Θεόδωρος Θεοδωρίδης “Στον πατέρα μου…”
Γεννημένος στη Αυγή Κοζάνης από πάμπτωχους ξεριζωμένους πρόσφυγες του Πόντου, όπου η μοίρα το θελε να ναι το λιμάνι σου και η δική σου Ιθάκη.
Το πάθος που χαρακτήρισαν λάθος, στέλνοντας τον στον Αη Στράτη εξόριστο… Φυσικά πεθαίνοντας τον Απρίλιο του 1959 από το πολύ ξύλο, που φιλοδώρησαν στο κορμί του.
–
Σε ηλικία 18 χρονών ήρθε το δεύτερο χαστούκι που η ζωή είχε ορίσει. Η μανούλα σου Βέρα χτυπημένη από την ανίατο έπρεπε να νοσηλευτεί σε νοσοκομείο της Αθήνας. Πούλησες τότε την μοναδική περιουσία σας, μια αγελάδα που ζεύοντας την με δανεικό βουβάλι όργωνε τη γη, λίγα στρέμματα, για να εξασφαλίσετε τα απαραίτητα εφόδια, για να συντηρήσετε την οικογένεια. Δυστυχώς έμεινες νωρίς ορφανός από μάνα, με αδελφό που η εσωτερική μετανάστευση στην πρωτεύουσα δεν άφηνε περιθώρια βοήθειας. Έπρεπε να βοηθήσεις τις μικρότερες αδελφές σου.Μιας και άλλα έσοδα η οικογένεια δεν είχε, έφυγες για την Κορέα σαν έμμισθος εθελοντής με την ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ. Ευτυχώς αλώβητος και με το παράσημο στο στήθος γύρισες στην Αυλήαννα.
–
Οι αδερφές σου σε ηλικία γάμου, έπρεπε να τις προικίσεις. Γι’ αυτό αναγκάστηκες να μεταναστεύσεις στην Αθήνα, όπου στο νταμάρι της Πεντέλης μαζί με τον αγαπημένο σου αδελφό σπάζατε πέτρες συμμετέχοντας στον οργασμό της ανοικοδόμησης της Αθήνας.
Γρήγορα όμως επέστρεψες, γιατί υγεία του παππού, επιβαρυμένη από τις κακουχίες στην εξορία, χειροτέρευε. Πάντρεψες αδελφές και παντρεύτηκες τη μάνα μου, αλλά η μοίρα δεν έπαψε να επιφυλάσσει και άλλες εκπλήξεις στη γεμάτη ταλαιπωρία ζωή σου.
Έφυγες για την ξενιτιά και δούλεψες στα κάτεργα των ανθρακωρυχείων της Γερμανίας, βοηθώντας την και εσύ με το αζημίωτο φυσικά στην ανόρθωση της κατεστραμμένης από τον χαμένο πόλεμο οικονομία της.
Δύο μικρά παιδιά, μια γυναίκα που στερήθηκε την προστασία του άντρα της πάλευε και αυτή με τα χώματα […]
Έχω δέκα πέντε μέρες που, λόγω του κορονοϊού που χτύπησε και τη δική μου οικογένεια, (εμένα και τη γυναίκα μου), δεν μπόρεσα να σε δω κι αυτό είναι το στενάχωρο. Ήρθε η στιγμή, που δυστυχώς για όλους μας θα έρθει. Αθάνατοι δεν υπάρχουν. Αναμνήσεις και ένα flashback η ζωή μας.
… Έτσι με την βοήθεια φαρμάκων χαλάρωσε το σώμα σου, γαλήνεψε η ψυχή σου και με αναλαμπές, που όλοι στο τέλος της ζωής βιώνουν, παραδόθηκες στα χέρια και στην αγκαλιά της μάνας, του πατέρα και αδελφών που σε περίμεναν, για να συνεχίσουν το ταξίδι της αιωνιότητας… χωρίς τους εφιάλτες και ρουφιάνους… Η Ιθάκη σου, το χωριό που τόσο αγάπησες, που δούλεψες, που σε πρόδωσαν… αλλά εδώ, στο τελευταίο αυτό λιμάνι, βρήκες τη γαλήνη σου…
Σ΄αγαπώ , πατέρα, πάντα σε αγαπούσα και ας μην το έδειχνα… και ας μην το θέλησε η μοίρα να ζήσουμε μαζί… Να με πιάσεις από το χέρι πηγαίνοντας με στο σχολείο, να παίξουμε, να δεις την πρόοδο μου και ας μη με είδες ποτέ γιατρό, που ήταν η επιθυμία σου. Ο Θεός ξέρει, και ναι, μια μέρα εκεί στην αιωνιότητα, θα ναι διαφορετικά για όλους μας… Καλό ταξίδι, παντοτινέ, ταξιδεμένε στοχαστή και ακούραστε εραστή της εργασίας…