Βασίλης Πατρίκας. Ο δασκιώτης λαϊκός αγωνιστής και τα “μακρυγιαννικά” του απομνημονεύματα (4)
Επιμέλεια Δημήτρης Βύζας
«Εγώ θα γράψω τη δική μου ιστορία. Όλοι οι άνθρωποι στη ζωή έχουν την ιστορία τους. Ο καθένας ξέρει τους δικούς του πόνους, τις δικές του χαρές, λύπες και βάσανα και όταν πεθάνει, πεθαίνουν όλα. Μα εγώ είτε είμαι χαζός, είτε έξυπνος, θα γράψω τον πόνο του χωριού μου, την ιστορία που μου έλεγαν οι παππούδες. Πού θα ξέρουν, αυτοί που γεννιούνται τώρα, πώς ήταν τότε.» Βασίλης Πατρίκας ( 1912-2002)
Απόσπασμα από τον πρόλογο του Δημήτρη Βύζα
Δεν είναι πρόθεση μου να δημοσιεύσω ολόκληρο το έργο του Βασίλη Πατρίκα παρά να κεντρίσω το ενδιαφέρον εκείνων που εκτιμούν τις προσπάθειες συνανθρώπων τους που αγαπούν την Τοπική Ιστορία.[…]
ΠΑΤΡΙΚΑΣ ΒΑΣΙΛΗΣ (ανάγνωση και αντιγραφή ΒΥΖΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ)
Μέρος 4ο
Τότε επειδή ήταν σε καλή, οικονομική, κατάσταση, οι κλέφτες πήγαιναν και χαράτσωναν όποιον νόμιζαν πως έχει χρήματα και είπαν πως η μάνα του έχει χρήματα. Τότε ο Ντόμανος από τη Μπόστανη, πήρε τον παππού μου σκλάβο για να χαρατσώσει τη μάνα του παππού μου.
Τον πήρε και τον πήγε έξω από το χωριό. Ήταν ένα κομμένο πλατάνι και η μάνα του παππού μου ακολούθησε τον παππού μου. Τον βάζει πάνω στο κούτσουρο και λέει στη μάνα του παππού μου: Αν δεν μας φέρεις 8 οκάδες λίρες θα τον κόψομε. Τότε η μάνα του παππού μου είχε ένα τσουκάλι με 8 πεντόλιρα και 40 λίρες και άλλα χρυσαφικά. Το τσουκάλι το είχε στο τζάκι που άναβε φωτιά. Από πάνω είχε μια πλάκα πέτρινη και πάνω άναβε τη φωτιά. Τα είχε εκεί για ασφάλεια, διότι τότε οι κλέφτες έκαναν μπασκούνι, έρευνα. Αυτή τα έκρυβε εκεί για ασφάλεια, αλλά αφού πήραν τον παππού μου, πήγε τα έβγαλε και τα πήγε στους κλέφτες μαζί με το τσουκάλι. Και είπε: Αυτά, έχω 2 βόδια, ένα μουλάρι και 50 κουφάλες, κυψέλες, μελίσσια, μόνον μη μου χαλάσετε το παιδί. Οι κλέφτες της είπαν ότι το τσουκάλι δεν ήταν γεμάτο και τα κράτησες. Ή μας γεμίζεις το τσουκάλι ή το παιδί σου θα το κόψουμε. Τότε τον έβαλαν τον παππού μου στο κούτσουρο και η μάνα του παππού μου εκεί που ήθελαν να τον κόψουν στου Γιώτα το χωράφι, εκεί που τώρα είναι το Σπήλαιο, σε περίπου 80-100 μέτρα ύψος.
Η μάνα μου κίνησε να πάει να πηδήξει. Πήρε το μονοπάτι που δεν ήταν ούτε 100 μέτρα η πέτρα. Αλλά αφού κίνησε μες το μονοπάτι που είναι και τώρα, να πάει στο λάκκο, στο πηγάδι, στη βρύση Μεκ το λέμε, ο κλέφτης ήταν μες το μονοπάτι. Την σταμάτησε και την ρώτησε που πας; Αυτή τον είπε θα πάω να πηδήξω από την πέτρα, αφού δεν έχω άλλη ελπίδα, ούτε λεφτά, ούτε άλλο από αυτά που έδωσα στον καπετάνιο. Τότε ο κλέφτης την έπιασε και την πήγε εκεί που ήταν ο καπετάνιος. Τον παππού δεν τον είχαν σφάξει.
Οι κλέφτες ήταν 7, ξαναμαζεύτηκαν και ένας από τους κλέφτες είπε στη μάνα του παππού μου, αν έχει κανένα πρόβατο ή γίδι, και αν δεν έχει, κότες. Και είπε έχω 11 κότες και ένα πετεινό. Και της είπε να πας να μας φέρεις μια μαύρη κότα.
Από το σπίτι ως το σημείο που ήταν οι κλέφτες, δεν είναι 200 μέτρα. Πήγε και με αναμμένο δαδί, έπιασε 8 κότες και τον κόκορα. Δύο της ξέφυγαν. Τις πήγε εκεί στο κοντινό χωράφι. Όταν την είδαν της είπαν ότι εμείς 7 ζητήσαμε και συ έφερες 8. Ήταν ακόμα δύο αλλά μου έφυγαν. Να πάω αν μπορέσω να τις πιάσω και αν θέλετε να σας φέρω και ένα καβάνι μέλι. Τότε οι κλέφτες πήραν μόνο 1 κότα μαύρη και τις άλλες τις έδωκαν πίσω, να τις φέρει στο σπίτι. Η μάνα του παππού μου τους είπε: κότες θα βρω, παιδί δεν βρίσκω. Και τις άφησε εκεί χωρίς να τις πάρει. Είπε στου κλέφτες: πάρτε της. Επειδή ήταν δεμένες οι κότες δεν μπορούσαν να φύγουν.
Οι κλέφτες πήραν τη μαύρη κότα και τον παππού μου και πήγαν στη βρύση στ’ Mέκ, που και σήμερα είναι εκεί. Άναψαν φωτιά και είχαν ψημένο κρέας και έψησαν την μαύρη κότα και έδιναν ψημένο κρέας και στον παππού μου. Αλλά αυτός μας έλεγε δεν φοβούνταν το σφάξιμο ούτε πήρε να φάει κρέας ψημένο, μόνο επειδή ήταν θεοσεβούμενος. Κύριε Ιησού υιέ του Θεού ελέησον τον αμαρτωλόν και ανάξιον δούλον σου.
Αφού έψησαν την κότα, ένας από τους κλέφτες κοίταξε τη σαμάρα, το στήθος, και μόλις είδε το σημείο που κοίταζε, πήγε κοντά στον παππού μου και του είπε: Μη φοβάσαι δεν έχει μνημόρι (μνήμα), η σαμάρα. Γύρισε και στον καπετάνιο Ντόμανο από τα Ριζώματα και του είπε ότι αν τον κόβαμε άδικα, άλλα λεφτά δεν έχει η μάνα του. Αφού έφεξε, ο κλέφτης που κοίταζε τη ζαμάρα είπε πάμε τώρα να σε δει και η μάνα σου. Όταν πήγε στο σπίτι και είδε τον παππού μου με τον κλέφτη, σταμάτησε να ξεπατώνει τα μαλλιά από το κεφάλι της, που τα είχε ξεπατώσει. Από τότε δεν ξανάβγαλε (μαλλιά).
Αφού του έδωσαν ότι είχαν να τον ευχαριστήσουν, δεν έφυγε, αλλά κάθισε όλη μέρα στο χωριό. Ο κόσμος το είχε μάθει πως τον Παναγιώτη της μπάμπους Γρηγόραινας τον πήραν και τον χάλασαν. Τρομαγμένοι από τις φίνες της μπάμπους, φοβούνταν να πάνε στο σπίτι. Αφού σταμάτησε να ακούγεται ο θρήνος, 2 μάνες, η μπάμπου Θανάσαινα, φωτάδικη και η μπάμπου Τριανταγυλλιά, Τσιγγενάδικη, που ήταν γειτόνισσες, είπαν, σκέφτηκαν, πως θα πέθανε η μάνα του παππού μου. Πήγαν να ιδούν και μόλις άνοιξαν την πόρτα, είδαν τον παππού μου και τον κλέφτη να κάθονται να συζητούν. Χάρηκαν και βγήκαν έξω. Είπαν πως τον Παναγιώτη δεν τον χάλασαν. Ο παππούς μου, πολύ περίεργος και έξυπνος, πήγε και πήρε τις κότες που ήταν εκεί που τις άφησαν το βράδυ. Δεν τις βρήκε καμιά αλεπού. Όταν τις έφερε στο σπίτι, έκοψε τον κόκορα και τον έβρασε, έβαλε και ρύζι. Τότε το ρύζι το είχαν στα χωριά για φάρμακο.
Την ώρα που βασιλεύει ο ήλιος, ο κλέφτης είπε να φύγει. Ο παππούς μου τον παρακάλεσε να καθίσει να φάνε τον κόκορα. Πρώτα είπε δεν θέλει και αφού τον είπε πως τον έχει μαγειρεμένο με ρύζι, έκατσε και έφαγε. Και ο παππούς σαν έξυπνος που ήταν, έβγαλε τη ζαμάρα και τα δύο ποδάρια. Το ένα ποδάρι το έδωσε στον παππού μου και όταν έφαγε την ζαμάρα ο παππούς μου με τρόπο τον είπε που βλέπεις και τι καταλαβαίνεις;
Θανάση τον έλεγαν τον κλέφτη και του είπε: θα σε δείξω, αλλά δεν είναι καλό να ξέρεις, διότι αν κάτι που θα σε βρει κακό θα το βλέπεις μπροστά από ένα χρόνο και θα στενοχωριέσαι. Όπως και εγώ ξέρω ότι μέχρι τα Χριστούγεννα… ήταν Ιούλιος μήνας, αλλά ημερομηνία και ποιο έτος δεν θυμούμαι. Δεν μου έλεγε ο παππούς μου, όταν με τα μολογούσε. Του είπε μέχρι τα Χριστούγεννα εμείς, η παρέα μας που είμαστε, μόνον ο καπετάν Ντόμανος με έναν βλάχο από το Λειβάδι θα μείνουν, οι άλλοι θα σκοτωθούμε. Γι’ αυτό θα σε δείξω μόνον αν ο νοικοκύρης έχει χρήματα, έχει τρανή σακούλα, αν το σπίτι πηγαίνει καλά. Τον έδειχνε το σημείο αν μέσα στο σπίτι, οι γυναίκες ή άνδρες πορνεύονται. Και η γυναίκα σου μα και εσύ είσαι τέτοιος, αν θα σε βρει καλό στο σπίτι, αν κακό, ο πλάτης μπροστά από ένα χρόνο το δείχνει και πολλά άλλα. Όταν ζούσε ο παππούς μου, τον έφερναν τη ζαμάρα να τους πει πως είναι και τι θα τους βρει.
Εμάς δεν μας ήθελε να τα βλέπουμε αλλά μας είπε πολλά. Εγώ επειδή έβλεπα πως δεν πήγαινα καλά στα μαύρα χρόνια μετά από την Αλβανία κοίταζα μόνο τον σκοτωμό. Δεν έβλεπα μνημόρι. Ύστερα τα παράτησα να κοιτάζω, να μην ξέρω τον καημό. Ο πατέρας μου ζούσε με μένα στο σπίτι. Βλέπω στη πλάτη του γουρουνιού που έσφαξα τα Χριστούγεννα και έβαλα την πλάτη να βράσει. Είδα κάτι που με βασάνιζε κάθε μέρα, χωρίς βέβαια να το ξέρω, ούτε κατά διάνοια. Όταν το πέρασα, είπα στο εαυτό μου, δεν ξανακοιτώ. Και πολλές συμβαίνει να σφάζω ζώο, εκεί που το ψένω ή το βράζω, σπάζω την πλάτη ή τη ζαμάρα για να μην την κοιτάξω. Ίσως να είναι ψέματα, αλλά να που πολλά βγαίνουν.
Όπως λένε οι κοσμοθεωρίες, υπήρχαν εποχές που οι άνθρωποι βάδιζαν βασιζόμενοι στα κόκκαλα, με τα όνειρα. Αυτοκράτορες, βασιλιάδες με τα μαντεία όπως βλέπουμε, τους Δελφούς που έχουμε εμείς στην Ελλάδα που σήμερα είναι αρχαιολογικό χώρος, που τον θαυμάζουν οι τουρίστες. Όλος ο κόσμος πηγαίνει να δει την Κρυσταλλία Πηγή. Κατά καιρούς θα ήταν δύσκολο να πας να δεις και να πιείς από το φημολογούμενο αθάνατο νερό.
Σημείωση Φαρέτρας:Το φωτογραφικό υλικό που συνοδεύει τα κείμενα είναι από τα αρχεία των Δημήτρη Βύζα και Αντώνη Στεφανόπουλου. Αναφέρεται στον Βασίλη Πατρίκα, το χωριό και τους συγχωριανούς του.
Το 5ο μέρος του κειμένου θα δημοσιευτεί την επόμενη Κυριακή 15 Ιουλίου.
Μπορείτε να διαβάσετε: μέρος 1ο – 2ο – 3ο – 4ο – 5ο – 6ο – 7ο – 8ο 9ο – 10ο (Κάντε κλικ πάνω στους αριθμούς)