Life Περιβάλλον

Μια αξέχαστη εμπειρία στο δύσβατο ορεινό όγκο των Θεσσαλικών Άγραφων (μέρος Β΄)

Περιγραφή:  Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος

Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος, Άκης Αμοιρίδης

(συνέχεια του: Άγραφα:«Από ‘‘Καζάρμα’’ στο ‘‘Βουτσικάκι’’ και στα συντρίμμια μαχητικών.  (μέρος Α΄)

Δευτέρα 27-08-2018, δεύτερη μέρα στα Θεσσαλικά Άγραφα.

Ξυπνήσαμε νωρίς. Η διάθεσή μας στα ύψη.

Ο ύπνος στα 980 μέτρα υψόμετρο, στο χωριό που «φωλιάζει» μέσα στο πυκνό δάσος της πλαγιάς του ορεινού όγκου μιας περιοχής άγριας ομορφιάς, ευχάριστος (φωτ. 1).

Το προηγούμενο βράδυ, ο…Μορφέας…δεν άργησε να μας «ταξιδέψει» στο δικό του φανταστικό κόσμο των ονείρων, μετά από μια γεμάτη με δραστηριότητες Κυριακή.

Αυτά που κάναμε την 26η Αυγούστου 2018, πολλά:

  1. Το πολύωρο οδικό ταξίδι μας από την πόλη της Βέροιας μέχρι τα ορεινά χωριά της Αργιθέας. 2.   Η πολύωρη πορεία μας στους ορεινούς όγκους «Καζάρμας» και «Βουτσικάκι» ( φωτ. 2)

  1. Η περιπλάνησή μας στα αξιοθέατα του, σχεδόν ανέγγιχτου τουριστικά, χωριού Λεοντίτο (φωτ. 3, 4, 5)

Και 4. το καταπληκτικό φινάλε της μέρας με το βραδινό κρασάκι μαζί με τα εύγευστα και «ευλογημένα» σουβλάκια που έψησε στα κάρβουνα ο σπεσιαλίστας ψήστης και ιερέας του χωριού, αφού πρώτα κρέμασε το ράσο του πίσω από την πόρτα του γραφικού μοναδικού μαγαζιού της πλατείας με τον υπεραιωνόβιο χαρακτηριστικό πλάτανο (φωτ. 6).

Σηκωθήκαμε στις 06.00΄ π.μ. και αρχίσαμε να συμμαζεύουμε τα πράγματά μας. Υπνόσακοι, υποστρώματα στη θέση τους και στα σακίδια τα πιο απαραίτητα. Έπρεπε να βιαστούμε, γιατί μετά το μεσημέρι ο καιρός στην περιοχή θα χάλαγε, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Μετεωρολογικής Υπηρεσίας.

Στο δύσβατο, στο απαιτητικό και με αμέτρητες απότομες βραχώδεις πλαγιές του ορεινού όγκου των Θεσσαλικών Άγραφων, ο καιρός είναι απρόβλεπτος και οι καιρικές εναλλαγές γρήγορες. Εκεί που ο καιρός είναι ηλιόλουστος, εκεί στην αμέσως επόμενη στιγμή όλο το σκηνικό μπορεί να μεταβληθεί.

Έτσι, μετά την ιντερνετική ενημέρωσή μας για τις καιρικές συνθήκες που θα επικρατούσαν στην περιοχή, αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε την ορειβατική μας εξόρμηση στις 07.00΄ π.μ., με σκοπό να βρεθούμε σε βατό και χωρίς κινδύνους κομμάτι της διαδρομής, πριν μας «πιάσει» η βροχή.

Αφού ετοιμαστήκαμε, ρίξαμε μια ματιά στην γύρω περιοχή πριν ξεκινήσουμε. Εικόνες διαφορετικές, ξεχωριστές. Στα αριστερά μας, ο πορτοκαλί χρώματος ουρανός να προκαλεί τον θαυμασμό μας. Οι πρώτες αχτίδες του ανατέλλοντα ήλιου χρωμάτιζαν τον ουρανό πάνω από τις κορυφές που ανηφορίσαμε την προηγούμενη μέρα (φωτ. 7).

Μπροστά μας και στο βάθος, ο επιβλητικός ορεινός όγκος με τις «πυραμιδωτές» κορυφές, τις απότομες πλαγιές, τις βαθιές σαρώδεις ρεματιές, να μας προσκαλεί στα δύσβατα και απαιτητικά περάσματά του και να μας προκαλεί, συγχρόνως, να παραβγούμε μαζί του.

Η εικόνα του, στο σύνολό της, έδειχνε σαν να μας έλεγε: «τα καλά κόποις κτώνται» (φωτ. 8).

Στα δεξιά μας, η ελατοσκέπαστη πλαγιά της κορυφής «Τσουρνάτα» και κοιτάζοντας πίσω μας, η μυτερή κορυφή, μία από τις πολλές, του ορεινού όγκου «Καράβα» (φωτ. 9).

Βλέποντας όλο αυτό το σκηνικό καταλαβαίναμε ότι βρισκόμασταν σε μια περιοχή με φοβερές θέες, που μας κάνανε να συνειδητοποιήσουμε πως, στο πουθενά, βρισκόμασταν χωμένοι μέσα στα άγρια βουνά των Θεσσαλικών Άγραφων.

Το πρόγραμμά μας ήταν: να ξεκινήσουμε την ανηφορική πορεία μας από τα δυτικά του ορεινού όγκου και, αφού ανεβαίναμε στην κορυφή «Σαλαγάννη» ή «Ασημόρραχη», να συνεχίζαμε, όσο φυσικά μας το επέτρεπαν οι καιρικές συνθήκες, κορυφογραμμή-κορυφογραμμή μέχρι την ψηλότερη κορυφή, τη «Ντεληδήμι (υψ. 2.163 μ.).

Σκεφτήκαμε να κάνουμε κάτι διαφορετικό  αυτή τη φορά. Την κλασική διαδρομή για «Ντεληδήμι» την είχαμε κάνει τον χειμώνα  του 2011 με χιόνια.

Ξεκινήσαμε.

Ο κοινός μας φίλος, παραθεριστής στην περιοχή και παλιός ορειβάτης, προθυμοποιήθηκε να μας μεταφέρει με το τζιπ του μέχρι τη βάση της «Ασημόρραχης», για να κερδίσουμε χρόνο. Αλλιώς, θα περπατούσαμε πολλά χιλιόμετρα δασικού δρόμου, κάτι που δεν θα μας ωφελούσε σε τίποτα. Περνώντας μέσα από το χωριό, συναντήσαμε 2-3 από τους λιγοστούς ηρωϊκούς μόνιμους κατοίκους του.

Οι εναπομείναντες παραθεριστές δεν είχαν κάνει ακόμη την εμφάνισή τους.

Προχωρούσαμε. Ο χωματόδρομος Λεοντίτο – Μέγας Στανός με πολλές δύσκολες στροφές και σε πολλά σημεία του με νεροφαγιές. Το 4Χ4 ανηφόριζε με αργή κίνηση περνώντας μέσα από το πανέμορφο ελατόδασος. Φτάνοντας στα 1.300 μέτρα υψόμετρο, αποφασίσαμε να μη προχωρήσουμε άλλο με το τζιπ. Σκεφτήκαμε να μη ταλαιπωρήσουμε περισσότερο τον φίλο μας και να συνεχίσουμε από εκείνο το σημείο με τα πόδια.

Φορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και ξεκινήσαμε. Στο δρόμο συναντήσαμε τον κ. Δημήτρη, που ανηφόριζε πεζός με το ταγάρι στον ώμο του. Ξεκίνησε από το χωριό με τα πόδια και πήγαινε στα ορεινά βοσκοτόπια για να ρίξει αλάτι στα ελεύθερης βόσκησης βοοειδή του (φωτ. 10).

Βρήκαμε έτσι την ευκαιρία να μιλήσουμε μαζί του και να μάθουμε κάποια πράγματα για την περιοχή που θα επισκεπτόμασταν. Τον ρωτήσαμε, εάν υπάρχει κάποιο μονοπάτι με σήμανση από εκεί που θα πηγαίναμε, εάν υπάρχουν στην διαδρομή κομμάτια επικίνδυνα ή απότομα, εάν υπάρχει νερό και σε πιο σημείο θα το συναντούσαμε.

Ήταν πρόθυμος, συζητήσιμος και κατατοπιστικός (φωτ. 11, 12).

Ο καιρός καλός και ο ουρανός καθαρός από σύννεφα. Συνεχίζαμε πάνω στο δασικό δρόμο: Λεοντίτο – Μέγας Στανός.

Οι εικόνες που αντικρίζαμε εναλλασσόμενες και απερίγραπτες (φωτ. 13, 14, 15).

Μετά από 50 λεπτά πορείας πάνω σε  δασικό χωματόδρομο, βγήκαμε από το δάσος. Βρισκόμασταν πλέον στα ορεινά βοσκοτόπια που απλώνονται στη βάση της κορυφής «Σαλαγιάννη» ή «Ασημορράχη». Δένδρα και θάμνοι απουσίαζαν. Το πράσινο, ακόμη, χορταράκι κυριαρχούσε στο γύρω τοπίο.

Τσοπανόσκυλα ακούγονταν από μακριά και τα κοπάδια έβοσκαν, λίγο πιο πέρα, αμέριμνα.

Πριν φτάσουμε στην πρώτη στάνη, αποφασίσαμε να βγούμε απο τον ορεινό χωματόδρομο. Ευχαριστήσαμε τον συνοδοιπόρο μας, μέχρι εκείνο το σημείο, Δημήτρη και αρχίσαμε να ανηφορίζουμε προς την απότομη πλαγιά της «Σαλαγιάννη» ή «Ασημόρραχης», που βλέπαμε μπροστά μας (φωτ. 16).

Μονοπάτι με σήμανση δεν υπήρχε, «χαράζαμε» εκείνη τη στιγμή το δικό μας. Η πορεία μας, αρχικά, σε βατή και χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες πλαγιά. Όσο ανηφορίζαμε, τόσο η κλήση μεγάλωνε και το πετρώδες ανάγλυφο της πλαγιάς άρχιζε να μας δυσκολεύει.

Εμείς προχωρούσαμε. Η προσπάθειά μας, σε πολλά κομμάτια της ανηφορικής διαδρομής, επίπονη και απαιτητική. Και η κορυφή… πουθενά. Λες και «έπαιζε κρυφτούλι» μαζί μας.

«Να την, φτάσαμε!!!», «Όχι, δεν είναι αυτή. Είναι η άλλη που βλέπουμε!!!».

Αυτός ο διάλογος ακούστηκε άλλες τρεις φορές μέχρι να φτάσουμε στα 2.129 μέτρα υψόμετρο της κορυφής. Μπορεί η ανάβαση να ήταν απαιτητική, οι εικόνες, όμως, που αντικρίζαμε μας αποζημίωναν. Άξιζε τον κόπο όλη η προσπάθειά μας (φωτ. από 17 έως και 27).

«Επιτέλους, φτάσαμε!!», ήταν το τελικό επιφώνημα χαράς. Πράγματι, μετά από μια απαιτητική πορεία 3ων ωρών και ανηφορίζοντας μια πλαγιά με μεγάλη κλίση, φτάσαμε στα 2.129 μέτρα υψόμετρο της ψηλότερης, στο σημείο εκείνο, κορυφής «Σαλαγιάννη».

Η υψομετρική διαφορά που κάναμε, 850 μέτρα με ανηφοροκατηφόρες (φωτ. 28).

Βουνά, κορυφές, και τοπία τόσο της νοτιοδυτικής, όσο και της ανατολικής πλευράς των Άγραφων δεν μπορέσαμε να δούμε γιατί τα κάλυπταν τα πυκνά σύννεφα. Από την βόρεια πλευρά, οι εικόνες που αντικρίζαμε ήταν παρόμοιες με εκείνες που βλέπαμε ανηφορίζοντας.

Στην κορυφή δεν καθυστερήσαμε πολύ, γιατί είχαμε πολλά ακόμη να κάνουμε.

Η συνέχεια της πορείας θα γινόταν στο άγνωστο, για μας, ανάγλυφο του ορεινού όγκου και ταυτόχρονα θα εξερευνούσαμε τα σημεία εκείνα, με μεγάλη κλίση, που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν από εμάς, σαν περάσματα, τους χειμερινούς μήνες με σκοπό να προσεγγίσουμε  τις κορυφές με χιόνι.

Βλέποντας τα σύννεφα, ξεκινήσαμε έχοντας στην άκρη του μυαλού μας και τη σκέψη της επιδείνωσης του καιρού όσο  πλησιάζαμε προς το μεσημέρι. Η κατηφορική πλαγιά προς τον αυχένα, κάτω από τη «Φούρκα» ή «Διχάλα», ήταν απότομη και πετρώδης.

Κατηφορίζαμε με πολύ προσοχή. Δεν ήθελε αστειάκια. Ο κίνδυνος ενός ανεπιθύμητου τραυματισμού μεγάλος (φωτ. 29, 30,31).

Φτάσαμε στον αυχένα. Χρειαστήκαμε μόλις 20 λεπτά από την κορυφή «Σαλαγιάννη».

Μία ολιγόλεπτη στάση για ξεκούραση.

Κοιτάζοντας γύρω μας βλέπαμε: την απότομη πλαγιά της κορυφής «Φούρκα» ή «Διχάλα», μπροστά μας, τα σκουρόχρωμα σύννεφα που κάλυπταν όλο το τοπίο, στα δεξιά μας και μία τελείως διαφορετική εικόνα, στα αριστερά μας. Βλέπαμε δηλαδή, στα αριστερά μας, έναν ουρανό με πολύ ελάχιστα συννεφάκια. Κοιτάζοντας προσεκτικά, κάπου στη μέση του τοπίου, διακρίναμε το Λεοντίτο και στο βάθος, χαμηλά, το ρέμα του Πετριλιώτη ποταμού (φωτ. 32, 33).

Η στάση μας ολιγόλεπτη. Τα σκουρόχρωμα σύννεφα, που όλο ένα πλησίαζαν, μάς φάνηκαν απειλητικά στη θέα τους.

Ολιγόλεπτη σύσκεψη και αποφασίσαμε να τροποποιήσουμε τον αρχικό μας σχεδιασμό.

Σκεφτήκαμε πως θα ήταν φρόνιμο να μην συνεχίσουμε για «Φούρκα» και «Σουφλί», αλλά να κατηφορίσουμε την απότομη σάρα με σκοπό να βρεθούμε όσο πιο κοντά στο δρόμο μπορέσουμε πριν μας προλάβει η δυνατή βροχή.

Η απόφασή μας αυτή ήταν και η πιο σωστή, όπως αποδείχτηκε αργότερα.

Ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και ξεκινήσαμε την κατηφορική πορεία μας περπατώντας με πολύ προσοχή πάνω στη σάρα της απότομης ρεματιάς που ξεκινά από τον αυχένα «Σαλαγιάννη»- «Φούρκα».

Τη ρεματιά η ντόπιοι την αποκαλούν «Κοσταλάτα» (φωτ. από 34 μέχρι και 38).

Φτάσαμε στον ορεινό δρόμο και κοντά στη θέση «Μέγα Στανό». Χρειαστήκαμε 1 ώρα και 20 λεπτά κατηφορικής πορείας, από τον αυχένα, για να φτάσουμε στο σημείο αυτό. Από δώ και πέρα ακολουθούσαμε τον ορεινό χωματόδρομο με κατεύθυνση προς Λεοντίτο.

Περπατούσαμε, παραδόξως, με τον καυτό Αυγουστιάτικο ήλιο από πάνω μας, ενώ στις κορυφές εμφανίστηκαν τα μαύρα σύννεφα. Και να έβρεχε καταρρακτωδώς, δεν μας απασχολούσε. Αποφύγαμε, πλέον, τα επικίνδυνα σημεία της διαδρομής. Προχωρώντας συναντήσαμε πηγάδι με τρεχούμενο κρύο νερό (φωτ. 39).

Δροσιστήκαμε, γεμίσαμε τα παγούρια μας για τη συνέχεια και ξεκινήσαμε. Δεν περπατήσαμε πολύ και λίγο πιο πάνω συναντήσαμε τη στάνη με άλλο τρεχούμενο νερό (φωτ. 40).

Το προσπεράσαμε και συνεχίσαμε.

Τηλεφωνήσαμε στον κοινό μας φίλο να ξεκινήσει από το Λεοντίτο και να μας «μαζέψει» από κάποιο σημείο της διαδρομής. Κατηφορίζοντας αφήναμε τα ορεινά χορτολίβαδα και μπαίναμε στη ζώνη του ελατόδασους.

Στη διαδρομή μας μαζέψαμε ρίγανη, που τη βρίσκαμε σχεδόν παντού και έτοιμη για συγκομιδή. Το φιλαράκι μας δεν άργησε να μας βρεί και με το τζιπ του μας μετέφερε στο Λεοντίτο.

Όταν φτάσαμε, κοιτάξαμε προς τον ορεινό όγκο που κάποιες ώρες νωρίτερα περπατήσαμε και είδαμε μια εικόνα που θα τρόμαζε αυτόν που θα την αντίκριζε. Τα κατάμαυρα απειλητικά σύννεφα κάλυψαν όλη την περιοχή και βρίσκονταν πάνω σχεδόν από το χωριό. Η βροχή δεν αργούσε να έρθει (φωτ. 41).

Προλάβαμε. Είχαν «πέσει μέσα» στις προβλέψεις τους οι μετεωρολόγοι. Καλά κάναμε που τροποποιήσαμε τον αρχικό μας σχεδιασμό και βρισκόμασταν, πλέον, σε ασφαλές μέρος. Ξεφορτωθήκαμε τα σακίδιά μας μετά από μια απαιτητική πορεία 6 ωρών. Πλυθήκαμε και ετοιμαστήκαμε για την έξοδό μας για φαγητό.

Πήγαμε στο μαγαζάκι της πλατείας του χωριού (φωτ. 42).

Ο μάστορας ψήστης, ιερέας του χωριού, μας έψησε τα πολύ νόστιμα σουβλάκια που του παραγγείλαμε. Μας έφερε τις πατατούλες και τα σαλατικά. Δεν έλειψε και το κρασί που, αυτή τη φορά, το απολαύσαμε…μπόλικο, γιατί δεν είχαμε άλλη προγραμματισμένη δραστηριότητα στο βουνό.

Άρχισε να βρέχει, κατακλυσμός και εμείς απολαμβάναμε το κρασάκι μας κοιτάζοντας το βρεγμένο έξω σκηνικό από το παράθυρο του μαγαζιού (φωτ. 43).

Μόλις πέρασε η μπόρα, ξεκινήσαμε για μια εκδρομική επίσκεψη στη Λίμνη Στεφανιάδας και για προσκύνημα στην Ι. Μ. Σπηλιάς. Ξεναγός, ο κοινός μας φίλος. Να ναι καλά.

Κατηφορίζοντας τα απολαυστικά στροφιλίκια του επαρχιακού ασφαλτόδρομου φτάσαμε στον Πετριλιώτη ποταμό. Σε κάποιο σημείο της όχθης του είδαμε έκπληκτοι ένα έργο τέχνης της Φύσης, ένα θαύμα.

Στην κορυφή ενός μικρού τριγωνικού βράχου φύτρωσε μια βελανιδιά που στεκόταν εκεί όρθια και καταπράσινη. Η όλη εικόνα, μας θύμιζε κάτι σαν δενδράκι μπονζάϊ (φωτ. 44).

Φωτογραφίες και συνεχίσαμε.

Περάσαμε τη στενή πέτρινη γέφυρα  και αρχίσαμε τα ανηφορικά στροφιλίκια για την Ι. Μ. Σπηλιάς. Πριν μπούμε στον χωματόδρομο για την Μονή, την βλέπαμε, από κάτω, να στέκεται στα 800 μέτρα υψόμετρο στην άκρη μιας κάθετης πλαγιάς.

Η πορεία μας στο χωματόδρομο αργή και όσο πλησιάζαμε, τόσο θαυμάζαμε το απερίγραπτο τοπίο που επιλέχτηκε να «φιλοξενήσει» αυτό το θρησκευτικό μνημείο (φωτ.45, 46, 47).

Φτάσαμε. Έξω ακόμη ψιλόβρεχε.

Κατευθυνθήκαμε στο καθολικό, που κτίστηκε το 1736, για να προσκυνήσουμε. Βρήκαμε κόσμο που ήρθε στην Ιστορική Μονή της Σπηλιάς για τον εσπερινό (φωτ. από 48 έως και 53).

Αφού προσκυνήσαμε, αναχωρήσαμε για τη συνέχεια της περιήγησής μας. Μας έχει μείνει κάτι τελευταίο για να ολοκληρώναμε τις επισκέψεις μας στις περιοχές της Αργιθέας που βρίσκονται στο άγριας ομορφιάς ορεινό ανάγλυφο των Θεσσαλικών Άγραφων και μακριά από την τουριστική ανάπτυξη.

Κατηφορίσαμε τον χωματόδρομο και ακολουθώντας τις πινακίδες φτάσαμε σε ένα εγκαταλειμμένο κτίσμα. Με βροχή βγήκαμε από το τζιπ και τρέχοντας κατευθυνθήκαμε στο μπαλκόνι του κτίσματος που κάποτε λειτουργούσε σαν καφε-εστιατόριο.

Από το μπαλκόνι, κοιτώντας προς τα κάτω, χαμηλά, είδαμε έκπληκτοι έναν δεύτερο… ουρανό μέσα στο πράσινο. Ήταν τα καταγάλανα νερά της φυσικής ορεινής λίμνης, της Στεφανιάδας, που σχηματίστηκε το 1964 από κατολισθήσεις (φωτ. 54).

Θαυμασμός, φωτογραφίες και αναχώρηση. Η βροχερή μέρα δεν επέτρεπε για άλλες ξεναγήσεις.

Έτσι, με την επίσκεψή μας στη Λίμνη Στεφανιάδας ολοκληρώσαμε με τον καλύτερο τρόπο την περιήγησή μας στις περιοχές της Αργιθέςα και πολύ κοντά στο χωριό Λεοντίτο.

Επιστρέψαμε στο χωριό. Με τις αμέτρητες εικόνες στην άκρη του μυαλού μας και γεμάτοι από πανέμορφες εμπειρίες του διήμερου, ευχαριστήσαμε το φιλαράκι μας, παλιό ορειβάτη, για την εξυπηρέτηση, τη φιλοξενία και τη διάθεση που είχε να μας ξεναγήσει.

Φύγαμε από το Λεοντίτο για Βέροια αναφωνώντας το αρχαίο ρητό: «Τα καλά κόποις κτώνται.» .

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ