Συνεντευξεις

Νίκος Καλλαράς. “Ο κινηματογράφος είναι μια Ιθάκη. Πέρα από τον προορισμό μετράει το ταξίδι”

Η συνέντευξη του βεροιώτη σκηνοθέτη Νίκου Καλαρά, που δόθηκε στη Φαρέτρα πριν  δυόμιση  χρόνια, αναδημοσιεύεται με αφορμή την προβολή ταινιών μικρού μήκους και ιστορικού ντοκιμαντέρ των Τμημάτων Κινηματογράφου της ΚΕΠΑ Δήμου Βέροιας, στα οποία υπεύθυνός διδασκαλίας είναι ο ίδιος.

Συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή

Νέος στην ηλικία, με διακρίσεις ήδη στο ενεργητικό του, με πάθος και όραμα για τον κινηματογράφο, ο βεροιώτης σκηνοθέτης μιλά στη faretra.info για το ξεκίνημα και την πορεία του μέσα στο χώρο, αλλά και για το πρόσωπο και το μέλλον του ελληνικού κινηματογράφου.

Δεν είναι συνηθισμένο να επιλέγει κανείς το επάγγελμα του σκηνοθέτη σε μια επαρχιακή πόλη Πώς και πότε ξεκίνησε η επιθυμία της ενασχόλησης με το χώρο;

Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, η επιθυμία γεννήθηκε, όταν ήμουν πολύ μικρός. Στα 14 μου γνώρισα τον σκηνοθέτη Πάνο Γλυκοφρύδη, από μια συγκυρία. Μάθαινα κιθάρα στο Δημοτικό Ωδείο και ο δάσκαλός μου στη Στέγη μού είπε πως αν δεν κόψω τα νύχια μου από το αριστερό χέρι, δε θα με ξαναδεχτεί στο μάθημα. Έτσι, ανέβηκα στον τέταρτο όροφο, χτύπησα την πόρτα του Καλλιτεχνικού Διευθυντή, βρήκα τον Γλυκοφρύδη και τον ρώτησα αν έχει…. νυχοκόπτη! Νυχοκόπτη δεν είχε μου είπε, αλλά θα μπορούσαμε, αν ήθελα, να μιλήσουμε για κινηματογράφο και θέατρο. Τελικά δεν πήγα στο μάθημα, γνωρίστηκα με τον Γλυκοφρύδη, και από τότε, κάθε Σάββατο ήμουν εκεί και μιλούσαμε για σινεμά. Αργότερα παρακολουθούσα και τις πρόβες των έργων που ετοίμαζε για το ΔΗΠΕΘΕ της Βέροιας. Ήταν «Το παιχνίδι της μοναξιάς» με τη Γιώτα Φέστα και το Χάρη Σώζο. Βλέποντας ένα σκηνοθέτη – και ήταν καλός σκηνοθέτης ο Γλυκοφρύδης – να κτίζει μια παράσταση από την αρχή μέχρι την πρεμιέρα, εδραιώθηκε μέσα μου η επιθυμία να ασχοληθώ με τη σκηνοθεσία. Βέβαια, μου άρεσε πάντα ο κινηματογράφος και το θέατρο, από παιδί. Είναι κάτι στο οποίο με ενθάρρυναν και οι γονείς μου. Θυμάμαι την πρώτη αφίσα που μου έφερε ο πατέρας μου από το ΣΤΑΡ. “Απώλειες πολέμου” του Brian de Palma. Αναπτύσσοντας μια σχέση φιλίας με τους ανθρώπους του ΣΤΑΡ και του ΠΑΛΑΣ, είχα την τύχη να πιάσω τα πρώτα καρέ από φιλμ, να καταλάβω πώς δουλεύει μια μηχανή προβολής και το βασικότερο, να δω πολλές φορές κάποιες εξαιρετικές ταινίες.

Κάνατε κινηματογραφικές σπουδές στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, στην Αμερική. Πόσο μεγάλη η μεταξύ τους διαφορά;

Οι σπουδές στα αμερικάνικα πανεπιστήμια Wesleyan University και University of Virginia , εκτός από τη σχολή Σταυράκου, από την οποία αποφοίτησα εδώ, είναι διαδικτυακές σπουδές. Παρακολούθησα τα σεμινάρια για έξι μήνες, κάνοντας χρήση της διαδικτυακής επικοινωνίας. Δηλαδή, έπαιρνα μαγνητοσκοπημένες τις εισηγήσεις των καθηγητών, όπως και τα τεστ πολλαπλής επιλογής. Υπάρχουν σημαντικές διαφορές. Πρώτα απ΄ όλα στον τρόπο με τον οποίο δομείται η εισήγηση του καθηγητή. Επίσης γίνεται εκτεταμένη χρήση οπτικοακουστικού υλικού, κάτι το οποίο πιστεύω θα ήταν βοηθητικό και στα σχολεία. Εδώ πρέπει να πω ότι τα συγκεκριμένα μαθήματα με βοήθησαν και στο κομμάτι της δικής μου διδασκαλίας, γιατί όπως ξέρετε, εδώ και κάποια χρόνια, διδάσκω κινηματογράφο. Καλούς δασκάλους είχα και στη Σχολή Σταυράκου. Ο Δημήτρης Βερνίκος και ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, για παράδειγμα, με βοήθησαν εξαιρετικά στο κομμάτι του σεναρίου.

Making off MΘ3

Ήσασταν στο ξεκίνημά σας βοηθός σκηνοθέτη στον κινηματογράφο αλλά και κάποιες φορές στο θέατρο και σε τηλεοπτικές σειρές. Σκεφτήκατε ποτέ να στραφείτε μόνιμα στο θέατρο ή στην τηλεόραση;

Αυτήν την εποχή που το συζητάμε, μου έχει γίνει μια πολύ καλή πρόταση. Μιλάω για θεατρική δουλειά. Είναι μια παράσταση που το θέμα της με αφορά και είναι επίκαιρο. Το υλικό του κειμένου βασίζεται σε ένα βιβλίο που με «τράβηξε» από την πρώτη στιγμή που το διάβασα. Είναι μια καλή αφορμή να συνεργαστώ και με κάποιους ανθρώπους που εκτιμώ και δεν μας δόθηκε η ευκαιρία να δουλέψουμε μαζί. Είμαστε λοιπόν σε μια φάση που κάνουμε κάποιες αρχικές επαφές και σχεδιάζουμε πώς θα το υλοποιήσουμε παραγωγικά. Τώρα, σε σχέση με την τηλεόραση. Έχοντας κάνει ταινίες για την ΕΡΤ, είμαι πάντα ανοιχτός στο να κάνω κάτι για την Δημόσια Τηλεόραση. Kαι είμαι πολύ χαρούμενος, που ξανάνοιξε σαν ΕΡΤ. Η αλήθεια πάντως είναι πως πιο κοντά σε μένα είναι ο κινηματογράφος.

Μένετε λοιπόν στον κινηματογράφο. Η εμπειρία πλάι σε σκηνοθέτες καταξιωμένους πόσο σας πλούτισε και ποιος σας επηρέασε περισσότερο;

Είχα την τύχη να δουλέψω με σκηνοθέτες που ήταν εξαιρετικά απλόχεροι. Σίγουρα ο Παναγιωτόπουλος με επηρέασε στο κομμάτι της φωτογραφίας και στο καδράρισμα. Γιατί, κακά τα ψέματα, η δουλειά του σκηνοθέτη μοιάζει πολύ με του ζωγράφου. Ζωγραφίζουμε με το φως. Από τον Αναγνωστόπουλο πήρα το ότι κάνουμε ταινίες για τους ανθρώπους και πρέπει να τους σεβόμαστε. Από τον Χούρσογλου, πέρα από την αγάπη με την οποία με περιέβαλε, πήρα τον τρόπο με τον οποίο δουλεύω με τους ηθοποιούς μου και αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό. Από όλους πήρα και κάτι. MΘ1

Γυρίζετε πια δικές σας ταινίες. Ποιες δυσκολίες αντιμετωπίζετε;

Οι περισσότερες δυσκολίες σχετίζονται με το οικονομικό. Συνήθως προκύπτουν προβλήματα ρευστότητας. Εκεί είναι που χρειάζεται ένας σωστός σχεδιασμός από τον παραγωγό και μια ειλικρίνεια στην σχέση του με τον σκηνοθέτη. Αυτήν την εποχή είμαι τυχερός σ΄ αυτό το κομμάτι. Υπάρχει ταύτιση απόψεων με τον παραγωγό μου, τον Βασίλη Χρυσανθόπουλο και μια συνεργασία που βασίζεται στον αμοιβαίο σεβασμό. Μου ‘χει συμβεί όμως και το αντίθετο στο παρελθόν και ήταν μεγάλο πρόβλημα.

Ξεκινάτε με μικρού μήκους ταινίες και ντοκιμαντέρ, για να περάσετε στην τελευταία σας ταινία την «Ομερτά», που είναι μεγάλου μήκους ταινία και απ’ ότι ξέρω δεν έχει ολοκληρωθεί. Οι δυσκολίες είναι ίδιες στις μικρές και στις μεγάλες ταινίες;

Είναι νωρίς ακόμα για να το πω, γιατί έχουμε μπροστά μας πολύ δρόμο για την «Ομερτά». Είναι μια απαιτητική ταινία και ουσιαστικά τώρα ξεκινάμε. Υπάρχουν σίγουρα διαφορές. Πρώτα απ΄ όλα μεγαλώνει η κλίμακα σε όλα τα επίπεδα: στην διάρκεια της ταινίας, στην προετοιμασία που απαιτείται, στο χρόνο των γυρισμάτων. Είναι πολύ περισσότεροι οι άνθρωποι που πλαισιώνουν την ταινία και μαζί με όλα αυτά μεγαλώνουν πολλές φορές και οι προσδοκίες για το τελικό αποτέλεσμα. Σίγουρα χρειάζεται διαφορετική διαχείριση, μεγαλύτερες αντοχές και περισσότερη υπομονή.

Από καλλιτεχνική άποψη ποιες διαφορές υπάρχουν στην μεγάλη και μικρή ταινία; Αυτές που υπάρχουν αντίστοιχα στο μυθιστόρημα και στο διήγημα της Λογοτεχνίας;

Στη μικρού μήκους ταινία πρέπει να συμπυκνώσεις. Είναι δύσκολο να ενσωματώσεις στο σενάριο υποπλοκές και πολλά πρόσωπα. Στο «Παιχνίδι για δυο», για παράδειγμα, αναγκάστηκα να πετάξω πέντε λεπτά από το υλικό που γυρίσαμε. Και ήταν καλογυρισμένες σκηνές με σωστές ερμηνείες. Ήταν όμως σκηνές που δεν χωρούσαν στην ιστορία και αντί να την αναδεικνύουν την αποδυνάμωναν. Ήταν κάτι που δεν φαινόταν όσο δουλεύαμε το σενάριο αλλά το είδαμε, όταν βάλαμε με τον μοντέρ τα πλάνα της ταινίας σε σειρά. Κι ενώ έλεγα ότι δε θα ξακανακάνω το ίδιο λάθος, έκανα τη «Μαύρη Θύελλα», η οποία έχει τρία επίπεδα, παρόν – παρελθόν και όνειρο. Στη «Θύελλα» πέτυχε. Όμως συνήθως αυτός δεν είναι ο κανόνας και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι βασίζεται σε ένα εξαιρετικό διήγημα.ΜΘ2

Και φτάνουμε στο σενάριο και στη σημασία του για μια ταινία. Διαλέγετε συνήθως λογοτεχνικά κείμενα, γιατί;

Μου αρέσει πολύ η Λογοτεχνία και ιδιαίτερα η γραφή του Δημήτρη Μίγγα, που, αν μπορούσα, θα ήθελα να γυρίσω σε ταινίες τα μισά του βιβλία. Όχι μόνο το τελευταίο του, «Τα πλωτά νησιά», αλλά και το «Στα ψέματα παίζαμε», όπως και το «Σπάνια χιονίζει στα νησιά». Ξέρω πως είναι δύσκολο να γίνουν ταινίες τα βιβλία του αλλά, όπως κι ο Μίγγας, έχω μάθει να βάζω τον πήχη ψηλά. Όπως σας είπα προηγουμένως, δοκίμασα να γράψω πρωτότυπο σενάριο και είδα ότι ένα πολύ μεγάλο κομμάτι, με καλό υλικό, το πέταξα, γιατί το σενάριο είχε ξαστοχήσει. Επίσης, πιστεύω ότι έχουμε εξαιρετικούς Έλληνες συγγραφείς κι εγώ έχω μεγαλώσει με τα βιβλία του Κουμανταρέα, του Ραπτόπουλου, του Παπαγιώργη, του Μίγγα, με τον οποίο συνεργαστήκαμε και θέλουμε και οι δυο να ξαναδουλέψουμε. Επιπλέον, υπάρχει ένα κοινό που αγάπησε αυτά τα βιβλία και θα ήθελε να τα δει στο σινεμά. Μου αρέσει να δουλεύω σε κάτι που δεν είναι δικό μου και να του δίνω κάτι από μένα.

Δεν είναι ριψοκίνδυνο; Αν αποτύχει η κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου;

Είπαμε, ο πήχης είναι ψηλά. Δεν με πειράζει να μην τα καταφέρω. Αυτό συμβαίνει σε όλους τους ανθρώπους που δοκιμάζουν διαφορετικούς δρόμους. Με πειράζει να μην το προσπαθήσω. Μου αρέσει να πειραματίζομαι με τα υλικά της δουλειάς μου και να το κάνω χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Αν ήθελα να ζω με περισσότερη σιγουριά, θα επέλεγα μια άλλη δουλειά.

Making off MΘ4 - Αντίγραφο

Γιατί αλήθεια εκφράζεστε με τόσο θαυμασμό για τον Δημήτρη Μίγγα; Τι βρήκατε στη γραφή του;

Ας ξεκινήσουμε από τον άνθρωπο. Είναι εξαιρετικός συζητητής. Είναι ο πρώτος που μου έμαθε να σέβομαι τον συνομιλητή μου και να προσπαθώ να είμαι κι εγώ καλός στη συζήτηση. Επίσης, ήταν φοβερά γενναιόδωρος στον τρόπο που μου εμπιστεύτηκε το διήγημά του, τη «Μαύρη Θύελλα». Δεν είναι εύκολα πράγματα αυτά. Εδώ πρέπει να πω ότι όσο δούλευα τη «Θύελλα», ο Μίγγας απογοητευόταν, γιατί έβλεπε ότι απομακρύνομαι από το κείμενο. Δε μου είπε όμως ποτέ τίποτα, μέχρι να τελειώσει η ταινία. Παρόλο που ήταν ανήσυχος, με περιέβαλε με εμπιστοσύνη και μόνο, όταν τελείωσε η ταινία, μου το είπε. Όταν είδε την ταινία και του άρεσε. Στον Μίγγα μου αρέσει φοβερά το παιχνίδι που κάνει στα βιβλία του με τον χρόνο. Πώς συναρμόζει παρόν, παρελθόν και όνειρο. Ακόμη, με γοητεύει ο τρόπος με τον οποίο σκιαγραφεί τους χαρακτήρες του αλλά κυρίως το ότι, ενώ ο λόγος του είναι πολύ δουλεμένος, είναι ταυτόχρονα απλός και κατανοητός.

Ποιες διακρίσεις πετύχατε μέχρι σήμερα και ποιες από αυτές θεωρείτε καθοριστικές;

Σίγουρα με βοήθησε το ότι πήρα ένα κρατικό βραβείο στη Θεσσαλονίκη, γιατί έτσι μπόρεσα να κάνω την επόμενη ταινία. Η βράβευση μου στην Καλαμάτα έφερε μια ταινία που γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στην πόλη. Το πιο τιμητικό για μένα είναι ότι η «Μαύρη Θύελλα» έχει συμπεριληφθεί σε αφιερώματα του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού, του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, του Φεστιβάλ Κρακοβίας. Είναι σημαντικό ότι η ταινία ταξίδεψε στον κόσμο και την είδαν πολλοί θεατές. Αυτό είναι πάντα ένα ζητούμενο, όταν γυρίζεις μια ταινία: να συναντηθεί με το κοινό της. Όμως, πιστεύω ότι η σχέση που έκανα με κάποιους ανθρώπους, όλα αυτά τα χρόνια, δεν συγκρίνεται με τίποτα άλλο. Η φιλία και η συνεργασία μου με τον Δημήτρη Μίγγα, τον Βασίλη Σαμπράκο, την Δώρα Μασκλαβάνου, τον Νίκο Κρητικό, τον Γιάννη Στάνκογλου, τον φωτογράφο μου τον Νίκο Βούλγαρη και όλους τους ηθοποιούς και τεχνικούς που δουλέψαμε μαζί, όλα αυτά είναι πραγματικά ανεκτίμητα.

ΜΘ4

Είχατε οικονομική στήριξη άλλη πέρα από την ΕΡΤ;

Τελευταία υπάρχει η στήριξη από το Κέντρο Ελληνικού Κινηματογράφου, μέσα από το πρόγραμμα development σεναρίου. Είναι σημαντική βοήθεια. Παλιότερα υπήρχε η οικονομική στήριξη από την ΕΡΤ μέσα από το πρόγραμμα ΜΙΚΡΟΦΙΛΜ. Χωρίς την επιδότηση του συγκεκριμένου προγράμματος δεν θα μπορούσαν να γίνουν οι ταινίες μου. Στο «Παιχνίδι για Δύο» βοήθησε καθοριστικά η διαφημιστική εταιρεία της KINO, η οποία ήταν και συμπαραγωγός της ταινίας. Όπως και η Ιnfo Quest που ήταν από τους βασικούς μας χορηγούς. Από κει και πέρα υπάρχουν και οι άνθρωποι. Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, για παράδειγμα, μου παραχώρησε δεκαπέντε κουτιά φιλμ για το «Παιχνίδι» χωρίς να μου ζητήσει τίποτα. Είναι πολλά λεφτά. Ο συνάδελφος μου ο Μάκης Παπαδημητράτος, που με τίμησε με την συμμετοχή του σαν ηθοποιός στην «Μαύρη Θύελλα», μου δάνεισε το βιζέρ του. Πρέπει να πω επίσης ότι οι ηθοποιοί και οι τεχνικοί που συνεργάστηκαν μαζί μου εργάστηκαν με πολύ λιγότερα λεφτά από αυτά που χρεώνουν συνήθως. Αυτό από μόνο του είναι μια φυσική προσφορά. Τέλος είναι κι ο κόσμος που βοηθάει. Στην Καλαμάτα οι άνθρωποι μάς φιλοξένησαν, μας άνοιξαν τα σπίτια τους, τα μαγαζιά τους, μας εμπιστεύτηκαν δικά τους πράγματα προσωπικά και σε πολλές περιπτώσεις εργάστηκαν εθελοντικά για μια ταινία που σχετίζεται με την ομάδα της πόλης τους. Υπήρχε αγάπη και ουσιαστικό ενδιαφέρον από τους ανθρώπους της πόλης. Αυτό λέγεται στήριξη.

Επιτυχία ταινίας και budget είναι ποσά ευθέως ανάλογα;

Όχι απαραίτητα, αλλά εγώ δυστυχώς ασχολούμαι με πράγματα ακριβά. Και η «Ομερτά» που ετοιμάζω και τα «Πλωτά Nησιά» που ακολουθούν είναι απαιτητικές παραγωγές. Όπως σας είπα και πριν, χρειάζεται σωστός σχεδιασμός. Είναι απαραίτητο να υπάρχει ειλικρίνεια στις προθέσεις αλλά και στις σχέσεις των ανθρώπων που συναντιούνται με αφορμή την ταινία. Είναι το σενάριο. Το πιο βασικό. Aν έχεις μια δυνατή ιστορία στα χέρια σου και την αφηγείσαι με ένα τρόπο που να ενδιαφέρει τους ανθρώπους, είσαι κοντά σ΄ αυτό που λέμε επιτυχία. Ζητούμενο πάντα είναι και η σωστή χημεία στους ηθοποιούς και στους συντελεστές, με τους οποίους συνεργάζεσαι. Μια ταινία είναι πολλές ψυχές που χτυπάνε μαζί σε μια καρδιά και ψάχνουν μια άλλη. Την ψυχή του κοινού.

Making off MΘ1

Πώς βλέπετε το μέλλον του ελληνικού κινηματογράφου; Είστε αισιόδοξος;

Ναι, γιατί υπάρχουν άνθρωποι που δουλεύουν σ’ αυτόν τον χώρο και δίνουν πολλά. Είναι ένας κόσμος που τρέφει τον ελληνικό κινηματογράφο, καταθέτοντας ενέργεια και χρόνο σε βάρος της προσωπικής του ζωής. Απίστευτες εργατοώρες και πολλή αγάπη! Είναι κι όλο αυτό που γίνεται με το ελληνικό σινεμά στο εξωτερικό. Υπάρχει ενδιαφέρον για τις ταινίες μας και τις περιμένουν. Γίνονται περισσότερες συμπαραγωγές με άλλες χώρες κι αυτό βοηθάει σημαντικά. Είναι και η νέα γενιά σκηνοθετών που έρχεται και με κάνει να χαίρομαι πραγματικά. Χρειάζεται βέβαια μια σταθερή πολιτική γύρω από τον κινηματογράφο κι ένα πιο ουσιαστικό ενδιαφέρον. Πέρασαν τριάντα χρόνια για να γίνει μια κρατική σχολή κινηματογράφου. Αυτό δεν βοήθησε. Υπάρχει ένας νόμος για το 1.5 % από τα έσοδα των τηλεοπτικών σταθμών, που θα έπρεπε να επενδύεται στην εγχώρια κινηματογραφική παραγωγή. Αυτός ο νόμος υπάρχει από το 1986 και εφαρμόστηκε μόνο από την ΕΡΤ. Μιλάμε για απίστευτα λεφτά που θα έδιναν μια ώθηση στον ελληνικό κινηματογράφο και θα έλυναν μακροχρόνια προβλήματα. Κι ερχόμαστε στο σήμερα. Πτώση στα εισιτήρια υπάρχει όχι μόνο στην Ελλάδα, που αντιμετωπίζει κρίση, αλλά και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Πτώση του 30-40%. Ο ίδιος ο κινηματογράφος αλλάζει σαν μέσο. Ο κόσμος θέλει να δει μια ταινία αλλά προτιμά να το κάνει στο σπίτι του, στην τηλεόραση ή στον υπολογιστή του. Είναι και οικονομικό το θέμα. Οι άνθρωποι έχουν την ανάγκη να ξεχαστούν απ’ όσα συμβαίνουν γύρω τους, χωρίς να ξοδέψουν πολλά λεφτά. Μπορεί ο κόσμος να θέλει να δει κάτι που θα τον διασκεδάσει, αλλά είναι σε θέση να εκτιμήσει και μια καλή δουλειά. Αν μια ταινία δουλευτεί σωστά, θα βρει το κοινό της.

Workshop Τρικάλων

Υπήρξατε εισηγητής σε διάφορα σεμινάρια κινηματογράφου αλλά διδάσκετε και στο Κινηματογραφικό Τμήμα της ΚΕΠΑ Βέροιας. Πόσο ενδιαφέρον παρουσιάζει για σας ο τομέας της διδασκαλίας;

Ξεκινώντας την διδασκαλία προσπάθησα να επιστρέψω κάτι απ’ όλα αυτά που πήρα από τους ανθρώπους που αγάπησα ως δασκάλους μου. Ωφελήθηκα απ’ αυτούς και θέλω να προσφέρω κι εγώ στους μαθητές μου. Αυτό που επιδιώκουμε μέσα από τα μαθήματα είναι να υπάρχει μια θεωρητική γνώση γύρω από το πώς φτιάχνεται μια ταινία. Κατά την διάρκεια του εκπαιδευτικού προγράμματος, οι μαθητές μας επιχειρούν να εφαρμόσουν πρακτικά όσα μαθαίνουν, πραγματοποιώντας την δική τους ταινία μικρού μήκους. Το σενάριο δουλεύεται κι επιλέγεται από τους ίδιους, μοιράζονται τους ρόλους και τις ευθύνες και προχωράμε στο γύρισμα. Είναι πολύ ενδιαφέρον και δεν σας κρύβω ότι μαθαίνω κι εγώ από τους μαθητές μου. Τον πρώτο χρόνο γυρίσαμε τον «Σταθμό» και μας τίμησε με την συνεργασία του ο Γιάννης Ταϊπλιάδης ο οποίος δυστυχώς δεν πρόλαβε να δει την ταινία ολοκληρωμένη. Είναι η ιστορία ενός σταθμάρχη που εγκαταλείπει τον χώρο με τον οποίο συνέδεσε σχεδόν όλη την ζωή του. Για μένα είναι ένας παλιός κόσμος που αποχαιρετάμε, μια ζωντανή μαρτυρία ενός ανθρώπου που άφησε το στίγμα του στην πόλη μας. Είμαι περήφανος για τους μαθητές μου και την υπεύθυνη του τμήματος, την Ελπίδα Παναγιωτίδου, γιατί πέρα από την δουλεία τους, πρόσεξαν και φρόντισαν πρώτα απ’ όλα τον άνθρωπο Γιάννη Ταϊπλιάδη. Τα γυρίσματα ήταν καλοκαιρινά και το πρόγραμμα γυρίσματος προσαρμοζόταν ανάλογα με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην επιβαρύνεται. Αυτό για μένα είναι πολύ πιο σημαντικό από το οποιοδήποτε αποτέλεσμα. Η τελευταία ταινία των μαθητών μας, που συμμετείχε στο διαγωνιστικό σπουδαστικό τμήμα του Φεστιβάλ της Δράμας, είναι το «Σάντουϊτς». Οι δυο σκηνοθέτες μας είναι ο Θωμάς Βύζας και ο Κωνσταντίνος Βόλκος, 15 και 17 χρονών, όταν γυρίστηκε η ταινία. Είναι μια ταινία κοινωνικού προβληματισμού κι επικεντρώνεται στο θέμα της επαιτείας. Η ταινία είναι πολύ σύντομη και θέτει ένα ερώτημα. Όταν ο άλλος ζητάει την βοήθεια μας, τι είναι αυτό που μας κάνει να πιστεύουμε ότι δεν μας αφορά;

 

ΜΤ ΡΕΠΕΡΑΖ

Τι είναι για σας ο κινηματογράφος; Πώς θα τον ορίζατε σε σχέση πάντα με τον τρόπο που τον βιώνετε;

Είναι μια προέκταση της ζωής μας. Είναι ο τρόπος μου να επικοινωνώ με τους ανθρώπους μέσα από εικόνες. Είναι η συντροφικότητα. Το να μοιράζεσαι και να μην περιμένεις ανταπόδοση. Είναι όλα αυτά τα οποία κάναμε και τα κάναμε στραβά και τώρα θέλουμε να τα διορθώσουμε και αυτά που δεν κάναμε ποτέ και θέλουμε να τα κάνουμε. Είναι οι ηθοποιοί, το συνεργείο, αυτή η καινούρια οικογένεια, η οποία γίνεται και φτιάχνει ένα πράγμα που δεν πρόκειται να χαθεί ποτέ. Είναι η σχέση με τους ανθρώπους, που μιλάς μαζί τους, ακούς τις ιστορίες τους και προσπαθείς να τους τις επιστρέψεις πίσω, για να μην ξεχαστούν. Είναι μια παρέα από φίλους με ένα σκάφος μέσα στη θάλασσα. Είναι μια Ιθάκη. Πέρα από τον προορισμό, μετράει το ταξίδι.

banner-article

Ροη ειδήσεων