Γράμματα & Τέχνες Περισσότερο διαβασμένα Συνεντευξεις

Σόνια Θεοδωρίδου. Μια εντυπωσιακή πορεία ζωής και καθολικής καταξίωσης / συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή

Σόνια Θεοδωρίδου, η δική μας Σόνια. Έφυγε πριν πολλά χρόνια από την πόλη μας τη Βέροια για την Αθήνα, πολεμώντας στο άγνωστο με τα δικά της όπλα, το πάθος, το πείσμα και το ταλέντο της.

Το μικρό κορίτσι της Βέροιας έγινε μέσα από μια διαδικασία επίπονης προσπάθειας η διεθνούς φήμης σοπράνο Σόνια Θεοδωρίδου, που τραγούδησε στις μεγαλύτερες Λυρικές Σκηνές της Ευρώπης και του Κόσμου. Μια πορεία ζωής εντυπωσιακή, που έφερε την καθολική καταξίωση.

Τώρα, εδώ και πολλές μέρες βρίσκεται στη Βέροια, ετοιμάζοντας  τη “Μνήμη του Νήματος”, μια παράσταση μνήμης και χρέους, αφιερωμένη στους Εβραίους της πόλης, που οδηγήθηκαν βίαια από το σταθμό του τρένου στα στρατόπεδα της εξόντωσης.

Ευφυής, ανεπιτήδευτη, βαθιά συναισθηματική και λαϊκή, μιλά στη  faretra.info για το τραγούδι, το παιδικό της όνειρο, για τον μακρύ και δύσκολο δρόμο μέχρι την επιτυχία, για τα πρόσωπα που στάθηκαν δίπλα της, για τους αγαπημένους της που τη στηρίζουν πάντα, για τις κορυφαίες στιγμές της σκηνής ή τις στιγμές του πόνου και της απώλειας στη ζωή, για την επιθυμία της να επιστρέψει στο γενέθλιο τόπο, για το πάθος της να προσφέρει με την τέχνη της. Σόνια Θεοδωρίδου, η δική μας Σόνια…

………………….

Σας νιώθουμε δική μας, αφού γεννηθήκατε στη Βέροια. Άλλωστε η πολύχρονη και σημαντική καριέρα σας στην Ευρώπη και τον Κόσμο αντανακλά στην Ελλάδα αλλά και στην πόλη μας. Πώς νιώθετε για τη Βέροια, ποιες αναμνήσεις απ’ αυτήν είναι έντονες, πόσο πιστεύετε πως σας διαμόρφωσε;

Τη Βέροια τη λατρεύω. Ίσως γιατί δεν την έζησα για πολλά χρόνια, έφυγα πολύ μικρή από ‘δω. Αλλά εδώ έζησα τα παιδικά μου χρόνια και τα πιο σημαντικά θα έλεγα, διότι εδώ είχα τις πρώτες μου φιλίες, την οικογένειά μου, τους συγγενείς μου. Εμείς σαν ποντιακή οικογένεια είμαστε πάρα πολύ δεμένοι.

Από την άλλη νιώθω έναν πόνο. Τον πόνο ότι η Πολιτεία δεν με αποδέχτηκε ποτέ ή εν μέρει με αποδέχεται. Κι αυτό με κλονίζει. Η βαθιά μου πεποίθηση ότι ανήκω εδώ, πάντα ενισχύεται από τον τρόπο που μ’ αγκαλιάζει ο κόσμος, ακόμη και βλέποντάς με στο δρόμο. Μου λένε πως με θεωρούν παιδί τους και είναι περήφανοι για μένα. Κι εγώ όμως δηλώνω παντού, όταν με ρωτούν, πως είμαι από τη Βέροια και είμαι κι εγώ πραγματικά περήφανη για τον τόπο μου.

Θεωρώ τη Βέροια ιστορικά έναν σπουδαίο τόπο, αλλά και προσωπικά για μένα είναι ο χώρος που έκανα τα πρώτα βήματα της ζωής μου και γι’ αυτό είναι τόσο σημαντικός.

Κι επειδή όταν λέμε πατρίδα εννοούμε κυρίως τους ανθρώπους με πρώτη την οικογένεια, τι νομίζετε ότι χρωστάτε στην οικογένειά σας; Με πόση νοσταλγία τη θυμάστε;

Δεν είχα εύκολα παιδικά χρόνια. Όμως αυτή η οικογένεια είχε κάτι. Η προσφυγική μου οικογένεια, όλοι αυτοί οι άνθρωποι που ξεριζώθηκαν και ήρθαν εδώ, μου ενδυνάμωσαν τη θέληση. Οφείλω, λοιπόν, και στη μάνα μου και στον πατέρα μου την ηθική τους αρετή. Μας δίδαξαν, σε μένα και στην αδελφή μου τη Μαρία, να είμαστε ηθικοί άνθρωποι, σωστοί, να λέμε την αλήθεια και να έχουμε ιδανικά. Τους τα οφείλω όλα αυτά.

Πότε συνειδητοποιείτε πως η μουσική και ειδικά το τραγούδι είναι η μοίρα σας;

Από πάρα πολύ μικρή. Πιστεύω πως γεννήθηκα για το τραγούδι. Γιατί από μωρό, όταν με ρωτούσαν τι θα γίνω – και τότε ξέρετε δεν είχαμε τηλεοράσεις – εγώ απαντούσα πως θα γίνω ηθοποιός και τραγουδίστρια. Ένιωθα ταγμένη σ’ αυτό. Επίσης, ίσως αυτή η απίστευτη ανάγκη που έχω πάντα να μ’ αγαπούν ολοκληρωνόταν μέσα από το να με ακούν να τραγουδώ, να με προσέχουν και να μ’ αγαπούν. Ίσως, λοιπόν, σαν παιδί αυτή η ανάγκη της αγάπης να με σημάδεψε, ώστε να επιζητώ από το κοινό μου την προσοχή και την αγάπη του.

Και ο δρόμος για την καταξίωση σ’ αυτόν τον ιδιαίτερο χώρο του τραγουδιού πόσο δύσκολος ήταν; Τι αντιμετωπίσατε;

Ο δρόμος που ξεκίνησε τότε είναι ένας ατέλειωτος δρόμος, που πάντα συνεχίζεται. Δεν υπάρχει αποκορύφωμα της καριέρας. Πάντα συνεχίζεις και προσπαθείς βάζοντας καινούριους στόχους. Γιατί ο δρόμος της Τέχνης δεν είναι παρά ένας βαθιά πνευματικός δρόμος, εφόσον αποφασίσεις να τον πορευτείς έτσι.

Για μένα δεν ήταν εύκολος δρόμος. Όμως κατά έναν παράξενο τρόπο, όταν υπήρχαν ανάγκες, βρέθηκαν και οι κατάλληλοι άνθρωποι που με βοήθησαν.

Φεύγοντας από τη Βέροια για την Αθήνα ήταν φυσικό οι γονείς μου να μη  θέλαν να σπουδάσω τραγούδι. Τους έπεισα λέγοντας πως θέλω να γίνω καθηγήτρια πιάνου και ν’ ανοίξω ωδείο στη Βέροια. Άλλωστε είχα παρακολουθήσει μαθήματα πιάνου και ακορντεόν στο τότε Ωδείο Βασιλειάδη εδώ, μαζί με την αδελφή μου, που παρακολουθούσε κι αυτή μαθήματα κιθάρας και πιάνου.

Στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών καθηγητής ήταν ο κ. Πατρικίδης, με τον οποίο συνδεόμασταν οικογενειακά, και πέρασα εκείνο το καλοκαίρι έξι τάξεις μέσα σ’ ένα καλοκαίρι. Διάβαζα γύρω στις 7 με 8 ώρες κάθε μέρα. Έμενα στη Κυψέλη σ’ ένα υπόγειο βλέποντας μόνο τα πόδια των ανθρώπων. Οχτώ ώρες τη μέρα αντηχούσε μόνο το πιάνο.

Βέβαια, τότε δεν τα έβλεπα καθόλου όλ’ αυτά σαν δυσκολίες. Αντίθετα από τη μια η νιότη κι από την άλλη το ότι δεν με νοιάζαν καθόλου τα υλικά αγαθά, με οδηγούσαν μ’ ένα ατέρμονο πάθος στο στόχο μου, χωρίς να υπολογίζω την κούραση.

Στο Εθνικό Ωδείο γράφομαι στην τάξη του πιάνου και αμέσως στην τάξη του τραγουδιού της κ. Παπαλεξοπούλου, γνωστής γιατί ανήκε στη Σχολή του Κουν. Θριάμβευσα σαν μαθήτρια! Πήγαινα πρώτη, περίμενα πότε θ’ ανοίξει το Ωδείο την πόρτα του να κάτσω δίπλα στη δασκάλα μου και ν’ ακούσω όλα τα παιδιά να τραγουδούν. Ξημεροβραδιαζόμουν στο Ωδείο και φυσικά ήμουν το αγαπημένο τους παιδί.

Δίνοντας εξετάσεις για την υποτροφία «Μαρία Κάλλας» πήρα το βραβείο για την Κολωνία. Ήδη το καλοκαίρι είχα γνωριστεί στην Ελλάδα με τον σπουδαίο βαρύτονο Γιόζεφ Μέτερνιχ, ο οποίος μου είπε πως αν καταφέρω να είμαι 26 Οκτωβρίου για να δώσω εξετάσεις  στην Ακαδημία θα με δεχόταν ευχαρίστως. Πριν με ειδοποιήσουν να φύγω έξω, πούλησα τα πενιχρά μου υπάρχοντα κι έφτιαξα μ’ αυτά ένα παλτό, γιατί δεν είχα παλτό χοντρό για τη Γερμανία. Κι ενώ ήμουν έτοιμη να φύγω, αφού είχα κόψει και εισιτήριο για το τρένο, μου τηλεφωνεί ο Χρήστος Λαμπράκης, ο οποίος είχε διακρίνει το ταλέντο μου και μόλις μαθαίνει ότι φεύγω, με στέλνει στη Γερμανία με το αεροπλάνο.

Στην Κολωνία κάνω το master μου, και πρέπει να πω ότι είχα την τύχη να κάνω δύο διεθνή master class. Η κ. Σβάρτσκοφ πήρε μόνο έξι παιδιά και η κ. Νίλσον με πήρε κι αυτή. Αυτές οι δύο στείλαν επιστολές στο Χρήστο Λαμπράκη και μάλιστα η Ελίζαμπεθ Σβάρτσκοφ μού έδωσε και υποτροφία για τη Ζυρίχη. Έτσι πήγαινα κάθε Σαββατοκύριακο στη Ζυρίχη για μάθημα.

Στο τέλος των σπουδών μου με άκουσε η Επιτροπή για τους τελειόφοιτους και με ρώτησαν αν γνωρίζω το ρόλο της «Ιφιγένειας εν Ταύροις», για να παιχτεί σε μια κωμόπολη δίπλα στο Μόναχο. Με πήραν μετά την οντισιόν και σε μία από τις παραστάσεις μου ήρθε ο Διευθυντής της Όπερας της Φρανκφούρτης που εξέφρασε τον ενθουσιασμό του με τη φράση που επαναλάμβανε συνέχεια «Ω εσύ Ελληνίδα!». Οι Γερμανοί είναι μεγάλοι λάτρεις της Αρχαίας Ελλάδας.

Βέβαια, μπορεί να είχα επιτυχίες και να έβαζα σιγά σιγά αλλά σταθερά τις βάσεις της καριέρας μου, αλλά τα έβγαζα πολύ δύσκολα πέρα οικονομικά. Καθάριζα τις κουζίνες και τις τουαλέτες της Φοιτητικής  Εστίας και για να πάω κατόπιν στο Λονδίνο –γιατί έκανα οντισιόν στη Βέρα Ρόζα, την περίφημη αυτή δασκάλα παγκοσμίου φήμης-  χρειαζόταν να πάρω το τρένο, να πάω στην Ολλανδία, από κει να περάσω απέναντι με καράβι, τρένο και λεωφορείο, για να πάω στο μάθημα.

Όταν γυρνούσα δεν είχα πού να μείνω, δεν έφταναν τα χρήματα και έμενα στο σταθμό της Βικτώρια. Παρακαλούσα μάλιστα τον αστυνομικό να με προσέχει, καθώς κοιμόμουν εξαντλημένη. Την άλλη μέρα πήγαινα πάλι για μάθημα και επέστρεφα. Μέχρι που ανακάλυψα ότι κοντά στο σπίτι της Βέρας υπάρχει ένα ξενοδοχείο αστέγων. Εκεί έμεινα περίπου δύο μήνες.

Μετά με πήρε ο κ. Λαμπράκης τηλέφωνο -που έμαθε πόσο δύσκολα τα βγάζω πέρα- ήρθε στο Λονδίνο, μου έδωσε χρήματα να σπουδάσω και με στήριξε με πάθος πιστεύοντας στο ταλέντο μου. Μας συνέδεε η απίστευτη κοινή αγάπη που είχαμε και οι δυο για τη μουσική.

Βρέθηκα μ’ αυτόν τον άνθρωπο σε μια βαθιά αστική κουλτούρα. Κοντά του έμαθα πώς να τρώω, πώς να μιλάω… Μου δίδαξε τόσα πράγματα χωρίς λέξεις. Ήταν ένας άνθρωπος με ακέραιο χαρακτήρα, με άψογη συμπεριφορά, που τον θυμάμαι πάντα. Κι από κει ξεκινά το μεγάλο ταξίδι της επιτυχίας πια σε μεγάλες σκηνές της Ευρώπης αλλά και του Κόσμου.

 Ποιοι άλλοι άνθρωποι, εκτός από τον Χρήστο Λαμπράκη, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην καλλιτεχνική σας ζωή;

Στην  αρχή η πιανίστα Ντόρα Μπακοπούλου, η οποία υπήρξε και δασκάλα μου στο πιάνο. Μου συμπαραστάθηκε και με βοήθησε με κάθε τρόπο, ώστε να γίνω γνωστή, πιστεύοντας σε μένα.

Υπήρχαν άλλοι που χωρίς να με βοηθήσουν ήταν καθοριστικοί στην καριέρα μου, όπως ο Αντώνης Κοντογεωργίου στο Τρίτο Πρόγραμμα. Ένας πραγματικά εξαίσιος μουσικός! Και βέβαια πώς να μη σταθώ στον Μάνο Χατζιδάκι; Όταν ήμουν στο Τρίτο, η χάρη του, η ευγένειά του, η ιδιαίτερη αύρα που εξέπεμπε αλλά και τα λόγια που μου είπε «Εσύ δε χωράς στην Ελλάδα, πρέπει να φύγεις έξω» είναι πράγματα που δεν ξεχνιούνται. Και πώς να ξεχάσω τη δασκάλα μου στο Λονδίνο, τη Βέρα Ρόζα! Της χρωστώ τόσα πολλά και στο καλλιτεχνικό αλλά και στο προσωπικό επίπεδο. Απεριόριστη στήριξη!

 Ο καλλιτέχνης όμως δεν παύει να είναι και ο καθημερινός άνθρωπος, που αντλεί δύναμη από την προσωπική του ζωή, για να αφοσιωθεί στην τέχνη του. Για σας ποια είναι αυτά τα πρόσωπα από τα οποία αντλείτε δύναμη;

Ο γιος μου, ο 27χρονος Μαξιμίλιαν, είναι εκείνος που με ολοκλήρωσε ως άνθρωπο δίνοντάς μου τον τίτλο της μητέρας, για τον οποίο είμαι περήφανη. Γεννήθηκε στο Αμβούργο, αλλά εγώ τον δήλωσα πολίτη της Βέροιας. Αυτό κάτι ακόμη λέει για τη σχέση μου με την πόλη μου. Έμαθε ελληνικά, πήγε σε ελληνικό σχολείο, ενώ μεγάλωσε στην Ελβετία και έμαθε και ποντιακά! Πάνω απ’ όλα είναι καλό παιδί! Κι αν κάποτε μου δίναν ένα παράσημο, μόνο αυτό της μάνας θα ήθελα να πάρω, γιατί μόνο εγώ ξέρω πόσο δύσκολα το μεγάλωσα, χτίζοντας συνάμα την καριέρα μου και έχοντάς το πάντα μαζί μου από τόπο σε τόπο.

 Ποια στοιχεία του χαρακτήρα σας θεωρείτε πως έπαιξαν πρωτεύοντα ρόλο, ώστε να φτάσετε τόσο ψηλά;

Θα απαντήσω με σιγουριά πως την πορεία του καλλιτέχνη, και ειδικά στον δικό μου χώρο, στον χώρο του τραγουδιού, την καθορίζουν η ακλόνητη πίστη στο στόχο του, η ατέλειωτη αγάπη για την μουσική, η επιμέλεια και η καλή φυσική κατάσταση.

Τραγουδήσατε στις μεγαλύτερες λυρικές σκηνές της Ευρώπης, και από την Αμερική μέχρι το Τόκιο, ερμηνεύοντας εμβληματικούς ρόλους. Ποιες είναι εκείνες οι ιδιαίτερες στιγμές που αγγίξατε την απόλυτη καλλιτεχνική συγκίνηση και τις θυμάστε ακόμα;

Ένας τραγουδιστής πάντα ζει την ευτυχία της σκηνής. Είμαι από τις τυχερές τραγουδίστριες που σ’ όλη την πορεία της καριέρας μου ακύρωσα μουσικές παραστάσεις μόνο δυο φορές, γιατί αρρώστησα. Πάντα, λοιπόν, σ΄όλες ένιωθα την ευτυχία της επικοινωνίας με το κοινό. Υπάρχουν όμως μερικές μοναδικές στιγμές που δεν ξεχνιούνται, που σε κάνουν να βρίσκεσαι σε μια υπερβατική κατάσταση συνείδησης σταματώντας τα πάντα γύρω σου, καθώς απλώνεται στον αέρα κάτι μαγικό που δεν μπορώ να το αποδώσω με λόγια.

Η σκηνή είναι κάτι που σε ξεγυμνώνει. Είναι σκληρή με την έννοια ότι αν δεν είσαι άριστος αυτό φαίνεται. Υπήρξαν στιγμές που έμειναν στη μνήμη μου.

Μία από τις δυνατότερες ήταν στην Όπερα των Βρυξελλών, όπου τραγουδούσα την «Αδελφή Αγγελική» του Πουτσίνι. Τελειώνοντας η παράσταση, κι ενώ πεθαίνω και κλείνει η αυλαία, ακούω να μη χειροκροτεί κανείς. Απόλυτη σιωπή! Ανοίγοντας η αυλαία βλέπω τον κόσμο να κλαίει γοερά και μετά να ξεσπά σε χειροκρότημα. Είναι κάτι που δεν μπορώ να το ξεχάσω, να κλαίνε αυτοί οι Βορειοευρωπαίοι με λυγμούς…

Βέβαια, άλλου είδους συγκίνηση είναι να μη σ’ αφήνουν να φύγεις για πολλή ώρα από τη σκηνή, όπως συνέβη όταν τραγούδησα στο μιούζικαλ «Cats» στην Αθήνα.

Επίσης μεγάλη συγκίνηση νιώθεις, όταν τραγουδάς δίπλα σε μεγάλες φωνές ή σε σπουδαίους σκηνοθέτες. Πάντα νιώθω μεγάλη συγκίνηση μέσα από τέτοιες συνεργασίες.

Κι επειδή η ζωή είναι εναλλαγή καταστάσεων και συναισθημάτων, με αρνητικές και θετικές στιγμές, ποιες ήταν οι πιο δυνατές αρνητικές στιγμές της ζωής σας βιώνοντας τον πόνο και την απώλεια;

Οι θάνατοι των γονιών μου και της αδελφής μου με σημάδεψαν. Ιδιαίτερα ο τελευταίος… Στον θάνατο του πατέρα μου δεν με βρήκαν καν για να έρθω στην κηδεία, ήμουνα στο Σαν Φραντζίσκο. Στο θάνατο της μάνας μου έπρεπε να ήμουνα στα εγκαίνια του Μεγάρου Μουσικής. «Πρέπει να γυρίσεις» μου είπε ο κ. Λαμπράκης. «Στα εγκαίνια θα έχουμε τόσο κόσμο, θα είναι μέχρι και ο Μιτεράν». Πήρα ένα ταξί, ήταν χαράματα, την ώρα που ανοίγανε το σεντόνι, τη φίλησα και στις 9 το πρωί έφυγα…

Ο θάνατος της αδελφής μου, επειδή ήταν και το πιο πρόσφατο και τραγικό γεγονός, ήταν για μένα συγκλονιστικός. Βίωσα όλη τη διαδρομή μαζί της από το φοβερό δυστύχημα που συνέβη στις δυο μας μέχρι το θάνατό της και ήταν φρικιαστικό. Η περίοδος της βασανιστικής αναμονής μέχρι το τέλος δεν περιγράφεται με λόγια. Από τότε, βέβαια, βλέπω πολύ διαφορετικά τη ζωή…

Για μένα ο χρόνος απέκτησε άλλη διάσταση και δύναμη. Είναι τόσο εύκολο από τη μια στιγμή στην άλλη να συμβεί η ανατροπή. Γι’ αυτό ό,τι ζούμε πρέπει να είναι αληθινό και ουσιαστικό.

Ανήσυχη καθώς είστε δε μείνατε μόνο στο λυρικό τραγούδι αλλά αγκαλιάσατε διάφορες μορφές τραγουδιού από τον Χατζιδάκι μέχρι το μιούζικαλ με απόλυτη επιτυχία. Πιστεύετε πως αυτή η διεύρυνση ρεπερτορίου σάς πλούτισε καλλιτεχνικά;

Πάρα πολύ! Κάποια στιγμή διαγνώστηκα με μια πολύ σοβαρή πάθηση και μου δίνανε δύο μήνες ζωή. Για να ξεπεραστεί το πρόβλημά μου χρειαζόταν μια αποχή, για να έχω τις δυνάμεις να τραγουδήσω και να είμαι άριστη. Αυτή η συγκυρία με οδήγησε σ’ αυτόν το δρόμο που μόνο σε καλό μού βγήκε. Άλλωστε, έτσι κι αλλιώς μέσα μου είχα αυτές τις ανησυχίες κι ήμουν και τολμηρή πάντα στις αποφάσεις μου. Έβλεπα κι άλλες συναδέλφους μου, όπως παράδειγμα την Μονσερά Καμπαγιέ, αλλά κι άλλους, να τραγουδούν τραγούδια της πατρίδας τους. Γιατί να μην τραγουδήσω Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Τσιτσάνη, δημοτικά, ποντιακά; Ναι θα τραγουδήσω, θα τα υποστηρίξω και σ’ όλα μου τα ρεσιτάλ στο Εξωτερικό εγώ τραγουδούσα και τραγουδώ ελληνικά τραγούδια!

Αφήσατε τις μεγάλες σκηνές της Ευρώπης και του Κόσμου και ξαναγυρίσατε στην Ελλάδα. Τι σας έφερε πίσω, ποια συναισθήματα και ποιοι στόχοι;

Επιστρέψαμε εν μέρει, γιατί διατηρούμε και το σπίτι μας στο Βερολίνο. Μετά το θάνατο της αδελφής μου θέλησα να γυρίσω πίσω. Γιατί; Γιατί ήθελα να είμαι σ’ ένα οικείο περιβάλλον.

Ήταν απόλυτη ανάγκη, λες και το περίμενα καιρό, να γυρίσω στην Ελλάδα, όπως περίμενα από καιρό  και την επιστροφή μου στη Βέροια. Γιατί ένιωθα βαθιά μέσα μου πως μόνο έτσι θα θεραπευτώ από τη θλίψη, μόνο έτσι θα ξαναχαμογελάσω.

Εδώ και πολλά χρόνια η επαφή σας με τη Βέροια είχε χαθεί. Τον τελευταίο χρόνο όμως σας είδαμε αρκετές φορές στην πόλη με κορυφαίες εκδηλώσεις, όπως τον μελοποιημένο Καβάφη στο Βυζαντινό Μουσείο και την συγκλονιστική εκδήλωση για τους Εβραίους της Βέροιας στο Μουσείο των Αιγών. Τι σας απομάκρυνε από τη Βέροια και τι σας ξανάφερε πίσω;

Με απομάκρυνε η Πολιτεία μ’ έναν πάρα πολύ ηχηρό τρόπο.  Ήμουν γι’ αυτήν ανύπαρκτη! Δεν με κάλεσε ποτέ κανείς να τραγουδήσω, δεν ζήτησαν καμιά επικοινωνία μαζί μου. Ένιωσα παντελώς ανεπιθύμητη.

Δεν εκφράζω καμιά πικρία, γιατί δεν υπήρξα αποτυχημένη, ώστε να αισθάνομαι στο περιθώριο. Απλά καταθέτω το γεγονός!

Την αναγνώριση της καλλιτεχνικής μου ταυτότητας στη Βέροια την οφείλω στην Προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων, στην κ. Αγγελική Κοτταρίδη. Αυτή ήταν που με κάλεσε να ξανατραγουδήσω, κι ελπίζω να συνεχίσουμε τη συνεργασία μας, γιατί είναι μια γυναίκα με τεράστια μόρφωση, μια γυναίκα που έχει τέτοιο τσαγανό και θέληση να κάνει το καλύτερο, που μόνο το θαυμασμό μου προκαλεί. Της οφείλω αυτό, το ότι χάρη σ’ αυτήν ξαναπάτησα το πόδι μου στη Βέροια, την πατρίδα μου.

Η τελευταία δουλειά σας εδώ, ένα τριήμερο που θα κορυφωθεί στις 22 Σεπτεμβρίου, με τίτλο «η Μνήμη του Νήματος» -εκδήλωση την οποία έχετε πάρει κυριολεκτικά πάνω σας, και μάλιστα μ’ ένα ιδιαίτερο πάθος – είναι πραγματικά εντυπωσιακή. Πώς οδηγηθήκατε στην ιδέα;

Με τον Γιώργο Λιόλιο, δικηγόρο, συγγραφέα και ερευνητή, μιλώντας για το Εβραϊκό Ολοκαύτωμα και γνωρίζοντας εγώ τη δική του βαθιά γνώση για τους Εβραίους της Βέροιας, αποφασίσαμε να κάνουμε ένα κονσέρτο. Εγώ, ζώντας στη Βόρεια Ευρώπη και βλέποντας ισχυρό τον αντισημιτισμό εκεί – όχι ότι εδώ δεν υπάρχει-  θέλησα να κάνω κάτι περισσότερο από ένα κονσέρτο, για να μάθουν τα παιδιά τι έγινε σ’ αυτήν την πόλη.

Γιατί πιστεύετε ότι υπάρχει αντισημιτισμός; Μήπως οφείλεται στη σημερινή στάση των Ισραηλιτών απέναντι στους Παλαιστίνιους;

Δεν πρέπει να καταδικάζουμε συνολικά έναν λαό. Έλληνες έστειλαν τον πατέρα μου δέκα χρόνια στην εξορία. Πρέπει να καταδικάσω ολόκληρο τον ελληνικό λαό;  Όσο για τους Εβραίους, πάντα έτσι συνέβαινε. Πάντα υπήρχε στην εβραϊκή φυλή η κηλίδα πως αυτοί σκότωσαν το Χριστό, πράγμα που καλλιέργησαν και οι εκκλησίες.

Ναι, αλλά εδώ, στη συγκεκριμένη εκδήλωση που ετοιμάζετε, σας στηρίζει και η Μητρόπολη.

Φυσικά, και νιώθω ευγνώμων γι’ αυτό, αλλά αναφέρομαι με όσα είπα στο παρελθόν. Άλλος λόγος είναι το ότι ο συγκεκριμένος λαός ξεχώρισε στις Τέχνες, στα Γράμματα, στις Επιστήμες, στο Εμπόριο, και οι περισσότεροι ήταν πλούσιοι. Οπότε όποιος ξεχωρίζει συγκεντρώνει συνήθως τη ζήλεια ή και το μίσος. Αναζητώντας, λοιπόν, μ’ αυτήν την αφορμή τη διαφορετικότητα, το διαφορετικό του λαού αυτού ήταν η θρησκεία του. Εκεί χτυπήθηκε.

Θέλω να ξεκαθαρίσω πως εγώ εδώ δεν ήρθα να κάνω πολιτική. Ήρθα να μιλήσω για ένα παγκόσμιο γεγονός που λέγεται Ολοκαύτωμα. Θύματα της ναζιστικής κτηνωδίας υπήρξαν τότε, πέρα από τους Εβραίους, οι κομουνιστές αλλά και όλων των ειδών οι άνθρωποι. Ομοφυλόφιλοι, ανάπηροι, τσιγγάνοι, άνθρωποι που δυστυχώς είχαν την ατυχία να είναι διαφορετικοί.  Εγώ αυτό αντιπροσωπεύω.

Πώς καταλήξαμε, λοιπόν, στις εκδηλώσεις για το Ολοκαύτωμα. Αφού είδα ένα μικρό βίντεο του Γιώργου Λιόλιου, πραγματικά συγκλονιστικό, γεννιέται μέσα μου η ιδέα. Μια κόκκινη ταινία, συμβολίζοντας το αίμα των ανθρώπων που βίαια σύρθηκαν  στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, θα διασχίσει από τη Συναγωγή μέχρι τον σταθμό των τρένων την πόλη μας, θα διασχίσει τα 2800 μέτρα. Γνωρίζοντας ο Γιώργος τους εναπομείναντες Εβραίους Βεροιώτες που ζουν στο Τελ Αβίβ, αποφασίσαμε να κληθούν όλοι και μάλιστα ο κ. Ρούβεν που το σπίτι του είναι εδώ δίπλα. Αυτός θα είναι ο πρώτος που θα κινήσει το νήμα.

Αυτό όμως είναι μια υπερπαραγωγή με μεγάλο κόστος. Απευθύνθηκα πρώτα στην Πρεσβεία του Ισραήλ, που μου σύστησε ανθρώπους που έδωσαν τα πρώτα χρήματα. Με τα πρώτα χρήματα,  τρεις χιλιάδες ευρώ του Σάμπι Μιονίς, γράφτηκαν οι παρτιτούρες. Μετά με παρέπεμψαν στην Πρεσβεία του Λουξεμβούργου, γιατί αυτή έχει την Προεδρία της Διεθνούς Επιτροπής για το Ολοκαύτωμα. Υπήρχαν βέβαια κι άλλες πόλεις που διαγωνίζονταν για ανάλογες εκδηλώσεις, όχι μόνο εμείς. Περιμένοντας την έγκριση, στις 13 Φεβρουαρίου μού ανακοινώνεται πως η πόλη της Βέροιας επελέγη ως η πόλη στην οποία θα πραγματοποιηθούν οι εκδηλώσεις για το Ολοκαύτωμα.

Οι φίλοι μου διαφωνούσαν με την επιλογή της Βέροιας, ενώ θα μπορούσα να επιλέξω έναν άλλο τόπο περισσότερο γνωστό, όπως για παράδειγμα τη Ρόδο. Εγώ όμως ήμουν πεπεισμένη πως ο χώρος που ταίριαζε σε μια τέτοια εκδήλωση είναι αυτός της πόλης μου, της Βέροιας.

Συναντήθηκα με τον Δήμαρχο της Βέροιας, τον κ. Βοργιαζίδη, με άκουσε προσεκτικά και συμφώνησε να το κάνουμε. Εγώ και ο άντρας μου αποποιηθήκαμε οποιαδήποτε αμοιβή, ζητήσαμε όμως ήχο, φως, φιλοξενία, που μας τα παρέχει ο Δήμος. Η Πρεσβεία του Λουξεμβούργου μάς παρέχει το Λεωφορείο των καλλιτεχνών, τις αφίσες κι έναν τσελίστα και συνθέτη λουξεμβουργιανό, τον Μέργκεντάλερ, τον οποίο στέλνει το Υπουργείο Πολιτισμού τους. Εμπλέκεται επίσης το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο, καθώς στα εβραϊκά μνήματα θα γίνουν στις 22 το πρωί τα αποκαλυπτήρια του μνημείου του Ολοκαυτώματος και την Παρασκευή το βράδυ στις 20 μια προσευχή δική τους στη Συναγωγή. Θα έρθουν εδώ πολλοί Έλληνες Εβραίοι αλλά και από το Εξωτερικό.

Πώς αντιμετωπίζει ο κόσμος της Βέροιας την εκδήλωση;

Οι επισκέψεις μου στα σχολεία, αφού πήρα άδεια από το Υπουργείο Πολιτισμού -επισκεπτόμενη όλα τα Λύκεια της Βέροιας μέσα στο χειμώνα-  συνάντησαν αρχικά από τη μεριά των παιδιών ενθουσιασμό. Όταν όμως χρειαστήκαμε ενυπόγραφες συμμετοχές, πολλοί γονείς απέτρεψαν τα παιδιά τους.

Όμως καθώς περπατώ στο δρόμο και η ημερομηνία της εκδήλωσης πλησιάζει, ο κόσμος μ’ αγκαλιάζει και μ’ επιβραβεύει για την πρωτοβουλία μου. Ελπίζω, λοιπόν, όλοι να καταλάβουν όχι πόσο σημαντικό είναι μόνο με την έννοια της μνήμης και της τιμής το κορυφαίο γεγονός του Ολοκαυτώματος, αλλά και με την έννοια του οφέλους που έχει η πόλη μέσα από την εκδήλωση αυτή. Η Βέροια μπαίνει στον Διεθνή Χάρτη. Ωφελείται ο τουρισμός. Θα έρθει τόσος κόσμος. Η πόλη θα προβληθεί όχι μόνο πανελλαδικά αλλά και παγκόσμια, αφού θα έρθουν τηλεοπτικά συνεργεία απ’ έξω, μέχρι και το  CNN. Είναι σημαντικό να βρεθεί η πόλη μας στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος.

Και για να δούμε την ουσία των πραγμάτων, πίσω από το Ολοκαύτωμα κρύβεται το στυγνό πρόσωπο του φασισμού. Αυτό καταδικάζουμε, τον φασισμό. Εγώ ως Πόντια έζησα μέσα από την ξεριζωμένη μου οικογένεια το πρόσωπο του φασισμού. Μέχρι που πέθαναν οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας για τα πάθη τους μιλούσαν. Γι’ αυτόν τον ατέλειωτο πόνο του να μην έχεις πατρίδα, να σε κυνηγούν, να σκοτώνουν τους αγαπημένους σου. Αυτός είναι ο φασισμός.

Αλλά έχω κι έναν επιπρόσθετο προσωπικό λόγο. Η δασκάλα μου στο Λονδίνο, η περίφημη Βέρα Ρόζα αλλά και η φίλη της Εύα Μορέιν, ήταν Εβραίες. Όταν ήμουν μαθήτρια στο Λονδίνο και δεν είχα λεφτά ούτε να φάω ούτε να ντυθώ, η δασκάλα μου και η φίλη της μου συμπαραστάθηκαν. Υποχρεωμένη εγώ για την προστασία που μου παρείχαν έπαιρνα την απάντηση στο πώς θα τα ξεπληρώσω με τη φράση«θα το κάνεις με το ταλέντο σου». Αυτά είναι πράγματα που δεν ξεχνώ!

 Και μετά την εκδήλωση για το Ολοκαύτωμα ποια είναι τα σχέδιά σας;

Μετά τη Βέροια ακολουθούν σειρά από κοντσέρτα στην Ελλάδα και στο Eξωτερικό, παρουσιάσεις master classes και εγγραφή στο στούντιο.

Σας διακρίνει ένα γενικότερο πνεύμα προσφοράς στο κοινωνικό σύνολο. Σας ενδιαφέρει η μουσική παιδεία των Ελληνόπουλων, γι’ αυτό και προγραμματίζετε το στήσιμο μουσικών βιβλιοθηκών στην ελληνική επαρχία, αλλά και οργανώνετε εκδηλώσεις με φιλανθρωπικό χαρακτήρα, βοηθώντας σύνολα αλλά και στην προσωπική σας ζωή μεμονωμένα άτομα, που το έχουν ανάγκη. Βλέπετε την τέχνη σας σαν μια γέφυρα με τους αδύναμους και αδικημένους; Ποια φράση θα μπορούσε να συμπυκνώσει αυτήν τη συγκεκριμένη στάση σας;

Πιστεύω πως γεννήθηκα για να δώσω μέσα από την τέχνη ευτυχία. Η τέχνη έχει νόημα μόνο αν μπορώ να προσφέρω. Το ίδιο το τραγούδι έχει το νόημα της προσφοράς και της θεραπείας.

Και κλείνοντας, τι θα είχατε να ευχηθείτε για την πόλη σας τη Βέροια, την Ελλάδα αλλά και τον Κόσμο, μέσα σ’ αυτές τις δύσκολες εποχές που ζούμε;

Θέλω να εκφράσω πρώτα μια προσωπική μου ευχή, που αναφέρεται στη σχέση μου με την πόλη μου. Θέλω μεγαλώνοντας να γυρίσω εδώ. Όταν έρχομαι εδώ νιώθω ότι ξαναζωντανεύω, γιατί το επάγγελμά μας έχει πολύ μεγάλη μοναξιά κι εγώ έχω ανάγκη τη ζεστασιά. Να μιλώ με τις παλιές μου συμμαθήτριες, να περπατώ ανάμεσα σ’ ανθρώπους που μ ’αγαπούν. Θα ήθελα να μου δοθεί η δυνατότητα, ίσως μ΄έναν θεσμικό ρόλο, να κάνω κάτι για την πόλη μου.

Εύχομαι οι άνθρωποι της  Βέροιας να καταλάβουν πως ο τόπος μας αξίζει πολλά. Έχει ιστορία τεράστια και πρέπει να κατανοήσουμε και να αναδείξουμε το πολιτιστικό του πρόσωπο. Σημασία δεν έχει πόσο μικρός είναι ένας τόπος. Μπορεί να αναδειχθεί μέσα από την αξία του. Και πάντα περνώντας από το εγώ στο εμείς, γιατί όλοι αποτελούμε μια απίστευτη σε δύναμη αλυσίδα.

Όσο για τη χώρα μας εύχομαι, πέρα από πολιτικές, να εστιάσουμε στον άνθρωπο που θα μας πάει μπροστά, μακριά από φανατισμούς, με γνώμονα τις αξίες και τα ιδανικά που διδαχτήκαμε αιώνες. Το αρχαίο πνεύμα μέσα από την αρχαία ελληνική γραμματεία μπορεί να είναι οδηγός. Εύχομαι να κατανοήσουμε κάποτε ότι δεν πρέπει να μιμούμαστε συμπεριφορές, που δεν ταιριάζουν ούτε στο ταπεραμέντο μας, αλλά ούτε και στις αρετές μας. Εύχομαι να ξημερώσουν καλύτερες μέρες.

Video: faretra.info

Φωτογραφίες: faretra.info – Αρχείο Σόνιας Θεοδωρίδου

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ