Απόψεις Πολιτισμός

“Γιάννης Ιωάννου: Μας άφησε πλουσιότερους” γράφει ο Soloup

Η παρακαταθήκη του Γιάννη Ιωάννου στους νεότερους γελοιογράφους

Γράφει ο Soloup

Ο Γιάννης Ιωάννου έφυγε, αλλά δεν μας «φτώχυνε», όπως συνηθίζεται να λέμε σε τέτοιες περιστάσεις. Έφυγε και κατάφερε να μας αφήσει κατά πολύ πλουσιότερους με τη δύναμη της σκέψης του, με τα ανατρεπτικά και εύστοχα σκίτσα του, με την κληρονομιά του καλλιτεχνικού του έργου.

Η θλίψη μεγάλη από εμάς τους συναδέλφους του, από τους αναγνώστες που πρόσμεναν την ώρα που θα άνοιγαν την εφημερίδα και θα έτρεχαν να διαβάσουν τη νέα του γελοιογραφία, το καινούργιο του πολιτικό κόμικς. Η θλίψη μεγαλύτερη για τους ανθρώπους που τον έζησαν και τον συναναστράφηκαν. Έναν κιμπάρη, λιγομίλητο τύπο, που έκρυβε – όπως διαπιστώναμε όλοι διαβάζοντας τις γελοιογραφίες του – μια σκέψη ανατρεπτική, με σαρκαστικό, εύστοχο χιούμορ, ανήσυχο, κριτικό πνεύμα και πολιτική διαύγεια.

 

Ο Ιωάννου άνοιξε καινούργιο δρόμο στη γελοιογραφία της μεταπολίτευσης. Μαζί με τον άλλο Γιάννη, τον Καλαϊτζή, διαμόρφωσαν σταδιακά ένα διαφορετικό, ευδιάκριτο γελοιογραφικό ύφος, αυτό που ονόμαζε ο δεύτερος ως «Νέα Πολιτική Γελοιογραφία». Μια γραφή και έναν σχεδιαστικό σχολιασμό που ακολουθήσαμε, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, όλοι σχεδόν οι νεότεροι γελοιογράφοι.

Ο Γιάννης Ιωάννου αρχικά σπούδασε αρχιτεκτονική στο ΑΠΘ και στη συνέχεια πολεοδομία στο Παρίσι. Εκεί προφανώς είχε την τύχη να γνωρίσει σε πρώτο χρόνο τις ανατρεπτικές γελοιογραφίες και τα αντισυμβατικά κόμικς στη μετά τον Μάη του ’68 Γαλλία. Στην Ελλάδα άρχισε να φτιάχνει τις γελοιογραφίες του το 1975.

Εργάστηκε με επιτυχία σε μια σειρά από σημαντικά έντυπα: «Βήμα», «Αντί», «Ποντίκι», «Σχολιαστής», «Πρώτη», «Ελευθεροτυπία», «Ταχυδρόμος», «Έθνος», «Γαλέρα», «Athens Voice», «Εφημερίδα των Συντακτών».

 

Ο «Τρίτος Δρόμος» προς την καταξίωση

Εκτός όμως από τις αυτοτελείς γελοιογραφικές λεζάντες, ο Γιάννης προχώρησε παραπέρα. Πάντρεψε τον γελοιογραφικό λόγο με την αφήγηση των κόμικς και μας έδωσε έτσι μια σειρά ιδιαίτερα δημοφιλών πολιτικοποιημένων κόμικς – κάτι που προηγουμένως είχε επιχειρήσει με επιτυχία μόνο ο ΚΥΡ. Ο «Τρίτος Δρόμος» και ο «Ευρωπαίος» είναι κάποια από τα πλέον σημαντικά εικονογραφηγήματα, όχι μόνο για τη δική του δουλειά, αλλά και γενικότερα για την εξέλιξη της γελοιογραφίας και των κόμικς στην Ελλάδα.

Ο «Τρίτος Δρόμος» μάλιστα εμφανίζεται στο δικό μας «Ποντίκι», στο φύλλο υπ’ αριθμόν 142 (25 Φεβρουαρίου 1982). Ο ερχομός του σκιτσογράφου είναι γεγονός. Μια γελοιογραφία του στο πρωτοσέλιδο συνοδεύεται από τη λεζάντα: «Δεν είναι αντιγραφή. Ο Γιάννης Ιωάννου είναι από σήμερα μαζί μας», ενώ τα πρώτα δείγματα του «Τρίτου Δρόμου» εμφανίζονται στις σελίδες 10 και 11 με τη μορφή strip. Από το επόμενο φύλλο (#143) το θρυλικό κόμικς καταλαμβάνει τη θέση του στην τελευταία σελίδα της εφημερίδας.

Οι περισσότερες δουλειές του Ιωάννου μετά τις πρώτες τους εμφανίσεις στις εφημερίδες και τα περιοδικά, δημοσιεύτηκαν στη συνέχεια και σε συλλογές. Συνολικά από το 1981 («Η άλλη επταετία», Πολύτυπο) μέχρι και το 2008 («45 Εβδομάδες», Λιβάνης) κυκλοφόρησαν 23 άλμπουμ, τα περισσότερα από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Δουλειές του επίσης έχουν δημοσιευτεί και στα ετήσια βιβλία της Λέσχης Ελλήνων Γελοιογράφων, της οποίας ιδιαίτερα ενεργό μέλος ήταν μέχρι και την τελευταία στιγμή.

Τον Γιάννη τον γνώρισα το 2002 με αφορμή το αφιέρωμά του στο περιοδικό «ΩΣ3» και τη στήλη «Ζαπ-ink». Είχα πάει τρέμοντας σπίτι του, νιώθοντας δέος μπροστά σε έναν σκιτσογράφο που θαύμαζα, έναν τόσο σημαντικό δημιουργό. Για χρόνια μετά, κι ενώ πλέον γνωριζόμασταν καλύτερα, συνέχιζα να του μιλώ με σεβασμό, μέχρι που μια φορά με επανέφερε ο ίδιος στην τάξη: «Σταμάτα επιτέλους, βρε Αντώνη, να μου μιλάς στον πληθυντικό!».

Συγκινούμαι όταν θυμάμαι τις άλλες «ιστορικές» σκιτσογραφικές συνευρέσεις, στην Πάτρα για παράδειγμα το 2005, με τον Καλαϊτζή και τον Στάθη, και τόσους άλλους εκλεκτούς συναδέλφους. Τον θυμάμαι στη «Βαβέλ», τον θυμάμαι στο γραφείο τους στο «Έθνος» με τον Πάνο Μαραγκό, τον θυμάμαι στη «Γαλέρα», στη Λέσχη Γελοιογράφων, στις πίτες και τα ταβερνάκια μετά τις διαφωνίες μας, στην τελευταία μας ομαδική συνάντηση πριν από έναν μήνα παρέα με τον μεγάλο Altan.

Πιο πολύ θυμάμαι όμως τον λόγο του, οι δυο μας στο αεροπλάνο στην πτήση προς τη Ραβέννα το 2015. Εκεί στα σύννεφα ήταν ένας άλλος Γιάννης, πιο ομιλητικός, πιο άμεσος. Ένας άνθρωπος ουσιαστικός, έξυπνος, ευθύς.

«Η ταλαντούχος κακία μου»…

Το τελευταίο διάστημα, διακριτικά όπως πάντα, τραβούσε τη μοναχική πορεία της αρρώστιας του. Στις 27 Ιουλίου ανέβασε στο blog του ένα συγκλονιστικό σκίτσο με ένα εξίσου συγκλονιστικό σχόλιο:

«Τέχνη για την Τέχνη; Xμ… Πάντα σκόπευα κάπου με τα σκίτσα μου. Στο σχολείο να εντυπωσιάσω τους συμμαθητές μου. Στο Πολυτεχνείο να την πέσω σε κάποιους καθηγητές, στον στρατό στους επικεφαλής, στο γραφείο στ’ αφεντικό. Πάντα βέβαια με κάποιο κόστος, που όμως μου ανέβαζε την αδρεναλίνη. Όταν ανακάλυψα ότι αυτήν την ταλαντούχο κακία μου μπορούσα να την κάνω επάγγελμα, λάτρεψα την πολιτική Γελοιογραφία.

Αυτά όσο ήμουν νέος. Με τον καιρό κατάλαβα ότι με τέτοιες “κακιούλες” μόνο διαφήμιση σε κάτι απερίγραπτους πολιτικούς κάνεις και το ενδιαφέρον μου προσγειώθηκε στη μόνη πραγματική ιδιοτέλεια, στον μισθό μου.

Έλα όμως που η έλευση του Facebook έδωσε νέα διέξοδο στην πιο προσωπική ιδιοτέλεια του καθενός… την προβολή της ύπαρξής του! Άλλος με τις απόψεις του, άλλος με φωτογραφίες του παιδιού του, του σκύλου, του ηλιοβασιλέματός του… Ό,τι διαθέτει ο καθένας. Κι εγώ τελευταία διαθέτω μια κακιά αρρώστια. Νοσοκομεία, αίθουσες αναμονής, θεραπείες… Αυτά έχω να “ανεβάσω” για να τραβήξω το ενδιαφέρον σας και το έχω κερδίσει συγκινητικά. Σας ευχαριστώ».

Μας έχεις κάνει τόσο πλουσιότερους, Γιάννη. Εμείς σ’ ευχαριστούμε.

topontiki

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ