Ιστορία

“Ισπανικός «Εμφύλιος», ένας διεθνής πολιτικός πόλεμος” γράφει η Σοφία Χουδαλάκη


«Θα σώσω την Ισπανία από το μαρξισμό με οποιοδήποτε κόστος, ακόμα και αν αυτό σημαίνει να εκτελέσω τη μισή»

Αυτό δηλώνει ο στρατηγός Φραντσίσκο Φράνκο σε συνέντευξή του σε αμερικάνικο περιοδικό λίγες μέρες μετά το ξέσπασμα του στρατιωτικού πραξικοπήματος του οποίου ηγείται. Είναι 18 Ιουλίου του 1936. Μια καλοκαιριάτικη μέρα, σαν τη σημερινή, πριν από 81 χρόνια. Εκείνο το πρωί «…η Ισπανία ξύπνησε αλαφιασμένη. Οι πρώτες κανονιές της εξέγερσης ακούστηκαν στο Μαρόκο. Ο αντίλαλος των πυροβολισμών απλώθηκε τρομακτικός σε όλη την Ισπανία. Από στόμα σε στόμα, από σπίτι σε σπίτι, από δρόμο σε δρόμο δίνονταν ο συναγερμός “οι στρατιωτικές δυνάμεις που βρίσκονται στο Μαρόκο ξεσηκώθηκαν ενάντια στη Δημοκρατία”… ». (Ντολόρες Ιμπαρούρι-Πασιονάρια, Απομνημονεύματα)

Τα ισπανικά αποικιακά στρατεύματα που εδρεύουν στο Μαρόκο, οι Αφρικανιστές, στασιάζουν απέναντι στην ισπανική κυβέρνηση των Δημοκρατικών. Οι επαρχιακές στρατιωτικές φρουρές που βρίσκονται σε ολόκληρη τη χώρα εξεγείρονται. Το κράτος παραλύει. Η διοικητική διάρθρωση του στρατού διαλύεται και η νεαρή κυβέρνηση της Μαδρίτης μένει χωρίς στρατιώτες και χωρίς να γνωρίζει ποιους αξιωματικούς μπορεί να εμπιστευθεί.

Οι Δημοκρατικοί βρίσκονται λίγο καιρό στην εξουσία, λιγότερο από πέντε μήνες. Η κυβέρνησή τους έχει προκύψει από τις εκλογές του Φεβρουαρίου του 1936 που τις έχει κερδίσει το Λαϊκό Μέτωπο, ένας πολιτικός φορέας που συγκροτήθηκε από τα αριστερά κόμματα. Το Λαϊκό Μέτωπο είναι αποτέλεσμα της συμφωνίας του Κομμουνιστικού Κόμματος, της Δημοκρατικής Αριστεράς, της Δημοκρατικής Ένωσης, της Καταλονικής Αριστεράς, της Γενικής Ένωσης Εργαζομένων και άλλων. Η νίκη τους στις εκλογές είναι ξεκάθαρη με 268 έδρες, έναντι 205 που είχαν συγκεντρώσει από κοινού οι Δεξιοί με τους Κεντρώους. Ωστόσο, η νίκη αυτή σπέρνει την ανησυχία στην άρχουσα αστική τάξη, όχι μόνο της Ισπανίας, αλλά συνολικά της Ευρώπης που ζει στη σκιά του τρόμου της πολιτικής αφύπνισης και της διεκδίκησης των λαών, ως αποτέλεσμα του ιστορικού παραδείγματος της Οκτωβριανής Επανάστασης.

Η κυβέρνηση είναι νόμιμη, η εκλογική διαδικασία ξεκάθαρη, το ίδιο και το αποτέλεσμά της. Όμως, οι συντηρητικοί της Ευρώπης δεν ανέχονται έναν λαό που εκλέγει μια ριζοσπαστική κυβέρνηση. Στα Απομνημονεύματά του ο Τσόρτσιλ γράφει για τη νόμιμη κυβέρνηση της Ισπανίας: «…Στα τέλη του Ιουλίου του 1936 ο αυξανόμενος εκφυλισμός του κοινοβουλευτικού καθεστώτος στην Ισπανία και οι δυναμικές ενέργειες για μια εναλλασσόμενη κομμουνιστική ή αναρχική επανάσταση, έφερε σε μια στρατιωτική στάση που ετοιμάζονταν από καιρό… στην Ισπανία ελάμβανε χώρα μια τέλεια αναπαράσταση της περιόδου Κερένσκυ στη Ρωσία». (Winston Churchil, Απομνημονεύματα του Β’ Π. Π.)

Η διαίρεση της χώρας, όπως προκύπτει από την πρώτη φάση του πραξικοπήματος, είναι, αρχικά, ευνοϊκή για τη Δημοκρατία. Έχει κρατήσει την πρωτεύουσα, η οποία αποτελεί επικοινωνιακό κόμβο και χώρο αποθήκευσης όλων των αποθεμάτων χρυσού της χώρας. Επίσης, τα περισσότερα αστικά κέντρα παραμένουν Δημοκρατικά, οπότε η βιομηχανική παραγωγή είναι στα χέρια της κυβέρνησης. Η αρχική διαίρεση, μεταξύ Δημοκρατικών και στασιαστών, είναι αντίστοιχη με τη γεωγραφική κατανομή των πολιτικών τους δυνάμεων. Οι πόλεις, που χαρακτηρίζονται από υψηλή συγκέντρωση εργατών οργανωμένων σε κινήματα και σωματεία, παραμένουν υπέρ των Δημοκρατικών. Οι περιοχές που περνούν αμέσως στον έλεγχο των στρατιωτικών είναι εκείνες στις οποίες πλειοψηφούν οι συντηρητικοί, μαζί με τις αγροτικές περιοχές της Κεντρικής, Βόρειας και Βορειοδυτικής Ισπανίας. Η διαίρεση αυτή σκιαγραφεί την ταξική και ιδεολογική συγκρότηση των δύο αντιπάλων, ενώ αποκαλύπτει τον αμιγή πολιτικό χαρακτήρα της σύγκρουσής τους. Τα αστικά κέντρα, χώροι δουλειάς των εργατών, χώροι συγκέντρωσης και δράσης ενός πληθυσμού που παλεύει για την επιβίωση σε μια εποχή που η ανεργία και η οικονομική κρίση του 1929-’30 καταβυθίζει κάθε ελπίδα. Η επαρχία, κυρίως, στα Κεντρικά και Βόρειο-δυτικά της χώρας ανήκει στην τάξη των γαιοκτημόνων, σε εκείνους που εκμεταλλεύονται τις συνθήκες της κρίσης και κερδοσκοπούν εις βάρος των άκληρων συμπατριωτών τους.

Το «αγροτικό ζήτημα», που σχετίζεται με τις συνθήκες ζωής και εργασίας των άκληρων εργατών γης και τις αχανείς γαιοκτησίες των γαιοκτημόνων, βασανίζει την ισπανική κοινωνία επί δεκαετίες, πολύ πριν το ξέσπασμα του εθνικιστικού πραξικοπήματος του Φράνκο. Για τους Ισπανούς γαιοκτήμονες αποτελεί παράδοση η προώθηση των παιδιών τους σε δύο, κυρίως, κατευθύνσεις. Όσοι δεν κληρονομούν τις γονικές γαιοκτησίες προωθούνται στο στράτευμα και στον κλήρο, επισφραγίζοντας με σχέσεις συγγένειας την συμπόρευση της τάξης τους με κρατική εξουσία.

Την εποχή που ξεσπά το πραξικόπημα, η πλειοψηφία των μεσαίων και ανώτερων στελεχών του στρατεύματος συνδέεται με σχέσεις στενής συγγένειας με την τάξη των γαιοκτημόνων. Το ίδιο ισχύει και για τον καθολικό κλήρο, ο οποίος συμβάλλει καθοριστικά την εδραίωση του Φράνκο στην εξουσία, λειτουργώντας σαν μηχανισμός κατασκοπίας και ελέγχου των πολιτών. Ιερείς και στρατιωτικοί αναλαμβάνουν χρέη λογοκριτή όπου υπάρχει πνευματική και πολιτιστική διαδικασία. Πανεπιστήμια, σχολεία, βιβλιοθήκες, θέατρα, παντού τα βιβλία λογοκρίνονται και οι εκπαιδευτικοί εκκαθαρίζονται, ενώ η παρουσία των πολιτών στην κυριακάτικη λειτουργία καθίσταται υποχρεωτική. Οι ιερείς αναλαμβάνουν να καταγγέλλουν στις αρχές όσους δεν επιτελούν με συνέπεια τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Ο επίσκοπος του Vic, απευθυνόμενος στο ποίμνιο ζητά «ένα νυστέρι προκειμένου να αφαιρεθεί μια για πάντα το πύον από τη ραχοκοκαλιά της Ισπανίας» (ως «πύον» εννοεί τον κομμουνισμό).

Οι πρώτες μέρες, μετά τις 18 Ιουλίου, κρίνουν σε μεγάλο βαθμό τη μοίρα της Ισπανίας. Ο Φράνκο και το επιτελείο του το γνωρίζουν αυτό και ζητούν άμεσα διεθνή παρέμβαση, από τους ιδεολογικούς και στρατιωτικούς τους συμμάχους, τον Χίτλερ και τον Μουσσολίνι. Μόλις μια εβδομάδα μετά το ξέσπασμα του πραξικοπήματος, πραγματοποιείται για πρώτη φορά στην Ιστορία η αερομεταφορά στρατού, από το Μαρόκο στην ισπανική ενδοχώρα. Γερμανικά και ιταλικά μεταγωγικά αεροπλάνα μεταφέρουν τα “Tercios de la Bandera” (συντάγματα της ισπανικής εκδοχής της Λεγεώνας των Ξένων) και την Αφρικανική Στρατιά, παρέχοντας στον Φράνκο τη μοναδική ευκαιρία να προλάβει να επιβάλλει το καθεστώς του πριν συνταχθούν οι Δημοκρατικοί.

Η πλευρά των Δημοκρατικών είχε από την αρχή γνώση των δυσκολιών που θα προέκυπταν, γι’ αυτό έσπευσε άμεσα να ζητήσει τη βοήθεια των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών χωρών. Ήδη, τη δεύτερη μέρα μετά το ξέσπασμα του πραξικοπήματος, στις 19 Ιουλίου του 1939, η κυβέρνηση των Δημοκρατικών απευθύνεται στη Μεγάλη Βρετανία και στη Γαλλία προσπαθώντας να εξασφαλίσει στρατιωτική υποστήριξη.

Οι ελπίδες των Δημοκρατικών, ότι η συντηρητική Βρετανία και η σοσιαλιστική Γαλλία θα αντιτάσσονταν στον εθνικιστή Φράνκο, και μέσω αυτού στον Χίτλερ και τον Μουσολίνι, αποδεικνύονται φρούδες. Αμφότερες οι κυβερνήσεις επιλέγουν τη στάση της ουδετερότητας, αφήνοντας τους Δημοκρατικούς να διολισθήσουν σταθερά προς την ήττα. Στην αυτοβιογραφία του ο Τσόρτσιλ γράφει χαρακτηριστικά : «Όταν ο στρατηγός Franco ύψωσε τη σημαία της επαναστάσεως είχε την υποστήριξη ολόκληρου του στρατού, αξιωματικών και ανδρών. Η Εκκλησία καθώς και όλα σχεδόν τα στοιχεία της Δεξιάς και του Κέντρου προσχώρησαν σ’ αυτόν και ο στρατηγός Franco έγινε αμέσως κύριος αρκετών σημαντικών επαρχιών… Στη διένεξη αυτή ήμουν ουδέτερος. Φυσικά δεν ήμουν υπέρ των κομμουνιστών. Πώς ήταν δυνατόν αυτό;… η ισπανική κυβέρνηση βρέθηκε στη θέση να μην έχει το δικαίωμα ούτε να αγοράσει εκείνα τα όπλα που είχε παραγγείλει και που θα πλήρωνε με το χρυσό που είχε στα θησαυροφυλάκιά της». (Winston Churchil, Απομνημονεύματα του Β’ Π. Π.)

Είναι προφανές, ότι αυτό που προείχε ήταν η αντιμετώπιση του κομμουνισμού και όχι η ενίσχυση της Δημοκρατικής κυβέρνησης της Ισπανίας. Αυτό που προείχε ήταν η εκρίζωση κάθε κομμουνιστικής, κάθε ριζοσπαστικής δράσης. Στο βωμό αυτού του σκοπού, η αντιμετώπιση του ανερχόμενου ναζισμού φαινόταν να μην αποτελεί κυρίαρχη απειλή. Προς επίρρωση αυτού, αναφέρει ο Τσόρτσιλ ότι:
«Στις 25 Νοεμβρίου 1936 οι πρεσβευτές όλων των ευρωπαϊκών δυνάμεων που βρίσκονταν στο Βερολίνο εκλήθησαν στο υπουργείο των εξωτερικών όπου ο Χερρ φον Νόυρατ (ναζιστής υπουργός του Χίτλερ) τους αποκάλυψε τις λεπτομέρειες του αντικομμουνιστικού συμφώνου το οποίο είχε διαπραγματευθεί με την Ιαπωνική Κυβέρνηση. Σκοπός του συμφώνου αυτού ήταν η κοινή δράση εναντίον των διεθνών ενεργειών της Κομιντέρν, είτε εντός των συνόρων των συμβαλλομένων χωρών είτε εκτός αυτών». (Winston Churchil, Απομνημονεύματα του Β’ Π. Π.)

Η εξέλιξη της Ιστορίας αποδεικνύει ότι η επιλογή της μη επέμβασης λειτούργησε ως μια αποτελεσματική ενεργή ουδετερότητα, αφού στέρησε τη δυνατότητα της Δημοκρατικής Ισπανίας για εφοδιασμό με ό,τι ήταν απαραίτητο από το εξωτερικό, ενώ αντίθετα οι πραξικοπηματίες δέχονταν ανεμπόδιστα από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς κάθε δυνατή βοήθεια. Στο πλευρό των Δημοκρατικών στάθηκε έμπρακτα μόνο η Σοβιετική Ένωση. Η πρώτη σοβιετική ενίσχυση έφτασε στη χώρα το Νοέμβριο του 1936 και συνέβαλε καθοριστικά στις νίκες των επόμενων μηνών, όπως ήταν τον Φεβρουάριο του 1937 στη Χαράμα και στη Γουαδαλαχάρα.

Ο Ισπανικός Εμφύλιος μπορεί να ειδωθεί ως το πρώτο θερμό επεισόδιο του πολέμου, μεταξύ της εθνικιστικής-φασιστικής και της κομμουνιστικής ιδεολογίας που ακολούθησε λίγο μετά, του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ισπανική σύγκρουση σύμφωνα με την επίσημη ιστοριογραφία, χαρακτηρίζεται ως «Εμφύλιος» πόλεμος και μελετάται ξεχωριστά από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ωστόσο, για εκείνους που έλαβαν μέρος σε αυτόν τον «εμφύλιο», οι μάχες που έδωσαν απέναντι στο ναζισμό του Χίτλερ και στον φασισμό του Μουσολίνι ήταν η συνέχεια των μαχών που είχαν δώσει νωρίτερα απέναντι στον εθνικιστή Φράνκο. Για εκείνους τους Ισπανούς που στελέχωσαν το γαλλικό αντάρτικο απέναντι στο ναζισμό, ο πόλεμος ξεκίνησε στην Ισπανία και συνεχίστηκε στην Γαλλία. Γι’ αυτό πολλά από τα γαλλικά άρματα των ανταρτών έφεραν ονόματα ισπανικών πόλεων, τοπωνύμια περιοχών όπου οι ίδιοι άνθρωποι είχαν δώσει λίγους μήνες πριν μεγάλες μάχες έναντι του φασισμού.

Πίσω από τον όρο «Ισπανικός Εμφύλιος» κρύβονται οι 40 διαφορετικές εθνικότητες εκείνων των μαχητών που συνέτρεξαν τον αντιφασιστικό αγώνα των Ισπανών δημιουργώντας τις Διεθνείς Ταξιαρχίες, μια δύναμη που έφτασε συνολικά τους 35.000 ανθρώπους. Οι Ταξιαρχίτες, όπως και οι Ισπανοί, είδαν αυτόν τον πόλεμο ως ένα επεισόδιο ενός μακρόχρονου ευρωπαϊκού εμφυλίου, ενός πολιτικού πολέμου, μεταξύ του φασισμού και του κομμουνισμού. Πολεμώντας το φασισμό στην Ισπανία, αντιστάθηκαν ταυτόχρονα σε πολλές μορφές βίαιων κοινωνικών και πολιτικών αποκλεισμών. Γι’ αυτό και πολλοί προήλθαν από τα πρώτα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης που φτιάχτηκαν το 1933. Η ίδια η ετερογένεια των Ταξιαρχιών αποτελούσε, με όρους φυλετικούς ή κουλτούρας, την προσωποποίηση της αντίστασης στον φασισμό.

Πίσω από τον όρο «Ισπανικός Εμφύλιος» κρύβεται ο καθαρός ιδεολογικός και πολιτικός χαρακτήρας της ισπανικής σύγκρουσης. Πίσω από αυτόν τον όρο κρύβονται οι πρωτοβουλίες όλων των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, είτε εκείνων που παρενέβησαν ενεργά λαμβάνοντας μέρος στις μάχες, είτε εκείνων που φρόντισαν να περιορίσουν τη δυνατότητα των Δημοκρατικών να κερδίσουν τις μάχες που έδιναν.

Πίσω από τον όρο «Ισπανικός Εμφύλιος» κρύβονται τα 1.650 αεροπλάνα του Χίτλερ και του Μουσολίνι, τα 1.150 τανκς και τεθωρακισμένα των ναζιστών, τα 2.630 κανόνια, τα 8.800 βαριά και ελαφρά πολυβόλα, οι 1.430 όλμοι, τα πάνω από μισό εκατομμύριο ντουφέκια και οι ατελείωτες ποσότητες πυρομαχικών.

Πίσω από τον όρο «Ισπανικός Εμφύλιος» κρύβεται, κυρίως, η ανάγκη του ισπανικού λαού να φτιάξει έναν κόσμο δίκαιο, έναν κόσμο ελεύθερο, έναν κόσμο ανθρώπινο.

«Εμείς είμαστε … οι ηττημένοι. Αλλά τι είναι αυτό που μας κρατά; Είναι η καθαρή μας συνείδηση, διότι εμείς είμαστε αυτοί που υπερασπίστηκαν τη νόμιμη συνταγματική κυβέρνηση των Δημοκρατικών, εμείς υπερασπιστήκαμε την Ισπανία μας μέχρι την τελευταία της στιγμή» (Jaime Camarasa Lluelas, ένας από τους εκατοντάδες χιλιάδες Ισπανούς Δημοκρατικούς που ακολούθησαν το δρόμο της προσφυγιάς το 1939, Rosy Rickett, Refugees of the Spanish Civil War and those they left behind)

Ημεροδρόμος

banner-article

Ροη ειδήσεων