Λογοτεχνία

Γρηγόρης Σακαλής “Μια νύχτα”

Ήταν νωρίς το απόγευμα.

Είχε φάει πριν από λίγο και τώρα έπλενε τα πιάτα και τα κατσαρολικά. Κόντευε τα πενήντα και ήταν εργένης. Όχι από πεποίθηση αλλά απλά έτσι έτυχε.

Δεν είχε μόνιμη δουλειά. Δούλευε περιστασιακά σε διάφορες δουλειές, όπου έβρισκε. Ευτυχώς οι γονείς του, του άφησαν αυτή τη μικρή μονοκατοικία και είχε έτσι ένα κεραμίδι πάνω απ’ το  κεφάλι του.

Άκουσε να χτυπάει το κουδούνι και πήγε ν’ ανοίξει. Ήταν ο γείτονας ο Ελληνοαμερικάνος.

“Βρε, καλώς τον φίλο, έλα πέρασε”.

Ο Σαμ, ο Έλληνας απ’ την Αμερική ήταν μεγάλη περίπτωση. Από μικρός στο Αμέρικα, όπου μετανάστευσαν οι γονείς του, είχε κάνει πολλές δουλειές ώσπου έκανε τη δική του και κονομούσε πολλά φράγκα. Έρχονταν συχνά στην Ελλάδα και του άρεσε να κάνει παρέα με το γειτονάκι του, όπως έλεγε τον φίλο μας τον εργένη. Είχε κάνει 2 – 3 γάμους στην Αμερική και είχε παιδιά από διαφορετικές γυναίκες.

“Φιλαράκι¨ του είπε, ¨σήμερα θέλω να σε βγάλω έξω, να διασκεδάσουμε”.

“Αφού ξέρεις ρε Σαμ δεν έχω λεφτά”.

“Μη σε νοιάζει, όλα δικά μου, μη το σκέφτεσαι”.

Πήγαν πρώτα στο σπίτι του Σαμ. Κάθισαν στο σαλόνι και ήπιαν μισό μπουκάλι Southern comfort ξεροσφύρι.

Από εκεί με το αμάξι του Σαμ πήγανε στο κέντρο της πόλης και μπήκανε σε μια ταβέρνα. Ήταν καλό μαγαζί, με εκλεκτούς μεζέδες. Ήπιαν 2 – 3 μπουκάλια κρασί. Ήρθαν στο κέφι. Η ώρα είχε πάει μεσάνυχτα.

¨Γουστάρω ν’ ακούσω σύρμα¨ είπε ο Σαμ.

Ήταν η δεκαετία του ’80 και υπήρχαν πολλά μπουζουκτσίδικα.  Τράβηξαν για το “Όνειρο”, έτσι λεγόταν το μαγαζί. Κάθισαν σε καλό τραπέζι, παρήγγειλαν μια φιάλη ουίσκι και ξηροκάρπια. Α και δύο κοπέλες για συντροφιά. Σε δύο ώρες το είχαν πιεί, είχανε ψήσει και τα κορίτσια να φύγουν μαζί και περίμεναν να κλείσει το μαγαζί. Φορτώθηκαν κατόπιν όλοι στο αμάξι και τράβηξαν για ένα ξενοδοχείο. Εκεί όμως απ’ το πολύ πιοτό δεν μπόρεσαν να ανταπεξέλθουν, τις παράτησαν στο ξενοδοχείο και έφυγαν.

¨Θέλω να πάω στο νεκροταφείο να δω τους δικούς μου¨ είπε ο Σαμ.

Και πήγανε. Το κασετόφωνο έπαιζε λαϊκά τραγούδια και ο Σαμ έβγαλε κάτω από το κάθισμα ένα παγούρι με ρετσίνα. Το ήπιαν κι αυτό, είχε σχεδόν ξημερώσει.

¨Πάμε σπίτι μου για καφέ¨ είπε ο Σαμ.

Καθίσανε στις πολυθρόνες της βεράντας και είχανε μπροστά τους μια κανάτα καφέ. Κάπνιζαν κι έπιναν και συζητούσαν ζωηρά.

Οι άνθρωποι από τη γειτονιά ξεκινούσαν για τις δουλειές τους. Τους κοιτούσαν που κάθονταν στη βεράντα και φλυαρούσαν. Μερικοί κουνούσαν το κεφάλι τους.

banner-article

Ροη ειδήσεων