Απόψεις Κοινωνία Περισσότερο διαβασμένα

“Αφηγήσεις ζωής”(β’) γράφει η Βασιλική Ζώη

Έρωτας και γάμος

Βασιλική Ζώη*

Οι θεσμικές και κοινωνικές αλλαγές στην Ελλάδα δεν άλλαξαν όμως σε μεγάλο βαθμό την κυρίαρχη ιδεολογία του φύλου και την πραγμάτωσή του στο οικιακό συμφραζόμενο (βλ Papataxiarchis 1994a), αυτό όμως που άλλαξε ήταν οι όροι της δημιουργίας αυτού του οικιακού συμφραζομένου. Οι νέοι λόγοι που αναφέραμε πιο πάνω τοποθετούν σε πρώτο πλάνο την έννοια της «σχέσης», η οποία ξεκινά από τον «έρωτα» για να καταλήξει στην ιδανική της μορφή στην «αγάπη» και κατ’ επέκταση στο γάμο. Η Μαρία και οι φίλες της πιστεύουν στον «έρωτα», μέσω αυτού διαπραγματεύονται το γάμο, και μπορεί να είναι «παντοτινός», «ένας και μοναδικός», ατομικός και προσωπικός. Οι αφηγήσεις της ερωτικής ζωής αποτελούν ένα μέσο θέασης για να κατανοήσουμε και να έρθουμε σε επαφή με έναν έντονα συγκινησιακό και   αναστοχαστικό τόπο.

Τα συναισθήματα που εκφέρονται και εκφράζονται στον «ερωτικό αυτό τόπο» συνδέονται με την κοινωνική δομή σε συγκεκριμένους ιστορικούς χρόνους, και τα ζητήματα που προκύπτουν είναι ποιους  ερωτεύονται  αυτές  οι  γυναίκες,  γιατί  τους  ερωτεύονται  και  πώς  τελικά «συμβαίνει» αυτό το ερωτικό γεγονός. Στον κόσμο αυτών των γυναικών  διαδίδονται οι μοντέρνες αντιλήψεις για τη σεξουαλικότητα, όπου «η σεξουαλικότητα γίνεται αντιληπτή όχι πια σαν γενετήσια πρακτική αλλά ως συστατικό στοιχείο του εαυτού, της προσωπικής ευτυχίας» (Γιαννακόπουλος 2003: 4).

Πολλοί  ιστορικοί  (βλ.  De  Rougemont  2002)  εντόπισαν  την  ανάδυσή  του «έρωτα» (romantic love) στη Μεσαιωνική Δύση και στην εποχή των τροβαδούρων. Ασχέτως, αν οι ισχυρισμοί αυτοί είναι αληθείς ή όχι, το συναίσθημα του «έρωτα» εξακολουθεί  να  νοηματοδοτεί  τις  ζωές  των  ανθρώπων.  Είναι  μία  αφήγηση  που «κατασκευάζεται» μέσα από τις προσωπικές ιστορίες των ανθρώπων, τα τραγούδια, τα ποιήματα, τις ταινίες και που ως λόγος εμπεριέχει την πεποίθηση ότι δεν είναι απλά  μία  φαντασίωση,  αλλά  μία  πιθανή  εμπειρία  (Bawin-Legros  2004:  241).  Ο «έρωτας» σίγουρα δεν είναι μία ανιστορική συνθήκη, ούτε ένα οικουμενικό συναίσθημα, αλλά ένας λόγος που εμπλέκεται με άλλους λόγους, είναι μία «κοινωνικά διαμεσολαβημένη συνθήκη» (Κοσμά 2007: 128), που φέρει έναν επιτελεστικό και αναγνωρίσιμο κώδικα, ο οποίος δίνει νόημα στους αποσπασματικούς κόσμους αυτών των γυναικών. Είναι μία ιθαγενής έννοια των γυναικών στο σπίτι της Μαρίας που έχει σημασία, είναι μία τυπική προϋπόθεση της σχέσης ή καλύτερα μία τυπική δομή της σχέσης που φέρει έναν επιτελεστικό κώδικα και για να ολοκληρωθεί πρέπει να «παιχτεί», να δραματοποιηθεί, να δειχτεί.

Οι γυναίκες αυτές μιλούσαν για ένα «μαγικό κλικ» που γίνονταν μέσα τους όταν γνώριζαν αυτόν που στη συνέχεια ερωτεύονταν. Η «πρώτη ματιά» αποτελεί το πρώτο επικοινωνιακό γεγονός για να «ανακαλυφθούν» διαισθητικά οι ιδιότητες του άλλου. Είναι «μία διαδικασία έλξης από κάποιον που μπορεί να «ολοκληρώσει» τη ζωή τους» (Giddens 2005: 69-70), όπως συνήθιζαν να λένε. Η Μαρία και η Άννα θα επιλέξουν οι ίδιες τους συντρόφους τους. Τα κριτήρια του «καλού» άνδρα είναι διαφορετικά από την προηγούμενη γενιά καθώς οι άνδρες που ερωτεύονται επιλέγονται με διαφορετικούς όρους και σε άλλα πλαίσια.

Η Άννα θυμάται:

Ερωτεύτηκα το Μανόλη γιατί τον θεωρούσα ωραίο άντρα, με ρέοντα λόγο και ενδιαφέρουσες ιδέες. Γενικότερα, οι άνδρες που ερωτεύτηκα, ήταν έξυπνοι και έκανα πράγματα μαζί τους, δεν βαριόμουν.

Επίσης η Μαρία:

«Την πρώτη φορά που το είδα μου άρεσε πολύ, κυρίως ο τρόπος που μιλούσε, αυτά που έλεγε, η χροιά της φωνής του και η ευφυΐα του. Μετά από λίγες μέρες βρεθήκαμε σε ένα πάρτι… μιλούσαμε για ώρες. Και τι δεν είπαμε, για τα πολιτικά, για το πώς θέλουμε τον κόσμο. Ένιωθα ότι τον ήξερα χρόνια, ότι ήμασταν φίλοι χρόνια.

Οι γυναίκες αυτές φαίνεται να αναζητούν ανθρώπους που θα μπορούν να είναι ταυτόχρονα ερωτικοί σύντροφοι και φίλοι. Η φιλία στην ελληνική εθνογραφία μελετήθηκε κυρίως ως ιδίωμα που χαρακτήριζε τον κόσμο των ανδρών και βρίσκονταν σε αντιστικτική σχέση με τη συγγένεια (Papataxiarchis 1991). Η Μαρία όμως δίνει έμφαση σε αυτή τη φιλική διάσταση, ερωτεύεται τον μελλοντικό της σύζυγο μέσα από επικοινωνιακά γεγονότα που βοηθούν στην «ανακάλυψη» των ιδιοτήτων του.

Συνεχίζοντας:

«Τις επόμενες μέρες, σχεδόν για ένα μήνα, βρισκόμασταν καθημερινά. Πηγαίναμε για καφέ και μετά καθόμασταν στα παγκάκια στο Θερμαϊκό. Μία μέρα με φίλησε και από εκείνη τη μέρα και μετά λέγαμε σε όλους ότι τα έχουμε γιατί μας είχαν βομβαρδίσει όλο αυτό το διάστημα, μας ρωτούσαν τι συμβαίνει με σας; τα έχετε; Και εμείς νιώθαμε συνεχώς μία αμηχανία γιατί ακόμη δεν είχαμε φιληθεί».

Πέρασε ένας μήνας γνωριμίας, διάστημα απαραίτητο για να επιβεβαιωθεί η πρώτη αρχική έλξη. Το φιλί σηματοδοτεί το «φτιάξιμο» της «σχέσης» τους, την έναρξη της «κατασκευής» της και φαίνεται πως το ρήμα «φτιάχνω» λειτουργεί λογοθετικά και υπαινίσσεται μία συνεχή εργασιακή διαδικασία.

Αυτές οι γυναίκες (αλλά και οι άνδρες) νιώθουν ότι επιλέγουν ελεύθερα και με διαφορετικά κριτήρια τους επιθυμητούς Άλλους. Οι γενικότεροι κοινωνικο- οικονομικοί μετασχηματισμοί άλλαξαν τις ποιότητες και τις προσδοκίες του γάμου, οι οποίες φαίνεται να βασίζονται τώρα περισσότερο στην ποιότητα της προσωπικής ευτυχίας και της αγάπης. Η Collier (1997) διαπιστώνει ότι προς το τέλος της δεκαετίας  του  ’70  αυτές  οι  ποιότητες  και  οι  προσδοκίες  μετακινούνται  από  την «τιμή» στον «έρωτα», από την προσφορά στην επιλογή αφού άλλαξαν «οι επιπτώσεις –και τα νοήματα- και της τιμής και του έρωτα» . Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι τα πάντα αντικαταστάθηκαν από νέα νοήματα, αλλά ότι φαίνεται πια το κυρίαρχο να βρίσκεται στη διασφάλιση της «παντοτινής αγάπης». Η επιλογή του συντρόφου καθορίζεται από τα ατομικά χαρακτηριστικά που διαθέτουν οι άνθρωποι, από το προσωπικό τους πολιτισμικό κεφάλαιο, από την εξωτερική τους εμφάνιση, το στιλ και τον λόγο τους, «τον τρόπο που μιλάνε».

Ο «έρωτας» εκφράζεται και ο τρόπος που θα εκφραστεί θα διαμορφώσει το πλαίσιο  και  την  εξέλιξη  της  σχέσης.  Μέσα  στη  «σχέση»  θα  αποδειχθούν  πόσο «αληθινά» είναι τα συναισθήματα και αν θα μπορέσει αυτό να εξελιχθεί σε «αγάπη», μία έννοια που φαίνεται να υποδηλώνει την μονιμότητα και τη διάρκεια. Ο «έρωτας» τοποθετεί στην πρώτη γραμμή τη «σχέσης» και ενεργοποιεί έναν ενδουποκειμενικό διάλογο που θα αποκαλύψει και θα εκτιμήσει το «βάθος» της και την πιθανότητα να μετεξελιχθεί  σε  γαμήλια  (Giddens  2005:  75).  «Οι  σχέσεις  δοκιμάζονται», έλεγαν συχνά στο σπίτι της Μαρίας, αυτό σήμαινε ότι διάφορα περιστατικά, διάφορες «δοκιμασίες» έλεγχαν την εξέλιξη και την «αλήθεια» της σχέσης. Κατά τα λεγόμενα της Έλσας: «Περάσαμε τόσα και τόσα, από ένα σημείο και μετά ήμουν σίγουρη, αυτό που είχαμε ήταν πραγματική αγάπη, από ένα σημείο και μετά ήξερα ότι αυτός είναι ο άντρας της ζωής μου… και φυσικά κάποια στιγμή παντρευτήκαμε». Η σχέση τους δοκιμάστηκε στο χρόνο, αποτιμήθηκε και αποφάσισαν να προχωρήσουν στο γάμο. Η συναισθηματική σχέση του ζευγαριού εξελίσσεται σε μία συγγενειακή σχέση μέσω του γάμου.

Το δώρο του υμένα και οι συσχετισμοί

Τι όμως εννοούσαν οι γυναίκες αυτές μιλώντας για «δοκιμασίες»; Ποια είναι τα περιστατικά  που  «δοκιμάζουν»  και  στη  συνέχεια  εγκρίνουν  τη  σχέση; Είναι η «δοκιμασία» μία διαδικασία της γυναικείας υποκειμενικότητα; Οι συζητήσεις μας σε αυτό το σημείο κατέληγαν στη σεξουαλικότητα.

Μαρία: Μετά από έξι μήνες κάναμε έρωτα. Εγώ του το ζήτησα, γιατί σκέφτηκα ότι αν δεν το κάνουμε θα πάει αλλού να το αναζητήσει και θα τον έχανα. Και φαντάσου ότι ακόμη ζούσαμε σε μία εποχή που η παρθενιά είχε ακόμη τη σημασία της, ιδιαίτερα για τα κορίτσια που ερχόντουσαν από χωριό, όπως εγώ. Το θεωρούσα αδιανόητο να κρέμεται η υπόληψή σου από έναν υμένα. Το θεωρούσα χαζό και από μόνη μου άρχισα να το απορρίπτω. Και όταν έκανα την πρώτη και μοναδική σχέση με τον σημερινό πια σύζυγό μου, συνέβη, χωρίς να μου είναι δύσκολο. Από τη στιγμή που ερωτεύτηκα αυτόν τον άνθρωπο του έκανα όλα τα χατίρια. Έκανα τέτοιες θυσίες γι’ αυτόν που το θεωρούσα χαζό από τη μία να του δίνω την ψυχή μου, το μυαλό μου ολόκληρο και από την άλλη να του στερώ τον υμένα. Το θεωρούσα εντελώς παράλογο, πώς να στο πω, το θεωρούσα πιο πρόστυχο να λέω του τα δίνω όλα αλλά αυτό το κρατάω για τον επόμενο που θα παντρευτώ. Αυτό το θεωρούσα πρόστυχο. Ακόμη κι αν κρατούσα την παρθενιά μου και παντρευόμουν έναν άλλο για χ λόγο και το μυαλό μου και η ψυχή μου ήταν στον προηγούμενο ήταν πιο καλό; Παρόλο που εγώ ήμουν φουλ ερωτευμένη αυτός έβλεπε ότι ήμουν συγκρατημένη και ο ίδιος δεν μου το ζήτησε ποτέ. Απλώς εγώ η ίδια αντιλαμβανόμουν ότι ένας νέος στα 23 του πέρα από το σ’ αγαπώ και μ’ αγαπάς θέλει κι άλλα πράγματα του το ζήτησα μόνη μου. και σοκαρίστηκε τόσο πολύ που την πρώτη φορά δεν μπόρεσε να κάνουμε τίποτα. Είπε από μέσα του καλά αυτό το κορίτσι από το χωριό που ήταν συγκρατημένο μου ζητάει ξαφνικά να κάνουμε έρωτα. Και περισσότερο το ζήτησα για εκείνον γιατί εγώ δεν ένιωθα την ανάγκη να το κάνω. Γιατί εγώ είχα μεγαλώσει με αυτό το πνεύμα, με αυτές τις αρχές και δεν μου ήταν δύσκολο να το κρατήσω. Αλλά θεωρούσα ότι ο άλλος που είχα μπροστά μου επιζητούσε και αυτό. Κυρίως αυτό. Οπότε αφού του τα δίνω όλα θα του στερήσω αυτό; Ήξερα ότι αυτός το ήθελε πολύ από τις συζητήσεις και από τον τρόπο που υιοθετούσε κάποια πράγματα. Έλεγε για τις σχέσεις που είχαν οι φίλοι του με τις κοπέλες τους, και πόσο καλά περνούσαν και όλα αυτά μου έδιναν να καταλάβω ότι το ήθελε και μάλιστα πάρα πολύ. Αλλά μου είχε πει και πιο παλιά ότι εγώ δεν πρόκειται να σε πιέσω σε αυτόν τον τομέα αν εσύ δεν το θελήσεις. Οπότε έπρεπε να του το ζητήσω εγώ γιατί αυτός θεωρούσε ότι με σεβόταν με αυτόν τον τρόπο. Θεωρούσα ανήθικο να του τα δίνω όλα και όχι αυτό.

Σε αντίθεση η Άννα ξεκινά την σεξουαλική της επαφή με τον Μανόλη, δίνοντας μεγάλη πάλη με τον εαυτό της γιατί η απαγόρευση έχει ενσωματωθεί σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι στη Μαρία, αφού από τις τελευταίες τάξεις του σχολείο το σεξ είναι κάτι «κακό».

Άννα: Έδωσα μεγάλη μάχη με τον εαυτό μου για να δεχτώ, να αποφασίσω να το κάνω, πήγαινα μπρος, πίσω πολλές φορές με τον Μανώλη που τον αγαπούσα και ήθελα, αλλά έλεγα όχι, φοβόμουνα ότι κάτι κακό θα συμβεί, είχαμε σχέση μήνες κι εγώ έλεγα όχι και τότε ήμουν ήδη στο πανεπιστήμιο. Τελικά ενέδωσα.

Η προσφορά του υμένα είναι μία υπόσχεση στον ερωτικό Άλλο. Ο παρθενικός υμένας, ως μέρος του σώματος, αλλά και ως απόδειξη της πρώτης σεξουαλικής εμπειρίας, της πρώτης συναίνεσης της γυναίκας για «εισβολή» στο σώμα της αποκτά τα χαρακτηριστικά του δώρου λόγω της κοινωνικής κατασκευής της ίδιας της έννοιας της γυναικείας παρθενιάς. Η Μαρία νιώθει ότι «δωρίζει τον υμένα» γιατί ζει σε μια εποχή που ακόμη «η παρθενιά είχε τη σημασία της» και συνέχιζε να αποτελεί πολιτισμικά έναν γυναικείο «θησαυρό». Η διατήρηση αυτής της πολιτισμικής διάστασης της παρθενιάς ως δώρο είναι έμφυλα χρωματισμένη και εντοπίζεται ιστορικά στη θέση της γυναίκας ως μια ιδιοκτησιακή μεταφορά από τον πατέρα στο σύζυγο μέσω του γάμου, με απαραίτητη προϋπόθεση την παρθενιά της γυναίκας. Αυτά φυσικά δεν αποτελούν πλέον απαραίτητες συνθήκες όμως το γεγονός ότι κυρίως οι γυναίκες και όχι οι άνδρες αντιλαμβάνονται την πρώτη τους σεξουαλική εμπειρία ως δώρο στον «κατάλληλο» άνδρα δείχνει ότι οι έμφυλες εννοιολογήσεις του παρθενικού υμένα συνεχίζουν να καθορίζουν τις εκφράσεις των γυναικών (Carpenter 2005: 61). Κατά πόσο λοιπόν η γυναίκα σε ένα βαθύτερο επίπεδο βλέπει τον εαυτό της ως υποκείμενο ξέχωρα από το γάμο και τους πατριαρχικούς δεσμούς μέσα σε αυτές τις νέες συνθήκες «επιλογής»; Η Άννα προσπαθεί να «κρατήσει την παρθενιά της μέχρι κάποια ηλικία». Μεγάλωσε με αυτό το φόβο και αποφασίζει κι αυτή να ενδώσει σε αυτόν που θεώρησε «κατάλληλο».

Το παράδοξο που διαφαίνεται είναι ότι η σεξουαλική ζωή του ζευγαριού δεν ξεκινά από τη μεριά αυτών των γυναικών για χάρη της σεξουαλικής επιθυμίας, αλλά για χάρη του Άλλου και της ολοκλήρωσης της σχέσης. Οι γυναίκες αυτές προσφέρουν τον υμένα τους στον ερωτικό Άλλο, προσφέρουν το σώμα τους ως δώρο, ως ένδειξη αγάπης και έρωτα. Η πολιτισμική διάσταση της «προσφοράς» συνεχίζει  να εννοιολογεί τις πράξεις τους. Η Μαρία μιλά για αυτή τη συναίνεση με όρους «προσφοράς» σώματος και θυσίας. Ο τρόπος που δικαιολογεί την πράξη της θυμίζει τον κόσμο της εποχής της μητέρας της που έπραττε, στο σύμφωνα με την Paxson (2004), ηθικό πλαίσιο της «προσφοράς», όπου η έκφραση του μητρικού συναισθήματος μέσω της «θυσίας» και της «φροντίδας» πραγμάτωνε και ολοκλήρωνε το    γυναικείο    εαυτό.    Στον    κόσμο    αυτό    οι    γυναίκες    μάθαιναν    να  είναι «συναισθηματικές»   και   «δοτικές»,   μάθαιναν   να   «προσφέρονται».   Η   Μαρία «μαθήτευσε» σε αυτό το πολιτισμικό περιβάλλον, και, γι’ αυτό ακριβώς, το μητρικό συναίσθημα φαίνεται τώρα να περιλαμβάνει και τον σύντροφο, διατηρώντας όμως τον πολιτισμικό τρόπο που εκφέρεται μέσω της συγγενειακής γλώσσας. Έτσι χρησιμοποιώντας τη γλώσσα της μητρότητας στον Άλλο μετασχηματίζει το ανδρικό υποκείμενο σε συγγενή.

Η Μαρία θεωρεί ότι αναγκαία συνθήκη για να δωρίσει τον υμένα είναι «να είναι ερωτευμένη». Ο υμένας βρίσκεται εκεί μέχρι να αγαπήσει κάποιον και να του τον προσφέρει. Θεωρεί αυτήν την προσφορά δώρο, το οποίο μεταφέρεται με μία ιδιαίτερη αγάπη. Θεωρεί ότι αν δώσει τον παρθενικό υμένα σε κάποιον «ιδιαίτερο» τότε θα έρθει πιο κοντά του, θα δημιουργήσει μια πιο οικεία και διαρκείας σχέση. Ο υμένας ως όριο του σώματος και του εαυτού υποδηλώνει ότι το σώμα μετά τη «διείσδυση» του άλλου καθίσταται για πρώτη φορά «ανοικτό», και , ως κομμάτι του εαυτού μοιράζεται στον δότη και στον αποδέκτη, καθιστώντας εφικτή τη μεταξύ τους διασύνδεση. Ο υμένας, και η προσφορά του φαίνεται να αποτελεί βασικό σημαίνον του έρωτα. Το σώμα γίνεται ο τόπος που τα συναισθήματα και η σεξουαλικότητα εμπλέκονται σε μια συνεχή διαπραγμάτευση για επι-κοινωνία και «ολοκλήρωση». Ο υμένας δεν αποτελεί μόνο ένα βιολογικό-οργανικό μέρος του σώματος αλλά τόπο εγγραφής κοινωνικών και πολιτισμικών πρακτικών και διεργασιών. Ο υμένας είναι κάτι που σχετίζεται με τον κόσμο, η προσφορά του υποκειμενοποιεί την πρακτική της σεξουαλικής πράξης και πάνω του αποτυπώνονται οι κοινωνικές και πολιτισμικές αντιλήψεις διαφωτίζοντας τη σχέση που έχουν οι άνθρωποι με τον κοινωνικό τους κόσμο.

Οι σχέσεις των ανθρώπων γίνονται κατανοητές με επικοινωνιακούς και κοινωνικούς όρους, και σε ένα πρώτο επίπεδο, τα σώματα δεν αποτελούν ενδείξεις μιας διασύνδεσης. Σε αντίθεση, η συγγένεια στο δυτικό κόσμο γίνεται κατανοητή ως σύνδεση σωμάτων (Strathern 2005:26). Γι’ αυτό η μετατροπή του ερωτικού συντρόφου γίνεται με την απόλυτη προσφορά του σώματος, ως μία αναγκαία συνθήκη για να εκφραστεί η συγγενειακή γλώσσα της «προσφοράς». Η γλώσσα αυτή δεν είναι ποτέ ουδέτερη, σύμφωνα με τη Strathern (1999: 69) έχει «συγκεκριμένες ενσωματωμένες επιδράσεις» και μπορεί να συνδέει ανθρώπους και κατά της απουσία τους, καθώς πληροφορεί συνεχώς για την ταυτότητα της σχέσης τους (Edwards 2004: 770). Τότε ο άνδρας, ως Άλλος και ανοίκειος γίνεται οικείος, συσχετικός- συγγενειακός με τις γυναίκες και απόλυτα συμβατός ως πρόσωπο για την εφαρμογή της μητρικής αγάπης. Οι γυναίκες εκτίθενται στην παλαιότερη συνθήκη της αναπαραγωγής, η οποία εκφράζεται με μια παλιά γλώσσα οικειότητας. Όμως αυτή η γλώσσα δεν καταφέρνει ποτέ να ολοκληρωθεί ως κλασσική περίπτωση ατομικισμού (ως αρχετυπική φιλία) γιατί αναπαράγει ένα μη ατομικιστικό αποτέλεσμα και μετατρέπει τη φιλική-ερωτική σχέση σε σχέση συγγένειας. Μόνο μέσα σε αυτό το πλαίσιο των ανώτερων συσχετισμών (συγγένεια) μπορούν να εκφραστούν ανώτερες συναισθηματικές ποιότητες, μόνο σε αυτό το πλαίσιο μπορούν να εκφραστούν οι πιο οικείες σχέσεις.

————————

Βασιλική Ζώη*

Φιλόλογος – Εκπαιδεύτρια Ενηλίκων

Ψυχοπαιδαγωγός

Σύμβουλος Σταδιοδρομίας 2ου

Σδε Φυλακών Τρικάλων

Β. Φυσικοθεραπείας

Σημείωση Φαρέτρας:

1. Οι πίνακες είναι της Φωτεινής Χαμιδιελή.

2. Το πρώτο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας