Με μια πρώτη ματιά αυτήν την περίοδο εμφανίζεται σαν «σύμπτωση», η οποία ωστόσο αξίζει την προσοχή μας, η παράλληλη επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ Ελλάδας – Ρωσίας από τη μια πλευρά και ΗΠΑ – Τουρκίας από την άλλη. Κοιτάζοντας πιο προσεκτικά τις εξελίξεις των τελευταίων χρόνων, αυτή η «σύμπτωση» εμφανίζεται ως λογικό και αναμενόμενο αποτέλεσμα της αναδιάρθρωσης του διεθνούς συστήματος και των τριβών που προκαλεί η αναζήτηση της νέας ισορροπίας του.
Οι βασικοί πρωταγωνιστές στο σκληρό παιχνίδι ανακατανομής της ισχύος σε αυτήν την περιοχή της Ευρασίας, που επηρεάζει άμεσα την Ελλάδα, είναι δύο υπερδυνάμεις (οι ΗΠΑ και η Ρωσία) και μια χώρα (η Τουρκία) με τις δυνατότητες και τη βούληση να διεκδικήσει έναν πιο αυτόνομο ρόλο περιφερειακής υπερδύναμης.
Η αμερικανοτουρκική ρήξη
Η διάρρηξη των σχέσεων Ουάσιγκτον – Άγκυρας ξεκίνησε όταν, το 2003, η ηγεσία Ερντογάν τίναξε στον αέρα τους αμερικανικούς πολεμικούς σχεδιασμούς, απαγορεύοντας τη χρήση τουρκικού εδάφους για εισβολή από Βορρά στο Ιράκ.
Οι αμερικανοτουρκικοί δεσμοί, μια δεκαετία αργότερα, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι διαλύθηκαν όταν έγινε σαφής και απτός ο αμερικανικός στόχος για τη δημιουργία ανεξάρτητου κουρδικού κράτους, με εδάφη από τα διαμελισμένα κράτη του Ιράκ και της Συρίας.
Το πραξικόπημα κατά του Ερντογάν, για το οποίο η τουρκική κοινή γνώμη πιστεύει ότι οργανώθηκε και υποκινήθηκε από κάποια κέντρα της Ουάσιγκτον, μπορεί να θεωρηθεί ως η «ταφόπλακα» των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, τουλάχιστον γι’ αυτήν την περίοδο και για όσο διάστημα το σύστημα Ερντογάν παραμένει στην εξουσία, διεκδικώντας τον αυτόνομο περιφερειακό ρόλο που θεωρεί ότι αναλογεί στην Τουρκία στην ευρύτερη περιοχή.
Το κενό που δημιουργεί η αμερικανοτουρκική ρήξη καλύπτεται από τη διεύρυνση των σχέσεων Άγκυρας – Μόσχας σε κάθε επίπεδο, ακόμα και σε στρατιωτικό. Η απόφαση, για παράδειγμα, της Τουρκίας, της χώρας με τον δεύτερο σε μέγεθος στρατό του ΝΑΤΟ, να προμηθευτεί το ρωσικό αντιπυραυλικό σύστημα S-400, έχει οδηγήσει τους Αμερικανούς στο συμπέρασμα ότι η Άγκυρα δεν είναι πλέον αξιόπιστος σύμμαχος και ότι η διαδικασία απομάκρυνσής της από το «δυτικό σύστημα ασφάλειας» είναι μη αναστρέψιμη.
Οι συνέπειες της κρίσης στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις εκδηλώνονται με οδυνηρό τρόπο αυτήν την περίοδο στην τουρκική οικονομία. Ο Πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν χαρακτήρισε την πίεση που δέχεται η τουρκική λίρα ως το αποτέλεσμα της πυραυλικής νομισματικής επίθεσης που έχουν εξαπολύσει οι Αμερικανοί.
Σχολιάζοντας το τελευταίο χτύπημα του Τραμπ κατά της χώρας του με την απόφαση να διπλασιάσει τους δασμούς εισαγωγής τουρκικού αλουμινίου και χάλυβα, σε άρθρο του στους «New York Times» ο Πρόεδρος της Τουρκίας υπογράμμισε ότι οι μονομερείς ενέργειες των ΗΠΑ κατά της Τουρκίας θα υπονομεύσουν τα αμερικανικά οφέλη και θα αναγκάσουν την Τουρκία να στραφεί προς αναζήτηση άλλων φίλων και συμμάχων: «Εάν οι ΗΠΑ δεν αρχίσουν να σέβονται την εθνική κυριαρχία της Τουρκίας και δεν κατανοήσουν τους κινδύνους που αντιμετωπίζει η χώρα μας, τότε η συμμαχία μας θα κινδυνεύσει».
Η ελληνορωσική κρίση
Η αμερικανική στάση, σύμφωνα με τις απειλές που διατυπώνει ο Ερντογάν, υποχρεώνει την Τουρκία να αναζητήσει νέες συμμαχίες, οι οποίες οδηγούν κατά κύριο λόγο στην ενίσχυση των ρωσοτουρκικών σχέσεων…
Παρά τις προαιώνιες και ιστορικές διαμάχες τους, η συγκυρία φέρνει πιο κοντά Ρωσία και Τουρκία απέναντι στον κοινό εχθρό / αντίπαλο, τις ΗΠΑ. Στο πλαίσιο αυτής της ρωσοτουρκικής προσέγγισης και, ταυτόχρονα, της κρίσης στις ελληνορωσικές σχέσεις, προφανώς δεν ήταν τυχαία η αναφορά του Ρώσου πρωθυπουργού Μεντβέντεφ, για πρώτη φορά, στην «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου»…
Οι ΗΠΑ, χάνοντας τα ερείσματά τους στην Τουρκία, έχουν φροντίσει για την προετοιμασία της αναδίπλωσής τους ενισχύοντας τις θέσεις τους (σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο) στην Ελλάδα. Αυτή η αναδίπλωση, όπως εξελίσσεται, στην πράξη οδηγεί στην κατάρρευση των ελληνορωσικών σχέσεων, την οποία παρακολουθούμε αυτές τις μέρες με τις εκατέρωθεν απελάσεις και τις σκληρές ανακοινώσεις Αθήνας και Μόσχας.
Η συμφωνία Τσίπρα – Τραμπ τον περασμένο Οκτώβριο για αναβάθμιση της ελληνοαμερικανικής στρατηγικής / στρατιωτικής συνεργασίας παρήγαγε ραγδαία (και ενοχλητικά για τη Μόσχα) αποτελέσματα. Ως αποτέλεσμα αυτής της συμφωνίας η Ουάσιγκτον εξασφάλισε:
● Στρατιωτικά προγεφυρώματα πέραν της βάσης της Σούδας στη Σύρο (ναυπηγείο, κυρίως για τις ανάγκες του αμερικανικού στόλου), στη Λάρισα (βάση για drones) καθώς και πρόσβαση σε άλλα στρατιωτικά αεροδρόμια.
● Στρατιωτική βάση στην Αλεξανδρούπολη, η οποία, εκτός των άλλων, θα προστατεύει τον σταθμό υποδοχής του αμερικανικού σχιστολιθικού φυσικού αερίου, που θα φτάνει εκεί με τάνκερ προκειμένου να διακινηθεί στις ευρωπαϊκές αγορές.
Ταυτόχρονα, η ελληνική κυβέρνηση συμπλήρωσε την προσφορά της προς τις ΗΠΑ αποδεχόμενη την ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, βοηθώντας με αυτόν τον τρόπο την Ουάσιγκτον να κλείσει για τη Ρωσία τον νότιο ενεργειακό δρόμο προς την Ευρώπη εκμηδενίζοντας παράλληλα την όποια επιρροή διεκδικούσε η Μόσχα την περιοχή. Αυτό ακριβώς υπήρξε το έναυσμα για την εκδήλωση της έντονης ελληνορωσικής κρίσης.
Οι συνέπειες της κρίσης στις ελληνορωσικές σχέσεις προς το παρόν αποτυπώνονται μόνο στις απελάσεις διπλωματών, που ξεκίνησαν με πρωτοβουλία του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, το οποίο ζήτησε να φύγουν από τη χώρα δύο Ρώσοι διπλωμάτες και απαγόρευσε την είσοδο σε δύο ακόμη.
Η απάντηση της Μόσχας ήταν η απέλαση δυο Ελλήνων διπλωματών, ένας εκ των οποίων ήταν ο εμπορικός ακόλουθος της ελληνικής πρεσβείας στη Μόσχα, καθώς και η απαγόρευση εισόδου στη Ρωσία του διευθυντή του πολιτικού γραφείου του υπουργού εξωτερικών Νίκου Κοτζιά, τον οποίο η Μόσχα θεωρεί πρωταγωνιστή στο σφιχτό δέσιμο της Ελλάδας με τις αμερικανικές επιδιώξεις στην περιοχή. Η Μόσχα, επίσης, σύμφωνα με όσα ακούγονται, έδωσε προθεσμία μέχρι το τέλος του μήνα και για την απομάκρυνση του Έλληνα πρεσβευτή, κάτι το οποίο πιθανότατα θα συμβεί, αφού το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών έσπευσε να προκηρύξει πρόσκληση ενδιαφέροντος για την κάλυψη της θέσης.
Η εξέλιξη της κρίσης στις ελληνορωσικές σχέσεις, της οποίας το βάθος και την κατάληξη είναι ακόμη δύσκολο να προβλέψει κάποιος, περιγράφει κατ’ αρχήν τις συνέπειες ή το κόστος της επιλογής της ελληνικής κυβέρνησης να παραδώσει τη χώρα ως εξάρτημα στο αμερικανικό άρμα συμφερόντων. Μάλιστα, απ’ ό,τι φαίνεται στην τελευταία ανακοίνωση που εξέδωσε το ελληνικό ΥΠΕΞ (χαρακτηρίζει τη Ρωσία «σύντροφο εν όπλοις της Τουρκίας»), η ελληνική κυβέρνηση αντιμετωπίζει τη Ρωσία, που είναι αντίπαλος / εχθρός των ΗΠΑ, ως αντίπαλο / εχθρό της Ελλάδας ανάλογο με την Τουρκία…
Κατόπιν όλων αυτών (των υπηρεσιών), ένα μεγάλο «μπράβο» (από τους Αμερικανούς) ο Νίκος Κοτζιάς το αξίζει και το αναμένει…