Μεγάλη Τζένα – Ανάβαση στην χιονισμένη κορυφή και πέρασμα μέσα από το Φαράγγι της Νότια
Περιγραφή-φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος
«Είναι εύκολο να κάθεσαι και να κάνεις παρατηρήσεις. Αυτό που είναι δύσκολο είναι να σηκωθείς και να αναλάβεις δράση.» (Μπαλζάκ, Γάλλος συγγραφέας)
Τελευταία Κυριακή του Φλεβάρη. Ξεκινούσε μια καινούργια μέρα. Ξύπνησα πολύ νωρίς, για μέρα χουζουριού. Για μέρα ξεκούρασης μετά από μία ‘‘θορυβώδη’’ βδομάδα των ‘‘πρέπει’’ της καθημερινότητας. Τα ρολόγια δείχνανε 05.00΄ π.μ., όταν άφησα τη ζεστασιά του κρεβατιού για να αρχίσω να ετοιμάζομαι για τις στιγμές των «θέλω» μου. Στο ημερολόγιο έγραφε: ‘‘Κυριακή 23-02-2020’’ και στο εορτολόγιο: της ‘‘ Απόκρεω’’.
Σηκώθηκα χαρούμενος, γιατί μου δόθηκε η δυνατότητα να ζήσω το ξεκίνημα μίας ακόνη καινούργιας μέρας και μαζί με αυτήν η ευκαιρία να ξαναβρεθώ στην «αγκαλιά» της…αγαπημένης μου που ονομάζεται Φύση.
Να ξαναβρεθώ δηλαδή εκεί που, το άγριας ομορφιάς «θηλυκό» αυτό με εμπνέει να «ξεδιπλώσω» τη φαντασία μου, να «αφήσω» τις ικανότητές μου να «εκφραστούν» ελεύθερα και η ομορφιά Του μού «εγείρει» την ευχάριστη διάθεση για δημιουργία «δικών μου» στιγμών.
Κοίταξα προς το παράθυρο. Έξω το απόλυτο σκοτάδι. Μόνο τα φώτα του φωτισμού των δρόμων κάνανε τη διαφορά στο μαύρο πέπλο που κάλυπτε, ακόμη, το όλο γύρω τοπίο (φωτ. 1).
Ετοίμασα το πρωϊνό, «γέμισα» το…ρεζερβουάρ του οργανισμού μου με την απαραίτητη ενέργεια, για να μπορέσει να αντέξει στην πολύωρη δραστηριότητά του στη Φύση.
Στη συνέχεια έριξα μία τελευταία ματιά στο περιεχόμενο του σακιδίου, που θα το κουβαλούσα, «γαντζωμένο» στην πλάτη μου, σε όλη τη διάρκεια της παραμονής μου στο «καταφύγιο» της αγαπημένης μου.
Αφού τα βρήκα όλα τακτοποιημένα και στη θέση τους, περίμενα την ώρα του καθορισμένου ραντεβού μου με τα υπόλοιπα μέλη της ορειβατικής ομάδας Βέροιας «Τοτός».
Τα λεπτά κύλησαν γρήγορα.
Έφτασε η στιγμή να πω το: «bye-bye» στον καναπέ της απραξίας και στα μετρημένα τετραγωνικά του περιορισμένου χώρου των τυποποιημένων καθημερινών κινήσεων και να ξεκινήσω για το ταξίδι μου στην…άπλα της Φύσης με τις αμέτρητες προκλήσεις για δράση.
Βγαίνοντας από το σπίτι, αισθάνθηκα την πρωϊνή ψυχρούλα της εποχής. Η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας στους 3 Κελσίου.
Έξω ακόμη σκοτάδι. Συναντηθήκαμε στην ώρα μας. Όλοι οι συνοδοιπόροι της κυριακάτικης απόδρασης ήμασταν συνεπείς στο ραντεβού μας. Φορτώσαμε τις…αποσκευές μας…στο τζιπ και ξεκινήσαμε.
Όταν αφήναμε πίσω μας την «ωραία κοιμώμενη» -με την πλούσια ιστορία της, με τα αρχαία της, με τους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς ναούς της, με τα παραδοσιακά σοκάκια της- τα ρολόγια δείχνανε 06.30΄ π.μ. (φωτ. 2).
Βγαίνοντας από τη Βέροια ακολουθήσαμε τον επαρχιακό ασφαλτόδρομο με κατεύθυνση προς Αριδαία Νομού Πέλλας.
Ο οδικός προορισμός μας το χωριό Νότια Αλμωπίας και η προγραμματισμένη κυριακάτικη δραστηριότητά μας: «Ανάβαση στην χιονισμένη κορυφή ‘‘Μεγάλη Τζένα’’», του βουνού που το χαρακτηρίζουν τα πάμπολλα τρεχούμενα νερά του, το ‘‘Φαράγγι της Νότια’’ και αποτελεί την απόληξη της οροσειράς που ξεκινά από το ‘‘Βόρα’’ (ή ‘‘Καϊμάκτσαλαν’’) και τερματίζει μετά το ‘‘Πίνοβο’’ (φωτ. 3).
Η οδική διαδρομή μας: Βέροια–Σκύδρα–Αριδαία. Μπαίνοντας στο Νομό Πέλλας άρχιζε να χαράζει. Ταξιδεύοντας τη ματιά μας πέρα από τα χωράφια, εκεί στο βάθος του ορίζοντα, διακρίναμε την κιτρινοκόκκινη γραμμή στον ουρανό, που τον χρωμάτιζαν οι ακτίνες του ανατέλλοντα ήλιου.
Συνεχίζαμε.
Φτάνοντας στην πλατεία της Αριδαίας, ακολουθήσαμε τον ασφαλτόδρομο με κατεύθυνση προς Ριζοχώρι-Φιλώτεια-Φούστανη. Από τα χωριά που περνούσαμε δεν συναντήσαμε κίνηση, δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Επικρατούσε, παντού, η πρωϊνή κυριακάτικη ηρεμία.
Στις άκρες του δρόμου το χορταράκι με την πάχνη του νυκτερινού ψύχους. Η ένδειξη, στο θερμόμετρο του αυτοκινήτου, της εξωτερικής θερμοκρασίας «έπαιζε» μεταξύ -3ων και -2 βαθμών Κελσίου.
Βγαίνοντας από το χωριό Φούστανη ο επαρχιακός δρόμος άρχιζε να γίνεται ανηφορικός και με πολλά στροφηλίκια.
Κοντεύοντας στο ορεινό χωριό Αετοχώρι Αριδαίας βλέπαμε στα αριστερά μας, όπως ανηφορίζαμε, να ορθώνεται ο ορεινός όγκος του «Πίνοβου». Του βουνού, δηλαδή, που βρίσκεται στα βόρεια του Νομού Πέλλας και αποτελεί μέρος του φυσικού συνόρου που χωρίζει την Ελλάδα από τα Σκόπια (φωτ. 4).
Η κορυφή του ορειβατικού προορισμού μας δεν φαινόταν καθόλου.
Έτσι και αλλιώς, η «Μεγάλη Τζένα» [στα σλαβικά «Κοζούφ» (Кожуф)], την οποία οι ντόπιοι την αποκαλούν «Πόρτες», δεν φαίνεται από κανένα σημείο της γύρω περιοχής.
Μπορεί, όμως, να την διακρίνει κανείς μόνο από μακριά, όταν δηλαδή βρεθεί στον επαρχιακό δρόμο Γιαννιτσών – Έδεσσας (φωτ. 5).
Στο κοντέρ του αυτοκινήτου η χιλιομετρική ένδειξη πλησίαζε στο διψήφιο 35. Ήταν η απόσταση που είχαμε διανύσει από την Αριδαία κοντεύοντας στο δεύτερο ορεινό χωριό της Αλμωπίας με κατεύθυνση προς το Νομό Κιλκίς.
Φτάσαμε στη Νότια, που είναι κτισμένη στα 595 μέτρα υψόμετρο και απλωμένη στους πρόποδες του τελευταίου βουνού στα ΒΑ του Νομού Πέλλας. Περάσαμε μέσα από το χωριό και προσπεράσαμε την κεντρική του πλατεία.
Βγαίνοντας από τη Νότια και σε μικρή μόλις απόσταση μετά την έξοδο, συναντήσαμε την πινακίδα με την ένδειξη: «◄‘‘Φαράγγι Νότιας’’, ‘‘Καταρράκτης Νότιας’’».
Στο σημείο εκείνο βγήκαμε από τον ασφαλτόδρομο και στρίψαμε αριστερά. Μπήκαμε στο χαλικόδρομο που μας οδήγησε στα τελευταία 5 με 6 σπίτια του χωριού και ήταν σκορπισμένα στην πλαγιά. Τα προσπεράσαμε και συνεχίσαμε την οδική πορεία μας ακολουθώντας τον ανηφορικό ορεινό δρόμο με τις πολλές του στροφές. Ήταν σε καλή, σχετικά, κατάσταση
Δεν απομακρυνθήκαμε πολύ από τα σκορπισμένα σπίτια και συναντήσαμε, στα δεξιά της πρώτης κλειστής στροφής, μία ξύλινη κατασκευή με χρωματιστά βέλη. Τα βέλη αυτά δείχνανε τις κατευθύνσεις των μονοπατιών στην περιοχή, που θα μπορούσε να τα ακολουθήσει κανείς για να φτάσει σε κάποια από τις κορυφές της επιθυμίας του ή να περάσει μέσα από το φαράγγι ή να επισκεφτεί τον καταρράκτη, που βρισκόταν λίγα μόλις μέτρα πιο πέρα από το κιόσκι.
Το κάθε μονοπάτι είχε το δικό του χαρακτηριστικό χρώμα σήμανσης.
Το μονοπάτι, δηλαδή, με την «κίτρινη» σήμανση οδηγούσε στην κορυφή «Μικρή Τζένα» (υψ. 2.067 μ).
Σε κάποιο σημείο της διαδρομής στο βουνό, τα «κίτρινα» αυτά σημάδια «συναντούν» τη σήμανση ενός άλλου μονοπατιού. Εκείνου, δηλαδή, με την «κόκκινη» και οδηγεί στη «Μεγάλη Τζένα» (υψ. 2.182 μ.) ξεκινώντας, όμως, από άλλο σημείο του χωματόδρομου, που το συναντά κανείς ανηφορίζοντας οδικά ακόμη πιο πάνω.
Το «πράσινο» χρώμα χαρακτήριζε δύο μονοπάτια…«συγγενικά» μεταξύ τους. Το ένα, που περνούσε μέσα από το «Φαράγγι» με τα τρεχούμενα νερά του και θεωρείται σαν ένα από τα ωραιότερα ορεινά μονοπάτια της περιοχής και της χώρας.
Και το άλλο, με κατεύθυνση στα δεξιά, που οδηγούσε στο γνωστό «Καταρράκτη Νότιας» του φαραγγιού. Σε κάποιο σημείο της διαδρομής στο βουνό την «πράσινη» αυτή σήμανση τη συνεχίζει εκείνη με το «κίτρινο» χρώμα για «Μικρή Τζένα» (φωτ. 6, 7).
Στην κλειστή στροφή δεν σταματήσαμε. Συνεχίσαμε οδικώς για πιο πάνω. Ο χωματόδρομος ανηφορικός και με νεροφαγιές σε κάποια τμήματά του. Η οδήγησή προσεκτική. Στα 680, περίπου, μέτρα υψόμετρο συναντήσαμε έναν ξύλινο πάσαλο με πολύχρωμα βέλη της «σήμανσης μονοπατιών», που ξεκινούσαν από το σημείο εκείνο.
Το βέλος με το «κόκκινο» χρώμα έδειχνε προς το μονοπάτι που οδηγούσε στην κορυφή «Μεγάλη Τζένα».
Το δεύτερο με το «πορτοκαλί» έδειχνε το μονοπάτι που οδηγούσε στο χωριό Νότια και το τρίτο βέλος, «μπλέ» χρώματος, την κατεύθυνση του άλλου προς την κορυφή «Δοκάρι»
Σημαντική η προσπάθεια και άριστη η δουλειά του Ορειβατικού Συλλόγου Αριδαίας. Μπράβο στα μέλη του.
Από τη θέση εκείνη, με τα ενημερωτικά πολύχρωμα βέλη, ξεκινούσε και το μονοπάτι που θα ακολουθούσαμε, στη συνέχεια, για την κορυφή του κυριακάτικου προορισμού μας.
Χρειαστήκαμε να διανύσουμε μία απόσταση 90 χιλιομέτρων και να κάνουμε μιάμιση ώρες χαλαρής οδικής πορείας για να φτάσουμε από τη Βέροια στο σημείο που βρισκόταν η είσοδος στο μονοπάτι «μας». Σταθμεύσαμε το τζιπ στην άκρη του ορεινού δρόμου και αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε.
Η μέρα ήταν ηλιόλουστη και η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας ανεκτή. Κοντά στον -1 βαθμό Κελσίου. Για να είμαστε στο πνεύμα των ημερών, σκεφτήκαμε να «χρωματίσουμε» αποκριάτικα τα ελάχιστα λεπτά πριν το ξεκίνημα της ανάβασής μας. Δεν χρειάστηκαν πολλά πράγματα. Μία πρόχειρη «μεταμφίεση» και μπήκαμε στο γιορτινό κλίμα της Αποκριάς (φωτ. 8).
Δεν καθυστερήσαμε περισσότερο. Μια τελευταία ματιά στα σακίδια. Πήραμε τα πιο απαραίτητα για την πολύωρη δραστηριότητά μας στο βουνό με καταπληκτικές καιρικές συνθήκες.
Ετοιμαστήκαμε.
«Σβήσαμε» όλα εκείνα, τα άχρηστα της καθημερινότητας, που άσκοπα πιάνανε πολύτιμο χώρο στο μυαλό μας και το καθαρίσαμε, για να υπάρχει αρκετός να «αιχμαλωτίσει» και να «φωλιάσει» τις εικόνες που θα αντικρίζαμε κατά την πολύωρη πορεία μας και τις στιγμές που θα βιώναμε σε όλη τη διάρκεια της δραστηριότητάς μας στον ορεινό όγκο του Νομού Πέλλας.
Φορτωθήκαμε τα σακίδιά μας, πήραμε μια βαθιά ανάσα και ξεκινήσαμε. Περάσαμε πάνω από ένα μικρό αυλάκι με τρεχούμενο νερό και μπήκαμε στο μονοπάτι, που δύσκολα φαίνεται μέσα από τα πυκνά κλαδιά των θάμνων και των χαμηλόκορμων δένδρων.
Την ύπαρξή του θυμίζει ο ξύλινος πάσσαλος με τα βέλη και την είσοδό του σε αυτό την κάνει αντιληπτή η παρουσία μιας χαρακτηριστικής πέτρας με ένα κόκκινο βέλος μέσα σε λευκό φόντο και τη λέξη «Τζένα» (φωτ.9).
Το ανηφορικό αυτό μονοπάτι ελισσόταν, στην αρχή του, μέσα από τους πυκνούς θάμνους και τα χαμηλόκορμα δένδρα μεικτού δάσους. Λίγο πιο πάνω γινόταν, όμως, πιο βατό. Ακολουθούσαμε την σήμανση, «κόκκινη γραμμή» σε λευκό φόντο, που τη συναντούσαμε παντού (φωτ. 10, 11, 12).
Ανεβαίνοντας την πλαγιά, βρεθήκαμε στο κομμάτι της διαδρομής με τον γκριζωπό πλαστικό σωλήνα, που ήταν ορατός από τη μια πλευρά του φαρδιού μονοπατιού με τις σκόρπιες πέτρες. Τον βλέπαμε για ένα μεγάλο διάστημα και ακούγαμε τον ήχο του τρεχούμενου νερού, που περνούσε από μέσα με ορμή (φωτ. 13).
Στη συνέχεια ο σωλήνας αυτός χάθηκε και εμείς περπατούσαμε πάνω σε ένα ευχάριστο βατό μονοπάτι.
Ήταν στρωμένο με σκουροκαφετί πεσμένα φύλλα και περνούσε δίπλα από ρυάκια.
Τα επιφανειακά, πλέον, τρεχούμενα νερά, που συναντούσαμε, τα είχαμε κάποιες φορές από τα αριστερά μας και κάποιες άλλες από τα δεξιά μας (φωτ. 14, 15).
Βγήκαμε σε ένα μικρό ξέφωτο. Φάνηκαν στα αριστερά μας, πέρα στο βάθος, οι δύο κορυφές του βουνού «Πίνοβο».
Μπορέσαμε να διακρίνουμε τη δεύτερη ψηλότερη κορυφή του, το χιονισμένο «Βίσογκραντ» [υψ. 2.145 μ.] και την τρίτη σε ύψος κορυφή του, τον μυτερό σκουρόχρωμο «Καλόγερο» [υψ. 1.873 μ.].
Δεν απομακρυνθήκαμε πολύ από το ξέφωτο και μπήκαμε στο δάσος με πανύψηλα δένδρα οξιάς.
Στον ορεινό όγκο του βουνού «Τζένα» υπάρχουν τα πυκνότερα και τα ομορφότερα δάση οξιάς που το κάνουν να ξεχωρίζει από τα άλλα βουνά (φωτ. 16).
Παντού η μυστηριώδης σιωπή του δάσους. Είχαμε την αίσθηση ότι κάποια αγρίμια παρακολουθούσαν, σιωπηλά και από απόσταση, τις κινήσεις μας, αλλά εμείς δεν τα βλέπαμε.
Ακούγονταν μόνο οι ανάσες της προσπάθειάς μας και ο γδούπος του άρβυλου σε κάθε μας βήμα στο απαιτητικό μονοπάτι, που ανηφόριζε την πλαγιά με τη μεγάλη κλίση.
Συνεχίζαμε. Συναντούσαμε πολλά τρεχούμενα νερά και αμέτρητα μικρά ρυάκια.
Στο κομμάτι εκείνο της διαδρομής, έφτανε στις μύτες μας η μυρωδιά του υγρού χώματος, καθώς και εκείνη, η χαρακτηριστική, της αποσύνθεσης των φυτικών υπολειμμάτων -υγρών φύλλων και κλαδιών- που ήταν πεσμένα σε όλη τη γύρω δασώδη περιοχή.
Στα ελάχιστα γυμνά σημεία του σώματός μας αισθανόμασταν τη δροσιά του μικροκλίματος που δημιουργούσε η υγρασία της περιοχής. Το μονοπάτι που ακολουθούσαμε διασταυρώθηκε 3 – 4 φορές με το δασικό δρόμο, που ανέβαινε μέχρι το διάσελο μεταξύ των δύο κορυφών του βουνού «Τζένα».
Κάποια στιγμή, την προσοχή μας τράβηξε η μικρή λιμνούλα, που τη συναντήσαμε στο…πουθενά… περιτριγυρισμένη από πανύψηλα δένδρα οξιάς. Ήταν μια φυσική λεκάνη συλλογής βρόχινου νερού. Ο πάγος κάλυπτε ολόκληρη την επιφάνειά της (φωτ. 17).
Στη λιμνούλα δεν καθυστερήσαμε καθόλου. Φωτογραφίες και συνεχίσαμε την ανηφορική πορεία μας μέσα στο δάσος οξιάς. Κάποια στιγμή συναντήσαμε για άλλη μια φορά, ήταν η τελευταία, το δασικό δρόμο που ανηφόριζε μέχρι το διάσελο.
Αποφασίσαμε να το ακολουθήσουμε. Το κομμάτι εκείνο του δρόμου, που θα διανύαμε, αποτελούσε τμήμα του κλασικού μονοπατιού για την κορυφή.
Το τονίζω αυτό γιατί, στο σημείο εκείνο, της διασταύρωσης του μονοπατιού που ανηφορίσαμε με το χωματόδρομο που συναντήσαμε, υπάρχει, στην αριστερή υπερυψωμένη πλευρά του δρόμου, μία κίτρινη πινακιδούλα με την ένδειξη: «ΤΖΕΝΑ ΠΟΡΤΕΣ u».
Εκεί, βρίσκεται η είσοδος στο μονοπατιού που οδηγεί στην κορυφή «Μεγάλη Τζένα», την οποία αποκαλούν: «Πόρτες». Το μονοπάτι εκείνο το περπατήσαμε πολλές φορές όταν θέλαμε να κάνουμε τη διαδρομή μας περισσότερο απαιτητική και μεγάλης διάρκειας.
Ανηφορίζει ολόκληρη την πλαγιά -μακρινάρι με μεγάλη κλίση- και εκείνο που σε αποζημιώνει στην όλη απαιτητική αυτή προσπάθειά σου είναι οι εικόνες που μπορείς να αντικρίσεις και από τις δύο πλευρές της.
Το αποφύγαμε γιατί δεν γνωρίζαμε την ποσότητα και την ποιότητα του χιονιού που θα συναντούσαμε στο κομμάτι εκείνο της διαδρομή. Εάν ήταν φρέσκο και μαλακό θα μας καθυστερούσε ακόμη περισσότερο (φωτ. 18).
Έτσι, ακολουθήσαμε την κλασική, την κάπως ξεκούραστη διαδρομή. Η πορεία μας στο χωματόδρομο ήταν διάρκειας λεπτών. Ο καιρός εξακολουθούσε να είναι καλός και η μέρα ηλιόλουστη.
Από κάποια ανοίγματα μπορέσαμε να δούμε την κορυφή της «Μικρής Τζένας» και το διάσελο του προορισμού μας (φωτ. 19).
Προχωρούσαμε. Δεν αργήσαμε να συναντήσουμε το μονοπάτι, στα αριστερά μας, που οδηγούσε στη «Μεγάλη Τζένα». Βγήκαμε από το χωμάτινο δρόμο και το ακολουθήσαμε (φωτ. 20).
Ανηφορίζαμε μέσα στο δάσος οξιάς. Βρεθήκαμε στο σημείο συνάντησης των δύο μονοπατιών. Του δικού μας με την «κόκκινη» σήμανση, και εκείνο, με την «κίτρινη», που ξεκινούσε από την είσοδο στο «Φαράγγι» και τερμάτιζε στην κορυφή «Μικρή Τζένα».
Από δω και πέρα η διαδρομή των μονοπατιών ήταν κοινή μέχρι το διάσελο (φωτ. 21).
Βρισκόμασταν, ακόμη, μέσα στο δάσος με τις πανύψηλες οξιές και τα πολλά τρεχούμενα νερά. Πατήσαμε το πρώτο χιόνι. Ήταν παγωμένο και τα πόδια μας δεν βούλιαζαν. Το μονοπάτι απαιτητικό. Η ανάσες μας βαθιές και τα βήματά μας αργά.
Συναντήσαμε και ίχνη μικρόσωμων θηλαστικών της πανίδας στην περιοχή (φωτ. 22, 23, 24, 25).
Κοντεύοντας στα 1.700 περίπου μέτρα υψόμετρο βγήκαμε από το δάσος. Φτάναμε στο σημείο με τα πολλά τρεχούμενα νερά και την χαρακτηριστική μοναχική οξιά, που στεκόταν εκεί όρθια, αντιστεκόμενη στις αντίξοες καιρικές συνθήκες, που επικρατούν συχνά στην περιοχή.
Κοντεύαμε δηλαδή εκεί που, κάποτε, οι τσοπαναραίοι της περιοχής συγκέντρωναν τα γάλατά τους. Ήταν η στιγμή που μπαίναμε στην υποαλπική ζώνη του ορεινού όγκου.
Παντού, γύρω μας, βλέπαμε τα απέραντα χορτολίβαδα, το διάσελο του προορισμού μας, καθώς και την κορυφή «Μικρή Τζένα», που φαινόταν πλέον καθαρά στα δεξιά μας.
Κοιτάζοντας πίσω μας και χαμηλά, βλέπαμε τον κάμπο της Αλμωπίας και διακρίναμε το χωριό Νότια.
Ταξιδεύοντας τη ματιά μας ψηλότερα το βλέμμα μας «σκόνταφτε» στον ορεινό όγκο του Πάϊκου και στις χιονισμένες κορυφές των βουνών: Βέρμιο, Πιέρια, Όλυμπο κ.α. (φωτ. 26, 27, 28).
Σταματήσαμε για λίγο κοντά στο ρυάκι με το τρεχούμενο νερό, στο σημείο δηλαδή με τη μοναχική οξιά. Συμπληρώσαμε τα παγούρια μας, ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και ξεκινήσαμε.
Η πορεία μας απαιτητική. Το μονοπάτι σε πλαγιά με μεγάλη κλίση και γυμνή από κάθε θαμνώδη και δενδρώδη βλάστηση. Ο ήλιος από πάνω μας έκαιγε και όσο ανεβαίναμε, τόσο τα μποφόρ άρχιζαν να «ξυπνάνε».
Δεν αργήσαμε να φτάσουμε στο διάσελο, στο σχετικά ομαλό κομμάτι που ενώνει της δύο κορυφές.
Χρειαστήκαμε 2 ώρες και 40 λεπτά συνεχούς ανηφορικής πορείας για να φτάσουμε από την είσοδο του μονοπατιού στα 1.800 περίπου μέτρα υψόμετρο. Στο σημείο υπάρχει μια μεταλλική πινακίδα που την είχε τοποθετήσει ο Ορειβατικός Σύλλογος Αριδαίας.
Ήταν ενημερωτική και κατατοπιστική: «t Κορυφή Όρους ‘‘Τζένα’’ 2.182 m 1h» – «Κορυφή ‘‘Μικρή Τζένα’’ 2.067 m 1h u». Αντικρίζοντάς την, όμως, λυπηθήκαμε πολύ. Την βρήκαμε διάτρητη από τις σφαίρες κάποιων ασυνείδητων «κυνηγών-σκοπευτών».
Μέλη του Ορειβατικού Συλλόγου την τοποθέτησαν εκεί με πολύ μεράκι για να διευκολύνουν τους επισκέπτες ορειβάτες-περιπατητές. Τους «σκοπευτές» αυτούς σε τι τους ενοχλούσε ;!!
Θα τους κάνω μία πρόταση: «Εάν θέλετε εσείς, που αποκαλείτε τους εαυτούς σας κυνηγούς, να εκτονωθείτε ή να εξασκηθείτε σκοπευτικά, πάρτε τους ασημένιους δίσκους από το σαλόνι του σπιτιού σας και χρησιμοποιείστε τους σαν στόχους στην αυλή σας. Θα διαπιστώσετε τότε, ότι θα έχετε τις καλύτερες επιδόσεις: 10/10» (φωτ. 29, 30).
«Ω, τι είναι αυτό;;!!!», ακούστηκε από τον συνοδοιπόρο μου στο αντίκρισμα ενός τμήματος σαγονιού κάποιου θηλαστικού, που δεν καταφέραμε να το προσδιορίσουμε (φωτ. 31, 32).
Στο διάσελο δεν καθυστερήσαμε
Φεύγοντας από το σημείο πήγαμε αριστερά, όπως ανεβαίναμε, για να ανηφορίσουμε την ομαλή κόψη της πλαγιάς της «Μεγάλης Τζένα» (φωτ. 33).
Η πορεία μας «ζιγκ-ζαγκ» σε ένα χιονισμένο τοπίο. Το χιόνι ήταν καλής ποιότητας και τα πόδια μας δεν βούλιαζαν πολύ.
Η ανηφόρα, όμως, απαιτούσε κουράγιο και γερά πνευμόνια. Όσο ανεβαίναμε, είχαμε στα δεξιά μας κάποιες περιοχές των Σκοπίων και κοιτάζοντας πίσω, βλέπαμε ολόκληρη την κορυφή «Μικρή Τζένα».
Από κάποιο σημείο μπορέσαμε να διακρίνουμε, πέρα στο βάθος, και το «Πάϊκο» (φωτ. 34, 35).
Στη χιονισμένη πλαγιά, ο Τοτός με τον Ηλία εναλλάσσονταν στο «άνοιγμα» των πατημάτων. Είναι μία απαιτητική προσπάθεια, που κουράζει αρκετά όταν το πόδι βουλιάζει μέσα στο χιόνι.
Και εγώ, τελευταίος και ξεκούραστος, βρίσκοντας έτοιμα…πατήματα αποθανάτιζα με τη φωτογραφική μου όλη την προσπάθειά τους.
Κοντεύαμε στον τελικό προορισμό μας. Φτάναμε στα 2.182 μέτρα υψόμετρο. Η κορυφή «Τζένα» ή «Πόρτες» εμφανίστηκε μπροστά μας (φωτ. 36).
Για να φτάσουμε στο…ραντεβού μας με το «θηλυκό», που μάς περίμενε ατενίζοντας, μοναχικό και με περηφάνια, όλες τις γύρω κορυφές των ορεινών όγκων της οροσειράς, χρειαστήκαμε μία ώρα και 25 λεπτά από το διάσελο και συνολικά 4 ώρες και 10 λεπτά ανηφορικής πορείας από την είσοδο του μονοπατιού.
Τα συναισθήματα πολλά και τα επιφωνήματα θαυμασμού ασταμάτητα.
Κοντά στο τσιμεντένιο κολονάκι της ΓΥΣ (Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού) ξεδιπλώσαμε την γαλανόλευκη και βγάλαμε αναμνηστική φωτογραφία (φωτ. 37, 38).
Από ψηλά βλέπαμε τους ορεινούς όγκους του «Βόρα», του «Πίνοβου» και κοιτάζοντας ακόμη πιο πέρα, τα βουνά διάφορων περιοχών, καθώς και τις χιονισμένες κορυφές τους.
Από τη μία πλευρά του βουνού, που ανεβήκαμε, οι κορυφές: «Κορφούλα», «Βίσογκραντ», «Καλόγερος», «Δοκάρι» του ορεινού όγκου «Πίνοβο» (φωτ. 39, 40).
Και από την άλλη, η μυτούλα της «Μικρής Τζένα», που μόλις που διακρινόταν σκουρόχρωμη. Κοιτάζοντας πίσω μας, βλέπαμε την κορυφή «Κοζούφ» και λίγο δεξιότερά της την χαμηλότερη της γειτονικής χώρας με τα λίφτ του χιονοδρομικού των Σκοπίων
Στα 2.182 μέτρα υψόμετρο βρεθήκαμε «αντιμέτωποι» με αντίζηλους, ονομάζονταν…μποφόρ. Μη αντέχοντας την παρουσία μας δίπλα στο «θηλυκό» άρχιζαν να δυναμώνουν. Οι αέρηδες στο πέρασμά τους «μάζευαν» το σπειρωτό χιονάκι και το «έριχναν» με μανία στα ακάλυπτα μέρη του προσώπου.
Αλλά, που;;!!! Το δέρμα έχει τσιτώσει τόσο πολύ από την χαμηλή θερμοκρασία της ατμόσφαιρας που δεν επέτρεπε στον «εισβολέα» να το «τρυπήσει». Με αυτές τις συνθήκες ήταν αδύνατον να μείνουμε περισσότερο στην κορυφή.
Έτσι, ξεκινήσαμε για την, μοιρασμένη μεταξύ Ελλάδος και Σκοπίων, κορυφή «Κοζούφ» (υψ. 2.172 μ.) [στα σλαβικά «Кожуф»]. Τα χιονοσούρια περνούσαν από γύρω μας με ορμή και εμείς προχωρούσαμε.
Φτάσαμε (φωτ. 41, 42).
Ρίξαμε μια ματιά στο γύρω τοπίο. Είδαμε κάποιες περιοχές των Σκοπίων και το Χιονοδρομικό τους. Στο σημείο δεν καθυστερήσαμε πολύ. Φωτογραφίες και ξεκινήσαμε για την επιστροφή.
Η διαδρομή μέχρι το διάσελο γνώριμη και οι εικόνες γνωστές (φωτ. 43 έως και 46).
Η πορεία μας σύντομη, μόλις 50 λεπτά της ώρας. Βοήθησε κατά πολύ η καλή ποιότητα που χιονιού.
Φτάνοντας στο διάσελο διαπιστώσαμε ότι είχαμε πολλή ώρα ακόμη στη διάθεσή μας.
Ολιγόλεπτη σύσκεψη και αποφασίσαμε να μην ανεβούμε στη «Μικρή Τζένα» -γιατί εκεί στα 2.067 μέτρα υψόμετρο θα φύσαγαν αέρηδες-, αλλά να επιστρέψουμε στο τζίπ από το μονοπάτι που περνούσε μέσα από το «Φαράγγι».
Έτσι, κατηφορίσαμε μέχρι το σημείο με τη μοναχική οξιά (φωτ. 47).
Εκεί, κοντά στο τρεχούμενο νερό, καθίσαμε να κολατσίσουμε και να ξεκουραστούμε, επιτέλους. Όταν τελειώσαμε με το…κυριακάτικο τραπέζι μας, συμμαζέψαμε τα πράγματά μας, ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και ξεκινήσαμε.
Ακολουθήσαμε τα «κίτρινα», αυτή τη φορά, σημάδια του μονοπατιού, που μας οδηγούσαν στο «Φαράγγι της Νότια».
Περάσματα διαφορετικά και οι εικόνες…καμιά σχέση…με εκείνες που αντικρίσαμε ανηφορίζοντας.
Στο σημείο αυτό θα αφήσω τις φωτογραφίες να «μιλήσουν» από μόνες τους. Γιατί με την περιγραφή φοβάμαι πως δεν θα καταφέρω να αποδώσω σωστά τα όσα βλέπαμε και αυτά που βιώσαμε περπατώντας το ωραιότερο ορεινό μονοπάτι της περιοχής και της χώρας.
Ένα μονοπάτι που περνούσε δίπλα από τα πάμπολλα τρεχούμενα νερά του «Φαραγγιού» και τερμάτιζε στο γνωστό «Καταρράκτη Νότιας». Κατηφορίζοντας, τα τρεχούμενα αυτά νερά τα είχαμε μια από τα αριστερά μας και μια από τα δεξιά μας (φωτ. από 48 έως και 66).
Βγήκαμε από το φαράγγι.
Χρειαστήκαμε 3 ώρες κατηφορικής πορείας για να βρεθούμε από το σημείο με τη μοναχική οξιά στην «Είσοδο-Έξοδο» του φαραγγιού (φωτ. 67).
Από το ξύλινο ταμπλό με τα χρωματιστά βέλη των μονοπατιών, που βρίσκεται κοντά στο κιόσκι, ακολουθήσαμε τον ανηφορικό ορεινό δρόμο μέχρι το τζιπ.
Χρειάστηκαν 25 λεπτά πορείας πάνω στο χωματόδρομο.
Φτάνοντας στο αυτοκίνητο, το κυριακάτικο ταξίδι μας στη Φύση και το βουνό έφτασε στο τέλος του.
Με τις καρδιές μας γεμάτες απο έντονα συναισθήματα και με τις «φωλιασμένες» στην άκρη του μυαλού μας εκατοντάδες εικόνες που αντικρίσαμε και άλλες τόσες στιγμές που βιώσαμε αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την επιστροφή μας στη Βέροια.
Η φανταστική μέρα συνέβαλε να γνωρίσουμε ακόμη καλύτερα τον ορεινό όγκο που απλώνεται στα ΒΑ του Νομού Πέλλας και να περπατήσουμε ευχάριστα το ομορφότερο μονονοπάτι-μακρινάρι του «Φαραγγιού Νότιας» με τα πάμπολλα τρεχούμενα νερά του και τον «Καταρράκτη».
Αφού ετοιμαστήκαμε, πήραμε τον οδικό δρόμο της επιστροφής με μία ακόμη εμπειρία μας να έχει προστεθεί στο «ορειβατικό βιογραφικό» μας.
« Το να επιστρέφεις εκεί που ξεκίνησες, δεν είναι το ίδιο με το να μην έχεις φύγει ποτέ.»
( Terry Pratchett, Βρετανός συγγραφέας)
Απολογισμός:
Διαδρομή: λίγο πιο πάνω από το χωριό Νότια (υψ. 680 μ.) ¦ διάσελο στα 1.800 περίπου μέτρα υψόμετρο ¦ κορυφή «Τζένα» ή «Πόρτες» (υψ. 2.182 μ.) ¦ κορυφή «Κοζούφ» (υψ. 2.172 μ.) ¦ επιστροφή από το «Φαράγγι Νότιας»
Υψομετρική διαφορά: 1. 500 μ. ( με τα σκαμπανεβάσματα)
Χρόνος: 9 ώρες και 40 λεπτά ( συνολικός χρόνος)