Κυρία Δόγκα, και συμβαίνει και ΔΕΝ μας αξίζει
Ελένη Καρασαββίδου
Οι αντιδράσεις που προκάλεσε η αγόρευση της εισαγγελέως κ. Δόγκα για τους δολοφόνους της Ελένης Τοπαλούδη, θύμισε πως η ίδια η γλώσσα της δημόσιας διοίκησης, του τρόπου που διεκπεραιώνεται η εξουσία, δεν είναι ανεξάρτητη από τις κοινωνικές, οικονομικές, και πολιτιστικές συντεταγμένες. Αντίθετα, το ταξικό, το έμφυλο, το φυλετικό, δρουν ‘κανονιστικά’, δημιουργούν με άλλα λόγια κανονιστικά πρότυπα «γλώσσας» και «συμπεριφοράς», που οριοθετούν την καθημερινότητα νομιμοποιώντας την ανάγνωση του κόσμου/τρόπου ζωής μιας συλλογικότητας και μέσω αυτού την ιεραρχία.
Ήδη η κοινωνιογλωσσογία, εστιάζοντας τόσο στις συλλογικές ‘σταθερές’ όσο και στη μικρο-ανάλυση της επικοινωνίας, έχει αναδείξει πόσο οι έμφυλες ταυτότητες κατασκευάζονται και διαμορφώνονται μέσω *και* της γλωσσικής εκφοράς -άρα η γλώσσα δεν είναι άμοιρη ούτε του φύλου. . Πολυάριθμες μελέτες επιβεβαιώνουν την ανισότιμη αντιμετώπιση των γυναικών στον χώρο των γλωσσικών αναπαραστάσεων κάθε είδους, στην γλώσσα της διοίκησης, της δικαιοσύνης, της πολιτικής, του καλού ή κακού με βάση συχνά έμφυλα (και όχι μόνο) κριτήρια κινηματογράφου ή της λογοτεχνίας κλπ: Η αποδοχή ή όχι της γυναίκας, η ίδια της η κοινωνική κατασκευή, καθορίζεται από την κυρίαρχη οπτική γωνία του άντρα, όπως και ο ίδιος καθορίζεται από την κυρίαρχη εκδοχή του ανδρισμού, και η εμπειρία ή ακόμη και η ουσιαστική ύπαρξη όσων διαφέρουν γραφικοποιείται, αν δεν αποσιωπάται.
Οι νομικές ρητορικές πχ στις δίκες βιασμού αναδεικνύουν με πολύ εμφατικό τρόπο την ύπαρξη αυτού που η πολιτική και κοινωνική θεωρία έχει αποκαλέσει (αν)ορθολογική προκατάληψη (bias): Κάθε αλλαγή στους εξουσιαστικούς συσχετισμούς μεταφράζεται σε ηθική κατάρρευση της χώρας, του κλάδου, της κοινωνίας και υποθήκευση του μέλλοντός της.
Το «αυτονόητο» πως ο ορθός λόγος παραμένει ανδρικό χαρακτηριστικό είναι βαθιά εσωτερικευμένο… Ενώ ο γυναικείος λόγος καταγγέλλεται ως συναισθηματικός και «μερικός» (ότι εκπροσωπεί μόνο τις γυναίκες δηλαδή) , ο ανδρικός (ο κυρίαρχα ανδρικός που παραμελεί άλλες μορφές του άνδρα εκτός του λευκού μάτσο αστού) προβάλλεται ως αντικειμενικός και «καθολικός» (δηλαδή προβαλλόμενος πως εκπροσωπεί όλους τους ανθρώπους). Κι ας είναι όποτε χρειαστεί στεγνά μεροληπτικός, ανεξάρτητα υποταγμένος σε μια απόμακρη δήθεν ουδέτερη αρχή που κρίνει “δίκαια”, χυδαία ευπρεπής μπροστά στον αληθινό πόνο που τον κρίνει με διαφορετικά σταθμά, φορέας των παθογενειών και των –συχνότατα με το αζημίωτο- συμβιβασμών που ορίζουν τον ‘επιτυχημένο’.
Μελέτες στις αναπαραστάσεις έχουν δείξει πως «η κοινωνική αντιμετώπιση του θύματος και του θύτη, όπως κι οι συνεπαγόμενες γλωσσικές τους αναπαραστάσεις, βρίσκεται σε ευθεία αναλογία με την θέση του ς στην κοινωνική (οικονομική και πολιτιστική) ιεραρχία και των τρόπο αποτίμησης των «χαρακτηριστικών» της τελευταίας. Με άλλα λόγια εάν ο θύτης είναι γόνος καλών οικογενειών, τότε φταίχτης είναι το θύμα, αλλά εάν είναι πακιστανός φερ’ ειπείν, τότε φταίχτης είναι η ράτσα του. Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό (το φύλο στην πρώτη περίπτωση, η φυλή στην δεύτερη) χρησιμοποιείται από την κάθε εσωομάδα με τρόπο που να νομιμοποιεί (είτε μέσα από την εκ προοιμίου αθωότητα είτε μέσα από την εκ προοιμίου ενοχή) ως «αυτονόητη» την αξιολογική κατάτμηση των «ειδών» του ανθρώπου, χρησιμοποιούμενο ως μηχανισμός αστυνόμευσης της ίδιας της κοινωνικής κινητικότητας και στο βάθος της χειραγωγημένης (και όμως χειριστικής ταυτόχρονα) φύσης του ανθρώπου.». (Βλ. αναλυτικότερα εδώ)
Δεν έχω καμία αμφιβολία πως στη δίκη της Ελένης, εάν οι δράστες ήταν αλλοδαποί, και όχι συγγενείς κομματικών στελεχών, δεν θα ζητούνταν τόσο εύκολα η εξαίρεση των γυναικών ενόρκων, απονέμοντας τόσο γελοία τον χαρακτηρισμό των αντικειμενικών στους άνδρες σε μια υπόθεση βιασμού.
Ακόμη έχω την αίσθηση πως όλη η υποκρισία της διαπλοκής του έμφυλου, λευκού καπιταλισμού, φαίνεται στο πώς και στο πότε χρησιμοποιείται το φαύλο αφήγημα περί πρόκλησης ως αιτίας του βιασμού. Η επίδειξη του σώματος θεωρείται ως άδεια ν’ απλώσεις χέρι, η επίδειξη του πλούτου όχι.
Κι όμως αυτή η στείρα, μερική, χαζή γλώσσα (που από πάνω καταγγέλλει την κριτική της ως λαικισμό για να μην τον δούμε στην χειρότερη μορφή του πάνω της) προβάλλεται ως αντικειμενική κι ως υπεράνω, δημιουργώντας (ή συμβάλλοντας σε) άτεγκτα, αναίσθητα, δήθεν ουδέτερα κράτη και φορείς, που επανδρώνονται από αντίστοιχου κύρους ανθρώπους.
Κι έρχεται ξαφνικά μια εισαγγελέας και σου θυμίζει με τον ‘συναισθηματικό’ της λόγο πως Δικαιοσύνη (όπως και η Διοίκηση) χωρίς καρδιά δεν είναι Δικαιοσύνη. Είναι μια ακόμη αρρώστια που χτυπά τη Δημοκρατία υπέρ της φαυλοκρατίας. Κι έρχεται η Δόγκα και με εξαιρετικά γενναίες (επιτέλους) φράσεις όπως «Όχι η Δικαιοσύνη δεν είναι τυφλή, ΒΛΕΠΕΙ ΟΤΑΝ ΘΕΛΕΙ», «τα κάνουν αυτά τα παιχνίδια οι δικηγόροι» κλπ ξεβρακώνει ένα οικονομικό και έμφυλο σύστημα πολιτικο-νομικής διαπλοκής δίχως να τσουβαλιάζει όλους τους λειτουργούς του (και υπάρχουν και εξαιρετικοί τέτοιοι/ες σε όλους τους χώρους). Κι ακριβώς γι αυτό το υπερασπίζεται βαθύτερα. Κι ενοχλεί ακριβώς γι αυτό. Γιατί θυμίζει πως η γλώσσα οφείλει να λειτουργεί ως ρομφαία κι έμβολο ενάντια στις αλλοτριώσεις και στους συμβιβασμούς μας.
Την επόμενη όμως ημέρα (μόλις χθες) ο συνήγορος υπεράσπισης είχε μία στρεβλά συναισθηματική γλώσσα ψυχολογιοποιόντας μια νεκρή («δε μου αρέσει η Ελένη κ. Εισαγγελέα», νομικό επιχείρημα ή ‘τυχαίος’ ηθικισμός είναι αυτό;;), υποτιμώντας όλες κι όλους μας για το πώς μπορεί να γίνει ο βιασμός («εγώ βιασμό με στηθόδεσμο πρώτη φορά βλέπω!» Σωπάτε κ. συνήγορε! Ίσα ίσα αυτό δείχνει τι μη συναίνεση, το βιαστικό, την ασύμμετρη βία) καταγγέλλοντας τρόπους ζωής κατά το δοκούν («εγώ υγεία βλέπω όπου υπάρχουν μακροχρόνιες σχέσεις», λες κι υπερασπίζεται τίποτε θεοσεβούμενους αρραβωνισμένους) αλλά εδώ δεν το ξεψάχνισε κανείς και δεν σοκαρίστηκε αρκετά ώστε να καταγγείλει αυτήν την νομική (;;;) γλώσσα που κρύβεται πίσω από την χιλιοπαιγμένη ατάκα «γραμμή υπεράσπισης» (ιδού η δημόσια γλώσσα;) ο Δικηγορικός Σύλλογος τους ή κάποιον υφυπουργό (μα ΣΟΒΑΡΑ το ζήσαμε ΚΑΙ αυτό;;) όπως έκανε με την Εισαγγελέα, μιας και σε μια στροφή ανέφερε κάτι που μας έκανε να πέσουμε/ουνε/τε από τα σύννεφα «πως παιχνίδια παίζουν και οι δικηγόροι!».
Κυρία Εισαγελλέα, δεν μπορώ να σας προστατέψω, ούτε θαρρώ πως θα το ξαναζήσω. Μπορώ όμως να σας πω ένα Ευχαριστώ. Γιατί ανατρέποντας το διαρκώς παρόν υποδόριο «δεν συνέβη ποτέ και εξάλλου τους άξιζε» (την περίφημη αυτή φράση που χρησιμοποιήθηκε από την Αμερικανίδα Όπτον, το 1971, όταν ανέλυε τις δημόσιες ρητορικές μετά τη σφαγή Βιετναμέζων πολιτών στο Μάι, φράση που περιγράφει τις στρατηγικές για όλους εκείνους που περισσεύουν ή ενοχλούν την βολή μας) γράψατε νομική ιστορία που (αν επιβιώσει το βλακώδες είδος μας) θα την ανακαλύψει το μέλλον. «Και συνέβη, και ΔΕΝ της άξιζε.» Και συμβαίνει και (άνδρες και γυναίκες, έλληνες και μη, ετερο ή ομοφυλόφιλους, μαύρους ή λευκούς) ΔΕΝ μας αξίζει.