Γιώργος Σιώμος “Σκόρπιες σκέψεις σε άδεια φύλλα…”
Αν μη τι άλλο, η ζωή στο χωριό, με τον εγκλεισμό εξ αιτίας του κορονοϊού, ήταν ήρεμη. Μακριά από πολιτικούς που μαλώνουν για ψύλλου πήδημα, από δημοσιογράφους αγενείς, από παρουσιαστές νάρκισσους, από υπολογιστές και ίντερνετ με άχρηστες πληροφορίες. Μακριά από ανθρώπους που θεωρούμε φίλους, επειδή πίνουμε έναν καφέ μαζί ή μια ρακή. Μπορεί το σώμα να ήταν σχεδόν φυλακισμένο, να έκανε μια βόλτα στον κήπο ή δυο μικρούς περιπάτους, αλλά ο νους ήταν ελεύθερος να πετά όπου ήθελε.
Από τις 18 Μαΐου και μετά διαταράχτηκε η γλυκιά ηρεμία που από ανάγκη και συνήθεια είχαμε κατακτήσει. Διαταράχτηκε με τις μετακινήσεις και τα πήγαινε έλα. Τρέχουμε ξανά σαν τρελοί.
Η ανάγκη είναι η μήτρα κάθε δημιουργίας. Η ανάγκη και το ζόρι. Όταν δεν υπάρχουν ανάγκες, ελλείψεις, γινόμαστε μαλθακοί και βαλτώνουμε.
Όλος ο χρόνος τώρα χαραμίζεται πάλι για να αντιμετωπίσουμε χιλιάδες τέρατα της καθημερινότητας. Υποχρεώσεις, καθήκοντα, λογαριασμοί. Πού καιρός τώρα και διάθεση για αλίευση λέξεων για να χτίσουμε κάτι; Να κάνουμε το τίποτα κάτι;
1 Ιουνίου
Οι σιδερένιοι δοκοί που τη σκεπή στηρίζουν και δένουν το σώμα των σπιτιών, πυροβολούν τις νύχτες του καλοκαιριού.
Ζωντανά είναι τα σπίτια, με μάτια, στόμα, χέρια, ραχοκοκαλιά και πόδια. Πονούν κι αυτά όπως κι εμείς. Κουρασμένα από τη ζέστη της ημέρας, τις νύχτες που εμείς κοιμόμαστε, αυτά αγρυπνούν. Τεντώνουν το κορμί, τα γόνατά τους τρίβουν με τα χέρια, τους σπονδύλους με λάδι αλείφουν, όλες τις αρθρώσεις τους φροντίζουν και μας ξυπνούν των σκελετών τους οι τριγμοί μέσα στη νύχτα του καλοκαιριού.
Δεν ξεκουράζονται ποτέ τα σπίτια.
2 Ιουνίου
Ξυπνάς στις δυο, στις τρεις, στις πέντε και πριν αλλάξεις το πλευρό, αράχνες και ακάρεα θαρρείς πως περπατούν στο πρόσωπό σου. Σβουρίζουν σαν μύγες πάνω απ’ το κεφάλι σου, καραδοκούν να σε ξυπνήσουν, σε προκαλούν να ασχοληθείς μαζί τους, οι λέξεις που αγρυπνούν. Αιωρούνται όλη νύχτα μες στο δωμάτιο, χτυπιούνται στα παράθυρα, στους τοίχους, να ειπωθούν γυρεύουν. Πέφτεις στην παγίδα που έστησαν για σένα και το πρωί ξυπνάς μ’ ένα κεφάλι τούμπανο, δυο πάτους φλιτζανιών κάτω απ’ τα μάτια και με την απορία, μια δεκάρα έστω αν άξιζαν οι γραμμές που τράβηξες, τόσο ξενύχτι.
3 Ιουνίου
Ρώτησα μια γνωστή μου, αθλήτρια του στίβου, λαμπάδα, μανεκέν, πανέμορφη: πώς την εννοείς την ευτυχία;
Να μην μου τη σπάνε, είπε.
Απόρησα με το ελάχιστο των απαιτήσεων των νέων προς στιγμήν, αλλά από τότε κατέβασα τον πήχυ και ένιωσα πολλές φορές, στιγμές τολμώ να πω ευδαιμονίας, σε περιπτώσεις απλές, απλούστατες του βίου, που αν δεν πρόσεχα την απλή περί ευτυχίας ρήση της αθλήτριας θα προσπερνούσα.
3 ιουνίου
Ριπές φυγής είναι τα κείμενά μας τα μικρά κι εμείς δραπέτες του παρόντος. Το καλούπι που φτιάξανε ερήμην μας δεν μας χωράει και νιώθουμε σαν πόδι σε στενό παπούτσι. Γυρεύουμε αφορμές να φεύγουμε από ένα άθλιο παρόν, όπου μια μπότα πατάει μέχρι θανάτου σε ανθρώπινο κεφάλι.
8 Ιουνίου
Χόρτασες σπίτι
Χόρτασες φωνές, μεγάλων, νέων και κλάματα μωρών, χαρές και γέλια
Πρώτη φορά που φεύγω και δεν λυπάμαι που σ’ αφήνω μόνο.
21 Ιουνίου
Ο κτύπος των ζαριών όταν κυλούν στους ρόμβους
μοιάζει με κελαηδίσματα πουλιών πάνω στους λόφους
μα είναι ήχος μαχαιριού
που μπήγεται στης μοναξιάς τις πλάτες