Η “Μήδεια” του Μποστ από το ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας. Μια πολύχρωμη παράσταση ρυθμού και φαντασίας
Πόσα ακόμη μπορεί να δώσει το ερασιτεχνικό θέατρο, όταν έχει δασκάλους σαν τον Κώστα Αποστολίδη; Ο σκηνοθέτης του Τμήματος Θεατρικής Υποδομής «Έκφραση Β’» του ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας, που μας έχει συνηθίσει τελευταία σε μεγάλες επιτυχίες, καταπιάστηκε φέτος με τους μαθητές του με τον Μποστ. Και έκανε μια ακόμη επιτυχία!
Το να ανεβάζεις Μποστ, ενώ με την πρώτη ματιά φαίνεται απλό – αφού κατά τη γνώμη των περισσότερων ο Έλληνας γελά εύκολα με όποια χοντράδα του σερβίρουν τελευταία – το να ανεβάζεις Μποστ και να κάνεις τους θεατές σου να γελούν μ’ αυτόν είναι εξαιρετικά δύσκολο. Άλλωστε ο ίδιος είπε κάποτε: «Οι θεατές μου θέλω να χαμογελούν με τα έργα μου κι όχι να χαχανίζουν.»
Κι αυτό, γιατί ο Μποστ, όσο κι αν φαίνεται ότι έχει στη γραφή του μια αριστοφανική χροιά, ξεφεύγει από τη χοντρή σάτιρα. Ο Μποστ, πέρα από τη θεατρική δράση, είναι λόγος. Το κυρίαρχο στοιχείο στα έργα του είναι ο λόγος, η γλώσσα. Η σάτιρά του ξεκινά από την ίδια τη σάτιρα της γλώσσας, για να περάσει στη σάτιρα της κοινωνίας, όπως έχει διαμορφωθεί στα μεταπολεμικά χρόνια.
Ανατρεπτικός και παιχνιδιάρης ο δεκαπεντασύλλαβος του Μποστ, μοιάζει να αναδύεται πηγαία μέσα από το DNA του ίδιου του Έλληνα, του Έλληνα που, πέρα από τα πολλά κουσούρια του, έχει και το χάρισμα να αυτοσαρκάζεται.
Με τη «Μήδεια», λοιπόν, ο Μποστ, γνήσιο τέκνο του σκεπτόμενου Ελληνισμού, τοποθετεί έναν θεατρικό καθρέφτη απέναντι από το θεατή και το αποτέλεσμα είναι γοητευτικό.
Παρωδώντας τη «Μήδεια» του Ευριπίδη, μια από τις δυνατότερες τραγωδίες του, στήνει τη δική του Μήδεια, πληθωρική και πρωτεϊκή, να κινείται σ’ ένα ευρύτατο φάσμα κοινωνικής παθογένειας, καταγράφοντάς την εκπληκτικά.
Αν και το έργο γράφτηκε και πρωτοανέβηκε στην Αθήνα το 1993, τα εικοσιπέντε χρόνια που έχουν περάσει από τότε δεν έχουν αποδείξει πως άλλαξαν πολλά. «Ο καθωσπρεπισμός, η ημιμάθεια, ο νεοπλουτισμός, η ξενομανία, οι έντονες ταξικές αντιθέσεις», τις οποίες σημειώνει και ο σκηνοθέτης μιλώντας για τον Μποστ και το έργο του, εξακολουθούν να υπάρχουν στον ίδιο βαθμό, στοιχειώνοντας και τη σημερινή πραγματικότητα. Επίκαιρη, λοιπόν, και σήμερα, στο 2018, η «Μήδεια».
Η παράσταση που έστησε ο Κώστας Αποστολίδης με τους μαθητές του είναι ολοφάνερο πως είναι προϊόν όχι μόνο εξαντλητικής δουλειάς από την Ομάδα, αλλά και προϊόν φαντασίας στη σύλληψη και λεπτής επεξεργασίας όλων των λεπτομερειών στην πραγμάτωση της ιδέας.
Ο σκηνοθέτης κίνησε όλους τους ηθοποιούς του πάνω στη σκηνή, αναδεικνύοντας τις δυνατότητες του καθενός στο έπακρο. Παράσταση συνόλου με την πρώτη ματιά, παράσταση του καθενός ξεχωριστά με τη δεύτερη.
Συνεχής ρυθμός λόγου και κίνησης σε αρμονική ισορροπία ποσόστωσης, ευρηματικότητα σε κάποια ζωτικά σημεία, όπως η τοποθέτηση των κορυφαίων του «χορού» μέσα σε παράθυρα, για να μπορούν να σχολιάζουν τα γεγονότα, χρώμα παντού, θυμίζοντας την απέραντη τοιχογραφία της ελληνικής πραγματικότητας.
Πληθωρική στην εκφραστικότητά της η Μήδεια της Χαράς Κοντού, με μία εξαιρετική άρθρωση που αναδείκνυε το κείμενο, επιθετική, αθώα, εύπιστη, οργισμένη, αυτοκριτική και πάνω απ’ όλα αυτοσαρκαστική, έπεισε ερμηνευτικά σηκώνοντας στους ώμους της έναν ρόλο πολύ δύσκολο.
Χαρισματικός ο Λευτέρης Κορυφίδης, έδωσε με τις λεπτότερες αποχρώσεις τον τροφό Α’, με μια συνεχή παρουσία πάνω στη σκηνή, υπογραμμίζοντας, κι όταν δεν πρωταγωνιστούσε, με τις κινήσεις και τις εκφράσεις του τα δρώμενα, με μια λαμπρή ερμηνευτική ευστοχία που εξέπληξε.
Η πολλά υποσχόμενη ως θηλυκό…καλόγρια της Μαρίας Στόκα είχε όλο το μπρίο που ανέδιδε ο ρόλος, εξαιρετική κίνηση και άρθρωση, δείχνοντας και την ωρίμανσή της από ρόλο σε ρόλο, τα τελευταία χρόνια.
Ο Γαβριήλ Μιχαηλίδης, στους δύο ρόλους, του γερμανοθρεμμένου τροφού Β’ στην αρχή και του… «ευλύγιστου» καλόγερου αργότερα, έπλασε δύο φιγούρες πειστικότατες εντυπωσιάζοντας το κοινό ερμηνευτικά.
Ο Οιδίποδας στην αρχή, αλλά και ο Ιάσων που ερμήνευσε στη συνέχεια με μεγάλη επιτυχία ο Αλέξανδρος Μανούδης, ρόλοι διαμετρικά αντίθετοι, αποδόθηκαν με τέτοια ερμηνευτική ευστοχία που ανέδειξαν τις δυνατότητες του Αλέξανδρου, και μια πορεία εξέλιξης σαφώς ανοδική.
Δίπλα στον Οιδίποδα η Αντιγόνη της Γιώτας Σπυρίδου, εκφραστικότατη, σε πλήρη εναρμόνιση με τα άθλια γηρατειά του πατέρα της, έφερε τα πάνω κάτω με την «μποστική» ανατρεπτική αποτύπωση μιας άλλης, «αντικλασικής» Αντιγόνης.
Ο Ευριπίδης, φαφλατάς, ανατρέποντας πλήρως την εικόνα του τραγικού συγγραφέα που έχουμε όλοι γι’ αυτόν, αποδόθηκε από τον Αντώνη Μπιδέρη με ένα πλήθος πληθωρικών κινήσεων και εκφράσεων, αποτυπώνοντας με επιτυχία την κλασική αριστοφανική άποψη για τον συγκεκριμένο ρόλο.
Οι κορυφαίες, άλλοτε πίσω από τα «παράθυρα», κι άλλοτε βγαίνοντας στο κέντρο της σκηνής, διακωμώδησαν το «χορό» των αρχαίων τραγωδιών, παραπέμποντας ταυτόχρονα στον σύγχρονο χορό της «κοινωνικής κριτικής», όπως ονομάζεται κομψά το… κουτσομπολιό! Εξαιρετικές και οι δύο κορυφαίες, η Κατερίνα Σαμαρτσίδου και η Ζωή Τσαγκαλίδου με πειστικότατη στον μικρό σε διάρκεια ρόλο της μητέρας της καλόγριας, την Νόπη Θεοδωρίδου.
Με το σκηνικό της Ροδούλας Παπαδάκη ευρηματικό, απλό και λειτουργικό, που δε βάραινε καθόλου την παράσταση, αντίθετα της έδινε έναν αέρα αναπνοής, έδεσαν τα κοστούμια που επιμελήθηκε η ίδια σε συνεργασία με την Ομάδα.
Η μουσική του Πέτρου Ρίστα, που υπογράμμισε άλλοτε διακριτικά και άλλοτε περισσότερο εμφαντικά τη δράση, στήριξε σωστά τη σατιρική διάσταση του έργου και αποδόθηκε στο πιάνο από τον Πέτρο Φάκα, στο φλάουτο από τη Σίσυ Γεωργοπούλου και στο σαξόφωνο από τον Δημήτρη Γκατζή.
Οι φωτισμοί του Γιώργου Βέγκου, κάτω από τις σκηνοθετικές οδηγίες του Κώστα Αποστολίδη, απέδωσαν τη ζητούμενη ατμόσφαιρα.
Το συνεχές χειροκρότημα και ο ενθουσιασμός που εκφράστηκε από τους θεατές στην Ομάδα επιστέγασε την επιτυχία της παράστασης, δικαιώνοντας την επίπονη προετοιμασία της.
Και για όποιους έχουν την απορία πώς λέγονται τόσα πολλά και καλά, που ίσως για κάποιους φτάνουν στο σημείο της υπερβολής, δεν έχουν παρά να δουν τη σημερινή παράσταση, αν υπάρχουν βέβαια εισιτήρια, γιατί η χθεσινή ήταν sold out.
Και πάλι όμως σίγουρα θα καταφέρουν να τη δουν κάποια άλλη φορά, γιατί δεν είναι δυνατόν να μην επαναληφθεί μετά από μια τέτοια επιτυχία, και, γιατί όχι, να ανέβει και σε άλλες πόλεις! Είναι μια παράσταση που τιμά το ερασιτεχνικό θέατρο και το ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας, που φέτος, όπως ειπώθηκε από την υπεύθυνη παραγωγής και προβολής του, την Κατερίνα Γρηγοριάδου, οι μαθητές του ξεπέρασαν τους τετρακόσιους, δείχνοντας την εκτίμησή τους στους στόχους του αλλά και στην υλοποίησή τους.
Φωτογραφίες: faretra.info