“Η απίστευτη απαγωγή από τη Μοσάντ του μεγαλύτερου ναζί σφαγέα των Εβραίων” γράφει ο Βενιζέλος Λεβεντογιάννης
«Έλα αγάπη μου πάμε, έχεις πιει πολύ και αύριο πρέπει να ξυπνήσεις νωρίς. Έχεις εργαστήρια στο πανεπιστήμιο.» Η μελαχρινή γυναίκα με τα μακριά ίσια μαλλιά, τα έντονα χαρακτηριστικά και το υπέροχο κορμί, έπιασε από το μπράτσο τον 18χρονο Νίκολας και προσπάθησε να τον σηκώσει από την καρέκλα. Εκείνος την κοίταξε από χαμηλά ακουμπώντας το πηγούνι του στο τραπέζι, και η γυναίκα παρατήρησε ότι από το αλκοόλ τα μάτια του είχαν αρχίσει να αλληθωρίζουν.
«Κάθισε» σφύριξε επιτακτικά μέσα από τα δόντια του και εκείνη υπάκουσε. «Ξέρεις ποιος είμαι; Τι Νίκολας και σκατά» της είπε και μεθυσμένος καθώς ήταν, το μυαλό του ξέφυγε. Γέμισε πάλι το ποτήρι του και κατέβασε το περιεχόμενο με τη μια: «Σκατοεβραίοι… βρωμιάρηδες… έπρεπε να τους κάνουμε σαπούνια όλους… Βρωμερή φάρα… Μας κατέστρεψαν τη ζωή… Αλήτες… τους μισώ… τους σιχαίνομαι…»
–
–
Η γυναίκα, ψύχραιμη του απάντησε: «Αγαπημένε μου, μου τα έχεις ξαναπεί αυτά. Και δεν έχω βγάλει άκρη. Ότι και να είναι, τελείωσε. Έλα πάμε να σε βάλω σε ένα ταξί». Ο κατάξανθος Νίκολας, σηκώθηκε με δυσκολία, σκόνταψε στο τραπέζι, και έριξε κάτω με θόρυβο τα ποτήρια. Ύστερα προκλητικά κατευθύνθηκε προς μια παρέα που κοίταζε τη σκηνή, για να ζητήσει το λόγο. Το έντονο άγγιγμα της συνοδού του στο μπράτσο του όμως, τον έκανε να αλλάξει γνώμη.
Εκείνο το βράδυ, η όμορφη μελαχρινή, έβαλε τον 18χρονο εραστή της, μέσα στο ταξί. Είπε στον οδηγό την οδό που έπρεπε να τον πάει και πλήρωσε η ίδια την ταρίφα. Στη συνέχεια αντί να κατευθυνθεί στο σπίτι της, περπάτησε προς τη λεωφόρο De Mayo, λίγα μέτρα παρακάτω. Ο βηματισμός της στα ψηλά της τακούνια, και το καλλίγραμμο κορμί της, έκανε διάφορες παρέες να σταματούν και να την πειράζουν, ακόμη και μέσα από τα αυτοκίνητα. Εκείνη χαμογελούσε παιχνιδιάρικα. Ήταν μια όμορφη γυναίκα από την Αργεντινή, ή αυτό νόμιζαν όλοι όσοι τη γνώριζαν…
Στο νούμερο 701 της λεωφόρου, σταμάτησε, έβγαλε μια ταυτότητα από την τσάντα της και ο φρουρός στην είσοδο του κτιρίου, στάθηκε προσοχή και πάτησε το κουμπί για να ανοίξει η πύλη. Βρισκόταν μέσα στην πρεσβεία του Ισραήλ.
Κατέβηκε τα σκαλοπάτια, πίσω από το φουαγιέ, προχώρησε σε έναν μακρύ, καλά φωτισμένο υπόγειο διάδρομο, άνοιξε μια επενδυμένη πόρτα και βρέθηκε σε μια αίθουσα επικοινωνιών. Το κωδικοποιημένο μήνυμα που έστειλε στον Σίμον Βίζενταλ, στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, ήταν λιτό: «Είμαι σίγουρη ότι πρόκειται για το “ελαφάκι”. Ο γιος του δεν μπορεί να κρατήσει το στόμα του κλειστό. Μου το επιβεβαίωσε και σήμερα. Ο γιος κυκλοφορεί με το όνομα Νίκολας, αλλά είναι ο Ντίτερ Χέλμουτ. Ο πατέρας κυκλοφορεί με το όνομα Ρικάρντο Κλεμέντ, αλλά είναι ο Άντολφ Άιχμαν.»
–
–
Ύστερα από 4 ημέρες πέντε καλογυμνασμένοι και φαινομενικά άγνωστοι μεταξύ του άνδρες, προσγειώθηκαν με διαφορετικές πτήσεις από διαφορετικές πόλεις του κόσμου, στο αεροδρόμιο Ezeiza, του Μπουένος Άιρες. Δυο από αυτούς έμοιαζαν με επιχειρηματίες, και οι υπόλοιποι τρεις με τουρίστες. Κάτω όμως από τα κοστούμια και τις βερμούδες τους, κυριαρχούσε η εκπαίδευση της ικανότερης μυστικής υπηρεσίας του κόσμου.
Οι άνδρες είχαν ένα στόχο. Να απαγάγουν τον μεγαλύτερο σφαγέα Εβραίων που γνώρισε η ανθρωπότητα και να τον μεταφέρουν στο Ισραήλ για να δικαστεί για τη δολοφονία 6.000.000 συμπατριωτών τους. Την επόμενη κιόλας ημέρα ένας από αυτούς προσέφερε ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό στον ιδιοκτήτη ενός καταστήματος. Το νοίκιασε αμέσως, και σε μια εβδομάδα ένα «Γραφείο Ταξιδιών» είχε ανοίξει με κάθε επισημότητα, στην περιοχή του Σαν Φερνάντο, στην οδό Γαριβάλδι, απέναντι από το σπίτι με το Νο14, στην εξώθυρα του.
–
–
20 Ιανουαρίου 1943 Μπιρκενάου, Πολωνία
–
Μια παράξενη ηρεμία κυριαρχούσε στο γεμάτο χιόνι στρατόπεδο. Οι ομάδες εργασίας δεν είχαν βγει έξω στο δάσος για άλλο ένα ταξίδι θανάτου. Τα φουγάρα από τα κρεματόρια δεν κάπνιζαν, αν και η μυρωδιά της καμένης σάρκας, λες και είχε ποτίσει την ατμόσφαιρα και μύριζε έντονα παντού. Τα ομαδικά λουτρά, δεν δέχονταν ανυποψίαστους κρατούμενους για να καθαριστούν. Οι φρουροί είχαν δεμένα τα τεράστια λυκόσκυλα τους. Κανείς από αυτούς δεν πυροβολούσε κάποιον κρατούμενο έτσι για το κέφι του. Κανείς δεν έβριζε ούτε κλωτσούσε κάποιο εξαντλημένο λιπόσαρκο κοντοκουρεμένο παιδάκι με το τατουάζ στο χεράκι του. Κάποιον περίμεναν και όλοι καθόντουσαν σε αναμμένα κάρβουνα.
–
Το μυστήριο λύθηκε κατά το μεσημέρι. Μια μεγάλη πομπή από πάνοπλους μοτοσικλετιστές και μια κατάμαυρη Μερσέντες Μπενζ W136, πέρασαν την πύλη που έγραφε «ARBEIT MACHT FREI» (Η εργασία απελευθερώνει) και κατευθύνθηκαν προς το κτήριο διοικήσεως.
Ένας λεπτός άνδρας με τη μαύρη στολή των SS και τα γαλόνια του Αντισυνταγματάρχη, βγήκε από το αυτοκίνητο και με μεγάλα βήματα διέσχισε τη χιονισμένη αυλή μέχρι τις σκάλες. Στη μασχάλη του βαστούσε ένα παχύ χαρτοφύλακα. Οι πάντες στο πέρασμα του «κοκάλωναν» και βαστούσαν την αναπνοή τους. Το ψυχρό του βλέμμα που λες και πάγωνε ακόμη περισσότερο το χώρο, διακρίνονταν κάτω από το μεγάλο γείσο του καπέλου με τη νεκροκεφαλή.
–
–
Ήταν ο Άντολφ Άιχμαν. Επικεφαλής του Γραφείου Εβραϊκών Υποθέσεων της Γκεστάπο. Ήταν ο άνθρωπος που νυχθημερόν εργαζόταν για την εκπλήρωση του σχεδίου των Ναζί για τους Εβραίους. Το σχέδιο είχε την ονομασία: Τελική Λύση (Endlösung). Ο Άιχμαν είπε ένα ξερό «χαιλ Χίτλερ» στον διοικητή του στρατοπέδου που ξεροστάλιαζε στο κρύο και τον περίμενε στις σκάλες. Προχώρησε αγενώς προς το γραφείο του, αφήνοντας τον Rudolph Hos και την κουστωδία του, σύξυλους.
Μέσα στο γραφείο ο Άιχμαν άνοιξε τον παχύ χαρτοφύλακα του, έβγαλε μια στοίβα χαρτιά και άρχισε να μιλάει.
«Ρούντολφ, με αυτά τα χαρτιά σε εφοδιάζω με ότι χρειάζεσαι προκειμένου να επισπεύδεις ακόμη γρηγορότερα, το “καθάρισμα”. Σε λίγες ώρες θα εφοδιαστείς με άπειρες ποσότητες Zyclon B για τα ντους. Πρέπει μαζικά να εξολοθρεύουμε τόσο τους Εβραίους όσο και τους κομμουνιστές του στρατοπέδου. Οι καμινάδες γιατί δεν καπνίζουν; Υπάρχει κάποιο πρόβλημα με τα καύσιμα; Νομίζω ότι οι διαταγές μου ήταν σαφέστατες. Παρατηρώ υπερπληθυσμό εντός του στρατοπέδου σου. Πρέπει να το αδειάσεις από τα μιάσματα. Έγινα αντιληπτός;»
–
–
Ο Διοικητής κοίταξε τα χαρτιά και κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Στη συνέχεια ο Άιχμαν στράφηκε στον γιατρό του στρατοπέδου. Ήταν ένας μαυρομάλλης κοντός άνδρας με ελαφριά φαλάκρα. Φορούσε γυαλιά με στρογγυλό μεταλλικό σκελετό.
«Δόκτωρ Μέγκελε, ακούω τα καλύτερα λόγια για το έργο σας και είμαι ικανοποιημένος. Στην Tiergartenstrasse αριθ. 4, αναφέρουν συνέχεια εσάς και τις μεθόδους σας. Ακόμη και ο Φύρερ μας, θέλει να δει τα αποτελέσματα των πειραμάτων σας, στους νάνους, τους δίδυμους και τους Τσιγγάνους. Έχετε την πλήρη υποστήριξη μου στο Πρόγραμμα Ευθανασίας T-4 (Aktion T-4). Η ευγονική είναι το μέλλον. Και το μέλλον είναι δικό μας.»
–
–
Ο Άιχμαν σηκώθηκε από την καρέκλα του, πλησιάσε το παράθυρο, τράβηξε τη λευκή κουρτίνα και κοίταξε το στρατόπεδο που είχε καλυφθεί από χιόνι. «Κύριοι, ξέρετε που θα με βρείτε εάν χρειαστείτε κάτι. Εις το επανιδείν». Στη συνέχεια εξαφανίστηκε με το ίδιο ταχύ βήμα που είχε μπει.
Η μαύρη Μερσεντές δεν είχε προλάβει να βγει από την πύλη, όταν αξιωματικοί, φρουροί και στρατιώτες ξεχύθηκαν στο χιόνι και άρχισαν να εκτελούν τις νέες διαταγές. Σε λίγη ώρα τα φουγάρα άρχισαν να ξερνούν ένα γκρι καπνό, ενώ σωρηδόν κοντοκουρεμένοι ανθρώπινοι σκελετοί, έσερναν τα βήματα τους σε σειρά και σχημάτιζαν μια μεγάλη γραμμή που οδηγούσε προς την πόρτα των ντους…
–
–
Βιέννη Αυστρία 1950
Η Veronica Catalina Liebl, καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα και περίμενε τον σύζυγο της να επιστρέψει από τα γραφεία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού. Μπορεί η Δίκη της Νυρεμβέργης να είχε τελειώσει πριν από 3μιση χρόνια, όμως όλος ο κόσμος μιλούσε για τον «δήμιο» που έχει εξαφανιστεί δίχως να λογοδοτήσει για τα εγκλήματα του. Έμαθε πως οι σιχαμεροί Εβραίοι έχουν οργανώσει ένα ειδικό σώμα «Εκδικητών» τους Nokmim, και ξετρυπώνουν και εκτελούν όσους ευθύνονται για το θάνατο των συμπατριωτών τους.
–
–
Η πόρτα άνοιξε και μέσα μπήκε ένας καραφλός άνδρας με μουστάκι: «Βερόνικα τα κατάφερα. Είμαι πλέον ο Ιταλός πολίτης με το όνομα Ρικάρντο Κλεμέντ, γεννημένος στο Μπολτσάνο που στον πόλεμο έχασε τα χαρτιά του. Κοίτα έχει τη σφραγίδα και την πιστοποίηση του Ερυθρού Σταυρού. Σε λίγες ημέρες φεύγω για Αργεντινή με βίζα πάλι από τον Ερυθρό Σταυρό. Μόλις εγκατασταθώ εκεί θα σας φωνάξω να έρθετε με τα παιδιά. Τελείωσαν τα βάσανα μας Βερόνικα. Κανείς δε θα μας βρει εκεί…»
–
Μπουένος Άιρες Αργεντινή βράδυ 11ης Μαίου 1960
–
Μέσα στο κλειστό γραφείο ταξιδίων οι τέσσερεις άνδρες κοίταζαν και ξανακοίταζαν τα χαρτιά με τις οδηγίες, που τους είχαν μοιραστεί και κανόνιζαν τις τελευταίες λεπτομέρειες της επιχείρησης τους. Ο πέμπτος είχε τραβήξει ελάχιστα τη σκούρα κουρτίνα της βιτρίνας και παρακολουθούσε το σπίτι απέναντι, με τον αριθμό 14.
«Πως είμαστε σίγουροι ότι πρόκειται για τον ίδιο;» Ρώτησε ένας από αυτούς. «Και εάν συλλάβουμε κάποιον αθώο; Εάν δεν είναι αυτός; Φαντάζεστε τι θα γίνει διεθνώς; Απαγωγή Αργεντίνου πολίτη από το Μπουένος Άιρες. Καταστραφήκαμε. Αν και όλα ταιριάζουν θέλουμε μια απόδειξη ότι είναι αυτός. Έχει τρια παιδιά από άλλο γάμο και ένα πεντάχρονο αγόρι από αυτόν τον γάμο του στην Αργεντινή»… Τα λόγια του διέκοψε ο άνδρας που κοίταζε το σπίτι: «Βγαίνει, ετοιμαστείτε. Θα τον παρακολουθήσουμε. Κάπου πάει καλοντυμένος. Συνοδεύεται από τη νέα του σύζυγο».
–
Σαν σκιές και εναλλάσσοντας ο ένας τον άλλον, για να μην γίνουν αντιληπτοί οι πέντε πράκτορες της Μοσάντ, εκείνο το απόγευμα παρακολούθησαν τον αντιπρόσωπο της Μερσεντές στο Μπουένος Άιρες με το όνομα Ρικάρντο Κλεμέντ να πηγαίνει οικογενειακώς σε ένα ακριβό εστιατόριο. Δυο από τους πράκτορες μπήκαν μέσα έβαλαν 50 δολάρια στην τσέπη του μέτρ για να τους βρει τραπέζι και ύστερα από λίγο καθόντουσαν. Οι καρέκλες τους σχεδόν ακουμπούσαν εκείνες που καθόταν ο Ρικάρντο με τη σύζυγο του.
–
Παράγγειλαν και ενώ έτρωγαν και συζητούσαν σαν δυο επιχειρηματίες, ο Ρικάρντο Κλεμέντ, έκανε το μοιραίο λάθος της ζωής του. Προδόθηκε μόνος του. Κάποια στιγμή ήρθε ένα μπουκάλι σαμπάνιας στο τραπέζι του και τον άκουσαν καθαρά να λέει στους γιους του κατά την πρόποση: «Παιδιά μου σήμερα με τη μητέρα σας, γιορτάζουμε την αργυρή επέτειο του γάμου μας. Στα εύκολα και στα δύσκολα ήμασταν δίπλα ο ένας στον άλλον. Είθε ο θεός να μας δώσει άλλα τόσα χρόνια γάμου.» Στη συνέχεια πριν πιει, χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του και είπε: «Χάιλ Χίτλερ» και έβγαλε από την τσέπη του ένα καλά αμπαλαρισμένο δώρο. Ο ένας πράκτορας της Μοσάντ που είχε χάσει το χρώμα του και ήθελε να ουρλιάξει από αυτή την αναπάντεχη επιβεβαίωση, είδε καθαρά τη Βερόνικα να ανοίγει τον φιόγκο και να βγάζει μέσα από το κουτί μια ασημένια, ως είθισται στις επετείους των 25 χρόνων, κτένα. Στην άκρη της διαγραφόταν πεντακάθαρα μια σκαλιστή μικρή σβάστικα…
–
Σαν Φερνάντο Μπουένος Άιρες, 19η Μαίου 1960, οδός Γαριβάλδι Νο14
Ο Ρικάρντο Κλεμέντ επέστρεφε από την δουλειά του με τα πόδια, όπως κάθε απόγευμα την ίδια ώρα. Στο σπίτι θα τον περίμενε η Βερόνικα, θα έπιναν καφέ μαζί και μετά θα διάβαζε τις εφημερίδες και θα άκουγε κλασσική μουσική στο ραδιόφωνο μέχρι το βράδυ. Λίγο πριν βάλει το κλειδί στην πόρτα άκουσε πίσω του μια φωνή: «Άιχμαν!!!» Γύρισε αιφνιδιασμένος. Έτρεμε. Ο εφιάλτης ξύπνησε. Το μόνο που πρόλαβε να δει ήταν δυο άνδρες με μαύρα εφαρμοστά ρούχα και μια γροθιά από τον πιο γεροδεμένο, που προσγειώθηκε με ορμή στη μύτη του. Άκουσε ένα σκληρό «κρακ» στα ίδια του τα αυτιά σαν κάτι να σπάει και γέμισε αίματα στο πρόσωπο. Θέλησε να ουρλιάξει. Το κατάφερε μια φορά. Η φωνή του βγήκε σαν φωνή από αρνάκι που το σφάζουν.
–
Δεύτερη δεν πρόλαβε. Όπως προσπάθησε να πάρει αέρα, ένα μαντίλι με χλωροφόρμιο τον είχε ήδη ναρκώσει…
–
–
Σε δυο ημέρες ο συνεχώς ναρκωμένος δήμιος των Εβραίων, έμπαινε φιμωμένος και δεμένος σε ένα κιβώτιο. Το κιβώτιο αυτό φορτώθηκε σε μια εμπορική πτήση της Ελ Αλ που σε λίγη ώρα απογειώθηκε με προορισμό το Ισραήλ. Όλα έγιναν αστραπιαία. Η οικογένεια του Άιχμαν δεν είχε δηλώσει την εξαφάνιση του, στην αστυνομία για προφανείς λόγους. Έψαχνε μόνη της στα νοσοκομεία της πόλης να τον βρει.
–
Η Δίκη
–
Στις 14 Αυγούστου του 1961, η δίκη του Ναζί δολοφόνου ολοκληρώθηκε στο Ισραήλ. Μια δίκη που απασχόλησε όλον τον κόσμο. Η Αργεντινή διαμαρτυρήθηκε για την απαγωγή μέσα από το έδαφος της, το ίδιο και οι ΗΠΑ που δεν τάχθηκαν στο πλευρό του Ισραήλ. Φήμες ήθελαν τη CIA να γνωρίζει την ταυτότητα του, αλλά να του έχει υποσχεθεί ανωνυμία σε αντάλλαγμα πληροφοριών εκ μέρους του.
–
Σύμφωνα με τον Ισραηλινό ποινικό δίκαιο, ορίστηκε τριμελές Δικαστήριο, το οποίο απαρτίζετο από τους Μοσέ Λάνταου, Βενιαμίν Χαλεβί και Γιτζάκ Ραβέχ. Στη θέση του Δημόσιου Κατήγορου ήταν ο Γκίντεον Χάουσνερ, ιδρυτής του «Yad Vashem», της «Αρχής για τη διάσωση της μνήμης των ηρώων και των μαρτύρων του Ολοκαυτώματος». Την υπεράσπιση του Άιχμαν αναλαμβάνει ο Γερμανός δικηγόρος δρ. Ρόμπερτ Σερβάτιους. Παράλληλα η Κνεσέτ ψηφίσε ειδικό νόμο, στον οποίο προβλεπόταν η ποινή του θανάτου σε όποιον κρίνεται ένοχος για εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας.
–
Η δίκη, ξεκίνησε στις 11 Απριλίου 1961. Ο κατηγορούμενος βρισκόταν έγκλειστος σε ειδικά κατασκευασμένο γυάλινο αλεξίσφαιρο κλωβό. Τα μέτρα ασφαλείας ήταν πρωτοφανή. Πολλοί εξαγριωμένοι Ισραηλινοί ήθελαν να σκοτώσουν τον κατηγορούμενο. Το ίδιο όμως και άλλοι πρώην Ναζί, με πρωτοστάτη τον Ότο Σκορτσένυ, για να μην προβεί σε αποκαλύψεις. Η κατηγορία αφορούσε δεκαπέντε αδικήματα, ανάμεσα στα οποία, εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας, εγκλήματα κατά των Εβραίων και συμμετοχή σε εκτός νόμου οργάνωση (την SS). Τον Δεκέμβριο βγήκε η απόφαση και ήταν μια: «Εις θάνατον δια απαγχονισμό».
–
–
Στις 31 Μαΐου 1962, ο Άιχμαν απαγχονίζεται στις φυλακές της πόλης Ράμλα. Η σορός του αποτεφρώνεται και οι στάχτες της διασκορπίζονται στα διεθνή ύδατα της Μεσογείου «για να αποτραπεί η κατασκευή οποιουδήποτε μνημείου θα μπορούσε να θυμίζει τον αρχιτέκτονα του Ολοκαυτώματος»…
–
Μπουένος Άιρες Αργεντινή Μπαρ Recoleta, Οκτώβριος 1962
–
Η πόρτα του μπαρ άνοιξε και ένας καλοντυμένος νεαρός, μπήκε και κάθισε σε ένα σκαμπό στη μπάρα. Παράγγειλε το ποτό του και άναψε τσιγάρο. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα σαν να έκλαιγε για μέρες. Έπινε και κάπνιζε. Κάποια στιγμή κοίταξε το ρολόι του. Το ραντεβού του είχε αργήσει. Είχε μέρες να δει την κοπέλα του. Μιλούσαν μόνο τηλεφωνικά. Εκείνος πενθούσε και της είχε ζητήσει να μην συναντιόνται για λίγο. Πλήρωσε και βγήκε έξω.
Είδε την φιγούρα της να διαγράφεται καλοσχηματισμένη στο απέναντι πεζοδρόμιο. Πέρασε τον δρόμο τρέχοντας. Ήταν νευριασμένος. Τον είχε στήσει τόση ώρα. Δεν πρόλαβε να μιλήσει. Η γυναίκα τον κοίταζε ψυχρά. Έμοιαζε άλλος άνθρωπος. «Δε θα σε ξανασυναντήσω. Έτσι και σε βρω ποτέ στο διάβα μου θα σε σκοτώσω» του είπε με τα χείλη σφιγμένα και ένα πιστόλι, εμφανίσθηκε μαγικά, στο χέρι της. Ο Νίκολας τα έχασε. Κρέμασε το σαγόνι του και με δυσκολία συγκράτησε την κύστη του να μην αδειάσει εκεί, στο σκοτεινό πεζοδρόμιο. «Η Σάρα Μπάουχμαν και ο τριχρονος γιος της Γιόζεφ, έκαναν ντους στα λουτρά του Άουσβιτς. Η Ελιάνε, η μεγάλη της κόρη, εκείνο το πρωινό, κρύφτηκε στις τουαλέτες. Μέσα σε μια λίμνη από σκατά. Ανέπνεε και έκανε εμετό για να σωθεί. Και σώθηκε. Μεγάλωσε με τη θεία της. Μόνη χωρίς πατέρα, μάνα και αδερφό. Η Ελιάνε έδωσε υπόσχεση να βρει τον Ναζί δολοφόνο των γονιών της. Τον βρήκα και πήρα την εκδίκηση μου, Ντίτερ Χέλμουτ.»
Η Ελιάνε έκλαιγε από οργή. Το πρόσωπο της σκλήρυνε. Έβαλε το πιστόλι στην τσάντα της. Πλησίασε τον Ντίτερ Χέλμουτ Άιχμαν, ή Νίκολας Κλεμέντ που έτρεμε σαν ψάρι και τον έφτυσε στο πρόσωπο. Όταν του είπε «εξαφανίσου γελοίε Ναζί» εκείνος είχε ήδη λερώσει το παντελόνι του και απομακρύνονταν με μεγάλες δρασκελιές Είχε το βάδισμα του πατέρα του.
–