Μερικές φορές οι συμπτώσεις δίνουν την εντύπωση ότι απονέμεται θεία δίκη. Τις ημέρες λοιπόν που το δικαστήριο επιβεβαίωσε την ποινή των τεσσάρων χρόνων φυλάκισης για τον Γιάννο Παπαντωνίου και τη σύζυγό του, για το 1,3 εκατομμύριο ευρώ που δεν καλύπτεται από τη δήλωση πόθεν έσχες του, οι ενώσεις δικαστών και εισαγγελέων ή σκέτο εισαγγελέων ή σκέτο δικαστών (αν και ένας ο σκοπός της Δικαιοσύνης, είναι πολλές οι ενώσεις και οι μνηστήρες της εξουσίας τους οποίους παρέχει η άσκηση της δικαστικής εξουσίας) έκαναν επιθέσεις για απρεπείς συμπεριφορές της κυβέρνησης απέναντι στη Δικαιοσύνη.
Η ποινή, με αναστολή φυσικά, που επιβλήθηκε στο ζεύγος Παπαντωνίου είναι για γέλια. Πάλι καλά που δεν τον έβαλαν να γράψει για τιμωρία εκατό φορές «δεν θα ξαναπιαστώ στα πράσα, θα προσέχω». Φταίνε όμως οι δικαστές για τη μικρή ποινή; Οχι φυσικά, αφού η υποβολή ανακριβούς δήλωσης πόθεν έσχες συνιστά μόνο πλημμέλημα. Και έγινε πλημμέλημα, από κακούργημα που ήταν, από τον υπουργό Δικαιοσύνης της ΝΔ Χαράλαμπο Αθανασίου. Μικρή, φυσικά, λεπτομέρεια: ο κύριος Αθανασίου επίσης είχε προβλήματα με ανακριβή δήλωση πόθεν έσχες.
Ο νόμος προέβλεπε ότι αν κάποιος ήταν υπόχρεος δήλωσης πόθεν έσχες, εντοπιζόταν να υποβάλλει ανακριβή δήλωση και αποδεικνυόταν ότι τα μη δηλωθέντα εισοδήματά του προέρχονταν από εκμετάλλευση της θέσης που είχε, τότε διωκόταν σε βαθμό κακουργήματος και αντιμετώπιζε ποινή φυλάκισης άνω των δέκα ετών. Η συγκεκριμένη πρόβλεψη του νομοθέτη ήταν σωστή, γιατί ουσιαστικά αυτό που έλεγε ήταν ότι αν κάποιος εμφανίζει επιπλέον εισοδήματα από αυτά που μπορεί να δικαιολογήσει και κατέχει υπεύθυνη θέση (όπως οι πολιτικοί), τότε αυτά τα εισοδήματα προέρχονται από έκνομες ενέργειες, όπως για παράδειγμα χρηματισμό. Με αυτό το σκεπτικό, η ανακριβής δήλωση αποτελούσε κακούργημα. Ο Αθανασίου άλλαξε τον νόμο και εκτός του ότι αυτοαμνηστεύτηκε προκαταβολικά σε περίπτωση ελέγχου, έριξε και τον Γιάννο στα μαλακά. Η υπόθεση έγινε πλημμεληματάκι, ενώ είναι αυταπόδεικτο ότι αφού δεν είχε εισοδήματα από άλλες εργασίες, το 1,3 εκατ. ευρώ της λίστας Λαγκάρντ προκύπτει από χρηματισμούς. Ετσι τουλάχιστον έλεγαν οι εισαγγελείς που τον έστειλαν σε δίκη, αλλά φευ, ο συνάδελφός τους κύριος Αθανασίου και κάλυψε τον Γιάννο και έριξε τη δική τους δουλειά στον κάλαθο τον αχρήστων.
Αρα δεν φταίνε οι δικαστές και οι εισαγγελείς που δεν αποδόθηκε δικαιοσύνη, αλλά ο νομοθέτης. Πολύ σωστά. Πού ήταν όμως τότε οι ενώσεις δικαστών και εισαγγελέων, για να θέσουν τη νομική τους ευαισθησία και γνώση φραγμό στην αυθαιρεσία; Πότε κατήγγειλαν την κυβέρνηση που πέρασε νόμους παραγραφής και αμνήστευσης του εαυτού της; Πότε τα έβαλαν με υπουργούς, όπως τώρα, όχι γιατί τους έκαναν κριτική αλλά γιατί απείλησαν την ίδια την απονομή δικαιοσύνης, νομοθετώντας τερατουργήματα απονομής αμνηστίας και αμνησίας; Ποτέ.
Τη δεκαετία του 2000 ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ο άλλος ευέλικτος και εφευρετικός νομοπαρασκευαστής της χώρας, αφαιρώντας πέντε λέξεις από τον ποινικό κώδικα, με το ίδιο τρικ, μετέτρεψε κακούργημα σε πλημμέλημα. Το αποτέλεσμα ήταν ότι πάνω από 500 επώνυμοι Θεσσαλονικείς, υπόδικοι για πλαστογραφία εγγράφων προκειμένου τα παιδιά τους να πάρουν μετεγγραφές που δεν δικαιούνταν από χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, επανέκαμψαν σαν αθώες περιστερές στην κοινωνία (φαντάζομαι και στην εκλογική πελατεία του Βενιζέλου), αφού το αδίκημα –ως πλημμέλημα πια– είχε παραγραφεί. Οι ενώσεις δικαστών και εισαγγελέων, δικαστών σκέτο ή όπως αλλιώς προσδιορίζονται, δεν έβγαλαν άχνα. Μόνο ένας εισαγγελέας από τη Θεσσαλονίκη, ο Βασίλης Φλωρίδης, τόλμησε να τοποθετηθεί με θάρρος ακόμη και σε συνέδριο και να μιλήσει για νομοθετικό πραξικόπημα Βενιζέλου.
Τέτοια πραξικοπήματα γίνονται κάθε μέρα. Υπαγορεύονται από τη διαπλοκή και εκτελούνται μέσα στη Βουλή από υπουργούς που κάνουν την εξυπηρέτηση που τους ζητάνε. Με τον τρόπο αυτό, οι υπόδικοι του λευκού κολάρου δεν φτάνουν όχι στη φυλακή αλλά ούτε σε δίκη. Νόμοι κομμένοι και ραμμένοι στα μέτρα συγκεκριμένων συμφερόντων, που στη συνέχεια τους φοράνε αδιαμαρτύρητα σαν κοστούμι οι άνθρωποι που πρέπει να αποδώσουν δικαιοσύνη. Αυτές οι υποθέσεις είναι καθημερινές και η αποκάλυψή τους δεν προέρχεται από δημοσιογραφική έρευνα αλλά από πληροφόρηση που μας παρέχουν έντιμοι δικαστές και εισαγγελείς, οι οποίοι βλέπουν τη διαφθορά να τους βγάζει τη γλώσσα.
Ας κάνουμε όποια παραδοχή θέλουν οι ενώσεις για το τι πρέπει ή δεν πρέπει να λέει ένα πολιτικό πρόσωπο για τη Δικαιοσύνη. Θα επιμείνουμε όμως στο ερώτημα τι λένε οι ίδιοι όταν η Δικαιοσύνη προσβάλλεται, γελοιοποιείται και φυσικά δεν λειτουργεί όπως πρέπει, με φωτογραφικά νομοθετήματα και απαλλακτικές νομικές παρασκευές; Γιατί δεν διαμαρτύρονται; Είναι πιο επικίνδυνο ένας υπουργός να ασκεί κριτική ή να κλέβει και να αυτοαμνηστεύεται; Πότε διαμαρτυρήθηκαν; Γιατί δεν διαμαρτυρήθηκαν; Τι κάνουν; Παίζουν ρόλο ώσμωσης με το διεφθαρμένο κομμάτι της εξουσίας με το οποίο μοιράζονται μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα της εξουσίας ή παριστάνουν τον Μπάμπη; Τον Μπάμπη τον φλου.