Βασίλης Πατρίκας. Ο δασκιώτης λαϊκός αγωνιστής και τα “μακρυγιαννικά” του απομνημονεύματα (6)
Επιμέλεια Δημήτρης Βύζας*
«Εγώ θα γράψω τη δική μου ιστορία. Όλοι οι άνθρωποι στη ζωή έχουν την ιστορία τους. Ο καθένας ξέρει τους δικούς του πόνους, τις δικές του χαρές, λύπες και βάσανα και όταν πεθάνει, πεθαίνουν όλα. Μα εγώ είτε είμαι χαζός, είτε έξυπνος, θα γράψω τον πόνο του χωριού μου, την ιστορία που μου έλεγαν οι παππούδες. Πού θα ξέρουν, αυτοί που γεννιούνται τώρα, πώς ήταν τότε.» Βασίλης Πατρίκας ( 1912-2002)
Απόσπασμα από τον πρόλογο του Δημήτρη Βύζα
Πριν από αρκετά χρόνια, μετά τον θάνατο του μπάρμπα Βασίλη Πατρίκα του Νικολάου, έφτασαν στα χέρια μου τα απομνημονεύματα του, (προσωπικά δεν ονοματίζει και ούτε χαρακτηρίζει τα γραπτά του), που αποτελούνται από 194 σελίδες.[…]
Από εκτίμηση που είχα στο πρόσωπο και σεβασμό στη μνήμη του Βασίλη Πατρίκα, διάβασα με ευχαρίστηση τα γραπτά τουλάχιστον δύο φορές. Από τις 158 σελίδες, πέρασα σε ηλεκτρονική μορφή τις πρώτες 58 που κοινοποιώ. Αυτές έγιναν αναγνώσιμες ή καλύτερα ευανάγνωστες. Στην αρχή άφησα τα κείμενα όπως είναι γραμμένα, χωρίς καμιά ορθογραφική διόρθωση. Προχωρώντας έκανα μεγαλύτερη σε βάθος διόρθωση λαθών, όχι όμως εκφραστικών. Αυτό σίγουρα θα το καταλάβει ο αναγνώστης.
Δεν είναι πρόθεση μου να δημοσιεύσω ολόκληρο το έργο του Βασίλη Πατρίκα παρά να κεντρίσω το ενδιαφέρον εκείνων που εκτιμούν τις προσπάθειες συνανθρώπων τους που αγαπούν την Τοπική Ιστορία.[…]
ΠΑΤΡΙΚΑΣ ΒΑΣΙΛΗΣ (ανάγνωση και αντιγραφή ΒΥΖΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ)
Μέρος 6ο
Ο παππούς μου ήταν 28 χρονών παλικάρι και στο χωριό δεν εύρισκε κορίτσι. Την 2-η μέρα της Παναγίας οι κλέφτες πήγαν βίζιτα σε ένα σπίτι και μια μπάμπου Σκράπαινα είπε στον παππού μου Παναγιώτη τώρα που είναι εδώ οι κλέφτες δεν πάμε να πάρουμε ένα κορίτσι από τη Φτέβγιανη, το σημερινό Πολύφυτο. Οι κλέφτες άκουσαν και χάρηκαν, πάμε Παναγιώτη. Τότε ο παππούς μου τους είπε, πάμε. Και η μπάμπου Σκράπαινα του είπε: Εμ προξενήτρα, έμ του είπε θα σε στεφανώσουμε. Και από τότε ως τώρα αυτούς τους Σκραπαίους έχουμε κουμπάρους. Τριάτσικο- Φτέβγιανη είναι 2 ώρες. Ετοιμάστηκαν.
Με τα ποδάρια όταν στην πήγαν στη Φτέβγιανη, η ώρα ήταν μια ξαλιά, αξαλιά, ο Ήλιος. Ο παππούς μου δεν κατέβηκε στο χωριό. Κάθισε ψηλά σε ένα εικονοστάσι, στη ράχη. Από εκεί φαίνεται καθαρά το χωριό. Οι κλέφτες πήγαν στο σπίτι και η μπάμπου μου είχε πάει στο αμπέλι που ήταν 200 μέτρα, στην άκρη του χωριού. Η μπάμπου η Σκράπαινα είπε στη μάνα της μπάμπους μου. Την ήξερε και την είπε που είναι το κορίτσι να το πάρουμε στο χωριό μας για νύφη. Θα χορτάσει ψωμί. Είναι καλός νοικοκύρης και μοναχογιός. Η μάνα της μπάμπως μου είπε πως το κορίτσι δεν το δίνουμε ξενόχωρα. Είναι και μικρό, τι παντρειά να του κάνουμε. Εμείς δεν έχουμε ρούχα να το αλλάξουμε, όχι προίκα. Η Σκράπαινα είπε, εμείς δε θέλουμε τίποτα, μόνον το κορίτσι. Εκεί που θα πάει θα βρει από όλα. Η πεθερά της είναι χήρα και τόχει καημό και θα την κάνει απ’ όλα. Μόνον να μας την δώσετε. Η απάντηση ήταν όχι.
Τότε αφού έμαθαν πως είναι στο αμπέλι κοντά και χωρίς να το μάθει να κρυφτεί, πήγαν οι κλέφτες μαζί με την προξενήτρα. Και τις πήραν. Ποιος μπορούσε να μιλήσει. Όταν βγήκαν ψηλά στη ράχη που ήταν ο παππούς μου, και την είδε δεν του άρεσε. Ήταν ψηλή αλλά λιανή. Ούτε βυζιά είχε να πιάσει και είπε στην προξενήτρα να την αφήσουν να γυρίσει πίσω. Η προξενήτρα είπε στον παππού μου. Εμείς το κορίτσι το πήραμε και πίσω δεν 30) γυρνούμε, Παναγιώτη. Και αν δεν το θέλεις εσύ, εγώ θα το δώσω σε άλλο παιδί. Και θυμωμένοι περπατούν στο δρόμο.
Ο παππούς μου στενοχωρημένος και η προξενήτρα τον φοβέριζε. Αν δε, θα μείνεις ανύπαντρος, ποιά σε παίρνει. Μεγάλωσες και η μάνα (σου) είναι κακιά. Δεν πρόκειται να βρεις κορίτσι. Αφού περπάτησαν δύο χιλιόμετρα και έφτασαν στο μέρος που εμείς το λέμε Σταυρό. Εκεί χωρίζει ένας δρόμος που κατεβαίνει στο ποτάμι και έβγαινε στη Βόσοβα, Κόκοβα για Βέροια. Επειδή ο δρόμος ήταν χαμηλότερος οι Βελβεντινοί τον χειμώνα που έκαναν ταξίδια τον χρησιμοποιούσαν πηγαίνοντας από αυτό το σταυροδρόμι.
Εκεί που ο παππούς μου ακολουθούσε τελευταίος, πήρε την απόφαση. Στάθηκε, τήρησε (κοίταξε) προς το μέρος που βγαίνει ήλιος, έκανε τρείς μετάνοιες και το σταυρό του και είπε: αυτό ήταν το τυχερό μου. Φώναξε την προξενήτρα και της είπε, θα την πάρω. Εσείς τραβάτε από το δρόμο για το χωριό μας και εγώ θα πάω από κάτω που είναι κοντύτερα. Θα περάσω και από το αμπέλι να μάσω σταφύλια να δώσω και στους κλέφτες.
Οι κλέφτες με την προξενήτρα έφτασαν νωρίτερα στο χωριό. Ενώ ο παππούς μου τους είπε να τραβήξουν σπίτι, όμως η προξενήτρα πήγε στο δικό της σπίτι. Όταν ήρθε ο παππούς μου δεν βρήκε ούτε τη νύφη αλλά ούτε και τους κλέφτες. Ρώτησε την μάνα του: Δεν ήρθαν εδώ οι κλέφτες; Εκείνη απάντησε πως ήρθαν εδώ, αλλά πήγαν στο σπίτι του Σκράπα. Ο παππούς λέγει στην μάνα του. Εγώ θα πάω και θα τους φέρω εδώ. Πήρα νύφη.
Η μάνα του μέχρι τότε δεν ήξερε τίποτε. Χάρηκε και λυπήθηκε. Και η προξενήτρα δεν ήξερε τι να κάνει όταν δεν είδε τον παππού μου να πηγαίνει στο σπίτι της. Τότε κατάλαβε και πίστεψε και έστειλε την νύφη της να πάει στο σπίτι του παππού μου να βάλει το υνί στην πόρτα και να πει πως σε λίγο έρχεται η νύφη.
Σε λίγο ο παππούς μου με τη νύφη και τους κλέφτες πήγαν στο σπίτι του παππού μου. Η νύφη έστεκε, πότε έκλαιγε και δεν καθόταν. Αφού νύχτωσε, οι κλέφτες έφυγαν και η νύφη βγήκε έξω και τόμασε στη φίβγα (το έβαλε στα πόδια) αλλά ο παππούς μου την παρακολουθούσε και την έπιασε έξω από το χωριό. Αφού την έπιασε δεν ήθελε να περπατήσει και μας έλεγε ο παππούς μου, την πήρε στο ώμο. Την έφερε στο σπίτι και τότε ήρθε η μπάμπω η προξενήτρα και είπε στον παππού μου να πάει να πει τον παπά να την στεφανώσει μεσάνυχτα. Ο παπάς τον είπε: να την φυλάξεις ως το πρωί. Ήταν Κυριακή και μετά τη λειτουργία να σε στεφανώσω.
Η νύφη τώρα ούτε κοιμάται ούτε κάθεται στο πάτωμα του σπιτιού. Στέκεται όρθια , ούτε ήθελε κάτι να φάει. Έφεξε και ήρθε από τη Φτέβγιανη ο αδερφός της με ένα θείο της και μια θεία. Τότε μίλησε με αυτούς και αφού της είπαν ότι έγινε-έγινε και της είπαν μερικές παραβολές πως και άλλοι το ίδιο (κατά τον ίδιο τρόπο) παντρεύτηκαν και έζησαν και πρόκοψαν. Είναι καλός νοικοκύρης και δεν έχεις άλλους, μόνον την πεθερά σου. Αυτή είναι νέα ακόμα, γερή και θα σε βοηθήσει. Ο παππούς μου, μόλις ήρθε ο κουνιάδος του 16 χρονών, του έδωσε ένα γυαλί ρακί και τον είπε: Σύρε και πες τη μάνα σου και τον πατέρα σου να έρθουν να στεφανωθούμε το απόγευμα. Εγώ θα ετοιμάσω τραπέζι. Πήγε και βρήκε ένα κριάρι και μια προβατίνα και κάλεσε όλο το χωριό. Αλλά ο πεθερός και η πεθερά, εξόν που δεν είχαν άλλα ρούχα να φορέσουν, δεν είχε ούτε δεκάρα να τον χαιρετήσει η νύφη(να δωρίσει).
Ντράπηκε να έρθει. Η φτώχεια δεν είχε όρια. Ήρθε ο αδερφός της νύφης και είπε δεν έρχεται ο πατέρας μου, ούτε και η μάνα μου. Ο παππούς μου ήταν ώριμος στην εκκλησία και ήξερε από φτώχεια. Έδωσε 10 ναπολεόνια στον κουνιάδο του και του είπε μόνο να έρθουν να τους ευχηθούν. Τότε αν δεν τους εύχονταν οι γονείς πίστευαν ότι δεν έβλεπαν προκοπή. Ο κουνιάδος που λεγόταν Γιώργος, τον πρόφτασα και εγώ, ξαναπήγε πίσω αλλά δεν τους έπεισε. Και στεφανώθηκε χωρίς τα πεθερικά του. Ήταν (παρών) ένας κουνιάδος του 18 χρονών
Η μπαμπω μου έκανε τρία παιδιά. Τον πατέρα μου και δύο ακόμα.
Ο παππούς μου που ήταν ορφανός και μοναχογιός έκαμε τρία παιδιά. Το ένα του παιδί πήγε στην Αμερική αλλά δεν έκαμε οικογένεια. Πήρε Ιταλίδα γυναίκα, νοσοκόμα. Έγραφε γράμματα όταν ζούσε ο παππούς. Τα δύο παιδιά, ο πατέρας μου και ο θείος μου Αντώνης πρόκοψαν και γίναμε 180 άτομα. Εγώ έκανα οκτώ παιδιά. Ο δεύτερος αδερφός μου έκανε δέκα. Ο τρίτος τέσσερα παιδιά και ο τέταρτος τρία. Εγώ έχω 30 εγγόνια και 24 δισέγγονα, τώρα το 1992. Ο αριθμός τους δεν σταματάει εδώ. Άλλοι πόσοι ακόμα θα γεννηθούν;
Σημείωση Φαρέτρας: *Ο Δημήτρης Βύζας κατάγεται από τη Φυτειά είναι Ηλεκτρονικός Μηχανικός και συγγραφέας του βιβλίου “Τσόρνοβο – Φυτειά Ημαθίας”
Το φωτογραφικό υλικό που συνοδεύει τα κείμενα είναι από τα αρχεία των Δημήτρη Βύζα και Αντώνη Στεφανόπουλου. Αναφέρεται στον Βασίλη Πατρίκα, το χωριό και τους συγχωριανούς του.
Το 7ο μέρος του κειμένου θα δημοσιευτεί την επόμενη Κυριακή 29 Ιουλίου.
Μπορείτε να διαβάσετε: μέρος 1ο – 2ο – 3ο – 4ο – 5ο – 6ο – 7ο – 8ο 9ο – 10ο (Κάντε κλικ πάνω στους αριθμούς)