«Φέτος δεν τα οργάνωσα σωστά, ίσως του χρόνου». Αυτό θυμάται να είχε πει την τελευταία φορά που μίλησε για τις διακοπές του. Ύστερα τα πράγματα άλλαξαν και κανείς δεν τον ξαναρώτησε, ούτε αναφέρθηκε σ’ αυτές, εκτός από το γείτονά του που του είπε καθώς έφευγε για καλοκαίρι: «Ε, από τι να κάνεις εσύ διακοπές ρε Αργύρη; Αφού είσαι άνεργος». Δεν το είπε με κακία, όχι. Μια χοντροκομμένη παρηγόρια, του είχε ξεφύγει. Όμως εδώ που τα λέμε, ο Αργύρης πίστευε πως κατά βάθος είχε δίκιο. Οι άνεργοι δεν δικαιούνται διακοπές.
Η Ματούλα όμως; Αυτή ήταν εργαζόμενη και μάλιστα στη βαριά βιομηχανία – τον τουρισμό, ντε. Ούτε αυτή δικαιούται; Σε κάθε άνοδο του τουρισμού, έβλεπε το μισθό της να μειώνεται και διακοπές δεν έκανε πια. Η Ματούλα, που τρέχει δωδεκάωρα από πόστο σε πόστο, να αδειάζει καλαθάκια και να στρώνει καλοσιδερωμένα σεντόνια στα κρεβάτια των τουριστών. Η Ματούλα με το φωτοτυπημένο χαμόγελο, που σβήνεται αμέσως μόλις σχολάσει. Αυτό είχε γίνει και ‘κείνο το βράδυ που πέρασε ο Αργύρης να την πάρει από τη δουλειά. Τρεις άνθρωποι με ολόιδιο χαμόγελο φωτοτυπία, που σβήστηκε αυτόματα μόλις πέρασαν την έξοδο του ξενοδοχείου. Κι έπειτα η Ματούλα, μέτραγε και ξαναμέτραγε τα πουρμπουάρ της κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς, γιατί ο μήνας είχε 20 κι εκείνη η γαμωδόση πάλι δεν έβγαινε. «Σώπα, Ματούλα μου, μην κάνεις έτσι. Αφού ο τουρισμός ανθεί. Τουλάχιστον εσύ έχεις τη δουλειά σου». Του ξέφυγε και του Αργύρη η χοντράδα. Μα τόσο πολύ είχε ταραχτεί με την απότομη μεταστροφή στη διάθεση και το πρόσωπο της Ματούλας, που δεν ξαναπέρασε να την πάρει από τη δουλειά.
Αλλά και ο Στάθης με τη Μαρία που δεν θυσίαζαν εύκολα τις διακοπές τους, δεν θα πήγαιναν κάπου φέτος. «Ζήτησε ο μικρός πρώτη φορά να πάει με τους φίλους του και πώς να του αρνηθείς μωρέ Αργύρη, μετά από τόσο αγώνα και διάβασμα που έκανε;» Απολογήθηκε ο Στάθης για το μικρό, που ακόμα δεν βγήκε στην κοινωνία, έπρεπε να απολογούνται τάχα γι’ αυτόν, αν έκανε το κάτι «παραπάνω».
Η αλήθεια είναι, πως από την παρέα τους, μόνο δυο φίλοι θα πήγαιναν διακοπές κι αυτοί ούτε λέξη για το θέμα. Μόνο απολογούνταν. Δυο εργαζόμενοι άνθρωποι που ίσα που τα κουτσοκατάφερναν, τους εκπαίδευσαν να απολογούνται που θα πήγαιναν διακοπές, λες και δεν θα το έκαναν με οικονομίες, αλλά με δανεικά ή κλεμμένα.
Έτσι, ο Αργύρης δεν είχε τρόπο να κάνει φέτος διακοπές, ούτε μέσα από τα μάτια των φίλων του. Δεν πείραζε όμως, φτάνει που ο ίδιος είχε γερό μνημονικό.
Σαν μπήκε ο Αύγουστος, κάθονταν με τις ώρες στο μπαλκόνι του και «ταξίδευε» με το μυαλό του. Πίσω, στα μέρη που είχε βρεθεί, τότε που «ζούσε πάνω από τις δυνατότητές του» κι ας μην είχε πάει ούτε μια φορά διακοπές με δανεικά. Μπορούσε να ξαναπερπατήσει τις ίδιες διαδρομές και τα ίδια λιθόστρωτα με τρομερή ακρίβεια και να κολυμπήσει ξανά στις ίδιες παραλίες. Μπορούσε με μιας να βρεθεί από τη θάλασσα στο βουνό και πάλι πίσω. Κι αν κάπου μπερδεύονταν, άνοιγε τις φωτογραφίες του και χάνονταν μέσα τους, χωρίς ίχνος μελαγχολίας. Ευτυχώς που πρόλαβε. Έζησε κι αυτός τον «πλεονασμό» μάζεψε θύμησες και φωτογραφίες κι έχει κρατήσει απόθεμα να τη βγάλει πολλά καλοκαίρια ακόμα. Μόνο ένα πράγμα δεν μπορούσε να θυμηθεί και τον βασάνιζε. Αυτή η αλαφρωσιά, ήταν άραγε αυτόματη και καθολική; Με μιας όταν έβγαινε με τη βαλίτσα στο χέρι, ξεχνούσε τα πάντα; Τους ξινισμένους εργοδότες, τις ρουφιανιές των προϊσταμένων, τους λογαριασμούς και τις υποχρεώσεις; Ή γίνονταν ύστερα από απόφαση;
Αυτό βασάνιζε κι απόψε τον Αργύρη και πολύ χόλωνε που δεν μπορούσε να θυμηθεί, γι’ αυτό και δεν έκανε καθόλου κέφι για «ταξίδια».
Άνοιξε νευρικά το συρτάρι με τους λογαριασμούς και πήρε από μέσα ένα εικοσάρικο. Τράβηξε ίσια για του Στάθη, να προλάβει το γιο του, πριν φύγει για διακοπές. Έσπρωξε συνωμοτικά το εικοσάρικο στο νεαρό, τάχα για ένα κέρασμα. Εκείνος έκανε ν’ αρνηθεί, μα ο Αργύρης λέξη δεν σήκωνε. Στο κάτω – κάτω, δεν το έκανε για το μικρό, για τον εαυτό του το έκανε. Είχε τόσο μεγάλη ανάγκη να φυγαδεύσει αυτό το εικοσάρικο σ’ ένα ταξίδι. Να το βγάλει από λογαριασμούς και να το στείλει ένα ταξίδι στη θέση του. Είχε τόση ανάγκη να ζήσει μια φορά μέσα σ’ αυτά τα δύο χρόνια ανεργίας, «πάνω από τις δυνατότητές του».
Ύστερα, θα πήγαινε να πάρει τη Ματούλα από τη δουλειά. Θα περπάταγαν μέχρι τη θάλασσα και θα την άφηνε να κλάψει, μέχρι να ξαλαφρώσει, για ‘κείνη τη γαμωδόση που πάλι δεν θα έβγαινε. Κι έπειτα θα της έτριβε τρυφερά τα κουρασμένα της χέρια κι αν ήταν τυχερός, ίσως να μπορούσε να διακρίνει ξανά, έστω για λίγο, εκείνο το αυθεντικό της χαμόγελο, πίσω από τη φωτοτυπία.
Από το 2016 στην Ελλάδα, πάνω από 53% δεν καταφέρνει να πάει, έστω και ολιγοήμερες διακοπές. Καλόν Αύγουστο και καλές διακοπές είτε αληθινές, είτε του μυαλού.