Βίνσεντ βαν Γκογκ. Πεζοπορώντας ανάμεσα σε κίτρινα σταροχώραφα και έναστρους ουρανούς
Ήταν ο αγαπημένος ζωγράφος της εφηβείας μου και εξακολουθεί να σημαίνει πάντα πολλά για μένα, καθώς η ζωγραφική του οδηγεί το χρώμα και την κίνηση, που αναδίδουν όλα τα έργα του, σε μια εκρηκτική συμπόρευση.
Η κατάθεσή του στο χώρο της ζωγραφικής τον κάνει όχι απλά αναγνωρίσιμο, χάρη στο δικό του προσωπικό ύφος, αλλά μοναδικό. Ξεκινώντας από τον 19ο αιώνα που έζησε και φτάνοντας μέχρι τον 21ο σήμερα, το έργο του εξακολουθεί να έχει άπειρους θαυμαστές, μακριά από μόδες που περνούν και χάνονται στο πέρασμα του χρόνου, κατακτώντας το περιεχόμενο του όρου «κλασικός».
Ολλανδός, γεννημένος το 1853, γιος πάστορα με άλλα έξι μικρότερα αδέλφια, επηρεάζεται από τη θρησκευτική ατμόσφαιρα που πλανιέται στην οικογένεια σπουδάζοντας Θεολογία και εκτελώντας χρέη ιεροκήρυκα στο Βέλγιο σε μια υποβαθμισμένη περιοχή, όπου υπάρχει ορυχείο.
Όταν το ορυχείο καταρρέει και οι εργάτες του θάβονται κάτω από το χώμα, ο Βίνσεντ αρνείται το ρόλο του ιεροκήρυκα, πληγωμένος βαθιά από το γεγονός.
Ξεκινώντας τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής στα 27 του και συνεχίζοντας μετά από πέντε χρόνια στην Ακαδημία της Αμβέρσας, εγκαθίσταται αργότερα στο Παρίσι, στη Μονμάρτη, τη συνοικία των καλλιτεχνών, καθώς ο αδελφός του Τεό είναι πετυχημένος έμπορος έργων Τέχνης. Εκεί γνωρίζεται με τους Γκωγκέν, Τουλούζ Λωτρέκ, Εντγκάρ Ντεγκά και Καμίλ Πισαρό, επηρεασμένος από τον Ιμπρεσιονισμό που κυριαρχεί.
Αν και ο Ιμπρεσιονισμός είναι ένα σημαντικό πέρασμα γι αυτόν, μελετώντας τον, ο ίδιος θεωρείται μετα-ιμπρεσιονιστής, με την επιλογή των εντυπωσιακών χρωμάτων του, που του δίνουν τη δική του ταυτότητα στο χώρο.
Αυτό γίνεται ολοφάνερο δυο χρόνια αργότερα, που εγκαθίσταται στην Νότια Γαλλία, στην Αρλ, όπου και το προσωπικό του ύφος ολοκληρώνεται.
Κανένας δεν χρησιμοποίησε, όπως αυτός, το κίτρινο ή το μπλε, με αποτέλεσμα την αναγνωρισιμότητα των έργων του σ’ όλες τις εποχές και κανένας δεν έδωσε την αίσθηση της κίνησης, σε κάποια έργα κατάφορα εκρηκτικής, αλλά σε όλα υπαρκτής, όπως αυτός.
Είναι η εποχή που στροβιλίζει τα πινέλα του, δημιουργώντας τον περίφημο «Έναστρο ουρανό» του, ένα από τα περισσότερο αναπαραγόμενα έργα στον κόσμο, που ακόμα γοητεύει.
Εκεί στη Νότια Γαλλία έρχεται σε επαφή με τη ζωή των φτωχών ανθρώπων. Δείγμα της ευαισθησίας του απέναντι στους αδικημένους οι περίφημοι «Πατατοφάγοι» του, που έγιναν πια σύμβολο της κοινωνικής ανισότητας, με τα σκαμμένα από τη δουλειά και την απελπισία πρόσωπα, μισοφωτισμένα στο τραπέζι από μια λάμπα που ξεψυχάει κι αυτή.
Για τον Βαν Γκογκ μια απλή καρέκλα γίνεται μοντέλο και μιλάει στο θεατή, αγρότες περνούν μπροστά από δύο αγκαλιασμένα κυπαρίσσια που τους γνέφουν το πρωί, καθώς ξεκινούν για τη δουλειά, με τον ήλιο και το φεγγάρι ταυτόχρονα πάνω στον ουράνιο θόλο, τα στάχια του κυματίζουν μέσα σε μια πανδαισία του κίτρινου χαιρετώντας έναν ανάγλυφο ουρανό, ένα νυχτωμένο καφενείο παντρεύει το κίτρινο και το μπλε σε μια αρμονική συνύπαρξη αστερόεντος ουρανού και γήινης καθημερινότητας, ένα ζευγάρι παλιά παπούτσια αφημένα αποπνέουν φτώχεια και μοναξιά…
Η υπερβολική ευαισθησία όμως, που τον χαρακτηρίζει από παιδί, υποσκάπτει σιγά- σιγά τον ψυχισμό του, οδηγώντας τον από τη μόνιμη σχεδόν κατάθλιψη των νεανικών του χρόνων σε μια κατάληξη μοιραία για τη ζωή του.
Καθώς η κατάθλιψη προχωρεί, σε μια κρίση της κόβει το αυτί του, κάνοντας μάλιστα και μια χαρακτηριστική αυτοπροσωπογραφία του, που αποτυπώνει το γεγονός.
Η κατάσταση της ψυχικής του υγείας είναι πια ανεξέλεγκτη και στις 29 Ιουλίου του1890 πεθαίνει, ενώ έχει αυτοπυροβοληθεί δυο μέρες πριν.
Πιθανότατα το τελευταίο έργο του είναι το «Σταροχώραφο με κοράκια», που υποδηλώνει, όχι μόνο με τα κοράκια του που πετούν χαμηλά πάνω στα στάχια, την έντονη ψυχική διαταραχή του, αλλά και με τα χρώματα που είναι πιο σκοτεινά και την κίνηση που γίνεται απειλητική, το επερχόμενο τέλος.
Όσο ζούσε, πουλήθηκε μόνο ένας από τους 800 πίνακες του, «Το κόκκινο αμπέλι». Μετά το θάνατό του η φήμη του έγινε παγκόσμια και η αξία των έργων του εκτιμήθηκε όχι μόνο καλλιτεχνικά αλλά και οικονομικά, αγγίζοντας σήμερα αστρονομικά ποσά.
Βίνσεντ Βαν Γκογκ. Ένας μοναχικός πεζοπόρος της Τέχνης, περπατώντας ανάμεσα στο κίτρινο των σταροχώραφών του και στο βαθύ μπλε των έναστρων ουρανών του.