Απόψεις Πολιτισμός

“Στίχοι σε άνω τελεία, ζωή σε play back…” γράφει ο Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

Δοκιμή ερμηνείας

Για το Νεοέλληνα το τραγούδι είναι αταβισμός. Σχεδόν εγγράφεται στο DNA του. Κυλά γοργό και καθάριο. Δε λιμνάζει, δεν παλινδρομεί. Ψυχογραφεί. Διεγείρει, ενίοτε εξεγείρει τη συλλογική συνείδηση. Φορτίζει και σφραγίζει τα συναισθήματα. Διαχέεται παντού. Από την αφόρητη οδύνη και τη συντριβή έως τη φαιδρότητα και τη σαγήνη. Εν αρχή δεσπόζει και εδώ ο λόγος. Του τραγουδιού το ντύμα είναι η ποίηση της μικρής φόρμας και η ποιητική της. Με καταβολές πανάρχαιες, από τα λατρευτικά δρωμενα και την «τράγων ωδή», εν συνεχεία στην τραγωδία και το θέατρο κι από ’κει στην ίδια τη ζωή. Στίχοι με ή χωρίς ημερομηνία λήξης, πάντως χωρίς το τελεσίδικο της μεγάλης ποίησης. Στίχοι όχι με αλλά σε άνω τελεία. Ακριβώς όπως η ζωή και τα καθημερινά της. Με τα ατέρμονα play back, τις εναλλαγές της και τις παραλλαγές, τις διχοστασίες.

Αν και δεν του φαίνεται, το ζήτημα είναι μακροσκελές και πολύπτυχο. Καταθέτω εδώ κάποιες σκέψεις, επιχειρώντας, με πολλές επιφυλάξεις και ενδοιασμούς, με προφανείς αδυναμίες, μία απόπειρα ερμηνείας… Καταρχάς προκύπτει – μάλλον ενσκήπτει – το θεωρητικό πλαίσιο και τα αξιολογικά κριτήρια. Ακόμη δεν έχω απολύτως πειστεί προς τι αυτός ο κατακερματισμός των εννοιών. Μάλλον είναι ίδιον του δυτικού ορθολογισμού. Εν πάση περιπτώσει τίθεται το ερώτημα: Καταλέγονται οι στίχοι τραγουδιού στη λογοτεχνία; Είναι δυνητικά λογοτεχνικό είδος; Σε ένα μέτρο ναι. Δικαιώνουν κατά περίπτωση το λογοτεχνικό και αξιώνουν αυτόχρημα την ειδολογική κατάταξη. Διότι αφενός: Ποιητικά και μορφολογικά εφαρμόζονται οι αυτοί κανόνες στιχουργίας και μάλιστα στην πιο αυστηρή, την κλασική σύνταξη της ποιητικής γλώσσας. Το μέτρο και η ομοιοκαταληξία τίθενται ως προϋποθέσεις εκ των ων ουκ άνευ. Αφετέρου: Μπορεί ο Ελύτης να γράφει – αριστουργηματικά και ανεπανάληπτα – «Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς; Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ’ ακούς; Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και,  μ’ ακούς; της αγάπης μια για πάντα το κόψαμε…»[1]. Όμως και οι στίχοι της Μυρτώς Κοντοβά: «Δε χωρίζουν όμως έτσι οι ζωές των ανθρώπων, που αγαπήθηκαν με τόσο κόπο. Ή κι οι δυο μας ή κανείς ως την άκρη της κλωστής ισορροπήσαμε εμείς»[2] διεκδικούν και δικαιούνται το δικό τους ζωτικό χώρο …

Τότε ακριβώς αρχίζουν τα ψευδοδιλήμματα. Οι ποιητές από τη μια,  οι στιχουργοί – και στιχοπλόκοι ή και ποιητάρηδες –από την άλλη. Άτοπη η σύγκριση, μάταιη η σύγκρουση. Η διαφοροποίηση είναι εμφανής παρά τις συγκλίσεις, τις επιμέρους και τις κατ’ ανάγκη. Τα σημεία τομής δε συνεπάγονται ταυτότητες. Δεν είναι, ας πούμε, η ποίηση η αστραφτερή λεωφόρος και η στιχουργία ο σκοτεινός της παράδρομος. Ή κατ’ αναλογία μπορεί να είναι εξίσου (καλό) θέατρο – και όχι μόνο θεατρικό είδος – το δράμα όπως και η επιθεώρηση. Ειδάλλως η σοβαροφάνεια ανδραποδίζει τη σοβαρότητα. Είναι σα να λες ότι η ποίηση δε διαθέτει μουσικότητα ή ότι το τραγούδι υφίσταται χωρίς ποιητική τεχνοτροπία! Ή εκείνο το άλλο, το αμίμητο, για τη διάσταση ανάμεσα στο λαϊκό και το έντεχνο. Λες και το πρώτο είναι άτεχνο, ή το δεύτερο μπορεί να σταθεί χωρίς δημοτικότητα, χωρίς το λαϊκό έρεισμα. Σαν άλλος να ήταν ο Σοφοκλής που έγραψε τα επεισόδια στην «Αντιγόνη» και άλλος εκείνος που συνέθεσε τα χορικά της άσματα!

Οι πολλές κατηγοριοποιήσεις οδηγούν σε αμηχανία. Έστω. Ας δεχτούμε εξαρχής ότι κάθε είδος, πιθανόν, έχει το κοινό του, καθώς απευθύνεται σε δέκτες με κοινές προσλαμβάνουσες. Κι αυτό όμως προβάλλει επίφοβο. Το συναίσθημα ποικίλλει. Η οπτική ενδέχεται – κάποτε επιβάλλεται – να αλλάζει. Πώς το γράφει ο ποιητής (;)  – ή στιχουργός (;) μιας και πρόκειται για τραγούδι – τέλος πάντων ο Μιχάλης Γκανάς: «Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια, μόνο τρόπο να κοιτάνε»[3]; Για να επανέλθουμε στον Ελύτη η αλήθεια βρίσκεται στο εκ βαθέων, σε αυτό που με εξομολογητική παρρησία καταθέτει: «Τόσο δύσκολο, μα τόσο δύσκολο ν’ αφήσεις την εποχή σου να σε σφραγίσει, χωρίς να σε παραχαράξει»[4]

Το τραγούδι είναι ολότητα. Σε αυτό το σύνθεμα λόγου και μουσικής η  δυναμική του ρυθμού κυριαρχεί. Γιατί όσο ελκυστική κι αν τύχει να είναι η μελωδία, τραγούδια με στίχους ανούσιους, άτεχνους ή χαζοχαρούμενους, δεν πείθουν. Καταφεύγοντας στην ευκολία αυτοεκτίθενται. Δεν προβάλλουν αξιώσεις, δεν κατακτούν τη διαχρονία, μοιραία οδηγούνται στην αφάνεια.

Κατάδυση, λοιπόν, στο τραγούδι και τους στίχους της άνω τελείας! Ίσως η άλλη όψη της ποίησης. Είναι οι στίχοι που ξεκινούν από το κατά σύμπτωση, για να φτάσουν στο παρ’ ελπίδα. Πρόκειται για ποιητικά ολοκληρώματα σε περίκλειστο φορμαλισμό. Κάποτε μοιάζουν με ασκήσεις ύφους, άλλοτε γέρνουν με χάρη μαγική σαν αερικά. Λόγος πυκνωμένος, συναίσθημα ευθύβολο. Γράφονται επί τούτου, για να τραγουδηθούν. Άλλο κεφάλαιο η μελοποιημένη ποίηση. Εκεί έχουμε μία κατασκευή, μία εξ αντιστρόφου μουσική επένδυση λόγου κατοχυρωμένου. Ούτε είναι πάντα εφικτή μια ανατροπή σαν αυτή που προκάλεσε π.χ ο Μάνος Χατζιδάκις με το «Μεγάλο Ερωτικό». Να επισημανθεί ακόμη ότι γλωσσοπαιδαγωγικά οι στίχοι τραγουδιών εντάσσονται σε μία ενδιάμεση κατηγορία λογοτεχνικού γραμματισμού[5]. Ας δοκιμάσουμε λοιπόν να δούμε μερικές περιπτώσεις ενδεικτικά.

Όταν η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου γράφει «Φτώχεια που με κουρέλιασες με νύχια ματωμένα, μες στα πολλά σου θύματα γράψε ακόμα ένα»[6], ο ποιητικός λόγος αίρεται στο ύψος της κοινωνικής καταγγελίας. Ο μικρασιάτικος λυρισμός της, συνετός και ισόρροπος. «ξέρει να κρατάει το κεφάλι ψηλά, να σέβεται το μέτρο των ακτών της Ιωνίας»[7]. Η γραφή εκπέμπει εδώ κάτι από τη γυναικεία ευγένεια, τη μητρική στοργή.

Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου

Θα συναντήσουμε στίχους διαμαρτυρίας, άμεσους ή συγκαλυμμένους, και στον Κώστα Βίρβο[8]. Όμως η επόμενη μεγάλη τομή θα σημειωθεί με το Λευτέρη Παπαδόπουλο. Η Παπαγιαννοπούλου μίλησε γι’ αυτόν με ενθουσιασμό, όταν άκουσε την «Άπονη ζωή» και τη «Φτωχολογιά». Ήταν κοντά στα δικά της γράδα. Στίχοι όπως «η ψυχή σα χελιδόνι φεύγει απ’ τα χείλη μου»[9] συναιρούν το μεγαλείο του απλού. Μόνο ίσως στο δημοτικό τραγούδι θα συναντήσουμε τέτοια πυκνότητα. Ο Παπαδόπουλος γράφει σπουδαία κι όταν καταπιάνεται με τον ερωτικό καημό ή το χωρισμό και τη μοναξιά της απουσίας. Η παγωνιά, οι έρημοι δρόμοι, τα ξεψυχισμένα φώτα της πολιτείας, η καρδιά που βαραίνει, μεταγράφονται σε ποιητικά σημαινόμενα: «Έρημοι δρόμοι, γερμένοι ώμοι και σπίτια ξένα σα φυλακές. Πριν από λίγο, μου’ πες να φύγω κι έγιναν στάχτη οι Κυριακές. Και περπατώ κι ούτε ένα χέρι να πιαστώ. Το ξέρω πια δε μ’ αγαπάς, μα πιο πολύ με νοιάζει χωρίς αγάπη πού θα πας στην μπόρα και στ’ αγιάζι»[10].  Πόση αλήθεια δεν κρύβει αυτό το αδιέξοδο: «Άδειο το σπίτι, παντού η σκιά σου κι η νύχτα σκληρή και βαριά,  και το στερνό, το πικρό σου το “γεια σου”  βαθιά στην καρδιά μαχαιριά. Κι έπιασε μπόρα κι εσύ θα κρυώνεις,  γιατί ήσουνα πάντα πουλί.  Πού τα μικρά σου φτερά τα στεγνώνεις,  σε ποιας λησμονιάς το φιλί; Άδειο το σπίτι, παντού η σκιά σου και παίρνω τους δρόμους ξανά, ένας αγέρας που λέει τ’ όνομά σου σφυρίζοντας μες στα στενά»;[11].

Μας χωρίζει ήδη μεγάλη απόσταση από το 1939. Τότε που η Σοφία Βέμπο τραγουδούσε υπέροχα το ταγκό «Χειμώνας» του Ιωσήφ Ριτσιάρδη[12]. Το θέμα παραμένει το ίδιο. Μπορεί οι στίχοι του Δημήτρη Γιαννουκάκη να είναι καθόλα αξιοπρεπείς, αισθητικά άρτιοι και περιεκτικοί: «Μετανιωμένοι απ’ τ’ ανόητα γινάτια μας, της μοναξιάς θα δούμε άτυχες βραδιές. Όταν το δάκρυ ψιχαλίζει από τα μάτια μας, τότε θα πει πως χειμωνιάζουν οι καρδιές. Χειμώνας, δεν τ’ ακούω πια τριγύρω μου τ’ αηδόνια. Χειμώνας, κι η καρδιά μου εσκεπάστηκε με χιόνια. Με χτυπά το ξεροβόρι μ’ απονιά κι έχει σβήσει κάθε σπίθα στης ελπίδας τη γωνιά». Όμως ο χρόνος έχει αφήσει πια βαθύ και τραχύ το αποτύπωμά του. Θα λεηλατήσει ανελέητα τη φιλαρέσκεια του παλιού καιρού…

Λευτέρης Παπαδόπουλος

Αρκετά χρόνια αργότερα, θα είναι και ο Αντώνης Ανδρικάκης, που θα σκιαγραφήσει την προδοσία και την αναπότρεπτη κατάληξη ενός άτυχου έρωτα. Θα γράψει στίχους λιτούς, με έμφαση σε μεμονωμένα στιγμιότυπα. Θα μας δώσει ένα σχεδόν λεκτικό video clip. Εδώ ο κλειστός χώρος του διαμερίσματος ορίζει τη συνθήκη: «Χορεύω στη σκιά σου, ακούω τα κλειδιά σου και λέω “Τελευταία μας φορά”. Φοβάμαι τη σιωπή σου, την ένοχη σιωπή σου και βλέπω την αλήθεια καθαρά. Ξέρω πια δεν υπάρχει καμία ελπίδα, θα τελειώσει κι αυτό σα χαμένη παρτίδα, θα χαράξεις κι εσύ στην ψυχή μου ρυτίδα κι ούτε σε ξέρω, ούτε σε είδα»[13].

Δύο στοιχεία αποκτούν εν προκειμένω βαρύτητα. Καταρχάς η στιχουργία δείχνει να μεταβαίνει ολοταχώς προς την καταστασιακότητα. Το γλωσσικό αυτό υβρίδιο, που ατυχώς εμφιλοχώρησε κάποτε και στα σχολικά βιβλία της Έκθεσης της Γ΄ Λυκείου, προέρχεται από την αγγλοσαξονική θεωρία της λογοτεχνίας. Αποτελεί μεταφραστική απόπειρα του όρου stativity. Επιχειρεί να μεταγράψει κειμενικά την υπαρκτή κατάσταση δράσης. Έμφαση δίνεται λοιπόν στο στιγμιότυπο καθαυτό και όχι στην πολυμέρεια, στο ατομικό και όχι στο συλλογικό. Το δεύτερο στοιχείο προκύπτει ως άμεση συνεπαγωγή του πρώτου. Τα παιδιά της πόλης παίρνουν πλέον τη σκυτάλη, καθώς ζούνε «τις μικρές τους ιστορίες στο κέντρο και τις συνοικίες, όνειρα μεθυσμένα, σχέδια ματαιωμένα, τηλέφωνα απελπισμένα»[14]. Το τραγούδι καταγράφει κυρίως το αστικό – για να μην πω το μονοσήμαντα αθηναϊκό – βίωμα. Νομίζω ότι πιο απτό παράδειγμα από αυτήν εδώ τη στιχουργική λεπτομέρεια δε θα μπορούσε να σημανθεί: «Σε χρειάζομαι και το καινούργιο παρκέ με το πόδι πληγώνω»[15]. Παραπέμποντας σε όσα τονίζει ο Θανάσης Μαρκόπουλος για την ποιητική της Δημουλά[16] , όντως εδώ ερχόμαστε κατά μέτωπο με τη μεταμοντερνική έγερση (ή και την εξέγερση) των καθημερινών, των μικρών πραγμάτων.

Λίνα Νικολακοπούλου

Σε αυτό το μεταίχμιο χρόνου έρχεται η Λίνα Νικολακοπούλου, για να επαναπροσδιορίσει εμβληματικά τις ορίζουσες της νεοελληνικής στιχουργίας. Μετά την Παπαγιαννοπούλου και τον Παπαδόπουλο σημειώνει το τρίτο ορόσημο στο σύγχρονο ελληνικό τραγούδι. Λιγότερο περιγραφική, περισσότερο αφηγηματική και μακράν πιο αυτοαναφορική είναι γνήσιο τέκνο της εποχής της. Στρέφεται προς τις υπαρξιακές ποιότητες, χωρίς να παραγνωρίζει την κοινωνική υποδήλωση. Κατευθύνει τα πράγματα προς – χωρίς όμως να κατευθύνεται από – μία ιδιότυπη εσωστρέφεια. Όσο κι αν φαίνεται οξύμωρο είναι ακριβώς αυτή η εσωστρέφεια, που αφορά τους πολλούς. Το εγώ πριμοδοτείται. Ουσιαστικά επανιδρύεται ο λυρισμός. Μόνο που τώρα κινείται σε ευρύτερες συντεταγμένες. Είναι το τραγούδι της γενιάς που, κατά το συν ή το πλην, μεγάλωσε (και μεγαλώσαμε) σε καιρούς ειρηνικούς, μέσα σε ηπιότερο κλίμα παγιωμένης αστικής δημοκρατίας. Οι αναφορές της σχετίζονται με το μεταπολεμικό – ορθότερα με το μεταπολιτευτικό – αστικό background. Δεν οχλείται από βασανιστικά αδιέξοδα βιοπορισμού, δεν κατατρύχεται από τραύματα πολέμου, δεν καθηλώνεται σε εμφυλιοπολεμικά συμπλέγματα. Ό, τι ζοφερό πληροφορήθηκε, τής το επικοινώνησαν κυρίως με περιγραφές τους οι πρεσβύτεροι. Διαγράφει ασφαλή τροχιά γύρω από τον εαυτό της, εστιάζοντας κατεξοχήν στις συναισθηματικές μεταπτώσεις. Ίσως και να είμαστε, όλοι εμείς, τα ελάσσονα παιδιά ενός ελάσσονος καιρού…

Έτσι μπορεί και γράφει: «Ξυπνώ μεσάνυχτα κι ανοίγω το παράθυρο και αυτό που κάνω ποιος σου το ’πε αδυναμία, που λογαριάζω το μηδέν μου με το άπειρο και βρίσκω ανάπηρο τον κόσμο στα σημεία;»[17].  Ιχνηλατεί στα αισθήματα και ανατροφοδοτεί τις αισθήσεις σα να λύνει σταυρόλεξο, σα να καλείται να απαντήσει στη θεωρία του Αναξίμανδρου για το άπειρο και το αιώνιο σύμπαν. Άλλωστε «για να’ ναι πάντα ίδια, αλλάζουν όλα…». Η Λίνα θα ξεπεράσει τον εαυτό της στο «Παραμύθι». Ρίχνοντας μια σκληρή ματιά όχι στον εαυτό αλλά στο είδωλο του καθρέφτη θα μιλήσει εκ μέρους όλων: «Παίρνω τη φαρέτρα μου, πόσο απέχει μέτρα μου η τρέλα. Γίνε μάτια μου και πέτρα μου, μούτρο για τα μέτρα μου, γέλα. Θα νικήσω εγώ στο τέλος σου, Γουλιέλμος Τέλλος σου, γέλα. Παραμύθι για πλήθη σαν κι εμάς…»[18]. Ακούγεται πιο εγωκεντρική, ίσως και ειρωνική, η δήλωση. Ρητά πρόκειται για την άμυνα της ανασφάλειας, το μετά στάδιο τόσων ματαιώσεων, την αγωνία της επιβεβαίωσης.

Γιάννης Καλαμίτσης

Ανεξάντλητη η γκάμα του ερωτικού. Αφορά όλες τις εκφάνσεις. Μπορεί να αποτυπώνεται πιο αληθινά και αυθόρμητα, πιο σωματικά, όταν ο Άκης Πάνου τονίζει: «Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα, η ώρα που γεννιέται η ζωή»[19]. Μπορεί ο ταλαντούχος Παρασκευάς Καρασούλος να δίνει την παραλλαγή στο ίδιο θέμα πιο έντεχνα και σαφώς με άλλο βλέμμα: «Πώς με βρίσκεις κάτι βράδια που σε θέλω και μαζί σου ξημερώνω κι ανατέλλω, πώς τις νύχτες τη φωνή την κάνεις χάδι στου σπιτιού μου το τετράγωνο σκοτάδι; Κι οι μικρές αναπνοές σου, πυρκαγιές στο πρόσωπό μου, το λαχάνιασμα του κόσμου στο κορμί σου.

Μάνος Ελευθερίου

Τα μαλλιά σου τυλιγμένα στη γροθιά μου, στον καρπό μου, έτσι θέλω να πεθαίνω παραβγαίνοντας μαζί σου» [20]. Όψεις πολλές και ετερόκλητες, όσες το φάσμα του ερωτικού λόγου δύναται να απεικονίσει. Από τη μια είναι η ολοκληρωτική μεγαλοψυχία του …ολοκληρωμένου. Θα πει ο Πυθαγόρας για την αγαπημένη, που δεν υπάρχει πια στη ζωή του: «Στα τραγούδια είσ’ ο στίχος, στη βροχή η μελαγχολία, στις καμπάνες είσ’ ο ήχος κι η ψυχή μες στα βιβλία. Σ’ όλα υπάρχεις και πλανιέσαι, δεν ξεχνιέσαι, δεν ξεχνιέσαι»[21]. Από την άλλη είναι ο συνειδησιακός έλεγχος και η ενοχή της αυτοκριτικής που εύστοχα θα υπογραμμίσει η Σώτια Τσώτου: «Εγώ σωπαίνω, άκου, σωπαίνω. Εγώ ευθύνες δε σου ζητώ. Άλλος φωνάζει, άλλος ρωτάει, άλλος κρατάει λογαριασμό. Στ’ ορκίζομαι δεν είμαι εγώ»[22]

Πολύ πρόσφατα άκουσα ένα τραγούδι με θέμα παρεμφερές. Αφορά τις τοξικές σχέσεις, την καταθλιπτική τους επίδραση στον ψυχισμό, την ανατροπή που η φυγή επιβάλλει ως έσχατη λύση σωτηρίας, όταν το fight or flight δεν αρκεί και προβάλλει ως επιλογή αναπόδραστη. Τους στίχους υπογράφει ο Γιάννης Μαρίνος. Στέκομαι στο γεγονός ότι πολλές λέξεις είναι «αντιποιητικές». Νομίζω ότι τόσο βιωμένες αλήθειες, χωρίς ίχνος εξευγενισμού ή υπαινικτικότητας, μόνο το σήμερα μπορεί να υπαγορεύσει: «Σκοτώνει η ρουτίνα κι ας μην κρατάει όπλο, δεν είναι καραμπίνα μα σ’ εκτελεί με τρόπο. Τρυπώνει στο μυαλό σου και στο τηλεκοντρόλ, γίνεται ο πανικός σου, οι ουσίες και το αλκοόλ. Κι έρχεται μια μέρα, που δε σε γνωρίζεις, σαν τρελός γυρίζεις και μιλάς με τον αέρα. Ζεις χωρίς να υπάρχεις, θύμα μιας αγάπης, κρύβεσαι, σωπαίνεις, παραδίνεσαι, ραγίζεις. Κι έρχεται μια μέρα που η σιωπή σου ουρλιάζει, ‘τρέξε’ σου φωνάζει ‘πριν σ’ αιχμαλωτίσει η τρέλα. Βγες από την πλευρά τη σκοτεινή, η αγάπη αυτή είναι φονική, κάτι άλλο αξίζεις’. Πιασμένος στον ιστό σου εκεί κάπου στο τέρμα,  μισείς τον εαυτό σου κι ο εαυτός σου εσένα.

Κώστας Τριπολίτης

Κοιτάς χωρίς να βλέπεις, μιλάς για να μιλάς, παθητικά επιτρέπεις να λιώνεις, να σκορπάς. Κι έρχεται μια μέρα που η καρδιά σου σπάει. Ξέρω πώς πονάει η μοναξιά, όταν σ’ αγγίζει, όπως ένα δάκρυ όταν ξεχυλίζει, όπως ένα αντίο ξαφνικό που σε γκρεμίζει. Κι έρχεται μια μέρα που δεν την παλεύεις, φεύγεις, δραπετεύεις και περνάς σε άλλη σφαίρα. Ρίχνεις μια Μολότωφ στην καρδιά, βάζεις στην ψυχούλα σου πανιά και ξαναρμενίζεις. Φεύγεις, δραπετεύεις, ονειρεύεσαι, αλητεύεις, μόνο ο εαυτός σου σ’ αφορά, τώρα όλα φαίνονται απλά, ξέρεις τι γυρεύεις»[23]. 

Η εποχή αλλάζει, το ίδιο και οι εκφραστικοί τρόποι. Το πάθος, ευτυχώς, παραμένει αναλλοίωτο και …αμετανόητο. Πιο τρυφερά, μελοδραματικά αλλά και απόλυτα, ο Γιάννης Καλαμίτσης θα εξομολογηθεί: «Πέρα από’ κει που φτάνει η αντοχή, θα σ’ αγαπώ και πάλι πιο πολύ, μέχρι το θάνατο και πιο μακριά, μέχρι να πεις πεθαίνω τώρα πια, θα σ’ αγαπώ»[24]. Αυτός ο πρόσφατα χαμένος δημιουργός μοιάζει παραγνωρισμένος. Μας έχει δώσει στίχους βαθιάς αμεσότητας. Η ειλικρίνειά του απογειώνεται, όταν το ερωτικό συναίσθημα μένει ανανταπόδοτο. Ο τόνος γίνεται πεσιμιστικός, η ατμόσφαιρα πνιγηρή, το βάρος αφόρητο: «Είναι κάτι στιγμές που σε βρίσκουν τις νύχτες, όλα στέκουν και λες πως σταθήκαν κι οι δείχτες. Κι αν οι ώρες χτυπούν σα σφυριά σε αμόνια, οι στιγμές δεν περνούν μα κρατάνε αιώνια. Αναμνήσεις παλιές σαν τις φλόγες σε καίνε, σε κυκλώνουν σκιές κι όλα γύρω σου φταίνε. Σου μιλάνε φωνές με παράξενες λέξεις. Είναι κάτι στιγμές που ρωτάς αν θ’ αντέξεις»[25]. Κι εδώ ακριβώς έρχεται ο λόγος του Μάνου Ελευθερίου να επισφραγίσει τον εκβιασμένο επίλογο, κάπως σαν στοπ καρέ, που παγώνει μόνιμα και αναπάντεχα: «…κι εσύ που ξέρεις όσα η καταιγίδα δεν έχεις κάτι για να μου πεις»[26]!

Παρασκευάς Καρασούλος

Δεν αγγίζω καν την περίπτωση του Νίκου Γκάτσου σε αυτήν την προσέγγιση. Νιώθοντάς τον ως ιδανικό αποθησαυριστή του νεοελληνισμού, εκτιμώ ότι αποτελεί από μόνος του μία σχολή. Για την αξία των επιγόνων το βάθος χρόνου θα δείξει. Από την άλλη ο Άλκης Αλκαίος, που έφυγε πρόσφατα, και προπάντων ο Κώστας Τριπολίτης γράφουν πολιτικά. Δε συνθηματολογούν, δε βαλσαμώνουν, δεν πυρπολούν· ούτε όμως καταγράφουν παθητικά. Ο Τριπολίτης ειδικά, έχοντας διαγράψει πολλά στάδια εκφραστικών αναμετρήσεων, καταλήγει απαράμιλλος, ιδίως όταν φωτογραφίζει την κοινωνική απαξίωση, το (αυτο)περιθώριο. Μεταμορφώνει τους αντιήρωες σε πρωταγωνιστές. Η συγκίνηση αποπνέει δωρικό σπαραγμό: «Η ζωή σου έτσι κι αλλιώς τρύπιο γόνατο κι ανάπηρος βηματισμός, η ζωή σου εδώ κι εκεί απομόνωση στην ίδια σου τη φυλακή, η ζωή σου όπου κι αν πας άδειο τρίκυκλο και φαγωμένος μουσαμάς. Έτσι κι αλλιώς σε ξέρουνε δυο τρία άτομα, έτσι κι αλλιώς πεσμένος μια ζωή στο πάτωμα»[27].

Το σήμερα είναι πολλά συντετμημένα χτες. Είναι το κάθε μέρα, είναι η παρούσα συγκυρία, είναι το κάποτε ευφάνταστο και ηρωικό «Εδώ και Τώρα». Είναι ο λυρισμός, που ποτέ δε θα επαναπαύεται. Είναι ο παλμογράφος της εποχής. Για το κρίσιμο τώρα, για το αβέβαιο μετά, μόνο οι στίχοι του Κώστα Γεωργουσόπουλου (του Κ.Χ Μύρη) συνηγορούν στο διαχρονικά αμετάκλητο:

 

Γεννήθηκα στο βλέφαρο του κεραυνού,
σβήνω κυλώντας στα νερά.
Ανέβηκα στην κορυφή της συννεφιάς
σαλτάροντας με τις τριχιές του λιβανιού,
πήρα το δρόμο της σποράς.

Κοιμήθηκα στο προσκεφάλι του σπαθιού,
είχα τον ύπνο του λαγού.
Αγνάντευα την πυρκαγιά της θεμωνιάς
αμίλητος την ώρα της συγκομιδής,
πήρα ταγάρι ζητιανιάς.

Αντάμωσα τον χάρο της ξερολιθιάς,
το άλογο στ’ αλώνι να ψυχομαχεί,
πήρα ταγάρι ζητιανιάς[28].

Αριστοτέλης Παπαγεωργίου    

Φιλόλογος – Θεατρολόγος

——————————————————————-

[1]               Οδυσσέας Ελύτης (199910) «Μονόγραμμα», Ίκαρος, Αθήνα

[2]               Μυρτώς Κοντοβά «Τράβα σκανδάλη». Εδώ, μεταξύ άλλων, στεκόμαστε στην ιδιότροπη χρήση του μετωνυμικού σχήματος «Δε χωρίζουν όμως έτσι οι ζωές…». Φαίνεται ότι η ζωντανή κληρονομιά από τις δημοτικές παραλογές και τον υπερρεαλισμό έως τις ακροβασίες στη στιχουργική τεχνοτροπία της Κικής Δημουλά και του Κλείτου Κύρου διαρκώς ανακυκλώνεται… Βλ. https://www.youtube.com/watch?v=VG2HYLWzTNc

[3]               «Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια» https://www.youtube.com/watch?v=596Z0ELUXAI

[4]              Οδυσσέας Ελύτης (1982) «Ανοιχτά χαρτιά», Ίκαρος, Αθήνα: «Πρώτα – πρώτα η ποίηση», Απόσπασμα Ε.

[5]               Το ζήτημα εμπίπτει στα κριτήρια της γλωσσικής πολυτροπικότητας. Πλούσια και διαρκώς ανανεούμενη η σχετική βιβλιογραφία. Εδώ ας σημειωθεί ενδεικτικά: Αποστολίδου, Β. & Πασχαλίδης, Γ.& Χοντολίδου Ε., (1995) Η λογοτεχνία στην εκπαίδευση: προϋποθέσεις για ένα νέο πρόγραμμα διδασκαλίας, περ. Σύγχρονα Θέματα, τ. 57, Αθήνα.

[6]              «Της φτώχειας τα κουρέλια» https://www.youtube.com/watch?v=ZpsU-eTA2ww

[7]               Από το διήγημα της Βέρας Δαμόφλη «Τα πεσμένα γυαλιά».

[8]              Για τη συνεισφορά του Βίρβου στο νεοελληνικό τραγούδι και τους κοινωνικούς του αγώνες πρβλ. τη συνέντευξη που παραχώρησε ο δημιουργός στην Έλενα Ακρίτα το 2000  για την εκπομπή της ΕΤ1 «Φώτα πορείας»  https://www.youtube.com/watch?v=ikc7V0an8zs

[9]                       «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου» https://www.youtube.com/watch?v=XcrlQXKwwWM

[10]             «Το ξέρω πια δε μ’ αγαπάς» https://www.youtube.com/watch?v=CJq0N9DcXPA

[11]              «Αδιέξοδο» https://www.youtube.com/watch?v=076i1w0U0f0

[12]              «Χειμώνας» https://www.youtube.com/watch?v=OQKEifQUv8w

[13]              «Χορεύω στη σκιά σου» https://www.youtube.com/watch?v=PCYxckYGJyg

[14]             «Προσωπικές οπτασίες» https://www.youtube.com/watch?v=BIaw4C6SkqM

[15]              «Με το ίδιο μακό» https://www.youtube.com/watch?v=XLcPJqX1Ei0

[16]             Μαρκόπουλος Θανάσης, (2002) «Κική Δημουλά – Η έγερση των καθημερινών πραγμάτων», Φιλολογική, Τεύχος 83, Αθήνα

[17]              «Πάτωμα» https://www.youtube.com/watch?v=GAO1gY86spI

[18]             «Παραμύθι» https://www.youtube.com/watch?v=8lIpjfZGF1c

[19]             «Η πιο μεγάλη ώρα» https://www.youtube.com/watch?v=cb3tGXXx-jw

[20]             «Έτσι θέλω». Έξοχη η χρήση της υπαλλαγής στη φράση «…στου σπιτιού μου το τετράγωνο σκοτάδι». https://www.youtube.com/watch?v=8CAp5ArPvLs

[21]              «Δεν ξεχνιέσαι» https://www.youtube.com/watch?v=k9vrx1TZoRo

[22]             «Δεν είμαι εγώ» https://www.youtube.com/watch?v=wHoCeDfJg7c

[23]             «Κι έρχεται μια μέρα…» https://www.youtube.com/watch?v=3xeqAJyxNDo

[24]             «Θα σ’ αγαπώ» https://www.youtube.com/watch?v=lkbP-9X2GDg

[25]             «Είναι κάτι στιγμές» https://www.youtube.com/watch?v=T_PEZ9ZpEsk  

[26]             «Μαρκίζα» https://www.youtube.com/watch?v=bDYj4Uj0yU4

[27]             «Η ζωή σου έτσι κι αλλιώς» https://www.youtube.com/watch?v=Kyg5dWwd5GA

[28]             «Γεννήθηκα» https://www.youtube.com/watch?v=wNlSLcHwtIs

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας