Φορείς Εκπαιδευτικών και Γονέων Ημαθίας: «Όχι στο νομοσχέδιο διάλυσης της εκπαίδευσης όχι κάμερες στην τάξη»
Μέσα στην κρίση του κορονοϊού, που δοκιμάζεται παγκόσμια η ζωή του ανθρώπου, το Υπουργείο Παιδείας επέλεξε να φέρει σε διαβούλευση ένα νομοσχέδιο που αλλάζει ριζικά τον τρόπο λειτουργίας του σχολείου αλλά και της εισόδου των μαθητών στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Γιατί να προχωρήσει τόσο βιαστικά σε μια τέτοια κίνηση;
Μήπως είναι η ευκαιρία που παρουσιάζεται, αφού η κοινή γνώμη είναι στραμμένη αλλού, να περάσει νόμους και διατάξεις που δεν βελτιώνουν τη ζωή των μαθητών και των γονέων τους, αλλά αντίθετα ενισχύουν τους φραγμούς στη μόρφωση όλων των παιδιών;
Από τη μια επενδύονται υπέρογκα ποσά στη διαφήμιση κατά του συγχρωτισμού και από την άλλη νομοθετείται η αύξηση των αριθμών των παιδιών στις αίθουσες, ορίζοντας και ελάχιστο όριο που σημαίνει συγχώνευση τμημάτων και σχολείων.
Το Υπουργείο Παιδείας, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τις σύγχρονες ανάγκες αλλά και λόγω των ειδικών συνθηκών, τις επιστημονικές και παιδαγωγικές επισημάνσεις για μείωση των μαθητών, κατέθεσε στη διαβούλευση την αύξηση του αριθμού των μαθητών σε 26 ανά τάξη σε Νηπιαγωγείο και Δημοτικό και ταυτόχρονα όρισε τους 20 μαθητές στο Δημοτικό και τους 16 μαθητές στο νηπιαγωγείο ως ελάχιστο αριθμό για τη δημιουργία τμήματος. Μπορεί στη συνέχεια να δήλωσε πως δεν θα αυξήσει τον αριθμό μαθητών ανά τάξη δεν είπε όμως τίποτε για τον απαιτούμενο ελάχιστο αριθμό για τη δημιουργία τμήματος. Αυτό θα έχει ως συνέπεια τις μετακινήσεις μαθητών σε διαφορετικά σχολεία προκειμένου να συμπληρώνεται αριθμός μεγαλύτερος των είκοσι για τη δημιουργία τμήματος.
Στη Δευτεροβάθμια θα αποφασίζεται κάθε χρόνο ο μέγιστος αριθμός μαθητών σε κάθε τάξη.
Προφανώς για το Υπουργείο ο αριθμός των μαθητών δεν είναι αντικειμενικά προσδιοριζόμενος, καθορίζεται από τα κενά και τις ελλείψεις κάθε χρόνο και μπαίνει στη ζυγαριά ανάλογα με τα διαθέσιμα για την παιδεία κονδύλια που συνεχώς μειώνονται.
Επαναφέρει την καταγραφή της διαγωγής στο απολυτήριο του Λυκείου. Αλήθεια πώς θα βοηθήσει αυτό στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του μαθητή και τι ρόλο καλείται να παίξει αυτό το χαρακτηριστικό στη συνέχεια τόσο στη ζωή του μαθητή ως πολίτη όσο και στο κοινωνικό σύνολο; Σίγουρα δεν είναι μέτρο παιδαγωγικό.
Προωθείται η λειτουργία των πρότυπων σχολείων ενισχύοντας με τον τρόπο αυτό τη δημιουργία σχολείων πολλών ταχυτήτων μέσα σε μια κοινωνία όπου υποτίθεται ότι η κυβέρνηση θέλει να καλλιεργήσει την κοινωνική ομοψυχία.
Εισάγει στα σχολεία την “επιχειρηματική δεξιότητα” από το Δημοτικό αντί για την ολοκληρωμένη μόρφωση. Έχουμε ανάγκη από ένα σχολείο με σχολικά εργαστήρια που θα ενισχύουν τη θεωρία με την πράξη, υλικοτεχνική υποδομή και εποπτικά μέσα που θα καλύπτουν τις υπαρκτές ανάγκες εκπαιδευτικών και μαθητών για δημιουργική αναβάθμιση του μαθήματος.
Αντ’ αυτού του Υπουργείο Παιδείας εισάγει “εργαστήρια δεξιοτήτων” ανοίγοντας το δρόμο σε αντιδραστικές αλλαγές, σε ακόμη πιο αποσπασματική γνώση αντικειμένων αντί για ολόπλευρη παιδεία για όλους τους μαθητές.
Προβάλλουν ως καινοτομία την εισαγωγή Αγγλικών στα νηπιαγωγεία καταστρατηγώντας έτσι το χαρακτήρα της προσχολικής εκπαίδευσης και υπονομεύοντας τις βασικές επιδιώξεις της. Την ίδια στιγμή δεν επιχειρούν καν να διορθώσουν τις δυσμενείς επιπτώσεις που έχουν προκληθεί από την εδώ και χρόνια υποβάθμιση της ξενόγλωσσης εκπαίδευσης, συνοδευόμενης και με τη μείωση ωρών διδασκαλίας στην Δευτεροβάθμια.
Η ουσιαστική δίχρονη Υποχρεωτική εκπαίδευση πρέπει να είναι προσανατολισμένη στην κοινωνικοποίηση, το δημιουργικό παιχνίδι, με το απαραίτητο βοηθητικό προσωπικό όπως Ψυχολόγους, Κοινωνικούς Λειτουργούς, Τραπεζοκόμους.
Το Υπουργείο Παιδείας με το νέο νομοσχέδιο προωθεί επίσης την εσωτερική και εξωτερική “αξιολόγηση” και τους εσωτερικούς κανονισμούς στα σχολεία.
Τι ακριβώς θα εξυπηρετήσει αυτός ο εσωτερικός κανονισμός λειτουργίας της σχολικής μονάδας; Από ποιους θα δημιουργηθεί και πως θα επιβάλλεται;
Το σχολείο που θέλουμε για τα παιδιά μας πρέπει οικονομικά να στηρίζεται πλήρως από τον Κρατικό Προϋπολογισμό και να μην αξιολογείται με βάση τις επιδόσεις των μαθητών και την αξιοποίηση της υλικοτεχνικής υποδομής. Δεν μπορεί και δεν πρέπει να καλλιεργείται η λογική της αυτόνομης λειτουργίας του σχολείου που καλείται να λύσει μόνο του τα προβλήματα με τα οποία είναι αντιμέτωπο. Η βελτίωση των συνθηκών λειτουργίας ενός σχολείου είναι κρατική ευθύνη και όχι τοπική και της σχολικής κοινότητας. Η παιδεία δεν είναι εμπόρευμα και όσο θα μετριέται με το ζύγι στη σχέση κόστος / όφελος, τόσο θα υποβαθμίζεται.
Στις τρυφερές και ευαίσθητες ηλικίες των μαθητικών χρόνων ποιο δρόμο έχουμε ανάγκη να δείξουμε στα παιδιά μας; Μα φυσικά το δρόμο της συλλογικότητας, της αλληλεγγύης της συνεισφοράς στο κοινωνικό σύνολο, της ισότητας, της ισονομίας και της αξιοκρατίας.
Επαναφέρεται επίσης η “Τράπεζα Θεμάτων”. Έχοντας την εμπειρία των προηγούμενων χρόνων διαπιστώθηκε η αύξηση των μεταξεταστέων στο 600% (!) με την εφαρμογή της Τράπεζας Θεμάτων χαρακτηρίζοντας τη διάταξη αντιεκπαιδευτική και αποτυχημένη. Με την επαναφορά της τί θα μπορούσε να προσδοκά καλύτερο η εκπαιδευτική κοινότητα;
Τι άλλαξε στο διάστημα αυτό ώστε να βελτιωθούν οι συνθήκες μάθησης και να περιμένουμε καλύτερα αποτελέσματα; Πώς ο εκπαιδευτικός που εδώ και χρόνια δεν επιμορφώνεται καλείται να έχει ρόλο ψυχολόγου μέσα στο σχολείο; Διαρρηγνύει τα ιμάτιά της η κυβέρνηση ότι έτσι θα αναβαθμιστεί το απολυτήριο του Λυκείου και προχωρά σε ρυθμίσεις που το καθιστούν ένα απωθητικό, εξοντωτικό εξεταστικό κέντρο. Κουβέντα δε γίνεται όμως για τις ξένες γλώσσες, όπου δεν υπάρχουν βιβλία, για τις οποίες το απολυτήριο Λυκείου δεν διαβαθμίζεται ως επίπεδο γνώσης και θα παραμείνει ο κάθε μαθητής με τους γονείς του, να πληρώνουν πάλι, για ένα πτυχίο ξένης γλώσσας.
Από την άλλη αντί να ενισχύσει τα ΕΠΑΛ με ειδικότητες και όλα τα απαραίτητα εργαστήρια εισάγει ανώτερο όριο εγγραφής σε αυτά, τα 17 έτη αποκλείοντας χιλιάδες μαθητές (το 33% των μαθητών των ΕΠΑΛ είναι άνω των 17). Το μέτρο καταργεί το δικαίωμα χιλιάδων μαθητών άνω των 17 που είτε είναι απόφοιτοι ΓΕΛ είτε ΕΠΑΛ , σπρώχνοντάς τους στην κατάρτιση κυρίως των ιδιωτικών ΚΕΚ και ΙΕΚ . Μια ρύθμιση που θα οδηγήσει στην κατάργηση χιλιάδων τμημάτων ΕΠΑΛ ανά τη χώρα, θα επιφέρει άμεσα συγχωνεύσεις ή και καταργήσεις επαγγελματικών λυκείων με τραγικές συνέπειες για τη μόρφωση των μαθητών και το εργασιακό καθεστώς των εκπαιδευτικών που υπηρετούν σε αυτά.
Την ίδια στιγμή εισάγεται εκ νέου ο συντελεστής βαρύτητας και μειώνονται οι Ομάδες Προσανατολισμού από τέσσερις σε τρεις ενώ αυξάνονται στο Γυμνάσιο τα εξεταζόμενα μαθήματα από τέσσερα σε επτά.
Εισάγονται ποινές αποκλεισμού από τους πίνακες για τους αναπληρωτές που δεν αναλαμβάνουν προϋπηρεσία ή παραιτούνται στα δύο έτη ακόμα και αν προσλαμβάνονται στα μέσα της χρονιάς. Αντί να νομοθετούνται κίνητρα και ουσιαστικά μέτρα στήριξης της διαβίωσης των αναπληρωτών εκτός του τόπου μόνιμης κατοικίας τους, νομοθετούνται τιμωρίες.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά το Υπουργείο, προκειμένου να αποσείσει τις ευθύνες του για την επαναλειτουργία των σχολείων, η οποία έγινε πρόχειρα, βιαστικά και χωρίς τη διασφάλιση των προϋποθέσεων που απαιτούν οι περιστάσεις, φέρνει νέα διάταξη, μέσα από άλλο άσχετο νομοσχέδιο, με το οποίο θεσπίζει το πρωτοφανές παγκοσμίως μέτρο της εγκατάστασης συστήματος παρακολούθησης μέσα στις σχολικές αίθουσες με το πρόσχημα της τηλεκπαίδευσης! Αντίθετα σε θεμελιώδεις δημοκρατικές αρχές και καταλύοντας το δημοκρατικό παιδαγωγικό κεκτημένο! Προσπέρασε εύκολα και αβίαστα το ζήτημα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων για μαθητές και εκπαιδευτικούς και επιχειρεί να μετατρέψει τα σχολικά μαθήματα σε “bigbrother”. Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να επιτρέψουμε τα παιδιά μας να γίνουν πρωταγωνιστές reality! Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να επιτρέψουμε το όψιμο, υποκριτικό και ψευδεπίγραφο ενδιαφέρον του υπουργείου για τη δήθεν κάλυψη των μαθησιακών, λόγω του γενικού lockdown, κενών των μαθητών – των ίδιων που αφήνονται χωρίς εκπαιδευτικούς μέχρι το Δεκέμβρη, σε συνθήκες … κανονικότητας! – να ανοίξει το δρόμο για την πραγματοποίηση του σχεδιασμού του υπουργείου για έναν απόλυτο και καταλυτικό έλεγχο της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Και, συγχρόνως, να οδηγήσει σταδιακά στην υποκατάσταση των προσλήψεων του αναγκαίου εκπαιδευτικού δυναμικού με την εξ αποστάσεως διδασκαλία για τις απομακρυσμένες και δυσπρόσιτες περιοχές. Διότι αυτό υπονομεύει απειλητικά όχι μόνο τα εργασιακά δικαιώματα των εκπαιδευτικών, αλλά την ποιότητα της εκπαίδευσης των παιδιών μας, τα μορφωτικά δικαιώματα των νέων μας, οδηγεί σε μία τεράστια όξυνση των ανισοτήτων και εντείνει τον κοινωνικό αποκλεισμό των λαϊκών, κυρίως, στρωμάτων.
Ζητάμε και αγωνιζόμαστε, με επιμονή και αποφασιστικότητα, για την κατάργηση της επαίσχυντης τροπολογίας. Όχι για το “δύνανται” ή την ¨διακριτική ευχέρεια εφαρμογής”, ούτε καν για την απονέκρωσή της μέσω της μη εφαρμογής, αλλά για την άμεση κατάργησή της. Η διατήρησή της είναι ντροπή για τους μαθητές, τις μαθήτριες, τους γονείς, τους εκπαιδευτικούς και εν τέλει για την δημοκρατική παράδοση της δημόσιας παιδείας.
Για άλλη μια φορά το νομοσχέδιο για την Παιδεία όπως και νομοσχέδια προηγούμενων κυβερνήσεων έρχονται σε κόντρα με τις σύγχρονες μορφωτικές ανάγκες των παιδιών μας.
Για άλλη μια φορά το Υπουργείο νομοθετεί χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τις απόψεις όλων των εμπλεκόμενων με τη Παιδεία φορέων, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τους ίδιους τους μαθητές.
Καλούμε τους γονείς να μην έχουν αυταπάτες, να πεισμώσουν και να αγωνιστούν συλλογικά σήμερα, για τους μαθητές που θέλουμε να έχουν κριτική σκέψη, να είναι πολύπλευρα δημιουργικοί ενεργοί πολίτες για να οικοδομήσουν ένα καλύτερο κόσμο για όλους.
Αγωνιζόμαστε, με επιμονή και αποφασιστικότητα, για την απόσυρση του νομοσχεδίου που γυρίζει την εκπαίδευση δεκαετίες πίσω, που μετατρέπει το σχολείο από δημόσιο αγαθό σε πεδίο όξυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων και το υποτάσσει στους κυνικούς όρους της αγοράς.
Ζητάμε την απόσυρση του νομοσχεδίου που προωθεί ένα σχολείο φτηνό, απονευρωμένο και έχει, περισσότερο από ποτέ, αντιλαϊκό και αντιεκπαιδευτικό χαρακτήρα.