“Η θεατρολογία ως διδακτικό αντικείμενο στο Γενικό Λύκειο: Θεωρία, Πράξη, Διαδραστικότητα”(1) γράφει ο Αρ. Παπαγεωργίου
Η θεατρολογία ως διδακτικό αντικείμενο στο Γενικό Λύκειο: Θεωρία, Πράξη, Διαδραστικότητα[1]
Και ξαφνικά μαύρο στην οθόνη! Η Καλλιτεχνική Παιδεία σβήνει… Εξοβελίζεται, κατά τα φαινόμενα, από το τρέχον Πρόγραμμα Σπουδών για το Γενικό Λύκειο. Η θεατρολογία ρίχνει αυλαία. Όχι όμως το θέατρο. Ευτυχώς! Το άτοπο της επιλογής το καταδεικνύει η έρευνα. Με αυστηρά τεκμήρια επιστημονικής μεθόδου. Όσα καταγράφονται εν συνεχεία συνιστούν πορίσματα μελέτης και συστηματικής εφαρμογής. Λίγα χρόνια πριν. Η εργασία αυτή, λοιπόν, εδώ αναπροσαρμόζεται. Εκ των πραγμάτων η παρουσίασή της αποδίδεται στοχευμένα, σε πλέον συνεπτυγμένη μορφή.
Οι θεωρητικές προϋποθέσεις για τη διδασκαλία της θεατρολογίας στο Γενικό Λύκειο: ζητήματα μεθόδου και εφαρμοσμένης πρακτικής
Δίπλα στα παιδαγωγικά αγαθά που προσφέρει η θεατρική παιδεία στο σχολείο, όπως η αυτοεκπλήρωση, η εμπειρία και ο σεβασμός του άλλου, η κοινωνικότητα, η αυτοπεποίθηση, η αυτοπαρουσίαση, η επικοινωνία, η κριτική σκέψη, η οργάνωση του προφορικού λόγου, η καλλιέργεια του συναισθηματικού κόσμου, η φροντίδα για το σύνολο, υπάρχει και το γεγονός ότι διαμορφώνεται μακροπρόθεσμα ένα νέο καλλιεργημένο θεατρικό κοινό σε όλη τη χώρα, με μεγαλύτερες αισθητικές απαιτήσεις και εκλεπτυσμένο γούστο, που θα επιδρά ευεργετικά στην ποιότητα του συνολικού θεατρικού βίου και θα συμβάλλει στην εξαφάνιση ανεπιθύμητων φαινομένων του δημόσιου πολιτισμού.
Βάλτερ Πούχνερ
-
Θεμελιώδεις έννοιες, Κριτικές επισημάνσεις
Η θεατρολογία ως επιστήμη δύναται να χαρακτηριστεί υβριδική και πολυσχιδής. Καταρχάς το γνωστικό της φάσμα είναι ευρύ: διατρέχει πολλές περιοχές του επιστητού και ενέχει σαφή τα γνωρίσματα της διεπιστημονικότητας. Ενυπάρχουν και συνδιαλέγονται στοιχεία μελέτης από τη φιλολογία – κλασική και νεότερη[2] – την ιστορία, τη φιλοσοφία, την κοινωνιολογία, τη σημειωτική, την επιστήμη των Μ.Μ.Ε, πλέον και από τις Νέες Τεχνολογίες (Κοινωνία της Πληροφορίας). Άλλωστε το θέατρο συνιστά καθαυτό μία σύνθετη μορφή τέχνης. Παρεισφρέουν δημιουργικά ποικίλες εκφάνσεις της καλλιτεχνικής παιδείας. Η διαπίστωση αυτή αφορά τη σκηνοθεσία ως θεωρία και πράξη, τις διάφορες σχολές υποκριτικής, τη σκηνογραφία, την κινησιολογία και την τέχνη του χορού, τα εικαστικά δρώμενα. Αξιοποιούνται οι ομόλογες αρχές μεθοδολογίας και τα ερευνητικά τους εργαλεία.
Η επιστήμη – κατ’ επέκταση και η διδακτική – του θεάτρου υπάγεται σε μία πολυμέρεια ερμηνευτικών κριτηρίων. Για παράδειγμα, η παραδοσιακή ανάλυση του κειμένου υπό ιστορική και φιλολογική οπτική επιλέγεται, προκειμένου να δοθεί έμφαση στο εκάστοτε θεατρικό έργο και τις συγκείμενές του. Κατεξοχήν η προσέγγιση αυτή εστιάζεται στο λόγο, τα ηθικά συμφραζόμενα και την όποια ιδεολογική φόρτιση του κειμένου. Σκιαγραφείται με πιστότητα το κλίμα εποχής και «φωτίζεται» ο συγγραφέας ως δημιουργός. Η συγκεκριμένη όμως οπτική μάλλον παρακάμπτει τη σκηνική αυτοτέλεια του θεατρικού έργου. Δεν επαρκεί, για να το περιγράψει ως παράσταση. Θα πρέπει προηγουμένως να έχουν αποκωδικοποιηθεί όλα εκείνα τα σημεία, που η συμβολική τους λειτουργία επενεργεί στο θεατρικό είναι, για να το μετουσιώσει σε σκηνικό γίγνεσθαι. Σε αυτήν την περίπτωση πρωταρχική είναι η συμβολή της σημειωτικής[3].
Οι εκδοχές ερμηνείας του θεατρικού φαινομένου εναλλάσσονται με γνώμονα το πρίσμα οπτικής. Η κοινωνιολογία του θεάτρου διερευνά το θέατρο ως κοινωνικό γεγονός. Στο θεατρικό λόγο ανιχνεύει στάσεις, κοινωνικά στερεότυπα, ιδεοληψίες. Ενδιαφέρεται μεταξύ άλλων για τη στάση του θεατή και γενικότερα για τη χειραγώγηση του κοινού. Ομοίως εξετάζει πώς διαμορφώνονται οι μηχανισμοί προβολής του θεάματος υπό την επίδραση των Μ.Μ.Ε. Αντιστοίχως, η θεωρία της πρόσληψης επικεντρώνεται στο επικοινωνιακό πλαίσιο και τη διαδραστικότητα, επειδή ακριβώς οι δομές του χώρου και του χρόνου στη θεατρική παράσταση προδιαγράφουν την όσμωση μεταξύ σκηνής και πλατείας. Γενικότερα, όλες οι θεωρητικές τάσεις, από τη φαινομενολογία και τη συγκριτική δραματολογία έως τη θεατρική ανθρωπολογία, επιχειρούν κατά περίπτωση την εμπεριστατωμένη ερμηνεία του θεατρικού είδους[4]. Μάλιστα η εξειδίκευση σε επιμέρους γνωστικά πεδία διευρύνει θεματικά (μάλλον διαθεματικά) τους ορίζοντες της θεατρολογίας. Σε αυτήν την προοπτική έρευνας συγκαταλέγονται λόγου χάρη το λαϊκό θέατρο, το θέατρο του καταπιεσμένου και της επινόησης, το ψυχόδραμα… Επίσης περιλαμβάνονται συγκριτικές μελέτες, που αναζητούν τη συνάφεια ανάμεσα στο θέατρο και τις λοιπές παραστατικές τέχνες.
Η θεατρολογία λοιπόν διαθέτει εκ των πραγμάτων διττή υπόσταση. Εμπεριέχει ταυτόχρονα το θεωρητικό (ανα)στοχασμό και το πρακτικό – εμπειρικό βίωμα. Ως διδακτικό αντικείμενο στο σχολείο και μάλιστα στη βαθμίδα του Λυκείου η συγκεκριμένη εκτίμηση αποκτά καθολική σημασία. Ο μαθητής καλείται καταρχάς να αποκτήσει θεμελιώδεις γνώσεις για την ιστορία και τη θεωρία του θεάτρου. Παράλληλα αποκτά εμπειρίες και δεξιότητες που επιτρέπουν την αξιοποίηση των ψυχοσωματικών του δυνατοτήτων, ενισχύουν την ατομική έκφραση αλλά κι τη συλλογική δράση[5], τονώνουν την αυτοπεποίθηση, ισχυροποιούν την επικοινωνία. Η καθοδήγηση της όλης διαδικασίας και η γνωστική εμπέδωση πραγματώνεται κατά τρόπο επιστημονικά έγκυρο και παιδαγωγικά επαγωγικό[6].
-
Η δομή και η λειτουργία του σχολικού εγχειριδίου στη διδακτική πράξη
Η διεξαγωγή του μαθήματος στην Α΄ τάξη του Λυκείου προβλέπει και τη χρήση ενός διδακτικού εγχειριδίου. Τα «Στοιχεία Θεατρολογίας» εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 1998 υπό την εποπτεία του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, το οποίο υπαγόταν στη δικαιοδοσία του τότε επονομαζόμενου Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Το διδακτικό αντικείμενο της Θεατρολογίας άρχισε να διδάσκεται συστηματικά ως επιλεγόμενο μάθημα στην πρώτη τάξη του Ενιαίου Λυκείου κατά το σχολικό έτος 1998 – 99. Οι προϋποθέσεις και οι οδηγίες διδασκαλίας καταγράφονται στο Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Σπουδών για το Λύκειο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου[7]. Σαφώς υπάγεται στη λογική και τις προδιαγραφές λειτουργίας του νεοπαγούς τότε Ενιαίου Λυκείου για την ελληνική δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Αργότερα, με την κατάργηση του Ενιαίου Λυκείου και τη μετατροπή του σε Γενικό Λύκειο (μάλλον επρόκειτο για επαναφορά προγενέστερου θεσμικού σχεδιασμού), το βιβλίο παρέμεινε αμετάβλητο και εξακολούθησε να διδάσκεται έως και το σχολικό έτος 2010 – 11.
Το πόνημα ανέλαβαν οι συγγραφείς Θόδωρος Γραμματάς, καθηγητής θεατρολογίας του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Τηλέμαχος Μουδατσάκις, σκηνοθέτης και επίκουρος καθηγητής θεατρολογίας στη Σχολή Επιστημών της Αγωγής (Π.Τ.Δ.Ε) του Πανεπιστημίου Κρήτης. Συνέπραξαν οι εκπαιδευτικοί Παναγιώτης Τζαμαργιάς, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στη «Διδακτική της Γλώσσας, της Λογοτεχνίας και του Θεάτρου στην Εκπαίδευση» και Χαράλαμπος Δερμιτζάκης, Διδάκτωρ του Π.Τ.Δ.Ε στο Ε.Κ.Π.Α. Ο συντονισμός ανατέθηκε στο Σύμβουλο Καλλιτεχνικών του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου Δρα Γιώργο Σιγάλα. Εκτός από το καθαυτό εγχειρίδιο για το μαθητή, προστίθεται και ένα ομόλογο βιβλίο του καθηγητή με κρίσιμες υποδείξεις για την οργάνωση της διδακτικής πράξης και την πραγμάτευση επιμέρους θεμάτων.
Το εγχειρίδιο διαρθρώνεται σε δώδεκα κεφάλαια, που παρακολουθούν εξελικτικά την ιστορική πορεία του ελληνικού και ευρωπαϊκού – αμερικανικού θεάτρου ανά τους αιώνες. Συγκεκριμένα δομείται στις ακόλουθες ενότητες:
-
Το Αρχαίο Θέατρο. Από τη λατρευτική όρχηση στο δράμα
-
Η Αττική Κωμωδία
-
Η Commedia dell’ Arte
-
Το Ελισαβετιανό Θέατρο και ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ
-
Ο Γαλλικός Κλασικισμός και ο Μολιέρος
-
Το Κρητικό Θέατρο
-
Το Θέατρο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και του 19ου αιώνα
-
Το Αστικό Δράμα
-
Το Θέατρο του Μεσοπολέμου
-
Το Αμερικανικό Θέατρο
-
Το παράλογο και οι νεότερες τάσεις στο παγκόσμιο θέατρο
-
Το Μεταπολεμικό Ελληνικό Θέατρο[8]
Παρατίθενται αποσπάσματα, μικρότερα ή εκτενέστερα, από αντιπροσωπευτικά έργα της κάθε περιόδου. Παραλλήλως, με εμβόλιμες αναφορές, εξετάζονται και διαχρονικά ζητήματα της θεατρικής παιδείας. Σχετίζονται με τη σκηνοθεσία, την υποκριτική, τη σκηνογραφία, το χορό και τις θεωρίες του θεάτρου. Η προσέγγιση πάντως αναπτύσσεται κατά περίπτωση, σε εντελώς σχηματικό επίπεδο.
Το διδακτικό εγχειρίδιο κρίνεται ως αφετηριακό και επαρκές. Συνιστά μία βασική εισαγωγή στο θέατρο. Αξιοποιείται κατά τη διδασκαλία περιστασιακά. Σύμφωνα με το Αναλυτικό Πρόγραμμα η χρήση του έγκειται κυρίως στην άντληση πληροφοριών για κάθε ιστορική φάση στην εξελικτική διαδρομή του θεάτρου. Κυρίως δίνεται έμφαση στο πρακτικό σκέλος, τη βιωματική δηλαδή εφαρμογή της γνώσης. Ως ουσιαστικό ζητούμενο της διδακτικής διαδικασίας προτάσσεται και η εμπέδωση της διαπολιτισμικής αγωγής[9]. Η διδακτική του θεάτρου στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ενθαρρύνει δυνητικά την κριτική αποτίμηση της ετερότητας[10].
Οι μαθητές παρωθούνται να οικειωθούν δημιουργικά με τις ποικίλες εκφάνσεις του θεάτρου. Ταυτόχρονα, από τους εκπαιδευτικούς ζητείται η γνωστική επάρκεια, η κριτική συνειδητότητα, η αφαιρετική αναγωγή στο ουσιώδες. Ο δάσκαλος της θεατρολογίας στο Λύκειο, θεατρολόγος ή φιλόλογος, οφείλει να είναι πολυεπιδέξιος. Η αποτελεσματικότητά του κρίνεται και κατά τη θεωρητική διδασκαλία αλλά και κατά τη δόκιμη εφαρμογή στρατηγικών θεατρικής δραστηριοποίησης. Η διδακτική της θεατρολογίας στο Λύκειο, τουλάχιστον σε επίπεδο θεωρητικών προϋποθέσεων, παραμένει πολυδιάστατη και αμιγώς ολιστική.
Σημείωση Φαρέτρας: Η εργασία έχει δημοσιευθεί σε 5 συνέχειες, μία κάθε Κυριακή.
Μπορείτε επίσης να διαβάσετε τα μέρη (2), (3), (4) και (5) κάνοντας κλικ στους αντίστοιχους αριθμούς.
———————————————–—
[1] Η εργασία, σε πλήρες ανάπτυγμα, είναι σήμερα προσβάσιμη σε κάθε ενδιαφερόμενο. Περιλαμβάνεται στους διαδικτυακούς ιστότοπους https://uoi.academia.edu/AristotelisPapageorgiou και https://sites.google.com/site/aristotelissinequanon/. Εδώ, για λόγους λειτουργικούς, έχουν αφαιρεθεί οι πίνακες στατιστικής καταγραφής, τα οικεία σχεδιαγράμματα και το πολύ κρίσιμο Παράρτημα. Ομοίως ελλείπουν και όλα τα στοιχεία αναφοράς και τα ερευνητικά δείγματα γραφής, που αφορούν την επικαιρότητα του τότε. Κατατέθηκε, επίσης, ως προπτυχιακή εργασία αξιολόγησης υπό την επίβλεψη της κ. Άννας Μαυρολέων στο γνωστικό αντικείμενο «Μεθοδολογία της έρευνας» – Τμήμα Θεατρικών Σπουδών της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Ναύπλιο 2012. Πρβλ. Ιδρυματικό Αποθετήριο Πανεπιστημίου Πελοποννήσου καθώς και το οικείο blog της διδάσκουσας: http://methodology-uop.blogspot.gr/ .
[2] Πρβλ. Γραμματάς και άλλοι (1998, 4 κε): «Το θεατρικό γεγονός στηρίζεται καταρχήν σε ένα κείμενο με ποιητικές αρχές…».
[3] Keir (2001, 15). Γεωργουσόπουλος (1985, 30 κε).
[4] Γραμματάς και άλλοι (2000, 6). Πρβλ. και Πατσαλίδη (2004, 142 κε), όπου συζητούνται όλες οι σύγχρονες ερμηνευτικές τάσεις για τη διασπορά του νοήματος στο θεατρικό λόγο πέρα και πάνω από την «παντοκρατορία» του συγγραφέα.
[5] Το διδακτικό αντικείμενο της θεατρικής αγωγής σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες προσιδιάζει άμεσα με τα δεδομένα και τα κριτήρια εφαρμογής της μεθόδου project. Το Σχέδιο Δράσης ανατροφοδοτεί το μαθητικό ενδιαφέρον (feed back), παροτρύνει το δέκτη προς την ενσυναίσθηση, τονώνει την ομαδοσυνεργατική και την ευρετική μάθηση και ενισχύει τον αυθόρμητο «καταιγισμό ιδεών» (brainstorming). Πρβλ. σχετικά και τα όσα υποστηρίζει ο εισηγητής της μεθόδου Karl Frey (1998, 31 κε). Βλ. τώρα και Ματσαγγούρας (2011, ιδίως σ. 55 κε).
[6] Η θεατρολογία εμφανίζεται διστακτικά στα αμερικανικά πανεπιστήμια κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950. Σήμερα βρίσκεται σε πλήρη άνθιση σε διεθνές επίπεδο. Αναφορικά με το θέατρο στην εκπαίδευση, που οι απαρχές του ανάγονται στην περίοδο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, αξιοσημείωτες είναι οι διαπιστώσεις του Βάλτερ Πούχνερ στην αυτοτελή μελέτη του «Το θέατρο στο σχολείο». Ο συγγραφέας υπερθεματίζοντας (1987, 74) σημειώνει: «Σε αυτήν τη δύσκολη διαδικασία δημιουργίας νοημάτων ζωής και αξιών προσανατολισμού για την πράξη του ζην, η θεατρική παράσταση του σχολείου μπορεί να βοηθήσει πολύπλευρα και ουσιαστικά. Είναι αυτονόητο ότι όσο πιο ελεύθερα είναι τα παιδιά στην εκλογή και διαμόρφωση του θέματος και της μορφής της παρουσίασής του, τόσο πιο αποτελεσματικό είναι από παιδαγωγική άποψη το εγχείρημα».
[7] Βλ. ΥΠ.Ε.Π.Θ – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο (2001).
[8] Σε ένα μέτρο ο εκπαιδευτικός που επιθυμεί να εστιάσει περισσότερο το ενδιαφέρον του σε μία περίοδο εν σχέσει με κάποια άλλη, μπορεί να αντλήσει πλούσιο υλικό από μία από τις τρέχουσες και καθιερωμένες ιστορίες του παγκόσμιου θεάτρου, όπως είναι αυτή της Φ. Χάρντολ (1980), που εδώ ακολουθείται κατά ενότητα σχεδόν, ή του Π. Μποζίγιο κ.ο.κ. Η προτεινόμενη ιστορική και θεματική διαίρεση έχει περισσότερο χαρακτήρα συμβουλευτικό παρά δεσμευτικό.
[9] Γραμματάς κά ό.π (1998, 6 κε).
[10] Σέξτου (2007, 33). Η θεώρηση αυτή συγκαταλέγεται στις αρχές του «Μανιφέστου» της σχολικής δραματοποίησης.