Αιώνες πριν το “Μακεδονικό”… γράφει ο Αριστοτέλης Παπαγεωργίου
Ο κομήτης του Χάλεϊ, ο τσάρος Σαμουήλ και ο Βουλγαροκτόνος
Ενστερνίζομαι την πεποίθηση ότι στο τρέχον εκπαιδευτικό πρόγραμμα η μεσαιωνική ιστορία είναι παραγκωνισμένη και δείχνει παραγνωρισμένη. Μετατρέπεται σχεδόν σε terra incognita τόσο για μαθητές όσο και για καθηγητές, που δεν έχουν ειδικό ενδιαφέρον μελέτης. Υιοθετείται ένα σχηματικό δίπολο. Έμφαση δίνεται στην αρχαιότητα και τη σύγχρονη εποχή. Ωστόσο το Βυζάντιο σηματοδοτεί ιστορικά μία φάση κυοφορίας που εγκυμονεί κρίσιμες εξελίξεις. Ο μεσαίωνας αποπνέει εσωστρεφή γοητεία και είναι πάντα ενδιαφέρουσα η κατάδυση στα σημαινόμενά του[1].
Μακράν ισχύει η συγκεκριμένη διαπίστωση για τη διδασκαλία της βυζαντινής γραμματείας στο σύνολό της. Όντας ελάχιστα γνωστή στο ευρύ κοινό, αρχίζει και εξαντλείται συνήθως στο «Ὑπερμάχω στρατηγῷ τὰ νικητήρια»· ίσως και σε κάποια θολή, συγκεχυμένη υπόμνηση ονομάτων όπως ο Προκόπιος, η Άννα Κομνηνή, ο Μιχαήλ Ψελλός και ο Ρωμανός ο Μελωδός, ενδεχομένως και ο Χαλκοκονδύλης. Δεν πρόκειται για ειρωνικό σχόλιο. Ειρωνική και άδική είναι η υφιστάμενη πραγματικότητα[2]. Δείχνει να υπακούει στον αυτό, παρωχημένο, δυϊσμό. Το να παρακάμπτεις σημαίνουσες εκφάνσεις, να τις ξανασβήνεις από το παλίμψηστο μίας εθνικής λογοτεχνίας καταλήγει μυωπικός αστιγματισμός.
Ο 10ος αιώνας επικυρώνει τον πρώτο βυζαντινό ουμανισμό[3]. Πρόκειται για την εποχή της Μακεδονικής Αναγέννησης. Ιστορικά η περίοδος αυτή συμπίπτει με την ανάρρηση στο θρόνο της Δυναστείας των Μακεδόνων αυτοκρατόρων. Σφραγίζεται από προσωπικότητες όπως ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, ο Νικηφόρος Φωκάς και ο Ιωάννης Τσιμισκής, ο Βασίλειος Β΄ Βουλγαροκτόνος. Σημειώνεται εντυπωσιακή άνθιση των γραμμάτων και της καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Τότε συντελείται κι ένα επίτευγμα μοναδικό. Οι περισσότερες βυζαντινές μονές μετατρέπονται σε scriptoria. Όλα τα μεγάλα έργα της αρχαιότητας αντιγράφονται και η σωζόμενη πνευματική παρακαταθήκη του ελληνισμού αποθησαυρίζεται συστηματικά.
Ο Ιωάννης Γεωμέτρης ή Κυριώτης[4] είναι σπουδαίος ποιητής του 10ου αιώνα. Ζει και δραστηριοποιείται στην Κωνσταντινούπολη. Εντάσσεται στην αυλική αριστοκρατία. Αυτό συμβαίνει τουλάχιστον έως την εποχή του Βασίλειου Β΄, οπότε υπέπεσε σε δυσμένεια. Πρόκειται για αντιπροσωπευτικό διανοούμενο της εποχής του. Υπήρξε πολυγραφότατος. Συνέθεσε επιγράμματα αλλά και πιο μακροσκελή ποιήματα. Μετρικά κυμαίνονται από το αρχαιόπρεπο εξάμετρο και το ελεγειακό δίστιχο μέχρι τη δωδεκασύλλαβη στιχουργία. Καλύπτει ευρεία ποικιλία θεμάτων: μυθολογικές και ιστορικές αναφορές, εγκώμια προσώπων, αισθητικά και φιλοσοφικά ζητήματα, επιτάφια αφιερώματα. Διέπεται από βαθιά θρησκευτικότητα, με διάθεση όμως κριτικής προσέγγισης του χριστιανικού πνεύματος[5].
Στην παρούσα περίπτωση το ενδιαφέρον εστιάζεται σε ένα ποίημα του Γεωμέτρη με ιστορικό περιεχόμενο. Οι συγκείμενες, πολιτικές και πραγματολογικές, το χρονολογούν στο 989 μΧ. Το ύφος τείνει προς τη ρητορεία, την εσχατολογία, την αρχαιοπρέπεια. Εντοπίζονται πολλά
γνωρίσματα θρήνου, που παραπέμπουν στη μεταβυζαντινή δημώδη γραμματεία και τις έμμετρες αφηγήσεις, τις σχετικές με αλώσεις πόλεων. Εν προκειμένω:
Τι δηλώνεται εδώ; Δεν έχει ίσως τόση σημασία μόνο το «τι θέλει να πει ο ποιητής». Πρωτευόντως ενδιαφέρει πού αποσκοπεί με το εγχείρημά του και πώς το εκφράζει. Καταγράφει απλώς την αγωνία και τον κραδασμό μιας εποχής; Ή καταφεύγει σε πιο τολμηρούς, σχεδόν υπερβατικούς, συσχετισμούς; Διαιρεμένο σε τέσσερις διακριτές ενότητες (στίχοι 1 – 23, 24 – 35, 36 – 55 και 56 – 65 αντιστοίχως) το ποίημα αναφέρεται σε σύγχρονα γεγονότα. Στο δεύτερο ήμισυ του 10ου αιώνα πολιτικές εξεγέρσεις και εμφύλιες συγκρούσεις, επιδρομές, πολεμικές αναμετρήσεις, θεομηνίες και αλλόκοτα φυσικά φαινόμενα ταλάνισαν την αυτοκρατορία. Ο Γεωμέτρης δίνει το πολιτικό στίγμα, όπως υπαγορεύει και επιβάλλει η κρισιμότητα των καιρών. Απηχείται εδώ το πνεύμα της πρωτεύουσας. Εκφράζεται διάχυτη ανησυχία για τα τεκταινόμενα στα ανατολικά (πρὸς τὴν ἕω») και τα δυτικά (τὰ πρὸς δύσιν) τμήματα του κράτους. Ακολουθείται ο γνώριμος εξαρχαϊσμός των πηγών αναφορικά με τα ονόματα των ξένων επιδρομέων. Έτσι οι Άραβες αποκαλούνται Αγαρηνοί (απόγονοι της δούλης Άγαρ) και οι Βούλγαροι κατονομάζονται ως Σκύθες.
Η ανάλυση δομής επιτρέπει τη διερεύνηση τεκμηρίων, που η διασταύρωση των πηγών επαληθεύει. Ειδικότερα: η πρώτη ενότητα, μετά την εισαγωγή, περιλαμβάνει αναφορές στη δράση των Αράβων στην ανατολική επικράτεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Στο προοίμιο (στίχοι 1 – 6) ο ποιητής απευθύνει έκκληση στα στοιχεία της φύσης ζητώντας να θρηνήσουν συμμεριζόμενα τον ανθρώπινο πόνο. Ακολούθως (στίχοι 7 έως 23) καταγράφονται τα γεγονότα της Ανατολής. Πατεράδες δολοφονούν τα παιδιά τους, αδέλφια σφάζονται μεταξύ τους, η γη κεραυνόπληκτη δονείται από συνεχείς σεισμούς. Ακόμη υπαινίσσεται την ανομβρία και την παρατεταμένη ξηρασία, που προκάλεσαν λιμό, με συνέπεια περιοχές ολόκληρες να οδύρονται για τις καταστροφές, ενώ οι πόλεις της Ανατολής που άλλοτε ανήκαν στην αυτοκρατορία, τώρα στενάζουν υπό την κυριαρχία των Αράβων. Το δεύτερο τμήμα (στίχοι 24 – 35), που εδώ μας ενδιαφέρει κυρίως, σχετίζεται με όσα διαδραματίζονται στη Δύση. Με επίκεντρο τη βορειοδυτική Μακεδονία, οι Βούλγαροι ενεργούν επιδρομές στις δυτικές κτήσεις του κράτους. Πολιορκούν πόλεις, τις πυρπολούν και τις ισοπεδώνουν, δολοφονώντας τους κατοίκους. Στο τρίτο μέρος ο φακός εστιάζει στην Κωνσταντινούπολη, που σπαράσσεται από πληθώρα δεινών. Ο ποιητής επιλέγει εδώ την προσωποποίηση. Υποτίθεται ότι απευθύνει στην πόλη σειρά ρητορικών ερωτήσεων. Έτσι μας πληροφορεί για τα τεκταινόμενα: εμφύλιες συγκρούσεις, εξορίες και αιχμαλωσίες αντιπάλων, αλλεπάλληλη σεισμική ακολουθία και η εμφάνιση ενός κομήτη. Η τέταρτη ενότητα κλείνει κυκλικά το ποίημα. Η αμαρτωλή πρωτεύουσα ικετεύει τον Ιησού να ελεήσει το λαό της και να σώσει το κράτος από τον αφανισμό.
Τι ακριβώς συμβαίνει; Σε ποια αποστασία παραπέμπει ο τίτλος του ποιήματος; Με ποιες επιπτώσεις; Οι στάσεις δυναμιτίζουν την πολιτική ομαλότητα, υπονομεύουν και φαλκιδεύουν την ασφάλεια του κράτους. Ο ποιητής εκφράζει βαθιά θλίψη. Κυριαρχεί παντού το αίσθημα της διάλυσης. Είναι ένας κόσμος που καταρρέει, μια κοινωνία σε αποδόμηση, που έχει φτάσει στα έσχατα των ορίων της. Η όποια αγωνιστικότητα εξαντλείται στον εμφύλιο πόλεμο. Η ψυχική κόπωση μοιάζει πια ανυπόφορη. Τα ανοιχτά μέτωπα σε ανατολή και δύση, οι εντεινόμενες απειλές και οι σφετερισμοί, η αδελφοκτόνα διαμάχη που συνεχίζεται, όλα αυτά επισφραγίζονται και από ακραία φυσικά φαινόμενα. Ίσως οι θεομηνίες είναι ο άλλη όψη τη θείας πρόνοιας. Οι αμαρτίες των ανθρώπων οδηγούν σε ηθική κατάπτωση και πολιτική εκτροπή. Εάν δε συνέλθουν, προδικάζεται ο αφανισμός τους…
Η ταραχώδης ιστορία του Βυζαντίου κατά το διάστημα από το 976 έως το 989 απεικονίζεται από το Γεωμέτρη ανάγλυφα. Οι στάσεις του Βάρδα Φωκά και του Βάρδα Σκληρού, των δύο πανίσχυρων στρατηγών, σπάραξαν το κράτος. Ο τίτλος του ποιήματος παραπέμπει ακριβώς στην τελευταία αποστασία του Βάρδα Σκληρού, που σημειώθηκε στις ανατολικές επαρχίες. Ξεκίνησε τον Απρίλιο και τελικά καταπνίγηκε τον Οκτώβριο του 989. Την ίδια εποχή, τον Ιούλιο του 989, εμφανίστηκε («άναψε») ο κομήτης του Halley (τῆς σελήνης φέγγος ἐξαπεκρύβη καὶ καινὸς ἀστήρ, θαῦμα πίστεως ξένον, καινῶς ἀνήφθη), που διάρκεσε περισσότερο από είκοσι μέρες. Αυτή η εσωτερική ένδειξη αποτελεί το κλειδί, καθώς συντελεί στην πλέον πιθανή χρονολόγηση του ποιήματος. Συγχρόνως τον Οκτώβριο του 989 σημειώθηκε σεισμική δόνηση, ενώ την ίδια χρονιά πολλά εδάφη επλήγησαν από ξηρασία και λιμό.
Η εμφάνιση ενός κομήτη είναι εντυπωσιακό γεγονός. Ένα μορφωμένο Χριστιανό του μεσαίωνα, όπως είναι ο ποιητής, τον προβληματίζει και τον ανησυχεί[7]. Η εκπεφρασμένη θεία οργή συνάδει με την πολιτική ατασθαλία. Η σημειολογία των στίχων 53 και 54 φαίνεται τουλάχιστον ενδιαφέρουσα. Χρησιμοποιεί τα ομόηχα παρώνυμα «καινός» και «καινῶς» με ευστοχία, για να αποδώσει την πολυσημία που επιδιώκει. Το νεοφανές αστέρι είναι σημείο των καιρών. Λειτουργεί συμβολικά. Τα νέα δεδομένα επιβάλλουν μια νέα πραγματικότητα, επισφαλή και οδυνηρή για το καθαυτό ελλαδικό τμήμα του κράτους.
Υποστηρίχτηκε πρόσφατα ότι η παρουσία του κομήτη στο ποίημα υπαινίσσεται συνολικά την πολεμική δράση του Βούλγαρου τσάρου Σαμουήλ εναντίον του Βυζαντίου[8]. Ο Σαμουήλ προκαλεί εκτεταμένες καταστροφές. Σαρώνει τα πάντα. Πυρπολεί εδάφη και σκορπίζει τη φρίκη. Στο πέρασμά του αφήνει μόνο θύματα, ερημία, δυστυχία… Το νέο αστέρι προσομοιάζεται με την ολέθρια επέλαση του κομήτη του Χάλεϊ. Το ίδιο θέμα, στοχευμένα και με ομόλογα συμφραζόμενα, θα υπογραμμίσει ο Γεωμέτρης και σε άλλο του ποίημα. Εκεί αναφέρεται απευθείας στο Σαμουήλ. Αξιοποιεί με ποιητική ευφυΐα ένα λογοπαίγνιο. «Παίζει» με τις ομόηχες λέξεις «κομήτης» και «Κομίτης», για να παραλληλίσει την εμφάνιση ενός κομήτη με την παρουσία του Σαμουήλ Κομητόπουλου. Σε ομοιοτέλευτο σχήμα δηλώνεται ότι ο κομήτης «ἔφλεγεν τὸν αἰθέρα», ενώ ο Κομητόπουλος «πυρπολεῖ τὴν ἑσπέραν». Μόνο που ο κομήτης έσβησε με την ανατολή του ήλιου, ενώ ο Σαμουήλ έλαμψε με τη δύση του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά, δηλαδή με το θάνατό του. Ο ποιητής εκλιπαρεί το Νικηφόρο να νεκραναστηθεί για λίγο, να επανέλθει σα λιοντάρι στο πεδίο της μάχης και να διώξει τους Βουλγάρους πίσω στα κακοτράχαλα μέρη τους. Συγκεκριμένα:
Η εμφάνιση των νότιων Σλάβων στη βαλκανική χερσόνησο προκάλεσε σοβαρές εθνολογικές μεταβολές. Σε πρώιμη φάση ωστόσο δε συνιστούσαν ουσιαστικό κίνδυνο για την αυτοκρατορία, καθώς ήταν διεσπαρμένοι και διέθεταν υποτυπώδη πολιτική και στρατιωτική οργάνωση[10] Τα προβλήματα αρχίζουν με την εμφάνιση των Βουλγάρων. Οι Βούλγαροι ήταν τουρκικό φύλο. Για πρώτη φορά μνημονεύονται στις πηγές το 480. Η αρχική τους κοιτίδα εντοπίζεται στο βόρειο Καύκασο. Με την επέλαση των Ούννων παρασύρονται προς τα δυτικά. Οι Βούλγαροι αυτοί ονομάζονται συμβατικά Πρωτοβούλγαροι σε αντιδιαστολή με τον καθαυτό σλαβικό λαό των Βουλγάρων, που προέκυψε στη συνέχεια. Ένα τμήμα των Πρωτοβουλγάρων, με ηγέτη τον Ασπαρούχ, εγκαθίσταται τον 7ο αιώνα στην οροσειρά του Αίμου, νοτίως του Δούναβη. Οι Βυζαντινοί υπό τον Κωνσταντίνο Δ΄ τον Πωγωνάτο επιχειρώντας να τους αποκρούσουν θα οργανώσουν εκστρατεία το 680 με ισχυρές στρατιωτικές και ναυτικές δυνάμεις. Θα ηττηθούν και θα αναγκαστούν να συνάψουν συνθήκη ειρήνης και να καταβάλουν ετήσιο φόρο. Η αυτοκρατορία δεν μπόρεσε εξαρχής να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τους Βουλγάρους. Τον 8ο αιώνα το πρόβλημα θα ογκωθεί. Στο εσωτερικό είναι η εικονοκλαστική έριδα που εντείνει την κρίση. Στο εξωτερικό ο αραβικός επεκτατισμός απειλεί την ανατολική λεκάνη της Μεσογείου.
Η συνθήκη του 681 αποτελεί ορόσημο, καθώς συνιστά την ιδρυτική πράξη του πρώτου βουλγαρικού κράτους. Το γεγονός είναι καίριας σημασίας. Αφενός πρόκειται για το πρώτο κράτος που ιδρύεται de facto εντός των βυζαντινών εδαφών∙ αφετέρου πρόκειται για το πρώτο βαλκανικό κράτος! Οι Πρωτοβούλγαροι διέθεταν στρατιωτική πυγμή και οργανωτικές ικανότητες. Είναι όμως ευάριθμοι. Με την παγίωσή τους στη Βαλκανική χερσόνησο θα κληθούν να υποτάξουν έναν πληθυσμό αριθμητικά πολύ μεγαλύτερο και φυλετικά ανομοιογενή. Περιελάμβανε τους έλληνες κατοίκους των αστικών κέντρων και των παραλίων, τους εξελληνισμένους Θράκες και κυρίως τις σλαβικές φυλές, που είναι διασκορπισμένες στην ύπαιθρο. Οι Σλάβοι δεν είχαν διαμορφώσει έως τότε πολιτικά συγκροτήματα. Σταδιακά οι Πρωτοβούλγαροι θα συγχωνευτούν με του Σλάβους. Θα αφομοιώσουν στοιχεία της κουλτούρας και της ταυτότητάς τους. Θα εκσλαβιστούν. Θα γίνουν οι Βούλγαροι. Τελικά στην περίπτωση του Βουλγαρικού κράτους είναι οι Σλάβοι που θα προσφέρουν τη γλώσσα και τη λαϊκή βάση, είναι οι Βούλγαροι που θα αναλάβουν την κρατική οργάνωση και θα δώσουν το όνομα. Πρόκειται για ιστορική ιδιορρυθμία. Πρώτα ιδρύθηκε το κράτος και κατόπιν διαμορφώθηκε το έθνος[11].
Έκτοτε οι σχέσεις των δύο κρατών θα διέλθουν αλλεπάλληλες φάσεις κρίσεων και οριακών αναμετρήσεων. Επειδή δεν αφορά το προκείμενο, απλώς να τονιστεί εδώ ότι οι Βυζαντινοί επιδίωκαν πάντοτε να θέσουν το βουλγαρικό πληθυσμό υπό τη σφαίρα επιρροής τους. Η Βουλγαρία κατείχε εξαιρετικά επίμαχη θέση τόσο ως προς την εμπορική της σημασία, όσο και σε επίπεδο συγκοινωνιακής και στρατιωτικής γεωγραφίας. Η πλέον εύστοχη ενέργεια των Βυζαντινών υπήρξε αναμφίβολα ο εκχριστιανισμός των Βουλγάρων. Ο ηγέτης τους Μπόρις θα βαπτιστεί Χριστιανός το 864. Αξιοποίησαν για μία ακόμη φορά την ιεραποστολή – όπως θα συμβεί αργότερα και με συμφέρουσες επιγαμίες – ως όργανο της διπλωματίας. Συνετέλεσαν στην πολιτική ενότητα Σλάβων και Βουλγάρων. Με την επινόηση του σλαβικού αλφαβήτου από τους Θεσσαλονικείς αδελφούς Κωνσταντίνο (λίγο πριν το θάνατό του εκάρη μοναχός και ονομάστηκε Κύριλλος) και Μεθόδιο[12] πραγματώθηκε επί της ουσίας η πνευματική χειραφέτηση του βουλγαρικού λαού. Η πολιτισμική επίδραση του Βυζαντίου στους Βουλγάρους και τους νότιους Σλάβους κατέστη καθολική.
Ο σοβαρότερος κίνδυνος για την ακεραιότητα του Βυζαντίου θα σημειωθεί την περίοδο του Συμεών. Ο τσάρος αυτός είχε δεχτεί ελληνική παιδεία και ήταν εμποτισμένος με το βυζαντινό αυτοκρατορικό ιδεώδες. Φιλοδοξούσε να εγκαθιδρύσει μία νέα βουλγαρική οικουμενική αυτοκρατορία στη θέση του βυζαντινού κράτους. Θα επεκτείνει το κράτος του μεταφέροντας το 893 την πρωτεύουσα από την Πλίσκα στην περίλαμπρη Πρεσλάβα. Θα αυτοανακηρυχθεί «Βασιλεύς Ρωμαίων και Βουλγάρων» προβαίνοντας σε θεσμική κατάχρηση. Θα προκαλέσει απίστευτες καταστροφές – οι πηγές μιλούν για θηριωδία – στη Θράκη και την κυρίως Ελλάδα. Μέχρι το θάνατό του το 927 θα επιχειρήσει δύο αποτυχημένες πολιορκίες της ίδιας της πρωτεύουσας. Τελικά η Βουλγαρία κατά το 10ο και τον 11ο αιώνα είναι ένα ιδιαίτερα ισχυρό κράτος στη χερσόνησο του Αίμου. Το καταλυτικό χτύπημα για τους Βουλγάρους θα έρθει το 971, όταν ο Ιωάννης Τσιμισκής με εκκαθαριστικές επιχειρήσεις θα καταλάβει τη Βουλγαρία του Αίμου και θα τη μετατρέψει σε βυζαντινή επαρχία.
Όμως ενώ η βουλγαρική κυριαρχία καταρρέει στον πυρήνα της, η αντίσταση των Βουλγάρων θα συγκεντρωθεί στη βορειοδυτική Μακεδονία. Ήδη κατείχαν την ευρύτερη ζώνη της Πρέσπας. Εκεί το 976, μετά το θάνατο του Τσιμισκή, θα σημειωθεί εξέγερση των Βουλγάρων. Επικεφαλής τίθενται οι τέσσερις γιοι της φοβερής Αρμένισσας Ριψιμίας και του κόμη Νικολάου, ανώτερου αξιωματούχου των Βουλγάρων, καταγόμενου από την οικογένεια των Σισμάν. Πρόκειται για την περίφημη επανάσταση των κομητόπουλων. Στην αρχή ασκούν την ηγεσία συλλογικά. Από τα τέσσερα αδέλφια θα κυριαρχήσει τελικά ο Σαμουήλ[13]. Αυτός είναι ο «κάτω κομήτης» που με αποτροπιασμό αναφέρει στο ποίημά του ο Γεωμέτρης. Με ορμητήριο την Πρέσπα ο Σαμουήλ θα προβεί σε σειρά εκτεταμένων επιχειρήσεων. Εκμεταλλεύεται την αδυναμία των Βυζαντινών εξαιτίας των εμφύλιων συγκρούσεων, που έχουν επιφέρει οι αποστασίες. Θα στραφεί προς το νότο. Το 985 θα εξαναγκάσει τους κατοίκους της Λάρισας να παραδοθούν. Ολόκληρος ο πληθυσμός της πόλης μαζί με το λείψανο του πολιούχου Αγίου Αχιλλείου θα μεταφερθούν στην Πρέσπα. Το 987 θα στεφθεί τσάρος των Βουλγάρων. Το 989 θα καταλάβει τη Βέροια. Το 997 θα φτάσει λεηλατώντας και καταστρέφοντας ως την Πελοπόννησο. Ευτυχώς θα ηττηθεί από το Νικηφόρο Ουρανό στη μάχη του Σπερχειού την ίδια χρονιά. Από εκεί θα περάσει τις ορεινές διαβάσεις της Αιτωλοακαρνανίας και της Πίνδου και θα αναδιπλωθεί βορειότερα. Το 998 θα καταλάβει και το Δυρράχιο. Η αποφασιστική μάχη που θα κρίνει το μέλλον των Βουλγάρων θα δοθεί στο Κλειδί το 1014, ακριβώς στα σημερινά ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Οι Βυζαντινοί με το Βασίλειο Β΄ θα επικρατήσουν. Ο Σαμουήλ θα πεθάνει από αποπληξία αντικρίζοντας την εικόνα των τυφλωμένων βουλγάρων αιχμαλώτων, που επιστρέφουν ταπεινωμένοι.
Τελικά το Α΄ βουλγαρικό κράτος θα καταλυθεί οριστικά το 1018[14]. Λίγο αργότερα ο αυτοκράτορας Βασίλειος θα το αναδιοργανώσει ενσωματώνοντάς το στο βυζαντινό διοικητικό σύστημα. Στη θέση του θα ιδρυθούν αντιστοίχως το Θέμα Βουλγαρίας με έδρα τα Σκόπια και το Παρίστριο (ή Παραδουνάβιο) Θέμα. Συγχρόνως αναδεικνύεται η αυτόνομη Αρχιεπισκοπή της Οχρίδας.
Είναι αρκετοί οι σύγχρονοι ιστορικοί – όχι μόνο των Σκοπίων, όχι μόνο σήμερα – που επιχειρούν να προσδιορίσουν τις απαρχές του «Μακεδονικού» κράτους στο μεσαιωνικό θρίαμβο του Σαμουήλ[15].
Επρόκειτο όμως για Βουλγάρους. Πουθενά δεν προκύπτει ιδιαίτερη μακεδονική ταυτότητα. Το πολυπόθητο ζητούμενο της «μακεδονικότητας», ιστορικά τουλάχιστον, δεν πείθει. Δεν είναι ότι ελέγχεται απλώς. Δεν ευσταθεί∙ εφόσον μάλιστα η γλώσσα δε συνιστά αποκλειστικό κριτήριο εθνικής ιδιοσυστασίας. Η εθνοτική πολυγλωσσία (σλαβόφωνοι, λατινόφωνοι, τουρκόφωνοι, αλβανόφωνοι πληθυσμοί πλάι στους κατεξοχήν ελληνόφωνους) συνεπάγεται πολλαπλή στρωματογραφία στο ιστορικό και πολιτισμικό παλίμψηστο.
Επειδή η ουσία βρίσκεται πάντα στα ντοκουμέντα και την εμπεριστατωμένη τους ερμηνεία, την τεκμηρίωση σε κλίμα επιστημονικής νηφαλιότητας, επιλέγω για το παρόν ως κατακλείδα το σύνδεσμο:
https://www.youtube.com/watch?v=REyFsp4jMIY. Η θεώρηση του ζητήματος από επιστήμονες κύρους, όπως ο Αντώνιος – Αιμίλιος Ταχιάος και ο Νικόλαος Μουτσόπουλος είναι διαφωτιστική. Δε χρειάζεται περαιτέρω διευκρινίσεις ή επεξηγήσεις. Απαιτεί μόνο προσήλωση…
————————————————————————————–
[1] Βλ. σχετικά:
https://drive.google.com/file/d/1LFi_00bnEYN43FJ7mTmPVT7b7uwieqgr/view?usp=sharing
καθώς και:
https://drive.google.com/file/d/136iHVjEq6NfwSTAsz7-_zHNa-cYyUBGK/view?usp=sharing
[2] Πολύ περισσότερο η εκτίμηση αυτή βαρύνει σε σχέση με τις απαρχές της νεοελληνικής γραμματείας. Οι καταβολές της, ήδη από τα ακριτικά τραγούδια και τα πτωχοπροδρομικά, είναι βυζαντινές. Βυζαντινά συμφραζόμενα, μεταξύ άλλων, θα συναντήσουμε και στην τρομακτική εκείνη δημοτική παραλογή, τη «Μάνα τη φόνισσα». Εν προκειμένω πρβλ. σελ. 20 – 21 και ιδίως υποσημείωση 6 στο:
https://drive.google.com/file/d/1aayBCOhBgT7F_uAfkGGGWYUnskVpzhpJ/view?usp=sharing. Πρόκειται για τα στέρεα θεμέλια μίας εθνικής λογοτεχνίας, που εκ των πραγμάτων – ακριβώς όπως και η δημοτική μας γλώσσα – παραμένει νεοπαγής. Ως σύγχρονο εθνικό νεοελληνικό κράτος δεν έχουμε διανύσει ακόμη ούτε δύο αιώνες! Οι συνιστώσες του μεσαιωνικού πολιτισμού ανιχνεύονται παντού στη μεταγενέστερη λογοτεχνική δημιουργία. Τη συνδιαμορφώνουν επιδρώντας σε επίπεδο δομής, αισθητικής και ιστορικής συνέχειας.
[3] Ο ακριβής ορισμός για τις πνευματικές κατακτήσεις μίας ολόκληρης εποχής – δεν πρόκειται απλώς για συμβατική ορολογία – οφείλεται στον κορυφαίο γάλλο βυζαντινολόγο Πωλ Λεμέρλ. Πραγματεύεται διεξοδικά το θέμα στο ομώνυμο έργο του. Βλ. σχετικά Paul Lemerle «Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός – Σημειώσεις και παρατηρήσεις για την εκπαίδευση και την παιδεία στο Βυζάντιο από τις αρχές ως τον 10ο αιώνα», Μτφρ. Μ. Νυσταζοπούλου – Πελεκίδου, Εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 20102.
[4] Πρβλ. Herbert Hunger «Βυζαντινή λογοτεχνία – Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών», Μτφρ. Ι. Βάσσης, Εκδ ΜΙΕΤ, Αθήνα 1992, ιδίως σελ. 590. Ομοίως Ιωάννης Γεωμέτρης «Ο τρομερός τον νου μου ο έρωτας τυφλώνει», Επιλογή ποιημάτων σε μετάφραση Γιώργου Βαρθαλίτη, Εκδ, Αρμός, Αθήνα 2012. Για τα ιαμβικά ποιήματα του Γεωμέτρη που κυρίως μας ενδιαφέρουν εδώ βλ. τώρα τη διδακτορική διατριβή της Μαρίας Τωμαδάκη «Ιωάννης Γεωμέτρης, Ιαμβικά ποιήματα. Κριτική έκδοση, μετάφραση και σχόλια», Τομέας Μεσαιωνικών και Νέων Ελληνικών Σπουδών, Τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2014. Επίσης Ι. Καραγιαννόπουλος, «Συμβολή στο ζήτημα της επαναστάσεως των Κομητόπουλων», στο Γ. Βελένης et al. (επιμ.), Αρμός: τιμητικός τόμος στον καθηγητή Ν. Μουτσόπουλο για τα 25 χρόνια πνευματικής του προσφοράς στο πανεπιστήμιο, τόμ. ΙΙ, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 886 – 891.
[5] Πρβλ. μεταξύ άλλων το ποίημα του «Εἰς ἑαυτὸν». Βλ. σχετικά και Τωμαδάκη, όπ. 2014, σελ. 105. Η ποιότητα της στιχουργίας, η εσωτερικότητα στην έκφραση θυμίζει αρχαίους λυρικούς σαν τον Αρχίλοχο ή το Μίμνερμο:
[6] Το ποίημα συγκαταλέγεται στον Codex Parisinus Supplementum Graecum. Η καταγραφή ακολουθεί την ταξινόμηση της Τωμαδάκη. Στην κριτική της έκδοση αριθμείται ως έβδομο στη σειρά παρουσίασης. Βλ. σχετικά Τωμαδάκη, 2014, 56 – 59. Η μετάφραση επιχειρείται να είναι νοηματική – κατά λέξη από το πρωτότυπο – και επ’ ουδενί ποιητική – φιλολογική.
[7] Πάντα τα φυσικά φαινόμενα, συνυφασμένα με δοξασίες για την οργή της φύσης, προκαλούν το δέος. Πόσω μάλλον σε μία εποχή «προεπιστημονική». Να θυμίσουμε εν προκειμένω πόσο αναστατώνεται πχ ο Αρχίλοχος, όταν μιλά για την έκλειψη ηλίου, που την έζησε τον Απρίλιο του 648 πΧ. Η αναφορά του μάλιστα (απόσπ. 122 W ή 74 D) αποτελεί την αρχαιότερη μαρτυρία ηλιακής έκλειψης με ακριβή χρονολόγηση στην κλασική γραμματεία. Οι κομήτες του Χάλεϊ εμφανίζονται κάθε 75 χρόνια περίπου. Τελευταία φορά στον 20ο αιώνα συνέβη το 1986. Όμως και η παρουσία του ίδιου κομήτη το 1910 προκάλεσε πανικό. Πλησίασε πολύ κοντά στη γη και θεωρήθηκε ότι θα έρθει το τέλος του κόσμου. Στη νεοελληνική λογοτεχνία το διήγημα του Πέτρου Χάρη «Η τελευταία νύχτα της γης» (1924) αποδίδει ελκυστικά αυτό το ντελίριο.
[8] Μαρία Τζιάτζη Παπαγιάννη, «Το ποίημα του Ιωάννη Γεωμέτρη ‘Εἰς τὴν ἀποστασίαν’», Ελληνικά 52 (2002) 274-277. Η άποψή της ερευνήτριας, θεμελιωμένη σε ιστορικά και ετυμολογικά κριτήρια, εντυπωσιάζει, είναι ερμηνευτικά πρωτότυπη, μάλλον τολμηρή, και φαίνεται πειστική. Την παρουσίασε αρχικά ως προφορική εισήγηση σε συνέδριο του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης στην Κομοτηνή το Μάιο του 2001.
[9] Τωμαδάκη, όπ 2014, αρ. ταξινόμησης 31, σελ. 81 και 287 κε.
[10] Βλ. αναλυτικά Μαρία Νυσταζοπούλου – Πελεκίδου «Οι βαλκανικοί λαοί κατά τους μέσους χρόνους», Εκδ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Ιωάννινα 1986, ιδίως σελ.95 και εξής. Πρβλ. της ίδιας «Πηγές της Βαλκανικής Ιστορίας, 6ος – 10ος αιώνας – Επιλογή κειμένων», Εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1995. Επιλέγοντας την πρακτική της ειρηνικής αφομοίωσης παρά την ένοπλη σύγκρουση – κάτι που ενδεχομένως σε βάθος χρόνου θα κατέληγε σε αδιέξοδο – οι Βυζαντινοί αποδέχτηκαν την εγκατάσταση των σκλαβηνιών στα εδάφη τους. Επρόκειτο για νησίδες σλαβικού πληθυσμού, διάσπαρτες στην επικράτεια της αυτοκρατορίας. Οι σλαβικές αυτές ομαδώσεις διέθεταν αυτοδύναμη φυλετική οργάνωση. Οι σλαβικές εγκαταστάσεις αρχίζουν το 602 μετά την ανταρσία του Φωκά και την κατάρρευση του βόρειου συνόρου. Το 604 μαρτυρείται για πρώτη φορά σλαβική εγκατάσταση στη δυτική Μακεδονία, ενώ δέκα χρόνια αργότερα, το 614, μιλάμε πια για μόνιμες εστίες σλαβικών πληθυσμών στη Δυτική Μακεδονία, τη Θεσσαλία, ίσως και την Ήπειρο. Μεταξύ Βέροιας και Μοναστηρίου (Μπίτολα) εγκαθίστανται οι Δρογουβίτες Σλάβοι και νοτιότερα οι Σαγουδάτοι. Ο Ιωάννης Καμινιάτης τον 9ο αιώνα «Εἰς τὴν ἃλωσιν τῆς Θεσσαλονίκης» θα αναφερθεί σχετικά: «Ἐμπεριέχει δὲ τῷ διὰ μέσον χώρῳ τὸ πεδίον τοῦτο καὶ ἀμφιμίκτους τινὰς κώμας, ὧν αἱ μὲν πρὸς τὴ πόλει τελοῦσι, Δρογουβίταί τινες και Σαγουδάτοι, τὴν κλῆσιν ὀνομαζόμενοι…». Για τη μεσαιωνική ιστορία της Βέροιας παρουσιάζει ενδιαφέρον το αμέσως προηγούμενο χωρίο. Εκ συστάσεως υπήρξε αστικό κέντρο. Η Βέροια ήταν ανέκαθεν πόλη: «…ἓως τινῶν ᾄλλων ὁρέων ὑψηλῶν καὶ μεγάλων (η οροσειρά του Βερμίου;) παρατεινόμενον, ἔνθα καὶ πόλις τις Βέροια καλουμένη κατῴκισται, καὶ αὐτὴ περιφανεστάτη τοῖς οἰκήτορσι καὶ πᾶσι τοῖς ἄλλοις οἷς αὐχεῖ πόλις τὴν σύστασιν». Βλ. και Πελεκίδου, όπ, 1995 σελ. 66.
[11] Πελεκίδου, όπ, 1986 σελ. 103. Η εκτίμηση οφείλεται στη σημαντική βουλγάρα ιστορικό Vasilka Tăpkova – Zaimova. Βλ. σχετικά «Genèse des peuples balkaniques et formation de leurs Etats. L’expérience bulgare», Variorum reprints, XX, London 1979.
[12] Ο εκχριστιανισμός των Σλάβων αποτελεί τεράστιο θέμα μελέτης στις μεσαιωνικές σπουδές. Η σχετική βιβλιογραφία είναι ογκώδης και διαρκώς εμπλουτίζεται. Οπωσδήποτε εκκινεί από τον ανταγωνισμό του Ορθόδοξου Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης με τον παπισμό για πνευματικό έλεγχο και πολιτική χειραγώγηση των σλαβικών πληθυσμών. Αξίζει ωστόσο να επισημανθεί ότι οι δύο αδελφοί, οι ισαπόστολοι των Σλάβων, ουδέποτε επισκέφτηκαν τη Βουλγαρία.
[13] Από τους λοιπούς αδελφούς ο Δαβίδ φονεύτηκε σε σύγκρουση με Βλάχους νομάδες πιθανόν στον Κολινδρό, ο Μωυσής σκοτώθηκε πολιορκώντας τις Σέρρες, ενώ ο Ααρών θεωρήθηκε προδότης και με δόλο εξολοθρεύτηκε μαζί με όλη του την οικογένεια από το Σαμουήλ. Βλ. σχετικά Κ. Παπαρρηγόπουλος «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», Τόμ. Δ΄, Εκδ. Ελευθερουδάκη, Αθήναι, σελ. 173 κε. Οι πληροφορίες για τους Κομητόπουλους εν γένει και ειδικότερα για τις πιθανές αρμενικές καταβολές τους είναι πενιχρές και αντιφατικές. Πρβλ. και Ν. Οικονομίδης «Η επανάσταση των κομητόπουλων και η καταστολή της» στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» της Εκδοτικής Αθηνών, Τόμ. Η΄, σελ. 118 κε. Για το κράτος του Σαμουήλ, τα όρια και την ταυτότητά του βλ. και Georg Ostrogorsky «Ιστορία του βυζαντινού κράτους», τόμος 2ος, Εκδ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1981, σελ. 190 κε και ιδίως τις σχετικές υποσημειώσεις.
[14] Το Β΄βουλγαρικό κράτος θα ιδρυθεί το 1185 με την επανάσταση των αδελφών Πέτρου και Ασέν. Θα αντέξει έως το 1396, οπότε η Βουλγαρία υποτάσσεται στους Οθωμανούς. Παραμένει περίπλοκο το ζήτημα σχετικά με τη φυλετική του σύσταση και την επίδραση των Βλάχων στο σχηματισμό του. Ο πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ απευθύνεται στο βούλγαρο ηγεμόνα Καλογιάν (Ιωάννης ο Όμορφος, ο γνωστός και ως «Ρωμαιοκτόνος» ή «Σκυλογιάννης» για τους Βυζαντινούς), αποκαλώντας τον «Imperator totius Bulgariae et Vlachiae». Φαίνεται τελικά ότι το βλαχικό στοιχείο υπήρξε ισχυρός διαμορφωτικός παράγοντας στο δεύτερο βουλγαρικό κράτος. Σε βάθος χρόνου όμως κυριάρχησαν οι Βούλγαροι. Βλ. σχετικά και Πελεκίδου, όπ, 1986, σελ 177 κε. Πιθανότερα σε αυτή τη φάση η ονομασία «Βλάχοι» δεν είχε φυλετική σημασία αλλά μάλλον δήλωνε συλλογικά τις ποιμενικές φυλές. Πρβλ. Georg Ostrogorsky «Ιστορία του βυζαντινού κράτους», τόμος 3ος, Εκδ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1981, σελ. 297 κε, υποσημείωση 155.
[15] Ηγετική φυσιογνωμία ο Σαμουήλ με αδιαμφισβήτητες στρατηγικές ικανότητες απέκτησε ιστορικά το βάρος εθνικού ήρωα. Στα ελληνικά γράμματα η παρουσία του «διαπερνά» το μυθιστόρημα της Πηνελόπης Δέλτα «Στον καιρό του Βουλγαροκτόνου». Εδώ η παιδική λογοτεχνία, σύμφυτη με το πνεύμα των καιρώ, υπηρετεί τα προσδοκώμενα της εθνικής διαπαιδαγώγησης.