Ωστόσο ύστερα από τόσους μήνες, έχοντας βιώσει τις οικονομικές συνέπειες, την κόπωση από τη συνεχιζόμενη αναστάτωση της καθημερινότητας και την επικέντρωση της κυβέρνησης στην ατομική ευθύνη για τα μέτρα προστασίας ως μοναδικό μέσο πρόληψης χωρίς άλλη στήριξη του ΕΣΥ, της εκπαιδευτικής διαδικασίας, των μέσων μαζικής μεταφοράς κ.λπ., η κοινωνία πλέον προσλαμβάνει την κατάσταση με θυμό, αγωνία και άγχος για την υγεία και την οικονομική της επιβίωση.
Με αυτό ως κοινωνικό υπόβαθρο η αξιωματική αντιπολίτευση κατά την έναρξη του lockdown εστίασε στα λάθη, τις ανεπάρκειες και τις ολιγωρίες της κυβέρνησης που οδήγησαν σε αυτό, θέλησε να υπογραμμίσει με άλλα λόγια ότι αυτή τη φορά ο εγκλεισμός έρχεται ως συνέπεια πράξεων και παραλείψεων της κυβέρνησης ή, αλλιώς, της αποτυχίας της να εκτιμήσει σωστά, να διαχειριστεί και να ελέγξει την κατάσταση.
Το όπως – όπως άνοιγμα του τουρισμού, η απουσία ουσιαστικής στήριξης στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τα αντιφατικά μηνύματα (από τη μία σήμα κανονικότητας προς χάριν του τουρισμού και της οικονομίας, από την άλλη ατομική ευθύνη και μονόπλευρη ενοχοποίηση συμπεριφορών των πολιτών) που οδήγησαν σε χαλάρωση του πληθυσμού ως προς την τήρηση των ατομικών μέτρων προστασίας, τραγελαφικές καταστάσεις στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια εκπαίδευση, το ίδιο και στα μέσα μαζικής μεταφοράς και βεβαίως απουσία στήριξης του ΕΣΥ.
Όλα αυτά πλαισιώθηκαν με μια σειρά αδιανόητα επιχειρήματα προς δικαιολόγηση της κυβερνητικής απραξίας: ακούσαμε ότι περισσότερα λεωφορεία σημαίνουν περισσότερο συνωστισμό, περισσότερες αίθουσες διδασκαλίας και δάσκαλοι – καθηγητές θα σημάνουν μεγαλύτερη διασπορά του ιού και, εσχάτως, περισσότερες ΜΕΘ ισούνται με περισσότερους θανάτους.
«Απόλυτη η ευθύνη Μητσοτάκη»
Τα όρια αυτής της τακτικής φάνηκε ωστόσο να εξαντλούνται ή εν πάση περιπτώσει να πιέζονται. Με την εικόνα των νοσοκομείων να βρίσκονται σε «κατάσταση πολέμου» και τους νεκρούς και διασωληνωμένους να αυξάνονται, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ εκτίμησε ότι δεν μπορεί να μένει στην επαναλαμβανόμενη κριτική της για τα πεπραγμένα της κυβέρνησης τους προηγούμενους μήνες ή σήμερα, αλλά καλείται να απαντήσει «τι μπορεί να γίνει» σήμερα και από εδώ και πέρα.
«Τι να κάνουμε;»
Ο Αλέξης Τσίπρας μάλιστα στην ομιλία του προς την Κοινοβουλευτική Ομάδα την Τρίτη, ανέδειξε ιδιαιτέρως το μήνυμα της παρέμβασης μέσα στην κοινωνία, παράλληλα με τις πολιτικές παρεμβάσεις: «Θα πρέπει να είμαστε στην πρώτη γραμμή της μάχης», είπε, προσθέτοντας: «Αυτή τη στιγμή, είναι, πιστεύω, απαραίτητο να οργανώσουμε και να ενισχύσουμε κάθε προσπάθεια, κάθε δομή αλληλεγγύης, κάθε δομή στήριξης της δοκιμαζόμενης κοινωνίας. Είναι χρέος μας να μην μείνει κανένας μόνος αυτές τις δύσκολες μέρες.
Ειρήσθω εν παρόδω, κοινοβουλευτικές πηγές του ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαιώνουν ότι κατά την τηλεδιάσκεψη της Κοινοβουλευτικής Ομάδας την Τρίτη, ο αναπληρωτής υπουργός Εσωτερικών Παύλος Πολάκης υπέβαλε την ένσταση ότι η άσκηση της αντιπολιτευτικής τακτικής είναι κατώτερη των περιστάσεων και πρέπει να ανέβουν οι τόνοι, κάτι που απορρίφθηκε τόσο από τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα όσο και από τη γραμματέα της Κ.Ο. Όλγα Γεροβασίλη, οι οποίοι επισήμαναν πως όπου και όταν χρειάζεται να ανέβουν οι τόνοι της κριτικής αυτό θα συμβαίνει, αλλά από εκεί και πέρα ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να επικεντρώσει σε μια προγραμματικού χαρακτήρα αντιπολίτευση.
Με άλλα λόγια, η μετωπική, συγκρουσιακή λογική, της οποίας ένθερμος υποστηρικτής φαίνεται πως παραμένει ο Πολάκης, απορρίπτεται σε αυτή τη φάση. Ο Τσίπρας, όπως και την περασμένη άνοιξη, στη δημόσια ομιλία του, έθεσε το θέμα της λογοδοσίας για διάφορες περίεργες αναθέσεις της κυβέρνησης, με θεσμικό όμως τρόπο σε αυτή τη φάση – είπε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα ζητήσει από το Ελεγκτικό Συνέδριο να ερευνήσει δαπάνες για την Υγεία από την αρχή της πανδημίας. Ωστόσο, σημείωσε πως ο λογαριασμός θα γίνει όταν τελειώσει η υγειονομική κρίση.
Η Υγεία στο επίκεντρο
Μάλιστα, η στροφή αυτή στη γραμμή της υπεύθυνης, προγραμματικής αντιπολίτευσης συνοδεύτηκε και από το ανάλογο ύφος, καθώς πέρα από τους συνήθεις χαρακτηρισμούς περί «ανίκανης» και «κυνικής» κυβέρνησης, σε γενικές γραμμές ο Τσίπρας υπήρξε συγκρατημένος και όχι οξύς όσο άλλες φορές.
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης έθεσε στο επίκεντρο της πρότασης για το Δημόσιο Σύστημα Υγείας την αύξηση των κρατικών δαπανών για την Υγεία στο ύψος του ευρωπαϊκού μέσου όρου (7% του ΑΕΠ) και τις μόνιμες προσλήψεις υγειονομικού προσωπικού (15.000 προσλήψεις γιατρών και υγειονομικών).
Οι προσλήψεις κατά την Κουμουνδούρου απαιτούνται αυτή τη στιγμή όχι μόνο στο μέτωπο κατά της πανδημίας, αλλά για να μπορεί να ανακουφιστεί το ΕΣΥ συνολικά και να μπορέσει να συνεχίσει να λειτουργεί ως σύστημα υγείας για όλα τα νοσήματα και όχι μόνο για την Covid-19. Πολλώ δε μάλλον που πλέον η πίεση είναι τεράστια, ειδικά στη Θεσσαλονίκη, επομένως ούτε στην πανδημία μπορεί να ανταποκριθεί, ενώ το υγειονομικό προσωπικό δίνει τη μάχη ουσιαστικά με όρους αυτοθυσίας.
Χτες στη Βουλή ο Τσίπρας στάθηκε πιο αναλυτικά στις ανάγκες του ΕΣΥ αυτή τη στιγμή, που έστω και αργά πρέπει να ενισχυθεί. Έδωσε δε έμφαση στις μόνιμες προσλήψεις και το μισθολογικό ως δείγμα στήριξης και επιβράβευσης όλου αυτού του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού που στηρίζει τα νοσοκομεία πέρα από τις δυνάμεις του. Περαιτέρω αναφέρθηκε στην ανάγκη να υπάρξουν κίνητρα για κρίσιμες ειδικότητες στις οποίες υπάρχουν κενά, ενώ στηλίτευσε πρακτικές δημιουργίας γιατρών δύο ταχυτήτων.
Φρένο και διαχωριστικές
Εν ολίγοις, στην Κουμουνδούρου θεωρούν ότι το Δημόσιο Σύστημα Υγείας, η στήριξη στο οποίο αποτελεί πάγια προγραμματική θέση του ΣΥΡΙΖΑ, όπως και τα δημόσια αγαθά και το κοινωνικό κράτος, κερδίζει πόντους αυτή τη στιγμή στην αντίληψη της κοινής γνώμης, μπορεί επομένως να βρει κοινωνική απήχηση και στήριξη. Περαιτέρω, ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να θέσει φραγμούς, να αποδομήσει και να στιγματίσει τους νεοφιλελεύθερρους σχεδιασμούς της κυβέρνησης στο μέτωπο της Υγείας. Ενδεικτική και η αναφορά στην ομιλία της Τρίτης ότι όταν τελειώσει όλο αυτό «θα ξαναβρεθούμε μπροστά σε κοινωνικά ερείπια και συντρίμμια».
Αυτό εξηγεί λοιπόν τον λόγο για τον οποίο τις τελευταίες μέρες τονίζεται η συγκεκριμένη διαχωριστική γραμμή μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ., τόσο αναφορικά με τη γενικότερη σημασία του κοινωνικού κράτους, αλλά και κυρίως και ειδικότερα για τον τομέα της Υγείας: η αξιωματική αντιπολίτευση ανεβάζει στην κορυφή της ατζέντας το ΕΣΥ και τις ανάγκες του, επιχειρώντας ταυτόχρονα να εκθέσει τη Ν.Δ. ενώπιον ενός ευρύτερου κοινού για ιδεοληπτικές πρακτικές και πολιτικές (αντιγυρίζοντας την πάγια καραμέλα της Ν.Δ. σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ), διότι επιμένει σε λογικές υποχρηματοδότησης της δημόσιας Υγείας τη στιγμή που απαιτείται μεγαλύτερη χρηματοδότηση.
Για να ενισχύσει την κατηγορία περί ιδεοληψίας ο Τσίπρας έχει καταλογίσει τις προηγούμενες μέρες στην κυβέρνηση ότι είναι στρατηγική επιλογή να κινηθεί συντηρητικά στο πεδίο του Εθνικού Συστήματος Υγείας, διότι το θεωρεί βαρίδι στους μετέπειτα σχεδιασμούς της και θα αναγκαστεί να πάει σε απολύσεις αύριο, καθώς στόχος της είναι η παραχώρηση όλο και μεγαλύτερου πεδίου της δημόσιας Υγείας στον ιδιωτικό τομέα μέσα από τις Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ).
Περαιτέρω, αν η κυβέρνηση επικαλείται τις υφεσιακές επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομία, ο Αλέξης Τσίπρας τονίζει ότι αυτή τη στιγμή και χρήματα μπορούν να βρεθούν, δείχνοντας κατά κανόνα στο «μαξιλάρι» των 37 δισ. και τα κονδύλια που μπορούν να απορροφηθούν από το ταμείο ανάκαμψης, λέγοντας εμμέσως πλην σαφώς ότι το θέμα δεν είναι οικονομικό, αλλά ιδεολογικό.