείνο. Η πιο μεγάλη
εδώ ’ναι η αγωνία· καλός θα βγει;
Κακός; Γιατί καμιά τιμή δε φέρνει
στη γυναίκα τον άντρα να χωρίσει
μηδέ να τον αφήσει. Έπειτα πάλι
σε νέες συνήθειες μπαίνοντας και τρόπους,
το φέρσιμο του αντρός ανάγκη πάσα
να προμαντεύει, αφού από το σπιτικό της
δεν το ’μαθε. Κι αν πάμε σ’ όλα τούτα
καλά και δε βαρυγκωμάει εκείνος
για το ζυγό, χαρούμενη η ζωή μας·
ειδάλλως κάλλιο να χαθούμε. Ο άντρας
με τους δικούς του όταν στενοχωριέται,
βγαίνει έξω και την καρδιά του
αλαφρώνει βρίσκοντας συνομήλικους ή φίλους·
όμως εμείς σε μια ψυχή μονάχα
τα μάτια πρέπει να έχουμε στραμμένα.
Λένε πως δίχως κίνδυνο στο σπίτι
ζούμε, ενώ έξω πολεμούν εκείνοι
με το κοντάρι· άμυαλη σκέψη·
θα ’ταν καλύτερο για με
τρεις φορές πλάι να σταθώ στην ασπίδα,
παρά μόνο μια να γεννήσω
[3] Κωνσταντίνος Θεοτόκης «Η τιμή και το χρήμα»
[Απόσπασμα]
«Δύο αμάξια καταφορτωμένα σακιά, κανίστρια, λάχανα, αθρώπους, με κατακουρασμένα λιγνά και και κακοσυγυρισμένα άλογα, εδιάβαιναν εκείνην τη στιγμή σηκώνοντας ένα σύγνεφο σκόνη. «Μας επνίξανε» είπε φτυώντας η νοικοκυρά που εμισούσε τους πλουσίους. «Είναι τα αμάξια τα Αγυριώτικα που πάνε στα χωριά. Τώρα κάθε χωριό έχει και την άμαξά του.» «Ποιος είτανε ο άρχοντας που είτανε μέσα;» ερώτησε κάποια. «Εγώ τόνε ξέρω» είπε η κυρά Χριστίνα με πείσμα· «είναι αυτός από το Λευκοράκι· εκεί τά ‘χει όλα δικά του: χτήματα, άντρες, γυναίκες, κοπέλες! Τώρα και τα χωριά καταντήσανε χειρότερα από τη χώρα: πορνοστάσια! Τι να κάμουνε οι δυστυχισμένοι οι χωριάτες· α δεν υποταχτούνε, ψοφάνε τση πείνας.» «Πάλε τα ίδια η σιόρα Χριστίνα» είπε η Επιστήμη· «αφήστε τα αυτά. Άφησε τον κόσμο να πάει στη δουλειά του.» «Ήρθε η Ρήνη σου;» «Δεν τη γλέπω.» «Να ζήσεις, σιόρα Επιστήμη, κάτι καλό ακούσαμε· είναι αλήθεια;» «Τι;» «Μα κάτι για τον Αντρέα τον Ξη.» «Α, εμείς είμαστε» είπε η κυρά Επιστήμη κλειώντας τα μάτια, «μικροί αθρώποι, κι αυτός από οικογένεια. Πού ν’ απλώσουμε τόσο ψηλά. Και πάλε, αν τση το γράφει η τύχη της…» «Δίκιο! Δίκιο!» είπαν πολλές. «Μα τι νέος!» «Κρίμας» είπε η νοικοκυρά που εμισούσε τους πλουσίους, «που εφτωχύνανε τώρα κομμάτι κι αυτοί οι Ξήδες. Μα είναι αθρώποι που δε χάνονται. Έχουνε τόσες γνώρες! Μονάχα, κοίταξέ σου καλά, σιόρα Επιστήμη μη… μη σας γελάσει. Τά ‘καμε τα ίδια κι ο μαγαρισμένος ο πατέρας του· και εκακομοίριασε, ανάθεμά το, μία δύο εδώ στο μπόργο.» «Τά ‘καμε εκεί που του περνούσε! Μα ξέρεις τι κοπέλα είναι η Ρήνη μου;» «Το μήλο πού θα πέσει;» είπε κάποια. «Αποκάτου από τη μηλιά» αποτέλειωσε μία άλλη. «Ούτε για όλο το βιος των Κορφώνε, μάτια μου, δεν το κάνει» είπε μία τρίτη. «Γι’ αυτό και γω αφήνω» είπε με υπερηφάνεια η Επιστήμη· «παιδί δικό μας είναι, από δω από το μπόργο. Καμία φορά κουβεντιάζουνε και τσ’ αφήνω. Τα λόγια ξέρεις μπότα δεν κάνουνε. Μοναχά στο δρόμο όμως. Δε θέλω να τση κόψω την τύχη τση, αν τση γράφει να τόνε πάρει.» «Καλώς τα κουβεντιάζετε, νοικοκυρές» είπε μία μισόκοπη συμπαθητική γυναίκα που ήρθε με την καρέκλα της κ’ εντρυμώθηκε ανάμεσα στες άλλες. «Ε, για τη Ρήνη μιλείται; το ξέρει λοιπόν η σιόρα Επιστήμη;» «Να ξέρω τι, Κωνσταντίνα;» είπε με σοβαρό ύφος. «Τό ‘χει κρουφό καμάρι» είπε η νοικοκυρά που εμισούσε τους πλουσίους· «είναι, πες, όλα τελειωμένα· γι’ αυτό και δεν τη γνοιάζει.» «Χαρά σ’ εσάς» είπε η νιόφερτη. «Από τη γειτονιά μας έρχομαι. Εκουβεντιάζανε τα παιδιά πολληώρα στο δρόμο και δεν εσκιαζόντανε που τα βλέπαμε. Μα τι να σου πω, είναι κομμάτι σαν άπρεπο… τον έμπασε τώρα μέσα.»
Η κυρά Επιστήμη ανατινάχτηκε με μιας κ’ εβρέθηκε ορθή. «Τι λες, Κωνσταντίνα» είπε πασκίζοντας να φαίνεται ήσυχη· «μπα, μπα, η Ρήνη μου αυτό το πράμα! Θα τον έκραξε μέσα ο γέροντάς μου· τον άφηκα στο κρεβάτι· μού ‘χε πει πως δε θά ‘φευγε παρά το βράδι.»
Μα τα λόγια της δεν τα πίστευε ούτε η ίδια· ο νους της εδούλευε αλλιώς: «Χάλευε πού είναι αυτός ο μεθύστακας. Κυριακή και να μείνει σπίτι. Μα κι αυτή η Ρήνη να τόνε μπάσει μέσα! Δεν ήξερε που ο κόσμος έχει μάτια για να βλέπει;» Και δυνατά ξακολούθησε: «Πάω να δω τι γένεται· θα σας τήνε φέρω εδώ τη Ρήνη να σας πει η ίδια τι εστάθηκε. Μυστικά η κοπέλα μου δεν έχει, ούτε ψεγάδι κανένα.» Οι γυναίκες εχαμογέλασαν. Ένα άλλο αυτοκίνητο εδιάβηκε μ’ όλη του τη γληγοράδα και η κυρά Χριστίνα ξανάρχισε την καταλαλιά της. Βιαστικιά η Επιστήμη επήγαινε τώρα σπίτι της.
Κι όταν έφτασε είδε πως όλα είταν αλήθεια. Η γειτόνισσα είχε πει την αλήθεια. Ναι η πόρτα του σπιτιού δεν είταν κλεισμένη, μα στην μπασιά, που εχρησίμευε για τραπεζαρία και για σαλόνι, όπου κιόλας είταν ο περίφημος κομός, ο Αντρέας και η θυγατέρα της, ορθοί και οι δύο και γιορτιάτικα ντυμένοι, εκουβέντιαζαν χαμογελώντας ο ένας τ’ άλλου. Και η Επιστήμη, που ερχότουν με χτυποκάρδι στο σπίτι της, έμεινε μία στιγμή στο δρόμο και τους επαρατήρησε. Και ενώ από ένα μέρος γρικούσε μίαν άγρια στεναχώρια να της σφίγγει την τίμια καρδιά της, και ενώ κρύος ίδρος ντροπής τής περίβρεχε τα χέρια και το μέτωπο, εκείνην τη στιγμή τής εκάστηκε ακόμα πλιο ωραία η θυγατέρα της, στ’ άνθι της νιότης, κι άλλο τόσο ωραίος κι ο Αντρέας και σαν καμωμένος για νά ‘ναι το ταίρι της κόρης της. Κ’ η μάνα είπε αθέλητα με το νου της: «Ω να την έπαιρνε.» Και η σκέψη της αποτέλειωσε το λόγο που της έβγαινε μέσα από τα βάθη της καρδιάς της: «Θα εκλειούσαν έτσι κι όλα τα στόματα! Να μην είναι σπίτι αυτός ο μεθύστακας! Τι ξαφόρμιση νά ‘βρω τώρα για την υπόληψή μας;» Κι όρμησε στο σπίτι κ’ έκλεισε με το συρτάρι την πόρτα.
Κάμποσες στιγμές εμείναν και οι τρεις τους ακίνητοι, άλαλοι, στατικοί, μη ξέροντας κανένας τι έπρεπε να κάμει. Η Ρήνη είχε αχνίσει από τη ντροπή κι από το φόβο κ’ είταν παρέτοιμη να λιγοθυμήσει, παρόμοια σ’ ένα αχνόθωρο λουλούδι που μαραίνεται πριν ξεμπουμπουκιάσει. Ο Αντρέας έκανε τον αδιάφορο, μα η καρδιά του του εσάλευε το στήθι· η μάνα δεν ήξερε αν έπρεπε να χτυπήσει το κεφάλι της και να κλάψει, αν έπρεπε να φωνάξει και να βρίσει, αν έπρεπε να μιλήσει καλότροπα και να διορθώσει, αν ημπόρειε, τη συφορά. «Τι είχαν κάμει ολομόναχοι τόσην ώρα; Και πόση ώρα τον είχε μέσα;» Τέλος αποφάσισε να μιλήσει. Η Ρήνη αναστέναξε.
«Αντρέα» είπε με σιγαλή μα σταθερή φωνή. «εβάρθηκες να ντροπιάσεις το φτωχικό μου;» «Ω μάνα» είπε η Ρήνη ξεσπώντας σε δάκρυα, «ω μάνα!» «Όχι» είπε ο Αντρέας γενόμενος πλιο κόκκινος. «Δεν εσκέφτηκες» ξακολούθησε πικρά, «πως είμαστε φτωχοί αθρώποι, αδύνατο μέρος, πως δεν έχουμε παρά του θεού την ολπίδα και την υπόληψή μας, και το μοναχό αποκούμπι τση φαμίλιας μου δεν είμαι παρά εγώ, μία καημένη γυναίκα, σαν έρμη, γιατί τον άντρα πόχω είναι σα να μην τον είχα; Κ’ εβάλθηκε να κλαίει. «Ω μάνα!» ξανάπε αναστενάζοντας η Ρήνη, «θα σου πει· η καρδιά του είναιχρυσή· δεν ακταδέχεται την ατιμία.» «Γιατί τον έμπασες μέσα; Γιατί ήρθες μέσα, Αντρέα; Η γειτόνισσα στο φόρο το βουκινίζει· κ’ έχει δίκιο· ποιος θα τήνε πάρει τη δυστυχισμένη τώρα που της έκαμες αυτό το κακό;» «Άκου» είπε ο Αντρέας πειραγμένος, «όλο το μπόργο μ’ εγνώρισε τίμιονε, και η ίδια με ξέρεις. Τι να σου κάμω; Η αγάπη δεν παίρνει το θέλημα τω γονιώνε· γεννιέται μοναχή τση. Τη Ρήνη σου εγώ τήνε παίρνω.» «Δε μένει άλλο» είπε η μάνα μ’ έναν αναστεναγμό παρηγορητικό, «έτσι μόνο θα γλυτωθεί η τιμή μας.» «Α θέλεις» ξανάπε αδιάφορα ο Αντρέας «φέρε και τώρα τον παπά και το νούνο για να τελειώσει. Μα, σιόρα Επιστήμη, ξέρεις την περίληψη του σπιτιού μου. Ο κακομοίρης ο πατέρας μου μ’ άφηκε χρέγια που ολοένα τα πλερώνω· τι να πρωτοκάμω μ’ αυτά τα μπράτσα; Σκίσε μου την καρδιά μέσα θά ‘βρεις τη Ρήνη σου. Την αγαπάω από κείνο το βράδι· τα μάτια της μ’ εκάψανε. Μα πώς να τήνε ζήσω, πώς να κουναρήσω παιδιά;» «Αυτό συλλογιέσαι! Και δε βοηθάει ο θεός; Δουλευτάδες και οι δύο, ποιόνε έχετε ανάγκη;» «Όχι, σιόρα Επιστήμη· θα ξεπέσει κι άλλο το σπίτι μου· θα μου το πουλήσουνε, θα ντροπιαστώ στον κόσμο!» «Δουλευτάδες και οι δύο, ποιόνε έχουμε ανάγκη;» είπε τώρα η Ρήνη ανάμεσα στα δάκρυά της, «και σ’ ένα καλύβι, με την αγάπη μας, θα ξαλλάζαμε τη ζωή μας και για όλο το βιος του κόσμου;» «Θέλω νά ‘σαι σαν κυρά στα χέρια μου· δε σε παίρνω στην κακομοιριά. Τι δίνεις, κυρά Επιστήμη;» «Τον άθρωπό μου» αποκρίθηκε με περηφάνεια σφουγγίζοντας τα μάτια της, «και την ευκή μου! Γιατί δεν πράζεις σαν τίμιος άντρας που είσαι; Την αγαπάς; πάρ’ τήνε. Ο θεός βοηθός. Φτωχοί αθρώποι είμαστε· τό ‘ξερες!» «Χωρίς τίποτα;» ερώτησε στενοχωρημένος. «Την επείραξες! Κ’ είναι αδύνατο μέρος η δύστυχη. Τρεις εκατοστές έχει κι όχι άλλα.» «Σαν τίποτα» είπε σταυρώνοντας τα χέρια· «τι να πρωτοκάμω;» «Την επείραξες» του ξανάπε η μάνα αψωμένη· «αν είσαι τιμημένος δείχ’ το· ειδέ την έχεις στο λαιμό σου!» «Δος μου έξη να λευτερώσω κάνε το σπίτι μου. Ανάθεμά τα τα τάλαρα!» «Ω δος τα μάνα!» είπε τότες κλαίοντας η Ρήνη και σηκώνοντας προς τη μάνα τα χέρια της· «μ’ αυτά θ’ αγοράσεις την ευτυχία μου. ´Οσοι άντρες κι αν είναι στον κόσμο, ούτε και βασιλόπουλα, δε θα μ’ αγαπήσει κανένας σαν τον Αντρέα· ούτε και γω!» «Τι λες;» της αποκρίθηκε, ρίχνοντάς της μία σκληρή ματιά. «Εσύ έσφαλες· κ’ εγώ ν’ αδικήσω τ’ αδέρφια σου τ’ άλλα; Δύο θεριά αξαίνουνε ολοένα κατόπι σου και τ’ αρσενικό μένει στο δρόμο. Τι άλλο να κάμω για σας; ό,τι μπορούσα δεν τό ‘καμα; Δεν έχω άλλα!» «Έτσι είναι αδύνατο» είπε ο Αντρέας κ’ εδάκρυε.
Μα τότες η κυρά Επιστήμη εθύμωσε. Εσήκωσε ψηλά το χέρι της, και αχνή και με σπίθες στα μάτια τού ‘πε: «Έτσι είτανε από την αρχή του το σπίτι σου· έτσι! Κ’ εχαλάστηκε κατά πώς τού ‘πρεπε. Και συ ακολουθάς το παράδειμα. Ω καταραμένεε, τι σου χρωστούσα να πειράξεις την ησυχία του σπιτιού μου, την καλύτερη κοπέλα του μπόργου, ω που να πιαίνεις χρυσάφι και να γένεται χώμα!» «Μην καταριέσαι» είπε χτυπώντας φοβισμένη τα στήθια της η κόρη· «δεν τό ‘θελε έτσι, μάνα· μ’ αγαπάει· δος τα, δος τα!» «Και συ» της είπε ακολουθώντας με οργή, «αφού εγίνηκες όπως εγίνηκες, κ’ έχασες, ανέμυαλη, την καημένη σου τη νιότη! Σύρε, κακομοίρα μου, κουρέψου σε κανένα μοναστήρι! Ωχ, τι να σε κάμω!» Κ’ έπεσε σε μια καρέκλα κ’ έκρουψε το τίμιο πρόσωπό της στα χέρια της και εβάλθηκε να κλαίει πικρά πικρά χωρίς να φωνάζει
Εκλαίγαν και οι τρεις τους. «Ω!» έκαμε δειλά δειλά η Ρήνη, κοιτάζοντας τον Αντρέα με μάτια δακρυσμένα και περιπλέκοντας τα δάχτυλά της· «δουλευτάδες και οι δύο ποιόνε έχουμε ανάγκη;» «Δε μπορώ» ξανάπε ο νέος με πόνο· «αύριο θά ‘μαστε στο δρόμο· δε σε παίρνω στη φτώχεια και στην καταφρόνια.»
Καμπόση ώρα εμείναν πάλε σιωπηλοί και οι τρεις. Η κάμαρα εσκοτείνιαζε τώρα, γιατί ο ήλιος είχε καθίσει· και δεν ακουότουν τίποτα άλλο παρά ο κουφός ανασασμός της νοκοκυράς που δεν εσάλευε. Κανένας εκείνο το βράδυ δεν εσκκεφτότουν ν’ ανάψει το φως. Και τώρα είταν η Ρήνη που εθύμωνε και που απελπισμένη επαναστατούσε: «Εσύ, μάνα» είπε βραχνά, «κι όχι ο Αντρέας, εσύ με παίρνεις στο λαιμό σου για λίγα λεφτά! Έχεις και δεν τα δίνεις. Και δέκα και δώδεκα εκατοστές έχεις, το ξέρω εγώ· και κάνεις δουλειές κάθε μέρα, και τ’ αβγατίζεις τα τάλαρά σου. Και τώρα… και τώρα θέλεις να με κλείσεις σε μοναστήρι, εμένανε που σ’ εδούλεψα, που τά ‘βγαλα η ίδια τα προικιά μου με τον κόπο μου, για νά ‘χουνε τ’ άλλα σου τα παιδιά περσότερα. Ω μάνα! Ω μάνα!» «Τρεις εκατοστές είναι οι δικές σου» της αποκρίθηκε με βραχνή φωνή χωρίς να σηκώσει το κεφάλι. «Θα σε πάρω» της είπε στ’ αυτί ο Αντρέας· «έχε υπομονή!» κι αδρασκέλησε βιαστικά το κατώφλι.
Σε λίγο η Επιστήμη είταν ησυχασμένη. Η θυγατέρα της εστεκότουν ακόμα ορθή, σαν καρφωμένη στη θέση της, και δεν έλεγε λόγο. «Άναψε τη λάμπα» επρόσταξε η μάνα σηκώνοντας το κεφάλι της σα να μην είχε γένει τίποτα. Κι αφού ήρθε το φως ξακολούθησε αδιάφορα: «Ας μετρηθούμε τώρα καλά. Τι εστάθηκε; Έκαμες ένα σφάλμα. Θα το πλερώσεις βέβαια. Μα δεν είναι και τόσο τόσο μεγάλο. Όχι; Ακούστηκες μοναχά. Μα έχεις τσι τρεις εκατοστές σου. Η τύχη σου δε σου τό ‘γραφε για να τόνε πάρεις τον Αντρέα· θα πάρεις τώρα έναν κατώτερόνε. Αυτό είναι το όλο. Φτάνει μόνο να ησυχάσεις ως εδώ.» «Όχι, μάνα» είπε, «τον Αντρέα θα πάρω, όχι άλλονε» κ’ επήγε στο μαγειριό».
[4] Γρηγόριος Ξενόπουλος «Στέλλα Βιολάντη»
[Απόσπασμα]
«Με λίγα λόγια η Βιολάνταινα διατύπωσε την πρότασή της: Να πέσει στα πόδια του πατέρα της και να του γυρέψει συχώρεση· να του πει πως μετανόησε για το κίνημά της· να του υποσχεθεί πως στο εξής δε θα έκανε τίποτα χωρίς το θέλημά του· να τον βεβαιώσει πως έπαυσε πια να συλλογίζεται το Χρηστάκη, κι εκείνος ήταν πρόθυμος να τη συχωρέσει, και μέρα που ξημέρωνε μεθαύριο, να τη δεχθεί στην αγκαλιά του, και γρήγορα να φροντίσει να την παντρέψει, όπως της πρέπει, μ’ ένα καλό και άξιο… αμή τι;
Η Στέλλα την άκουσε χωρίς να την διακόψει, με το ίδιο ύφος που έπαιρνε και όταν την εκτυπούσαν. Έπειτα κατέβασε τα χέρια από το κεφάλι, κοίταξε τη μητέρα της κατάματα, και με όλη την ηρεμία, με όλη τη γαλήνη της σταθερότητας, επρόφερε:
— Όχι!
Η Βιολάνταινα εσκίρτησε τρομαγμένη· έπλεξε τα χέρια, και με φωνή υπόκωφη, σε τόνο μομφής υπέρτατης, το ξαναείπε:
— Όχι!
— Όχι! είπε η Στέλλα· και τη φορά αυτή ένα κύμα ετάραξε την πρώτη γαλήνη, και η άρνηση εβγήκε από τα χείλη της με πείσμα μαζί και περιφρόνηση.
— Μα, παιδί μου, συλλογίζεσαι τι λες; συλλογίζεσαι τι κάνεις; ερώτησε η Βιολάνταινα· κι εγύρισε πίσω της, κι εκλείδωσε από φόβο τη θύρα.
— Όχι! είπε η Στέλλα και εκ τρίτου· και τώρα ήταν ολόκληρη τρικυμία αγανακτήσεως, και μαζί με τη φωνή, εσηκώθη και αυτή ορθή, υψηλή, αγέρωχη.
Κι εμίλησε:
— Όχι, χίλιες φορές όχι! Ό,τι έκαμα ήταν κακό, το ξέρω· μα το έκαμα τώρα. Του έγραψα «είμαι δική σου», και θα είμαι για πάντα. Ναι, να πέσω στα πόδια του πατέρα μου, και να του φιλήσω τα χέρια, και να του γυρέψω συχώρεση γι’ αυτό που έκαμα, έτσι χωρίς να θέλω, σε μια στιγμή τρέλας, αδυναμίας… Μα να με συχωρέσει κι εκείνος και να μου δώσει το Χρηστάκη… Α, μη σου κακοφαίνεται και σώπα! Καλός, κακός, αυτός είναι τώρα για μένα. Ακούστηκα μαζί του, και αυτό μου φθάνει. Έπειτα, τι σας μέλει εσάς; Εγώ θα είμαι ευτυχισμένη, εμένα μ’ αρέσει. Πως είναι φτωχός; Πφ! βλέπω τι ευτυχία που έχετε οι πλούσιοι στα σπίτια σας… Επιτέλους αλλιώτικα δε γίνεται· άλλον εγώ δεν παίρνω!
— Μα ορίζεις εσύ τον εαυτό σου; επρόλαβε να ρωτήσει η Βιολάνταινα.
— Τον ορίζω!
— Όχι· ο πατέρας σου σε ορίζει· ο πατέρας σου ορίζει και μένα και το Νταντή, και τη Νιόνια και όλους.
— Δεν ξέρω για σας, μα εμένα δε με ορίζει. Εγώ, εγώ ορίζω τον εαυτό μου· να, κοίταξε, τον ορίζω!… τον ορίζω!…
Κι έκαμψε το δάχτυλό της, και το εδάγκασε στον κόμπο με λύσσα, καθώς μιλούσε. Και ο πόνος έδωσε στη φωνή της κάτι το απείρως τραγικό· και η Βιολάνταινα, και αυτή ακόμη, αισθάνθη ότι ήταν μεγάλη η στιγμή εκείνη.
— Τι θέλεις να πεις μ’ αυτό; ρώτησε με τρόμο.
— Να, ότι τον εαυτό μου τον κάνω ό,τι θέλω… Μπορώ να κόψω τώρα το χέρι μου και να το πετάξω από το παράθυρο; Ε, ορίζω τον εαυτό μου. Ο πατέρας μου τίποτα δεν μπορεί να κάμει· πως θα με δείρει; πως θα με κλείσει; πως θα με σκοτώσει; Τι με τούτο; Πάλι εγώ κάνω ό,τι θέλω —τον εαυτό μου— και σα δε θέλω εγώ, άλλον άνθρωπο δεν παίρνω. Όχι· ποτέ δε θα με δώσει σε όποιον θέλει εκείνος. Σας το λέω για να το ξέρετε μια για πάντα, γιατί δεν θα το ξαναπώ: Ή το Χρηστάκη ή κανέναν. Εγώ είμαι η Στέλλα του Βιολάντη!
Κι εκτύπησε το στήθος της το πλατύ με δύναμη, κι από τα μάτια της τα αδάκρυτα ετοξεύθη άγρια αστραπή. Ω, ήταν ωραία τη στιγμή εκείνη! Το πάθος της εχρωμάτισε, της εζωογόνησε το κατάλευκο πρόσωπο· τα πέταλα του κρίνου επήραν ένα ρόδινο χρώμα αδύνατο· ίχνος κακοπάθειας δεν εφαίνετο πλέον, και για μια στιγμή, η κόρη έλαμψε με την πρώτη της ομορφιά την υπερήφανη, με την πρώτη υγεία και ζωή.
Η Βιολάνταινα αναγκάσθηκε να χαμηλώσει το κεφάλι. Έβλεπε έξαφνα εμπρός της μια δύναμη νέα, που δεν την ήξερε, που δεν την εφαντάζετο ως τώρα. Αλήθεια, αυτή ήταν η Στέλλα του Βιολάντη, η κόρη του πατέρα της.
— Εκατάλαβα, εψιθύρισε με λύπη· μα δε συλλογίζεσαι, δυστυχισμένη, τι θα πάθεις, αν ακούσει τέτοιο πράμα ο πατέρας σου;
— Δεν τον φοβάμαι! εφώναξε η Στέλλα· και τι θα μου κάμει; Θα με σκοτώσει… είναι άλλο; Ε, δε με μέλει, σου είπα. Εγώ δε γυρεύω να ζήσω, παρά να ζήσω ευτυχισμένη. Αν δεν μπορώ, καλύτερα να με σκοτώσει… Καλύτερα να πεθάνω… Στάσου να σου πω· αν δεν έγραφα εκείνο το γράμμα, δε θα μ’ έγνοιαζε· μα τώρα που το έγραψα, θα κάμω ό,τι μπορώ για να σώσω την υπόληψή μου. Θα μου τη σώσει ο γάμος; Θα μου τη σώσει ο θάνατος; Μου είναι αδιάφορο. Είδες αν άνοιξα το στόμα μου να παραπονεθώ ποτέ για τα βασανιστήρια που μου κάνετε τόσον καιρό;…»
[5] Κική Δημουλά «Γιαλό – γιαλό»
Φεγγάρι ρυμουλκεῖ κρουαζιερόπλοιο
κάτασπρο φουσκωτό, δαντελωτὰ παραθυράκια
κεντημένο σὰ νυφικὸ φυγῆς γεροντοκόρης
μὲ ρυμουλκούμενο νυμφίο.
Μὲ τὴν εὐκαιρία
ἀνασηκώνομαι στὶς μύτες τῶν καιρῶν
ἐδῶ, στὶς ἐπιχωματώσεις τῶν κυμάτων
νὰ ἀνελκύσω ὅλα ἐκεῖνα τὰ ταξίδια
τὰ ἐπιβατηγὰ
ποῦ φόρτωσα μὲ θέλω καὶ μὲ κάρβουνο.
Ταξίδια ἐπιβατηγὰ
μὲ σένα μὲ σένα μαζί σου μὲ σᾶς
ἀνάλογα ποῦ φύσαγε οὔριος ἀχυρώνας.
Μὲ σένα εὐγενέστατε ἱππότη, ἀντικατοπτρισμέ.
Μαζί σου ἐπιθυμία παράνομη — λαθροκυνηγὸς
τοῦ ἄγριου ἑαυτοῦ σου.
Ἂν καὶ θεαματικὰ ἐξοπλισμένη
μὲ τὰ πιὸ τέλεια περισκόπια αἰθρίας
θέλησα νὰ φύγω καὶ μαζὶ σὰς σύννεφα
—εἴσαστε τότε μόνο πειραχτήρια τῆς μορφῆς σας—
φοβέρες γιὰ νὰ τρῶνε τὸ φαΐ τους
οἱ ἀνόρεχτες ἐλπίδες —ὅλο κρυφοτρῶνε—
περαστικὲς φωλιὲς
γιὰ νὰ κλωσσάει ἢ βροχὴ τὴ μουσική της.
Καὶ μὲ σένα Εὐριδίκη.
Ἀλλὰ τί λογικὸς ἐκεῖνος ὁ Ὀρφέας.
Οὔτε μιὰ φορὰ δὲν γύρισε νὰ κοιτάξει πίσω
ἡ ἀνυπομονησία του.
Ὢ μῦθοι, περοῦκες τόσο φυσικὲς
γιὰ φαλακροὺς ἄνεμους.
Καὶ μαζί σου ἀπόβροχο, ἀλητάκι τῆς ὄσφρησης.
Ὅλο νὰ ἑτοιμάζει ἡ μυρωδιά σου τὶς βαλίτσες μου
κι ἐσὺ νὰ ἐρωτοτροπεῖς με τὴν ἀπόσβεσή σου.
Ἄ, τί ταξίδι φόρτωσα
γεμάτο περιπέτεια μαζί σου Ἐλευθερία.
Θὰ πηγαίναμε στὴ ζούγκλα σου, βαθιὰ
νὰ κυνηγήσουμε ἄγριες ἁλυσίδες.
Ὅμως ἐσὺ μακρύτερα ἀπ᾿ τὸ θρύλο σου δὲν πᾶς.
Μόνο ἐκδρομοῦλες μονοήμερες σὲ πανὸ καὶ μέθη
— γιαλὸ-γιαλὸ ἡ ὑπενθύμισή σου.
Ὡραῖα ποὺ θὰ φεύγαμε φοβιτσιάρες ἄγκυρες.
Τελικὰ μαζί σου.
Τὸ πιὸ ἀνεμπόδιστο, φιλαπόδημο
ἀποθησαυριστικὸ ταξίδι ἀφοσιωμένο
μαζί σου τὸ ἀποτόλμησα Ἀκατόρθωτο
κι ἀκόμα νὰ τελειώσει.
Δαπανηρὴ ἰδέα ὁ βίος.
Ναυλώνεις ἕναν κόσμο
γιὰ νὰ κάνεις τὸ γύρο μιᾶς βάρκας.