Η καταγγελία της Ζέτας Δούκα κατά του ηθοποιού-σκηνοθέτη στη ματωμένη αρένα της τηλεόρασης και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, απαιτεί μια ενδοσκόπηση για τον χώρο ο οποίος διόλου σπάνια βλέπει ακόμη και τα πιο λαμπρά αστέρια του να κλυδωνίζονται από τη μοίρα (αν όχι κατάρα) του σαιξπηρικού βασιλιά Ληρ.
Όσοι ξέρουν να διαβάσουν πίσω από τον «Βασιλιά Ληρ» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, γνωρίζουν τι μας λέει ο βάρδος: Όσο κατεβαίνει στην κλίμακα της εξουσίας, τόσο αναβιβάζεται στην κλίμακα του ανθρωπισμού. Μέχρι τελικής καύσης.
Ο «Βασιλιάς Ληρ» του Σαίξπηρ ήταν μία από τις σημαντικότερες και λαμπρότερες στιγμές του Γιώργου Κιμούλη. Σε σκηνοθεσία του αξέχαστου Τόμας Πάντουρ. Και με ένα από τα λαμπρότερα καστ των τελευταίων ετών. Για το οποίο ο ίδιος ο Γιώργος Κιμούλης πήρε το μεγάλο –και πικρό, εν τέλει– ρίσκο. Όπως πάμπολλες φορές στην καριέρα του. Που έστησε θιάσους, έδωσε δουλειά σε ηθοποιούς (πολλές φορές σε κάποιους που το είχαν άμεση και επιτακτική ανάγκη), που πάλεψε ο ίδιος για συμβόλαια και των άλλων, με τους παραγωγούς απέναντί του. Που αγωνίστηκε και μέσα από συλλογικά όργανα, όπως το ΣΕΗ, για αυτό το τόσο απλό, τόσο βαθύ, τόσο μεγάλο: το μεροκάματο των καλλιτεχνών. Και για τα δικαιώματά τους.
Νομίζετε ότι αυτή η εισαγωγή παίρνει θέση στην πιο «καυτή» κόντρα των ημερών στις τηλεοράσεις και τα αδηφάγα μέσα κοινωνικής δικτύωσης; Όχι. Είναι απλώς η στιγμή να γνωρίσουμε, ή να ξαναγνωρίσουμε, εκείνον που οι σάρκες του ξεσκίζονται και ματώνουν στην αρένα της εύκολης (διαδικτυακής) άποψης.
Ο Γιώργος Κιμούλης δεν είναι ο μόνος που η μοίρα του επιφύλαξε τη μοίρα του βασιλιά Ληρ, που λέγαμε. Πάμπολλοι φωτισμένοι και δημιουργικοί και απαστράπτοντες άνθρωποι του θεατρικού σανιδιού (και όχι μόνον), πάμπολλοι καλλιτέχνες είχαν την ίδια μοίρα. Και έχει σημασία αυτό σε μια χώρα που πιστεύει στο πεπρωμένο και έχει στο DNA της γραμμένη την Ύβριν, την Άτην και την Νέμεσιν.
Από τη στιγμή που ο μέγας Δημήτρης Χορν τον κάλεσε το 1979, στα 23 του, ελάχιστα χρόνια αφότου είχε αποφοιτήσει από τη Σχολή του Αιμίλιου Βεάκη, να παίξει μαζί του, στο «Χιτ», ο Γιώργος Κιμούλης πάτησε στο πρώτο σκαλί, στην κλίμακα της εξουσίας. Οταν πλέον όλοι άρχισαν να βλέπουν αυτό το «κάτι», το φωτεινό, το σημαντικό σε κείνον.
Από το 1986, στα 30 του, απέκτησε κιόλας το δικό του θέατρο, έχοντας ήδη ανεβεί και άλλα από αυτά τα σκαλιά στην κλίμακα: το Σύγχρονο Θέατρο. Λειτουργώντας πλέον ως θιασάρχης, από θέση ισχύος. Της εξουσίας, που λέγαμε. Και, σχεδόν παράλληλα, απέκτησε και δική του σχολή (για την οποία πολλοί έσπευσαν να πουν ότι την «έκλεψε» από τον Κώστα Καζάκο).
Έχοντας ήδη γράψει λαμπρή –και πολυσυζητημένη, από στόμα σε στόμα– ιστορία στο θέατρο. Και, μαζί, και στον κινηματογράφο, με το «Λούφα και Παραλλαγή» του Νίκου Περράκη πρώτα. Και συνέχισε να γράφει, αδιάλειπτα και επίμονα: ο ιψενικός «Τζον Γαβριήλ Μπόργκμαν», ο «Επιστάτης» του Χάρολντ Πίντερ, «Ριχάρδος ο Γ’, Δούκας του Γκλόστερ» του Σαίξπηρ, ρηξικέλευθη «Μήδεια» του Ευριπίδη, και και και…
Όσο ανέβαινε στην κλίμακα της εξουσίας, κατά Ληρ, τόσο γινόταν και πιο λυσσαλέα η επισήμανση κουσουριών. Όσο δεν μπορούσε να πληγεί στο ταλέντο και η λάμψη επί σκηνής, τόσο άρχιζαν οι ψίθυροι, στον χώρο, που ζει και αναπνέει με ανταγωνισμό: «Μα, είναι ψευδός», άρθρωσαν κάποιοι. «Και η Έλλη Λαμπέτη ήταν ψευδή, αλλά…». Η ζοφερή σύμπτωση εδώ ήταν ότι και η Έλλη Λαμπέτη είχε, στον ίδιο σαρκοφάγο χώρο, δικαίως ή αδίκως, τη φήμη της ακατάδεκτης, της σκληρής, ακόμη και της «σκύλας», φευ, για κάποιους κακοπροαίρετους.
Όπως τη μοίρα του Ληρ είχαν και ο μέγας Κάρολος Κουν, που έφτανε τους ηθοποιούς του στα όρια, για να τους βγάλει αυτό το «κάτι». Οι φωνές, οι προσβολές, οι εντάσεις και τα θρυλικά… ιπτάμενα τασάκια ήταν κοινό μυστικό. Αλλά ήταν ο μέγας Κάρολος Κουν.
Δεν ήξεραν, άραγε, οι ηθοποιοί που… σκοτώνονταν να μπουν στο Θέατρο Τέχνης και να βρεθούν υπό τη σκηνοθετική μπαγκέτα του πού πήγαιναν; Δεν ήξεραν ποιον θα συναντούσαν; Δεν ήξεραν ποιας συμπεριφοράς καλλιτέχνης θα τους σκηνοθετήσει; Δεν είχαν ακούσει και μάθει για τις φωνές, τις προσβολές, τις ακρότητες; Ακόμη και φτασμένοι ηθοποιοί, είχαν άραγε άλλοθι στην επιλογή τους; Που την επιθυμούσαν διακαώς και… τι στον κόσμο;
Δεν ήξεραν ότι ο Ανδρέας Βουτσινάς έφτανε να πετάει τσόκαρα και να γίνεται βάρβαρα δεσποτικός; Το αστείο εδώ είναι ότι ο Ανδρέας Βουτσινάς στο Παρίσι ήταν, όπως είχαν πιστοποιήσει πολλοί ηθοποιοί του, «άλλος άνθρωπος». Και ήταν και εκείνος –ο χώρος το ήξερε– που έδινε μάχες για τα συμβόλαια των ηθοποιών του.
Δεν είναι κρυφό ότι κάποια από τα τοτέμ του ελληνικού θεάτρου «έφαγαν» την επιτυχημένη σταρ στην εποχή τους, Ελένη Παπαδάκη, οδηγώντας την στο εκτελεστικό απόσπασμα, με συνοπτικές διαδικασίες. Αφού πρώτα της επιφύλαξαν έναν πόλεμο λάσπης, πολύ προσωπικό και πολύ απάνθρωπο.
Δεν είναι επίσης κρυφό ότι και από τις δύο πλευρές, του «εξουσιαστή» και του «εξουσιαζόμενου», όταν το ταλέντο δεν μπορούσε πια να αμφισβητηθεί ή να πληγεί, η εύκολη λύση ήταν η σεξουαλική μομφή. «Από πόσα κρεβάτια πέρασε» ή «κοιμήθηκε μαζί της ή μαζί του και τον έκανε σταρ». Δεν ήταν το ταλέντο, η εκτίμηση, η σκληρή δουλειά, αλλά πάντα –εύκολα– το σεξουαλικό. Το «εξουσιαστικό». Αυτό δεν εντάσσεται, άκριτα, στη σφαίρα της σεξουαλικής βίας;
Να κάτι ακόμη που δεν είναι κρυφό: ένας διεθνούς εμβέλειας σταρ του χορού δέχτηκε –στη Γαλλία– πλήγμα στην «αξιοπιστία» του, με την καταγγελία εγκύου χορεύτριας, ότι την πρόσβαλε για την εγκυμοσύνη της και ήταν απαξιωτικός.
Οι φράσεις «είναι γκόμενα του τάδε» ή «είναι γκόμενος του δείνα» είναι γνωστό ψωμοτύρι για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, στο ελληνικό θέατρο. Ή στον ελληνικό καλλιτεχνικό χώρο. Είναι η εύκολη καραμέλα, που όλα τα αλέθει. Συν του ότι έτσι τα βγάζει στη σέντρα.
Όταν, δηλαδή, η Ζέτα Δούκα, μια ηθοποιός που ήταν ήδη στον χώρο, πήγαινε να συνεργαστεί με τον… κακότροπο, ψυχολογικό εκ-βιαστή Γιώργο Κιμούλη, δεν ήξερε, με τη σειρά της, όσα του καταλογίζονταν από τον θεατρικό χώρο; Πολύ καλά κάνει και καταγγέλλει όσα καταγγέλλει για τη βία του ηθοποιού – σκηνοθέτη – θιασάρχη, όποτε και αν το καταγγέλλει. Όμως, δεν ήξερε μύθους και αλήθειες περί του προσώπου, που είναι κι αυτές ψωμοτύρι και κοινό μυστικό για τους έλληνες καλλιτέχνες; Όπως και όλοι όσοι –σωστά– μίλησαν μετά τη Ζέτα Δούκα;
Δεν ήξεραν όσα φημολογούνται ή και ισχύουν (πίσω από τις κλειστές πόρτες του χώρου) για άλλες ηθοποιούς, και τις «δύσκολες» σχέσεις τους με το Γιώργο Κιμούλη; Ή με άλλες, που είδαν, εξανέστησαν και απήλθαν; Και τώρα βγαίνουν και το λένε;
Αν κάποιος, καλλιτέχνης ή μη, από μια ξένη χώρα ήθελε, ανυποψίαστος, να κάνει ρεπεράζ σε αυτό το τοπίο, δεν πιστεύουμε ότι θα βρισκόταν μπροστά σε ένα φαινόμενο, που θα μπορούσε να έχει το όνομα «κιμουλισμός»; Που έχει σπείρει και έχει θερίσει θύελλες. Και με τους γάμους του. Με τη Μαργαρίτα Ζορμπαλά κι έπειτα με τη Μαρία Δαμανάκη.
Δεν ήξεραν ότι σε αυτό το φαινόμενο, ο «κιμουλισμός» είναι κύτταρο σύμφυτο με τη λάμψη, την αποθέωση και την καταστροφή; Ενίοτε και με την αυτοκαταστροφή; Ένας φωτισμένος, ταλαντούχος, αγωνιζόμενος ηθοποιός και σκηνοθέτης που φτάνει, διαρκώς (και σε βάρος του) στα άκρα;
Και από την άλλη πλευρά, η κοινωνία και ο χώρος δεν θα έχουν την απαίτηση από αυτά τα κορίτσια (ή και αγόρια) που ορθώνουν, πολύ σωστά, ανάστημα καταγγελίας, να δουν και κάποιο ταλέντο; Οπότε και να το ορθώνουν. Όμως, εκεί. Στην αρένα της σκηνής. Όχι στην άκρως ακατάλληλη και αναρμόδια, ακόμη και για «λαϊκές δίκες», ματοβαμμένη αρένα της τηλεόρασης και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Είναι το ζητούμενο η «δολοφονία χαρακτήρων» σε τηλεαρένες; Από δικαστές και ενόρκους, ανεπώνυμους ή και ανώνυμους χρήστες.
Ο καλλιτεχνικός χώρος ξέρει πολύ καλά τη φράση «τα εν οίκω μη εν δήμω». Ξέρει από κοινά μυστικά. Από μύθους και παραμύθους. Και ήξερε πάντοτε να αυτο-διαχειρίζεται όλα αυτά. Η φήμη ακολουθούσε, αμείλικτη, όσους έφταναν τα πράγματα ή τις πρόβες και τις συμπεριφορές στα άκρα. Όσους δημιουργούσαν εντάσεις από θέσεις ισχύος – εξουσίας. Ήξεραν τα καμώματα του βασιλιά Ληρ, όταν είχε ανεβεί στην κλίμακα της εξουσίας και είχε αφεθεί να καταβιβάζεται στην κλίμακα της ανθρωπιάς, που μας είπε, κατ’ ουσίαν, και ο Σαίξπηρ.
Ήξεραν και ότι την ώρα που καταβιβάζεται, ελέω αρένας, στην κλίμακα της εξουσίας, δεν θα ξέρει καν πώς να το χειριστεί. Και θα κάνει το ένα σφάλμα πάνω στο άλλο. Όπως ο Γιώργος Κιμούλης. Και τόσοι άλλοι, που «τιμωρούνται» με τη μοίρα του Ληρ. Και ήξεραν πολύ καλά ότι αυτό είναι χτύπημα κάτω από τη μέση, για το οποίο ο ίδιος έδινε και δίνει όλα τα δικαιώματα για να του το δώσουν.
Όμως, ας μείνουμε στην αυτοδιαχείριση του καλλιτεχνικού χώρου. Μπορεί κάποιος να την επιβάλει; Μπορεί κάποιος να εισβάλει, ποινικοποιώντας τα «κακώς κείμενα», που μένουν κοινό μυστικό στο χώρο; Ή, μήπως, αυτό θα σημαίνει ότι βάζει «ποινικά» – νομικά χαλινάρια σε έναν χώρο, που ήδη κείτεται αδύναμος και απαξιωμένος στην αρένα;
Είναι προφανές και αναντίρρητο: Δεν θέλουμε έναν κόσμο με βία, ψυχικούς εξευτελισμούς, επιβολή εξουσίας με κάθε μέσον. Όποιος και αν είναι ο σκοπός. Θέλουμε, όμως, και να ζούμε σε έναν κόσμο στον οποίο θα εκλείπουν ή θα ματαιώνονται όχι μόνον οι (βαριά λαβωμένοι, σήμερα) καλλιτέχνες, αλλά και όποια καλά μπορούν να μας προσφέρουν, με βάση άκαμπτους τεχνοκρατικούς νόμους; Ή, με βάση το νόμο του Λιντς για κάθε παράβαση;
Όπως το έθεσε, ψύχραιμα, ο Δημήτρης Καταλειφός: «Το θέατρο με αφορμή την πανδημία έχει δεχτεί το μεγαλύτερο πλήγμα που θα μπορούσε να δεχτεί. Ας μη το τραυματίζουμε κι εμείς με τα ίδια μας τα χέρια».