“Σκοτεινή ντίβα – Οφειλή στην Ελένη Παπαδάκη”(1) γράφει ο Αριστοτέλης Παπαγεωργίου
Σκοτεινή ντίβα – Οφειλή στην Ελένη Παπαδάκη (1903-1944)
Όσο κρατούσε η νύχτα
μια νύχτα σαν κι αυτή
μια θεατρίνα καληνύχτα
γύρευε χρόνο να βαφτεί[1]…
Ήταν ιδιαίτερα χαρισματική. Ήταν χαρισματικά ιδιαίτερη. Η Ελένη Παπαδάκη. Μια μεγάλη ηθοποιός, μια αληθινή ντίβα! Η σπουδαία καλλιτέχνις θα μεσουρανήσει στο θεατρικό στερέωμα κατά το μεσοπόλεμο. Στη βραχύβια σταδιοδρομία της θα ενσαρκώσει ρόλους ετερόκλητους. Παντού με το αυτό θαυμαστό ένστικτο, με αλάνθαστη σκηνική ευφυΐα. Διέγραψε πορεία μοιραία και ιδιάζουσα. Ακριβώς όπως και η προσωπικότητά της. Θα μετρηθεί σε και θα αναμετρηθεί μόνο με τις απόλυτες κλίμακες. Στην περίπτωσή της δεν υπήρχε μέσος όρος· ή το άπαν ή το τίποτε, το απολύτως και το καθόλου. Δε διαπραγματευόταν. Ακόμη κι όταν το πεπρωμένο θα συναντηθεί ανύποπτο με τη δύσκολη συγκυρία των καιρών. Θα υπογράψει το τραγικό φινάλε. Το κοινό τη λάτρεψε, η κριτική την αποθέωσε, πολλοί συνάδελφοι την φθόνησαν. Την χτύπησαν λυσσαλέα. Στην κυριολεξία έως θανάτου…
Η ίδια ήταν υποδειγματικά αξιοπρεπής. Όλες οι μαρτυρίες – από τις ευμενέστερες μέχρι τις πλέον επικριτικές – συγκλίνουν σε αυτό. Δεν προέβαινε σε μικρότητες, δεν κουτσομπόλευε, δεν καταδολίευε, δεν ήταν άνθρωπος του παρασκηνίου. Άρα υγιής και ευαίσθητη. Ήταν όμως και αρκετά διαφορετική. Παρά την εξαιρετική της ευγένεια έδειχνε αποστασιοποιημένη και μοναχική, έμοιαζε απροσπέλαστη. Ας πούμε, μετά την παράσταση δεν ακολουθούσε στα ρεστοράν και τα καμπαρέ τις θορυβώδεις παρέες του θεάτρου. Εκεί όπου τα πειράγματα είναι ανελέητα, ένα ντελίριο ενθουσιώδους αδιακρισίας. Σα θέατρο εν θεάτρω. Η Παπαδάκη ήταν αλλιώς. Αγαπούσε το διάβασμα. Διέθετε μια από τις πιο ενημερωμένες βιβλιοθήκες. Προτιμούσε τους μακρινούς περιπάτους και τις διαδρομές με το αυτοκίνητό της στα παράλια της Αττικής. Φύσει εσωστρεφής και μελαγχολική καθόταν με τις ώρες μπροστά στη θάλασσα και ρέμβαζε ονειρικά. Δεν υπαγόταν στο μέσο όρο. Ήταν αντισυμβατική. Καθόλου τυχαία δεν την αποκάλεσαν «η πριγκίπισσα της μοναξιάς». Στα κλειστά περιβάλλοντα, ιδίως σε επαγγελματικούς χώρους, με σοβαρό ανταγωνισμό, η στάση αυτή δεν είναι ανεκτή. Μοιραία, ίσως όχι άδικα, θεωρείται σνομπισμός. Οδηγεί σε απομόνωση, προκαλεί αντιπάθειες. Κάποτε τιμωρείται βάναυσα.
Γεννημένη στην Αθήνα το Νοέμβριο του 1903 από εύπορη οικογένεια φιλότεχνων, με καταβολές Φαναριώτικες, η Παπαδάκη θα ακολουθήσει σχηματικά τη νόρμα της τάξης της. Ο πατέρας, ανώτερος υπάλληλος στην Ιονική Τράπεζα και εξαιρετικά φιλόμουσος, ο παππούς, Στυλιανός Κωνσταντινίδης, καθηγητής της Λατινικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο, η μητέρα με ανώτερη μόρφωση επίσης και σοβαρή μουσική καλλιέργεια. Το σπίτι τους στην οδό Ιπποκράτους ήταν ένα ζωντανό φιλολογικό σαλόνι, με καθιερωμένες τις κυριακάτικες συναυλίες. Η μικρή Ελένη θα μορφωθεί αναλόγως. Θερμή καλλιτεχνική φύση θα θελήσει να ασχοληθεί συστηματικά με το θέατρο. Η επιθυμία της προσκρούει στις σοβαρές αντιρρήσεις της οικογένειας. Για τα δεδομένα της εποχής απέκτησε παιδεία αξιοσημείωτη, πέρα από το μεγαλοαστικό background. Αποφοίτησε από τη «Γερμανική Σχολή Αθηνών» και το «Γαλλικό Ινστιτούτο», έμαθε πολύ καλά αγγλικά και ιταλικά. Θα εγγραφεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Καποδιστριακού και θα παρακολουθήσει μαθήματα ως ακροάτρια για δύο έτη. Κοντά στο Νικόλαο Ποριώτη, διακεκριμένο μεταφραστή των αρχαίων τραγικών και των ευρωπαίων κλασικών, θα εμβαθύνει τις γνώσεις της στην αρχαία ελληνική γλώσσα και τη λογοτεχνία. Η έμφυτη κλίση της προς τη μουσική θα τελειοποιηθεί με μαθήματα πιάνου και φωνητικής[2] στο «Ελληνικό Ωδείο».
Κάποια στιγμή, το 1924, ένα πρόβλημα υγείας θα την αναγκάσει να απομακρυνθεί από το λυρικό τραγούδι. Τότε πια θα στραφεί ολοκληρωτικά στο θέατρο. Θα φοιτήσει στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Την πρώτη της παράσταση ενώπιον του κοινού θα τη δώσει, μαθήτρια ακόμη της Σχολής, στη «Μονάκριβη» του Ξενόπουλου. Θα εντυπωσιάσει. Η κριτική σύσσωμη θα εγκωμιάσει την ελπιδοφόρα σκηνική της παρουσία. Διαβάζουμε σχετικά: «Είναι προικισμένη με πολλά πλούσια δώρα, που φαίνεται υπομονετικά και με εξυπνάδα να τα έχει καλλιεργήσει. Με κατενθουσίασε, κυριαρχία της σκηνής, επιβολή αυστηρή στον εαυτό της και αυτοπειθάρχησις αξιοθαύμαστη, τακτ, αέρας θεάτρου σπάνιος, βλέμμα θερμό και εκφραστικό … μιμική του προσώπου καλή και προπάντων τέμπο και κλίμαξ φωνής σπανίως θεατρικά είναι τα κυριότερα χαρακτηριστικά της Παπαδάκη, μιας «Μονάκριβης» ολωσδιόλου καλής»[3].
Το 1925 θα χρισθεί δραματική πρωταγωνίστρια. Θεμελιώνει καριέρα δοκιμάζοντας τα υποκριτικά της προσόντα σε έργο απροσδόκητο. Για πρώτη φορά παρουσιάζεται στην αθηναϊκή σκηνή Λουίτζι Πιραντέλο με το «Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα». Η ηθοποιός συναισθάνεται το κλίμα αλλαγής και μεταφέρει ατόφιο το senso nuovo του μοντερνισμού. Θα γράψει ο Σπύρος Μελάς: «Από τις πρόβες σχεδιαγραφήθηκε η θριαμβευτική επιτυχία που θα είχε η Ελένη Παπαδάκη στον τραγικό ρόλο μιας αποπλανημένης νέας. Το μεγάλο της δραματικό τάλαντο φανερωνότανε σε όλη τη δύναμη και τον πλούτο του.[…] Το κοινό την χειροκρότησε μ’ αληθινό φρένιασμα ενθουσιασμού».
Έκτοτε θα απογειωθεί. Η πορεία της θα είναι σταθερά ανοδική. Όχι όμως και ομαλή. Θα ενταχθεί σε θιάσους καθιερωμένων πρωταγωνιστών όπως ο Μουσούρης, η Κυβέλη και η Μαρίκα Κοτοπούλη. Η τελευταία, σκληρή κι ελάχιστα γενναιόδωρη, θα μιλήσει για αυτήν με ενθουσιασμό. Το ίδιο θα κάνει περίπου είκοσι χρόνια αργότερα και για τη νεαρή Έλλη Λαμπέτη. Είναι σημαντικό να σε αναγνωρίζουν επιβεβλημένα μεγέθη. Πρώτα και κύρια είναι το κοινό. Έπειτα η πολύ δύσκολη αναγνώριση από τους ομοτέχνους. Όμως και η κριτική από τους επαΐοντες, από διανοούμενους με υπογραφή κύρους προσθέτει, όπως νομίζω, πνευματική επικύρωση. Και οι κριτικές για την Παπαδάκη ήταν όλες ενθουσιώδεις. Θα θριαμβεύσει ακόμη στη Θεσσαλονίκη και προπάντων στην Κωνσταντινούπολη, μια από τις μεγαλύτερες και πιο απαιτητικές θεατρικές πιάτσες. Ο ελληνισμός της διασποράς εκεί είναι πάντα στιβαρός. Τεράστια γκάμα, πληθώρα ρόλων. Ήταν παντού εξαιρετική. Σε ό,τι ανελάμβανε, σε ό,τι της ανέθεταν. Σαίξπηρ, Σίλερ, Μολιέρος, Ίψεν, Τσέχωφ, αλλά και Ουάιλντ, Ντοστογιέφσκι, Πιραντέλο, όπως και Μωραϊτίνης, Ρώμας, Ξενόπουλος, Μελάς… Συχνά την παραγκωνίζουν. Θα κάνει μεγάλους δεύτερους ρόλους, θα κάνει μεγάλους τους δεύτερους ρόλους![4]
Το 1932, όντας πλέον στέλεχος του Εθνικού Θεάτρου, δεν αναφέρεται σε καμία από τις τρέχουσες κατανομές. Το κοινό την επιζητά. Η κριτική συστρατεύεται υπέρ της. «…Μου είναι αδύνατο να καταλάβω πώς η Παπαδάκη κάνει τόσες λίγες εμφανίσεις στη σκηνή, ενώ αποδεικνύεται πως είναι από τις καλύτερες του ελληνικού θεάτρου. […] Είναι αδικημένη η Παπαδάκη που κάθε ίνα της, κάθε κύτταρό της είναι παλμός, ορμή, ουσία, τέχνη»[5]. Ο Βασίλης Κανάκης θα υπερθεματίσει με γλώσσα απροκάλυπτη: «Γιατί τέλος πάντων παραμερίζεται και αγνοείται το αισθαντικό ταλέντο της Παπαδάκη. Υπάρχει μέσα στο θέατρο κλίκα και ρουσφετάκια;»[6]. Είναι η εποχή που η κυριαρχία του ζεύγους Κατίνας Παξινού και Αλέξη Μινωτή καταλύει τα πάντα. Περιθωριοποιούν σκόπιμα την Παπαδάκη, μεθοδεύουν με απίστευτες ίντριγκες[7] τον εκτοπισμό της σε δεύτερους και τρίτους ρόλους, αγκαζάρουν τους πιο νευραλγικούς σκηνοθέτες. Κάποτε την ωθούν σε αργομισθία, σε αναγκαστική απραξία. Η ίδια, καθώς δεν είναι καθόλου ανταγωνιστική, δε διεκδικεί τίποτε. Δεν την αφορά ο βεντετισμός. Μένει αταλάντευτη. Αιώνια ρομαντική προσηλώνεται αποκλειστικά στην Ιδέα του θεάτρου. Της αρκεί ενδεχομένως να αγωνίζεται και να κερδίζει με το σπαθί της, να κάνει τη διαφορά μόνο με την παρουσία της επί σκηνής. Προφανώς πρόκειται για σφάλμα στρατηγικής. Όποτε και όπου πρέπει, επιβάλλεται να γίνεσαι και συγκρουσιακός. Όχι μικρόψυχος ή χυδαίος. Κάποτε θα διαμαρτυρηθεί, όμως, όπως μόνο αυτή γνωρίζει, με το δικό της τρόπο, ήτοι κόσμια και εκλεπτυσμένα. Θα στείλει, σε άψογη καθαρεύουσα, επιστολή προς τη Διοίκηση του Θεάτρου ζητώντας δικαιότερη μεταχείριση[8].
Η κατάσταση θα εξομαλυνθεί μετά το 1937, οπότε αναλαμβάνει ο Κωστής Μπαστιάς τα ηνία στη διεύθυνση του Εθνικού. Άνθρωπος του θεάτρου, δυναμικός και ευφυής, μένει ανεπηρέαστος από τις πιέσεις που τείνουν να του ασκήσουν η Παξινού (το πάλαι οικογενειακή φίλη των Παπαδάκηδων) και ο πανούργος Μινωτής. Θα συμπεριλάβει νέους άξιους δημιουργούς στο δυναμικό του μεγαλύτερου Θεατρικού Οργανισμού της χώρας, όπως πχ ο σκηνοθέτης Τάκης Μουζενίδης. Θα αποκαταστήσει τις ισορροπίες. Η Ελένη Παπαδάκη θα επιβληθεί οριστικά. Η ερμηνευτική της δεινότητα γίνεται τάξη μεγέθους. Η μεγάλη της ώρα θα έρθει, όταν αναλάβει πρωταγωνιστικούς ρόλους στο αρχαίο δράμα. Το ’25 ήταν η Ισμήνη στους «Επτά επί Θήβας», το ΄36 απέδωσε μοναδικά την Κλυταιμνήστρα στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή. Εκεί, στο ρόλο της τραγικής κόρης του Αγαμέμνονα ήταν πρωταγωνίστρια η – ηλικιακά πρεσβύτερη – Παξινού… Ο Μουζενίδης θα σκηνοθετήσει την Παπαδάκη το 1940 στην «Αντιγόνη» και το ’41 στην «Ιφιγένεια εν Ταύροις» του Ευριπίδη. Να σημειωθεί εδώ ότι στη δεκαετία του 1950 με την ίδια σκηνοθεσία θα επιβάλλει στα Επιδαύρια ένα νέο ταλαντούχο κορίτσι από την Αμοργό, την Άννα Συνοδινού. Η «Αντιγόνη» της Παπαδάκη έμεινε ιστορική για την ένταση που εξέπεμπε. Για πρώτη φορά ηθοποιός απέδωσε τον κομμό της ηρωίδας με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα. Σε αυτήν την ανθρωπίνως αδύνατη στάση σωματοποιούσε τον ανθρώπινο πόνο, γονάτιζε, κραύγαζε, χειρονομούσε…
«Υπήρξε δίχως αμφιβολία η πιο προικισμένη Τραγωδός, από τότε που, μετά τις Δελφικές Εορτές, αρχίζει να ανεβαίνει στην Ελλάδα η λατρεία της αρχαίας τραγωδίας και κανένα άλλο πρόσωπο δεν μπορεί να υποστεί τη σύγκριση με την ανάμνησή της χωρίς να θαμπώσει. Είχε, αληθινά, την τύχη με τάλαντο και μόρφωση να προσεγγίσει μια ιδεατή αντίληψη της αττικής χάριτος, της δωρικής λιτότητος και του μέτρου, να σταθεί κάτι πραγματικά «ελληνικό» και να φτάσει στο έπακρο της σκηνικής παρουσίας και της αισθητικής, ερμηνεύοντας τραγωδία»[9]. Ο ιστορικός του νεοελληνικού θεάτρου Γιάννης Σιδέρης θα επισφραγίσει με αυτή την αξιολογική κρίση την αρχετυπική ερμηνεία της ηθοποιού. Μακριά από τα μέτρα του ρεαλισμού, θα εστιάσει στη διανοητική προσέγγιση, στο ψυχικό ολοκλήρωμα του ρόλου. Θεατρολογικά αυτή η διεργασία προσιδιάζει στα κριτήρια της ενδελέχειας στο δράμα. Είναι προϊόν συστηματικής διερεύνησης. Απαιτεί μελέτη σε βάθος. Η Παπαδάκη δεν κατέφευγε σε ευκολίες. Δε βασιζόταν στο έμφυτο ταλέντο ή την έμπνευση της στιγμής. Δεν επιδίωκε τον εντυπωσιασμό βασισμένη σε κινησιολογικές εξάρσεις ή σε φωνητικές ακροβασίες. Ακριβώς γιατί «όταν έβγαινε στη σκηνή, γύρω της μια εποχή ζωντάνευε. Όχι από τα ρούχα που φορούσε, ούτε από τη σκηνογραφία στο βάθος: η εποχή ακτινοβολούσε από μέσα της, ήταν διάχυτη στον αέρα που γέμιζε με τον ερχομό της. Η Ελένη Παπαδάκη πάνω στη σκηνή δε ζωντάνευε τύπους που μπορεί να αντικρίσουμε αύριο στο δρόμο αλλά κυρίως μορφές που συναντιούνται στην Τέχνη μοναχά»[10].
Κύκνειο άσμα της ντίβας θα αποτελέσει η «Εκάβη» του Ευριπίδη, το 1943. Εκεί ο Σικελιανός θα αναρωτηθεί «Ως πού μπορεί να φτάσεις; Άγγιξες πια την τελειότητα!». Θα σχολιαστεί ποικιλότροπα η έξοχη μουσικότητα στην εκφορά του τραγικού λόγου. Σκηνοθέτης ο Σωκράτης Καραντινός, συμπρωταγωνιστής της ο Θάνος Κωτσόπουλος. Θα τονίσουν: «Ο λόγος της γινόταν μουσική και η θεατρική της κίνηση έπαιρνε την ομορφιά και την ισορροπία της γλυπτικής τέχνης»[11]. Αναμφίβολα κάθε θεατρική πράξη, ακόμη και η βιντεοσκοπημένη, είναι επί της ουσίας θνησιγενής. Στην περίπτωση της «Εκάβης» η φωτογραφία που σώζεται, συνιστά μαρτυρία ανυπέρβλητη. Το πρόσωπο παραμορφωμένο από την οδύνη, τα μάτια και τα χείλη διεσταλμένα στα ακρότατα των ορίων τους, ζωγραφίζουν μία dramatis persona σε ύστατο σπαραγμό. Αυτό ακριβώς είναι το προσωπείο της τραγωδίας. Ασφαλώς δεν είναι μόνο η ψιμυθίωση, πολύ περισσότερο δεν πρόκειται για αποτέλεσμα φωτομοντάζ… Δε χρειάζονται περαιτέρω σχόλια και παραπομπές. Σήμερα είναι πια γνωστό ότι η μέγιστη Μαρία Κάλλας, η άδουσα τραγωδός του 20ου αιώνα, άντλησε στοιχεία της υποκριτικής της από την προτυπική Παπαδάκη.
Είναι ευτύχημα ότι σήμερα διαθέτουμε τη συλλογική έκδοση με τον τόμο – αφιέρωμα στα ογδόντα χρόνια του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών (Σ.Ε.Η)[12]. Οι εκθέσεις πεπραγμένων και η συστηματική αξιοποίηση του αρχειακού υλικού επιτρέπουν την απρόσκοπτη εποπτεία των δεδομένων που καθόρισαν την πορεία του νεοελληνικού θεάτρου σε εθνικό επίπεδο. Εν προκειμένω το ενδιαφέρον εστιάζεται στο θεατρικό γίγνεσθαι τα κρίσιμα χρόνια του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου. Με την κήρυξη της ελληνοϊταλικής σύρραξης το ελεύθερο θέατρο ανασκουμπώνεται. Γράφονται επιθεωρήσεις σε ρυθμό αστραπιαίο, επιλέγονται έργα πατριωτικού περιεχομένου, δημοφιλείς τραγουδίστριες σαν τη Βέμπο ερμηνεύουν επιτυχίες τους με αναπροσαρμοσμένους τους στίχους. Στην περίοδο του Αλβανικού Πολέμου το Εθνικό Θέατρο θα κλείσει τη σεζόν με τον «Ερρίκο Ε΄» του Σαίξπηρ. Το έργο είχε επιλεγεί προς τιμήν των Βρετανών συμμάχων. Πρωταγωνιστεί και πάλι το ζεύγος Παξινού – Μινωτή, οι οποίοι αμέσως μετά θα αναχωρήσουν για το Χόλυγουντ, όπου και θα δρέψουν δάφνες…
——————————————————–
[1] Λίνα Νικολακοπούλου & Σταμάτης Κραουνάκης «Καληνύχτα»:
https://www.youtube.com/watch?v=i1KCI2sGoLQ
[2] Ευάριθμα δείγματα σώζουν κάτι από τη μοναδική φωνητική ποιότητα της Παπαδάκη. Μια φωνή λυρικής σοπράνο, με ξέχωρη μελωδικότητα στην εκφορά του λόγου, σε ένα κελαριστό, διαυγέστατο βιμπράτο. Την ίδια εντύπωση αποκομίζει κανείς από το τραγούδι της. Η ερμηνεία φαίνεται και είναι έωλη. Απηχεί παρωχημένο ρομαντισμό. Αντιβαίνει ενδεχομένως τις προτιμήσεις του σημερινού ακροατή, που είναι οικειωμένος με το ρεαλισμό. Δε διαθέτει τη γήινη αμεσότητα της Βέμπο ή τη δύναμη μιας πηγαίας λαϊκής κοντράλτο σαν τη Μοσχολιού. Όντως είναι μια φωνή ωδείου, η φωνή της καλής μαθήτριας του ωδείου! Ωστόσο πιστοποιεί υψηλή αισθητική. Ο Άλκης Θρύλος θα σημειώσει ότι «τραγούδησε θελκτικότατα». Ας κατατεθούν εδώ δύο παραδείγματα. Το πρώτο από ηχογράφηση στη His Master’s Voice του 1930. Το δεύτερο από συνέντευξη στο BBC, όταν μαζί με την Παξινού και μεγάλο κλιμάκιο του Εθνικού έδωσαν το 1939 κύκλο παραστάσεων στο Λονδίνο: https://www.youtube.com/watch?v=_yLa9B0IieM
και https://www.youtube.com/watch?v=U7shHpFAqEo .
[3] Κριτικό σημείωμα του Βίλχεμ Μάιστερ (16 Ιουλίου 1924) στο περιοδικό «Παρασκήνια», που εξέδιδε από το Μάρτιο του 1924 ο Ν. Παρασκευάς με αρχισυντάκτη τον Άλμπερτ Ρουλάντ.
[4] Ο Μάριος Πλωρίτης θαύμαζε απεριόριστα την Ελένη Παπαδάκη. Ανέφερε χαρακτηριστικά: «Το 1934 ευτύχησα να την πρωτοδώ κι εγώ, έφηβος ακόμη, στον «Ιούδα» του Σπύρου Μελά. Ο ρόλος της δεν ήταν πρωταγωνιστικός αλλά – θυμάμαι – με σαγήνευσε αμέσως η φωνή της, οι κινήσεις της, η μελωδία του λόγου της. […] Ο θαυμασμός μου κορυφώθηκε και παγιώθηκε, όταν η Παπαδάκη έπαιξε τη βασίλισσα Ελισάβετ στον «Δον Κάρλος» του Σίλερ. Την είπαν ξανά «σιλερικότερη της βραδιάς», «βεντέτα του ρομαντισμού», κι ήταν, αλήθεια, με το διάφανο λυρισμό της στην αρχή του έργου, τις δραματικές αλλά αρχοντικές εκρήξεις της στο τέλος». Βλ. σχετικά το αφιέρωμα στην Ελένη Παπαδάκη από τις «Επτά Ημέρες» της «Καθημερινής» (9 Μαρτίου 2003).
[5] Ν. Φωτάκης «Νέα Αλήθεια», 24 Σεπτεμβρίου 1933.
[6] Β. Κανάκης «Εθνικό Θέατρο – Εξήντα χρόνια, Σκηνή και Παρασκήνιο», Εκδ. Κάκτος, Αθήνα 1999, σελ. 35.
[7] Το φαινόμενο του βεντετισμού στην ιστορία της υποκριτικής και εν γένει σε όλα τα πεδία του θεάτρου είναι πανάρχαιο. Κρατά από τότε που οι ηθοποιοί αρχίζουν να αποκτούν επαγγελματική υπόσταση κατά τη ρωμαιοκρατία – ποτέ στην κλασική εποχή! Πρβλ. εν προκειμένω τη θαυμάσια μονογραφία της Φλωράνς Ντυπόν «Η αυτοκρατορία του ηθοποιού», Εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2003. Μεγάλες πρωταγωνίστριες κονταροχτυπήθηκαν μέχρις εσχάτων: στο ευρωπαϊκό στερέωμα η Σάρα Μπερνάρ και η Ελεωνόρα Ντούζε, σε εμάς η Αικατερίνη Βερώνη και η Ευαγγελία Παρασκευοπούλου, έπειτα η Κυβέλη και η Κοτοπούλη, πιο πρόσφατα η Βουγιουκλάκη και η Καρέζη… Οι ηθοποιοί – ορθότερα οι σταρ του θεάματος – καλλιεργούν το μύθο τους επιδέξια. Το κοινό απ’ την άλλη διψαλέο για σκάνδαλα, σε κάθε εποχή, υποδαυλίζει και συντηρεί αυτή τη μυθολογία. Αποτιμώντας, σε βάθος χρόνου, όλα αυτά, η αλήθεια βρίσκεται αλλού. Πού; Μάλλον στις πιο πηγαίες ομολογίες ψυχής, που σε κάποιες αποστροφές του λόγου τους σε συνεντεύξεις, οι ίδιες αυτές οι πρωταγωνίστριες θα καταθέσουν. Τότε οι λανθάνουσες ανασφάλειες, οι τόσο μύχιες και ανθρώπινες, αποκαλύπτονται. Με ειλικρίνεια θαρραλέα. Δυο – τρεις τέτοιες περιπτώσεις είναι ενδεικτικές.
«Πού απέτυχα; Μα να ολοκληρωθώ ως γυναίκα, γιατί αυτό που πάντα επιθυμούσα ήταν να γίνω μητέρα και να αποκτήσω πολλά παιδιά. Και το παράπονό μου, όταν άκουγα τον κόσμο να με χειροκροτεί, ήταν γιατί η Κάλλας να μην περιστοιχίζεται από τα παιδιά της, κι αργότερα από τα εγγόνια της, τις στιγμές της ευτυχίας της, όπως τόσοι άλλοι άνθρωποι». (Μαρία Κάλλας)
«Ναι, είμαι φυγόπονη – δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Φυγόπονη κι αναβλητική. Δεν έκανα στη ζωή μου πράγματα που έπρεπε να ξέρω ότι δεν θα τα κάνω ποτέ, αν δεν τα κάνω τώρα. Στη δουλειά μου κυρίως. Είχα πολλά να κάνω στη δουλειά μου και δεν τα έκανα. Πέντε τάλαντα μου ’δωσε ο Θεός και τα πέντε του τα επιστρέφω. Δεν τα αξιοποίησα. Δεν καλλιέργησα το ταλέντο μου για να καρποφορήσει όπως έπρεπε…» (Έλλη Λαμπέτη)
Αλλά και η Αλίκη Βουγιουκλάκη, λίγο πριν το τέλος, θα δηλώσει πως είχε σαφή επίγνωση ότι δεν αξιοποίησε επαρκώς το χάρισμα της, καθώς εγκλωβίστηκε συνειδητά στη λαμπερή αυτοεικόνα. Θα παραδεχτεί έντιμα ότι κάπου της ξέφυγε η κατάσταση και εν κατακλείδι «Ποτέ δεν λέω την αλήθεια σε μια συνέντευξη… Το κοινό μάς εξιδανικεύει. Δεν μπορώ, λοιπόν, με μια απάντηση που δεν θα μου τη συγχωρούσε να το στενοχωρήσω. Γιατί; Είναι κι η συνέντευξη μέσα στο ρόλο»
[8] Πρβλ. Μαρία Μάλλιου «Το ανυποψίαστο θύμα – Η δολοφονία της Ελένης Παπαδάκη (1903 – 1944) στο συλλογικό τόμο «Δεκέμβρης ΄44 – Οι μάχες στις γειτονιές της Αθήνας» Ε – Ιστορικά, Εκδ. Ελευθεροτυπίας, Δεκέμβριος 2010, σελ. 152: «Παρά την πολεμική εναντίον της, τους μικρούς ή ακατάλληλους ρόλους που της ανέθεταν καθώς και τα μεγάλα διαστήματα αναγκαστικής απραξίας, η Ελένη Παπαδάκη καταξιώθηκε με το έργο της στο χώρο του θεάτρου. Πολύμορφη προσωπικότητα μπορούσε να ερμηνεύει τους πιο ετερόκλητους ρόλους με την ίδια πάντα επιτυχία… Περνούσε με άνεση από το δράμα στην κωμωδία και από το μπουλβάρ, την ηθογραφία και την επιθεώρηση στην τραγωδία».
[9] Γιάννης Σιδέρης «Το Ελληνικό Θέατρο στη Νέα Ελληνική Σκηνή, 1817 – 1972», Εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1976.
[10] Κριτική παρουσίαση από την Ελένη Καλκάνη στη «Νέα Εστία» (1 Οκτωβρίου 1945).
[11] Ο πλέον αξιόπιστος βιογράφος της Παπαδάκη, ο Πολύβιος Μαρσάν, θα διασώσει τα ντοκουμέντα και θα παρουσιάσει με ευθυκρισία επιστημονικής μεθόδου όλα τα τεκμήρια. Βλ. σχετικά Π. Μαρσάν «Ελένη Παπαδάκη – Μια φωτεινή θεατρική πορεία με απροσδόκητο τέλος», Εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 2001.
[12] «Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών 1917 – 1997, 80 χρόνια Σ.Ε.Η» , Εκδ. Σμπίλιας, Αθήνα 1998. Την ταξινόμηση, οργάνωση και επεξεργασία του αρχειακού υλικού επιμελήθηκε Ερευνητική Ομάδα Θεατρολόγων του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών υπό την εποπτεία της Χρυσοθέμιδος Σταματοπούλου – Βασιλάκου.
Το 2ο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ