Περιγραφή: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος
Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος, Αθανάσιος Συργιάννης, Αντώνιος Τολιόπουλος
Κυριακή , 18-11-2018, ξημερώματα.
Τα ρολόγια δείχνανε 05.30΄ π.μ. όταν εμείς, τα μέλη της ορειβατικής ομάδας Βέροιας «Τοτός», συγκεντρωθήκαμε με σκοπό να αναχωρήσουμε για την καθιερωμένη κυριακάτικη εξόρμηση στο βουνό της επιλογής μας. Να βρεθούμε εκεί που θα ζούσαμε άλλη μια περιπέτεια και θα προσθέταμε ακόμη μία εμπειρία στις τόσες που έχουμε αποκτήσει μέχρι σήμερα.
Το πρόγραμμα της κυριακάτικης δραστηριότητάς μας προέβλεπε: «Ανάβαση στην κορυφή ‘‘Τσολιάς’’ του βουνού Όρβηλος, ξεκινώντας από το ρέμα ‘‘Κοιμισμένο’’ που βρίσκεται λίγο πιο έξω από το χωριό Αχλαδοχώρι Ν. Σερρών» (φωτ. 1 και 2, παλιότερες).
Η επιλογή του ορεινού όγκου δεν ήταν εύκολη. Την δυσκόλευε το γεγονός ότι, σε ολόκληρη σχεδόν την Ελλάδα έβρεχε και σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ε.Μ.Υ., τα καιρικά φαινόμενα από κάποια ώρα και μετά θα δείχνανε σημάδια επιδείνωσης.
Την σχετική «έρευνα» ανέλαβε ο Θανάσης, ο «μετεωρολόγος» της ομάδας μας.
Παρακολουθώντας, ιντερνετικά, τις μεταβολές των καιρικών συνθηκών από περιοχή σε περιοχή και μελετώντας εκείνες που προβλέπονταν για τη μέρα της Κυριακής, κατέληξε στον ορεινό όγκο του βόρειοανατολικού τμήματος του Νομού Σερρών, που βρίσκεται κοντά στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα, εκεί δηλαδή που οι προγνώσεις της Μετεωρολογικής «έδειχναν» κάπως καλύτερες συνθήκες.
Έξω απόλυτο σκοτάδι. Όλη τη νύχτα έβρεχε και εξακολουθούσε να βρέχει. Η θερμοκρασία κοντά στους 5 βαθμούς Κελσίου. Δεν φύγαμε αμέσως. Μία τελευταία μίνι σύσκεψη για να αποφασίσουμε τι θα ήταν φρόνιμο να κάνουμε.
Δεν χρειάστηκε να καθυστερήσουμε πολύ. Μετά την ολιγόλεπτη συζήτηση και αφού λάβαμε υπόψη μας τα στοιχεία της «έρευνας» του Θανάση και την επιβεβαίωσή τους από τον Αντώνη, τον καλό γνώστη της ασύρματης ιντερνετικής επικοινωνίας, αποφασίσουμε, οι «παντός καιρού», να υλοποιήσουμε το πρόγραμμά μας όπως ακριβώς το είχαμε καταρτίσει τις προηγούμενες μέρες.
Στις 05.40΄ π.μ. φύγαμε από τη Βέροια, που ακόμη κοιμόταν. Το οδικό ταξίδι μας, στο τμήμα της Εγνατίας Οδού «Βέροια-Θεσσαλονίκη» και εκείνο της «Ε79» με κατεύθυνση προς Προμαχώνα, γινόταν με σκοτάδι και οι υαλοκαθαριστήρες να δουλεύουν στο φουλ.
Η διαφορά εξωτερικής θερμοκρασίας με την εσωτερική, του αυτοκινήτου, μας ανάγκαζε να σκουπίζουμε, κάθε τόσο, τα θαμπωμένα τζάμια προκειμένου να μπορέσουμε να δούμε τις περιοχές που περνούσαμε. Πολύ πριν το Σιδηρόκαστρο η βροχή σταμάτησε και μαζί της ο «χορός» των υαλοκαθαριστήρων.
Το πρώτο φως της ημέρας άρχιζε να παραμερίζει το σκοτάδι και εμείς να μπορούμε, επιτέλους, να δούμε πολύ πιο πέρα από τα φώτα του αυτοκινήτου. Δεν περάσαμε μέσα από την πόλη με τον απόκρημνο γρανιτένιο βράχο «Ισσάρι», στην κορυφή του οποίου δεσπόζει το βυζαντινό Κάστρο στο οποίο οφείλει την ονομασία του (σιδηρό κάστρο). Αλλά, πήραμε τον επαρχιακό ασφαλτόδρομο που οδηγούσε στο Αχλαδοχώρι.
Ο δρόμος στενός και με πολλές στροφές. Περνά δίπλα ακριβώς από τα μονοπάτια «Ε4»-«Ε6», καθώς και τον ποταμό «Κρουσοβίτης» με τα τρεχούμενα νερά, που τον έχει, στο μεγαλύτερο κομμάτι της διαδρομής του, από τη μια μεριά του.
Αριστερά και δεξιά του ασφαλτόδρομου, βλέπαμε τους γκριζωπούς απότομους βράχους με τις σπηλιές και τις εσοχές τους. Τις σπηλιές αυτές εάν τις επισκεφτεί κανείς θα διαπιστώσει από κοντά πως έχουν δημιουργηθεί από ανθρώπινο χέρι (φωτ. 3 και 4, παλαιότερες).
Από κάποια σημεία του δρόμου καταφέραμε να δούμε ένα τμήμα του ορεινού όγκου του Όρβηλου, με τις κορυφές του να μας δίνουν την εντύπωση πως έχουν «τρυπήσει» και «μπει» μέσα στα γεμάτα βροχή και χιόνι σκουρόχρωμα σύννεφα (φωτ. 5).
Χρειαστήκαμε 20 χιλιόμετρα οδικής πορείας, από το Σιδηρόκαστρο, για να φτάσουμε στο Αχλαδοχώρι Ν. Σερρών με την εκκλησία του Προφ. Ηλία, που κτίστηκε το 1870 στην κορυφή του λόφου που δεσπόζει στο κέντρο του χωριού των περίπου 600 μονίμων κατοίκων.
Περάσαμε μέσα από τους δρόμους του και πριν βγούμε απο το χωριό, που μέχρι το 1928 ονομαζόταν Κρούσοβο, αφήσαμε τον επαρχιακό ασφαλτόδρομο με κατεύθυνση προς το Καρυδοχώρι και μπήκαμε στον πρώτο χωμάτινο, που συναντήσαμε στα αριστερά μας.
Ο αγροτικός χωματόδρομος καλός. Γύρω του απλώνονταν τα γυμνά, από καλλιέργειες, χωράφια του χωριού και μπροστά μας, στο βάθος, βλέπαμε, καθαρά πλέον, ένα τμήμα του βουνού με τις ρεματιές του. Κατευθυνθήκαμε σε εκείνη με την τοπωνυμία «Κοιμισμένο ρέμα», που απέχει από το Αχλαδοχώρι 4 περίπου χλμ. (φωτ. 6).
Ο χωματόδρομος που ακολουθήσαμε μας οδήγησε μέσα στο ρέμα. Προχωρήσαμε με το τζίπ μέχρι να συναντήσουμε το μικρό πλάτωμα, που χωρούσε το πολύ 4 αυτοκίνητα. Χρειαστήκαμε 2,5 ώρες προσεκτικής οδήγησης και να διανύσουμε μία απόσταση 206 χλμ. από τη Βέροια για να φτάσουμε στο σημείο με το πλάτωμα, που βρίσκεται στα 680 μέτρα υψόμετρο.
Παρκάραμε το τζίπ μας δίπλα στα δύο αγροτικά κάποιων κυνηγών, που είχαν έρθει πριν από μας και αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για μία ακόμη δική μας περιπέτεια στο βουνό. Η θερμοκρασία στους 4ο Κελσίου. Μια τελευταία ματιά προς τον συννεφιασμένο ουρανό και αρχίσαμε να συμπληρώνουμε τα σακίδια με τα πιο απαραίτητα για κάθε αντιξοότητα που τυχόν μας παρουσιαζόταν.
Στα ήδη υπάρχοντα προσθέσαμε: γκέτες, γάντια, σκουφιά, αντιανεμικές μεμβράνες, αδιάβροχα.
Ο Θανάσης και ο Αντώνης ενεργοποίησαν τα GPS. Συντονίσαμε τους ασυρμάτους μας. «Κάναμε delete» στις σκέψεις της άχαρης καθημερινότητας, «δημιουργώντας», έτσι, αρκετό χώρο στο μυαλό μας για να μπορεί να «φιλοξενήσει» εντυπώσεις και εικόνες που θα αποκομίζαμε κατά την διάρκεια της περιπλάνησής μας στον ορεινό όγκο του βουνού της επιλογής μας.
Αφού όλα ήταν έτοιμα, φορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και ξεκινήσαμε να «ξεδιπλώνουμε» τα «θέλω» μας (φωτ. 7).
Η πορεία μας, αρχικά, μέσα στην κοίτη του ρέματος με την πυκνή βλάστηση. Το τοπίο φθινοπωρινό και το όλο σκηνικό καταπληκτικό. Στα 500 περίπου μέτρα μετά το πλάτωμα, ο δασικός δρόμος άρχιζε να στενεύει και να παραχωρεί τη θέση του στο μονοπάτι που περνούσε μέσα από ένα πυκνό μεικτό δάσος.
Συνεχίζαμε την πορεία μας ακολουθώντας το ευδιάκριτο μονοπάτι και τα κόκκινα σημάδια της σήμανσής του (φωτ. 8, 9, 10).
Κάποια στιγμή, αφήσαμε την κοίτη του ρέματος και αρχίσαμε να ανηφορίζουμε την δεξιά πλαγιά του με τη μεγάλη κλίση. Η πορεία μας «ζιγκ-ζαγκ», πάνω σε μονοπάτι με μορφολογικές εναλλαγές και χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία.. Προχωρούσαμε σιωπηλοί. Απολαμβάναμε την ομορφιά της φθινοπωρινής εικόνας του γύρω τοπίου. Περνούσαμε μέσα από χρυσαφί χρώματος πυκνά φυλλώματα.
Θαυμασμός και πολλά «κλικ» των ψηφιακών φωτογραφικών μηχανών μας (φωτ. από 11 έως και 17).
Η ψυχρή ατμόσφαιρα μας αναζωογονούσε και οι βαθιές εισπνοές γέμιζαν τα πνευμόνια μας με καθαρό αέρα δύναμης.
Συνεχίζαμε.
Περάσαμε στην απέναντι πλαγιά του ρέματος και μετά από λίγα λεπτά ξαναβρεθήκαμε στη δεξιά του. Πλησιάζαμε στα 1.350 μέτρα υψόμετρο, στο σημείο που υπάρχει νερό. Φτάνοντας, μετά από ανηφορική πορεία μιας ώρας, διαπιστώσαμε πως από το σωλήνα, που υπάρχει στη βάση του κορμού ενός κωνοφόρου δένδρου, δεν έσταζε ούτε μία σταγόνα νερού.
Ήταν η πρώτη μας φορά που το βλέπαμε χωρίς το τρεχούμενο νεράκι του, που κάποτε μας ξεδιψούσε και μας δρόσιζε (φωτ. 18, 19).
Σε όλη τη διαδρομή, από το αυτοκίνητό μας μέχρι το νερό, είχαμε την αίσθηση πως βρισκόμασταν μέσα σε ένα «πολυκατάστημα άχρηστων αντικειμένων». Βλέπαμε, αριστερά και δεξιά του μονοπατιού, πεταμένα πλαστικά μπουκάλια, ναϋλον σακούλες, σχισμένα ρούχα, χαμένα ρολόγια. Δείγματα της παιδείας και της αφηρημάδας των κυνηγών.
Κρίμα (φωτ. 20 και 21).
Από το σημείο με το νερό και μετά, συνεχίζαμε ακολουθώντας το μονοπάτι, που περνούσε μέσα από δάσος πανύψηλων κωνοφόρων δένδρων, της αριστερής πλαγιάς του ρέματος.
Τα βλέπαμε πυκνά φυτρωμένα μεταξύ τους και ανάμεσά τους διακρίναμε κάποιους κορμούς χρυσαφί χρωματισμού;;!! Όμορφες εικόνες, καταπληκτικό τοπίο (φωτ. 22 και 23).
Όταν το δάσος άρχισε να αραιώνει, σταματήσαμε για να βάλουμε τις γκέτες μας. Ξέραμε πως λίγο πιο πάνω θα περπατούσαμε σε υποαλπικό χορτολίβαδο και θα περνούσαμε μέσα απο πολύ ψηλά υγρά χόρτα που θα μας μούσκευαν τα παντελόνια.
Αφού ετοιμαστήκαμε, συνεχίσαμε την πορεία μας. Δεν αργήσαμε να βγούμε από το ρέμα. Βρισκόμασταν σε πλαγιά με πεύκα χαμηλού ύψους, που αλλού ήταν πυκνά μεταξύ τους και αλλού σκόρπια αριστερά-δεξιά. Άρχισε να χιονίζει. Φορέσαμε τα αντιανεμικά μπουφάν, τα σκουφιά, τα γάντια και συνεχίσαμε (φωτ. 24).
Προσπεράσαμε ένα χαμηλό πέτρινο κτίσμα, που μπορεί να χρησίμευε κάποτε σαν σκοπιά και συνεχίζοντας συναντήσαμε την πέτρινη πυραμίδα της συνοριακής γραμμής με τον αριθμό «92», που βρίσκεται στα 1,.450 μέτρα υψόμετρο.
Από τη μια πλευρά του είχε την ένδειξη «Ε» (Ελλάδα) και από την άλλη το γράμμα «Б» (Βουλγαρία). Χρειαστήκαμε 35 λεπτά πορείας, από το νερό, για να φτάσουμε στο σημείο αυτό. Ο Θανάσης με τον Αντώνη το καταχώρησαν στα GPS τους (φωτ. 25, 26, 27).
Δεν καθυστερήσαμε καθόλου. Αφήσαμε την πυραμίδα και προχωρήσαμε, στα δεξιά της, ακολουθώντας το αυλάκι, που το είχαν δημιουργήσει κάποιοι σε όλο το μήκος της συνοριακής γραμμής. «Για δες, ένα απλό αυλάκι χώριζε την περιοχή σε δύο κράτη!!».
Από το σημείο εκείνο το δάσος άρχιζε να αραιώνει αισθητά. Τα πεύκα και τα έλατα που συναντούσαμε τα βλέπαμε, αλλού σε συστάδες και αλλού μεμονωμένα. Και κάπου-κάπου διακρίναμε και κανένα ρόμπολο, να ξεχωρίζει με το επιβλητικό μέγεθός του και το κατασκευαστικό σχηματισμό του.
Ανηφορίζοντας βρεθήκαμε σε ένα υποαλπικό χορτολίβαδο μεγάλης έκτασης. Εδώ, περνούσαμε μέσα από πυκνά πανύψηλα χόρτα ακολουθώντας τις κορδέλες (τρόπος σήμανσης), που τις βλέπαμε να κυματίζουν κρεμασμένες στα κλαδιά των δένδρων.
Ευτυχώς υπήρχε μονοπάτι, που είχε δημιουργηθεί μετά από το πέρασμα κάποιων ορειβατών ή κυνηγών ή ζώων του δάσους (φωτ. 28 και 29).
Βγαίνοντας από το χορτολίβαδο άρχιζε η ανηφόρα σε πλαγιά με μεγάλη κλίση. Το μονοπάτι απαιτητικό. Βαθιές ανάσες και…οι μηχανές μας…«πήρανε μπρός». Με αργά βήματα, αλλά σταθερά, προχωρούσαμε. Είχαμε μεγάλα αποθέματα δύναμης και τα «θέλω» μας μάς δίνανε περισσότερο κουράγιο.
Όσο ανεβαίναμε, η χιονόπτωση γινόταν πιο έντονη και η ομίχλη άρχιζε να καλύπτει ολόκληρη την περιοχή. Προσπεράσαμε μια συστάδα από νεκρούς κορμούς δένδρων, που κάνανε τη διαφορά σε όλο το γύρω σκηνικό (φωτ. 30)
Όλες αυτές οι εναλλαγές τοπίων και εικόνων που αντικρίσαμε, από την αρχή της πορείας μας μέχρι εδώ, μου φέρανε στο μυαλό ένα κομμάτι της περιγραφής του Γιώργου Σφήκα για τον Όρβηλο. Έγραψε το 1980: «…Στις πλαγιές του βουνού υπάρχουν δάση από διάφορα είδη ελάτων και ορεινών πεύκων. Αλλά και στα γυμνά μέρη η βλάστηση είναι πλούσια. Τους καλοκαιρινούς μήνες τα λιβάδια του Όρβηλου γεμίζουν από κάθε λογής αγριολούλουδα που μοιάζουν με κήπους…».
Μετά τη συστάδα με τους κορμούς των νεκρών δένδρων βρεθήκαμε στην κορυφογραμμή. Περπατούσαμε πάνω στην συνοριακή γραμμή. Ακολουθούσαμε το αυλάκι που χώριζε το βουνό σε δύο κράτη και για σημάδια είχαμε τα πέτρινα πυργάκια και τις αριθμημένες πυραμίδες, που ξεχώριζαν από μακριά σαν σηκώναμε το κεφάλι μας ψηλότερα κοιτάζοντας κατά μήκος της κορυφογραμμής.
Προχωρώντας, με το ένα πόδι μας πατούσαμε το έδαφος της Ελλάδος και με το άλλο της Βουλγαρίας. Στο μυαλό μας η σκέψη: «Για δες, ένα απλό αυλάκι χωρίζει λαούς και προκαλεί μεταξύ τους αντιπαλότητες!!»
Ο Βασίλης Τσιακμάκης το 1997 έγραψε: «…δεν υπάρχει συγκλονιστικότερη εμπειρία, από το να δημιουργείς φίλους πάνω σ ένα αυλάκι (μονοπάτι) που έγινε για να χωρίζει δυο λαούς και που τυπικά δεν ανήκει σε κανέναν ή ίσως και στους δύο. Σαν να ήταν αυτή η στενή λουρίδα γης το μόνο πράγμα, που ενώνει τους δυο κόσμους εκατέρωθεν…».
Πράγματι, πόσο όμορφα θα ζούσαμε όλοι μαζί χωρίς αυτές τις διαχωριστικές γραμμές. Να, όμως, που υπάρχουν.
Συνεχίζαμε.
Περάσαμε τις πυραμίδες «93»-«94»-«95», καθώς και τα αμέτρητα πέτρινα πυργάκια πριν βγούμε στο γυμνό από βλάστηση κομμάτι του Όρβηλου (φωτ. από 31 έως και 37).
Φτάσαμε στη γυμνή από βλάστηση κορυφογραμμή (φωτ. 38, 39, 40).
Από τα 2.000 μέτρα υψόμετρο και ανηφορίζοντας ακόμη πιο ψηλότερα άρχιζαν για μας τα δύσκολα. Παντού ομίχλη, χιόνι και αέρας. Η ομίχλη και το χιόνι δεν μας εμπόδιζαν στη συνέχιση της πορείας μας. Βρεθήκαμε, όμως, αντιμέτωποι με τον δυνατό αέρα, που φυσούσε με μανία.
Δεν έφτανε μόνο αυτό. Έπαιρνε το σπυρωτό χιονάκι, που το «μάζευε» στο πέρασμά του και το έριχνε με φόρα στο πρόσωπό μας. Τι να πρωτοπροστατεύαμε εκείνη τη στιγμή;!! Τα μάτια, το πρόσωπο, τους εαυτούς μας να μη τραυματιστούμε;;
Προχωρούσαμε με δυσκολία και με πολλές στάσεις. Προσπαθούσαμε να στηριχτούμε στα μπατόν, για να μη μας ρίξει κάτω ο αέρας. Με λόγια δεν μπορούν να περιγραφούν οι στιγμές της αντίστασής μας στη δύναμη του αέρα. Μόνο τα βιντεάκια, που καταφέραμε με πολύ δυσκολία να βγάλουμε, απεικονίζουν την πραγματικότητα των στιγμών (φωτ. 41, 42, 43).
Με υπερπροσπάθεια φτάσαμε στα 2.180 μέτρα υψόμετρο. Βρισκόμασταν κοντά στην πυραμίδα «98».
Με τα πολλά μποφόρ τα πλοία «δένουν» στα λιμάνια και δεν ταξιδεύουν. Έτσι και εμείς, αντιμέτωποι με τα πολλά μποφόρ, αποφασίσουμε να «δέσουμε» στο «δικό» μας λιμάνι. Βρήκαμε ένα πέτρινο τοιχιάκι κάποιου χαρακώματος για να προστατευτούμε και κάναμε την ολιγόλεπτη στάση μας για σύσκεψη. Μέχρι το σημείο εκείνο κάναμε 4 ώρες ανηφορικής πορείας αντιμετωπίζοντας τις αντίξοες καιρικές συνθήκες που συναντήσαμε (φωτ. 44).
Βλέποντας τον καιρό να χειροτερεύει και τον αέρα να μη σταματά να φυσά με μανία, αποφασίσαμε να μη προχωρήσουμε άλλο, προκειμένου να προστατέψουμε την σωματική μας ακεραιότητα. Έπρεπε να επιστρέψουμε για να προλάβουμε τα χειρότερα.
Πήραμε την τελική αυτή απόφαση ξέροντας ότι βρισκόμασταν πολύ κοντά στην κορυφή του προορισμού μας.
Θα έπρεπε, εάν συνεχίζαμε σε ένα γυμνό τοπίο, να κατεβούμε γύρω στα 100 μέτρα υψομετρικά και στη συνέχεια να ανηφορίσουμε μια ομαλή πλαγιά για να βρεθούμε στα 2.212 μ υψόμετρο της κορυφής «Τσολιάς». Υπόθεση μιάς ώρας περίπου, πήγαινε-έλα.
Η κορυφή «Τσολιάς» η ψηλότερη του τμήματος του Όρβηλου που βρίσκεται στον Ελλαδικό χώρο. Η ψηλότερη όλου του ορεινού όγκου, με υψόμετρο 2.914 μ., βρίσκεται επί Βουλγαρικού εδάφους.
Το χαμηλό τοιχιάκι μας προστάτευσε για πολύ λίγο. Ομαδική φωτογραφία και ξεκινήσαμε για την επιστροφή.
Το μονοπάτι κατηφορικό και τα περάσματα γνωστά: αυλάκι-πυραμίδες-χαλάσματα παλιών Στρατιωτικών Φυλακίων-εκατοντάδες πυργάκια-συστάδες πεύκων και ελάτων-χορτολίβαδο- πυραμίδα «92»-«Κοιμισμένο ρέμα»-δάσος με τα πανύψηλα κωνοφόρα-το σημείο με το νερό-μεικτά δάση-αυτοκίνητο (φωτ. από 45 έως και 54).
Από το σημείο με το νερό και όσο βρισκόμασταν στο «Κοιμισμένο ρέμα» ψιλόβρεχε. Φτάνοντας στο αυτοκίνητο, έπεφτε κάπου-κάπου και καμιά σταγόνα βροχής. Από τα 2.180 μ. υψόμετρο και μέχρι το αυτοκίνητο κάναμε 3,5 ώρες κατηφορικής πορείας.
Αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την επιστροφή μας στη Βέροια. Έφτασε η ώρα που έπρεπε να αφήσουμε τον Όρβηλο, την κυριακάτική μας «γωνιά διαφυγής» από την άχαρη καθημερινότητα.
Άρχισε να σκοτεινιάζει όταν, μετά το ραντεβού μας με τη Φύση, πήραμε το δρόμο της επιστροφής στους ρυθμούς της πόλης γεμάτοι, όμως, από ενέργεια και καλή διάθεση.
Απολογισμός:
Διαδρομή: «Κοιμισμένο Ρέμα» (υψ. 680 μ.), που βρίσκεται έξω από το Αχλαδοχώρι (υψ. 500
μ.)– κορυφή με υψόμετρο 2.180 μ.- επιστροφή
Υψομετρική διαφορά: 1.670 μ. ( με τα ανεβοκατεβάσματα, ένδειξη GPS)
Απόσταση: 16,5 χλμ. ( ένδειξη GPS)
Χρόνος: 7 ώρες και 35 λεπτά ( συνολικός χρόνος)