Μάνος Λοΐζος και Σταύρος Κουγιουμτζής συναντήθηκαν σε μια βραδιά νοσταλγίας και συγκίνησης χάρη στο «Μονόγραμμα»
Δήμητρα Σμυρνή
Βραδιά μνήμης, νοσταλγίας και συγκίνησης ήταν η χθεσινή, καθώς τα τραγούδια της θύμιζαν σε μας τους παλιότερους μια εποχή δεμένη με την πρώτη νιότη μας, τότε που οι εποχές ήταν αλλιώτικες, τότε που υπήρχε όραμα και ελπίδα και οι νέοι αγωνίζονταν πιστεύοντας σ’ ένα καλύτερο αύριο.
Σε μικρά ταβερνάκια πάνω στα Κάστρα της Θεσσαλονίκης, σε μικρά φοιτητικά δωμάτια, όσοι δεν κάναμε τη μεγάλη Αντίσταση μέσα στη Χούντα, κάναμε τη δική μας, τη μικρή, τραγουδώντας… Και τραγουδούσαμε Θεοδωράκη χαμηλά και πιο δυνατά Λοΐζο και Κουγιουμτζή. Δεν είχαν απαγορευτεί, όπως ο Θεοδωράκης, ξέραμε όμως πως και οι δυο ήταν από το ίδιο αίμα, το λαϊκό, το δικό μας. Πως τα τραγούδια τους απηχούσαν τους καημούς και τα μεράκια του βασανισμένου Ελληνισμού, τους πόθους και τα όνειρά του. Και τους τραγουδούσαμε..
Και αργότερα, στη Μεταπολίτευση, στα «χρόνια της φωτιάς», όπως τα είπαν, τότε που « θα έπαιρναν τα όνειρα εκδίκηση», όπως νομίζαμε, στις δικές τους μελωδίες αφηνόμασταν τα βράδια ή ξεχυνόμασταν στα γήπεδα, για να γίνουμε όλοι μια φωνή, τραγουδώντας πια δυνατά και ελεύθερα τα τραγούδια του Μίκη και πάντα δίπλα στα δικά του και τα δικά τους.
Δεν συναντήθηκαν ποτέ ο Μάνος Λοΐζος και ο Σταύρος Κουγιουμτζής, δεν κουβέντιασαν. Χθες όμως τους είδαμε στο Χώρο Τεχνών να είναι δίπλα ο ένας στον άλλο, ολοζώντανοι πάνω στη σκηνή, να κουβεντιάζουν, να θυμούνται, να νοσταλγούν μια εποχή χαμένη για πάντα…
Και δεν ήταν μόνο αυτοί παρόντες, σαν αποτέλεσμα μιας εξαιρετικά πετυχημένης θεατρικής σύλληψης και πραγμάτωσης, ήταν κυρίως τα τραγούδια τους, που καθώς πλημμύριζαν το χώρο οι μελωδίες τους, βγαλμένες από την ίδια μήτρα, έβλεπες ανάγλυφα σ’ αυτά την απόλυτη ταύτιση της ελληνικής ψυχής.
Δεν μιμήθηκαν ο ένας τον άλλο, δεν αντέγραψαν, όμως πορεύτηκαν κουβαλώντας ο καθένας, πέρα από την προσωπική μελωδική γραμμή του, την αλήθεια και το όραμα, και κει συναντήθηκαν, όπως και χθες.
Εξαιρετική, λοιπόν, η ιδέα που είχε ο Πέτρος Ρίστας και το «Μονόγραμμα» να τους παρουσιάσουν μαζί, στη βραδιά την αφιερωμένη στο Σωσσίδειο Γηροκομείο της πόλης.
Το Γηροκομείο, που ανακαινίστηκε προσφέροντας ακόμη πιο απλόχερα τη φροντίδα του στους ηλικιωμένους της πόλης, είναι ένα σημείο αναφοράς στον ίδιο τον πολιτισμό μας είπε η πρόεδρος του αδελφάτου του κ. Δόξα Μούρτζιου, ευχαριστώντας όσους το στήριξαν και το στηρίζουν και ιδιαίτερα το «Μονόγραμμα» για τη συναυλία που τα έσοδά της προσφέρθηκαν σ’ αυτό.
Η πρόεδρος του Οργανικού Φωνητικού Συνόλου «Μονόγραμμα», Αλέκα Βαφείδου, μίλησε για την πενταετή προσφορά του και τους στόχους του, που είναι η μεταφορά μέσα από τις συναυλίες του της ποιότητας στα μουσικά δρώμενα, αλλά και της χαράς, της αισιοδοξίας και των πραγματικών αξιών ζωής.
Τα τραγούδια των δύο συνθετών, ξεκινώντας με τον πολυτραγουδισμένο και αγαπημένο «Δρόμο» του Λοΐζου, περνώντας στη «Γοργόνα» και στο « Όλα σε θυμίζουν», έσμιξαν με «Το πουκάμισο το θαλασσί» και το «Πού ‘ναι τα χρόνια» του Κουγιουμτζή, για να κάνουν ομόκεντρους μουσικούς κύκλους, προκαλώντας ενθουσιασμό και συγκίνηση στο κοινό που γέμισε από νωρίς ασφυκτικά το χώρο.
Πέρα από την εξαιρετική γυναικεία χορωδία του «Μονογράμματος», που έχει ταυτιστεί πια με την ποιότητα, και την τρυφερή παρουσία της Παιδικής Χορωδίας της ΚΕΠΑ, οι δύο φωνές που μοιράστηκαν τις εύστοχες, από τη μεριά του Πέτρου Ρίστα, επιλογές των τραγουδιών, ήταν του Χάρη Μακρή και της Μάγδας Βαρούχα.
Δεν είναι καθόλου εύκολο να τραγουδήσεις τραγούδια που ταυτίστηκαν με τις φωνές του Νταλάρα, της Αλεξίου ή του Παπακωνσταντίνου, φωνές αξεπέραστες εδώ και σαράντα χρόνια. Μοιραία οδηγείσαι στη σύγκριση.
Κι όμως τα δυο νέα παιδιά, που ήρθαν από την Αθήνα για να πάρουν μέρος στην εκδήλωση – ό Χάρης μάλιστα και με καταγωγή από την Αλεξάνδρεια- όχι απλά ξεπέρασαν την τροχοπέδη της σύγκρισής χωρίς να υπολείπονται στο ελάχιστο, αλλά δημιούργησαν μια δική τους ερμηνευτική προσέγγιση, γοητεύοντας το κοινό με τις φωνές τους.
Ο Σπύρος Καραγιάννης και ο Άρης Ορφανίδης απέδωσαν θεατρικά τον Σταύρο Κουγιουμτζή ο πρώτος και τον Μάνο Λοΐζο ο δεύτερος, με απόλυτη πειστικότητα, και όταν χρησιμοποιούσαν το λόγο, αλλά και με την εύγλωττη σιωπή της στάσης σώματος και της παρουσίας τους πάνω στη σκηνή.
Τα κείμενα της κουβέντας τους, που επιμελήθηκαν ο Νίκος Μανούδης και η Δήμητρα Μητσάνη, ήταν ιδιαίτερα προσεγμένα και εύστοχα, αποτυπώνοντας όχι μόνο την προσωπικότητα των δύο συνθετών αλλά και την εποχή, και η παρουσία της Δήμητρας Μητσάνη πάνω στη σκηνή αποτέλεσε με αφήγηση κειμένων έναν ζωντανό και απαραίτητο συνδετικό κρίκο ανάμεσά τους, προσθέτοντας στην όλη ατμόσφαιρα.
Η μόνη στιγμή που μίλησε μόνη της η μουσική, χωρίς το στίχο, ήταν ή στιγμή που γέμισε η σκηνή όχι μόνο από τη μελωδία του «Ζεϊμπέκικου της Ευδοκίας» του Λοΐζου, αλλά και από την παρουσία του Στέλιου Πολιτίκου, που το χόρεψε με τη στολή του στρατιώτη, παραπέμποντας στην ταινία του Αλέξη Δαμιανού.
Άψογη η ορχήστρα του «Μονογράμματος» με τους:
Πιάνο: Αντώνης Σαρακατσιάνος
Φλάουτο: Σίσσυ Γεωργοπούλου
Βιολί: Γιάννης Στέφανος Βλάχος
Μπουζούκι: Κώστας Παπαδόπουλος
Ακορντεόν: Παναγιώτης Παπαδόπουλος
Ακουστική κιθάρα: Ανδρέας Λεοντάκης
Βιολοντσέλο: Ηλίας Σαρηγιαννίδης
Κοντραμπάσο: Δάνης Κουμαρτζής
Κρουστά – Φυσαρμόνικα: Κώστας Ρίζος
Ο Πέτρος Ρίστας, ο μαέστρος της Χορωδίας και του Οργανικού Συνόλου, έδειξε για μια ακόμη φορά με το αποτέλεσμα της δουλειάς του όχι μόνο τον κόπο τον δικό του και των συνεργατών του, αλλά την εξαιρετική του, εμπνευσμένη ικανότητα στις ενορχηστρώσεις, που έδωσαν μια άλλη, σύνθετη διάσταση στα τραγούδια.
Μια βραδιά που κανείς δεν ήθελε να τελειώσει κι αυτό φάνηκε από τις ενθουσιώδεις αντιδράσεις του κοινού. Μια βραδιά που εντάσσεται στις καλύτερες στιγμές πολιτισμού της πόλης!
Φωτογραφίες: faretra.info