Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ: «Δύο πράγματα δε μπορείς να κοιτάξεις κατάματα. Τον ήλιο και τον θάνατο..»
Γράφω πάντα πρωί. Γράφω πάντα λυπημένη.
Αισθάνομαι ένα κενό και αυτόματα έρχεται το ποίημα σαν φάρμακο.
Ποτέ δε με παίδεψαν οι λέξεις.
Είχα απόλυτη πίστη σε αυτές, και τώρα ακόμη περισσότερη.
Καμιά συνταγή δεν υπάρχει στην ποίηση. Κάποια στάδια μόνο.
Στάδιο πρώτο: Πρέπει να έχεις κάτι ποιητικό μέσα σου, το οποίο μπορεί να γεννηθεί από κάτι που συνέβη στη ζωή σου.
Δεύτερον και πολύ σημαντικό να έχεις ένα περιβάλλον που βοηθάει.
Εγώ είχα την τύχη να μεγαλώσω με έναν πατέρα που ήταν πολύ μορφωμένος, μια μητέρα που λάτρευε την ποίηση, και φυσικά τον νονό μου τον Νίκο Καζαντζάκη. Κάτω από τη σκιά του έζησα.
Είμαι γέννημα ενός λάθους.
Τρεις εβδομάδες αφού γεννήθηκα προσβλήθηκα από σταφυλόκοκκο.
Αν είχα γεννηθεί έξι μήνες μετά, θα είχε ανακαλύψει ο Φλέμινγκ την πενικιλίνη, που θα με έσωνε, και δε θα είχα ταλαιπωρηθεί στη ζωή μου.
Για έξι μήνες…
Πλήρωσα ακριβά το εισιτήριο στη ζωή με την αναπηρία που έχω.
Από εκεί και πέρα όμως, πήγαν όλα καλά.
Είχα τους ιδανικούς γονείς, τον ιδανικό σύντροφο, τον Βρετανό Ρόντνεη Ρούκ, το ιδανικό σπίτι στην Αίγινα.
Δεν αισθάνθηκα ότι κάτι μου οφειλόταν και δεν μου δόθηκε.
Ο Καβάφης με σημάδεψε από πολύ νωρίς.
Αυτό που με τρέλαινε στον θαυμασμό ήταν ότι κάθε λέξη είχε σοφία και ουσιαστική ποίηση.
Δεν πρόδιδε η μία την άλλη. Σαν δίδυμες αδερφές. Η σοφία και η ποίηση.
Δεν ξέρω πως θα είχα χειριστεί την αναπηρία μου αν δεν έγραφα ποιήματα. Υποσυνείδητα χρησιμοποίησα την ποίηση για φάρμακο.
Για να αντέξω την αναπηρία μου.
Άλλοι έχουν τη θρησκεία, άλλοι έχουν τα παιδιά τους, εγώ έχω την ποίηση.
Έχω μια αόριστη θεματική στο μυαλό μου, πιάνω το μολύβι και ξαφνικά η μία λέξη βγάζει άλλη μία λέξη και η επόμενη βγάζει άλλη, και στο τέλος βγαίνει το ποίημα.
Έτσι γράφω.
Δεν ξέρω τι θα πει ματαιοδοξία.
Δε θυμάμαι ποτέ να έχω γράψει κάτι για να τυπωθεί.
Κι έπειτα ήμουν τυχερή με επιτυχίες από την πρώτη εμφάνιση, στα δεκαεφτά μου χρόνια.
Οπότε, δεν υπήρχε λιβάδι για να φυτρώσει η ματαιοδοξία.
Όμως, τώρα τελευταία, με ενοχλεί αφόρητα η λύσσα για προβολή των νέων.
Εγώ ήξερα ότι, όταν γράφεις ποίηση δεν περιμένεις τίποτα.
Δίνω τα πάντα, τα ποιήματά μου, τις διακρίσεις μου,
Όλα, προκειμένου να ξαναπάρω τα νιάτα μου πίσω.
Τα γηρατειά δεν καταπίνονται εύκολα.
Με πληγώνουν. Όσο καλές και να είναι οι συνθήκες, πλησιάζεις στο τέλος.
Η ιδέα του μέλλοντος σε εμπνέει, σε σπρώχνει μπροστά.
Η ηλικία μειώνει την ιδέα του μέλλοντος.
Είμαι 80 ετών. Έχει τελειώσει το τρίπτυχο.
Η ιδέα του θανάτου με δηλητηριάζει.
Όπως είπε κάποιος μεγάλος, δύο πράγματα δε μπορείς να κοιτάξεις κατάματα. Τον ήλιο και τον θάνατο.
…………………………..
( Ο πίνακας είναι της Λίλιαν Μανωλακάκη)