Μίμης Δομάζος. Ο μύθος των γηπέδων, ο λαϊκός ήρωας μιας άλλης εποχής / Συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή
Ο Δικηγορικός Σύλλογος της Βέροιας τον περιμένει στα γραφεία του, για να τον τιμήσει, σε μια ατμόσφαιρα γιορταστική με πλήθος κόσμου. Παράλληλα προβάλλεται το λεύκωμά του, που είναι το απόσταγμα της ζωής του στο ποδόσφαιρο.
Οργανώνουμε μια μικρή «απαγωγή» και τον οδηγούμε στο δικηγορικό γραφείο του Δημήτρη Μπατζιάκα, για να μπορέσει να γίνει η ήδη προγραμματισμένη συνέντευξη. Τη δέχεται χαμογελώντας.
Μικρός το δέμας, όπως τότε που όργωνε τα γήπεδα, ξεσηκώνοντας τα πλήθη με το πάθος, το πείσμα, τους στρατηγικούς του σχεδιασμούς, κερδίζοντας επάξια τον τίτλο του «μεγάλου», διαθέτει τη διαπεραστική ματιά ενός νέου ανθρώπου, παρά τα 75 του χρόνια, μια ματιά, που μέσα της διαφαίνεται, πέρα από την ευφυΐα, η αίσθηση του χιούμορ και η γνησιότητα.
Ο Δομάζος δεν επιδιώκει να «φαίνεται», «είναι». Είναι ένα σύμβολο, ένας λαϊκός ήρωας, που στο πρόσωπό του ο Έλληνας εκείνης της εποχής είδε τον εαυτό του, να ξεκινά από τη φτωχογειτονιά και να φτάνει στο Γουέμπλεϊ. Να κάνει τα όνειρα πραγματικότητα.
Μιλά στη faretra για κείνα τα χρόνια, για το ξεκίνημα, για τις θυσίες, για τις μεγάλες στιγμές του, αλλά και για το σήμερα και τα τρωτά του ποδοσφαίρου. Μίμης Δομάζος, ένας μύθος!
Βέροια, στα Γραφεία του Δικηγορικού Συλλόγου, Φεβρουάριος 2017Ας ξεκινήσουμε από το σήμερα, από την έκδοση του λευκώματος που κυκλοφόρησε το ’16 και στο οποίο καταγράφετε την εμπειρία σας τόσων χρόνων. Τι σας ώθησε στην έκδοσή του;
Να σας πω την αλήθεια, δεν ήθελα να το βγάλω. Αλλά η κόρη μου και η γυναίκα μου με πίεζαν χρόνια να το κάνω. Προστέθηκε στις πιέσεις και η άποψη του Άρη Ξηντάρη, του καλού φίλου που τελικά ανέλαβε την έκδοσή του, πως πρέπει να βγει, πως είναι ένα χρέος στις επόμενες γενιές, κι έτσι τελικά βγήκε.
Είναι ένα πολύ ωραίο λεύκωμα. Περιέχει φωτογραφίες, που η κάθε μια διηγείται και μια ιστορία. Νομίζω πως απευθύνεται και στους μικρούς, για να μάθουν πολλά, αλλά και στους μεγάλους, για να θυμηθούν πολλά.
Ας γυρίσουμε τώρα πολλά χρόνια πίσω. Γεννηθήκατε στους Αμπελόκηπους και παίζατε με τα άλλα παιδιά στην αλάνα της γειτονιάς. Πώς βρεθήκατε στον Παναθηναϊκό;
Έμενα σε φτωχική γειτονιά. Ήμασταν δίπλα στον Παναθηναϊκό. Και, όπως είπατε, παίζαμε στις αλάνες. Τώρα δεν υπάρχουν αλάνες για τα παιδιά, όλα τσιμεντοποιήθηκαν, πού να παίξουν τα παιδιά! Έπαιζα λοιπόν στην αλάνα και δίπλα ήταν και το σχολείο μου, η Σεβαστοπούλειος Τεχνική Σχολή και δίπλα το Γυμνάσιο. Κάναμε και μαθήματα του Γυμνασίου.
Να σας εξομολογηθώ ποτέ δε διάβασα. Μάλιστα μια μέρα φώναξε ο Διευθυντής τη μητέρα μου και της είπε «το γιο σας να τον κάνετε λούστρο». Θυμάμαι πως την τελευταία χρονιά είχα μείνει σε δύο μαθήματα. Από την ώρα που πέρασα στον Παναθηναϊκό, σταμάτησα να πηγαίνω σχολείο. Καθώς, λοιπόν, είχα μείνει σε δύο μαθήματα στο τέλος της χρονιάς, ο ίδιος ο Διευθυντής, καθώς έβλεπε ότι το όνομά μου προκαλούσε πια ενθουσιασμό, με φώναξε το Σεπτέμβριο και επέμενε να δώσω και να πάρω το απολυτήριό μου. Εγώ όμως είχα διαλέξει πια άλλο δρόμο και δεν το έκανα.
Όσο για το πώς με πήραν στον Παναθηναϊκό… Ξύπναγα και έβλεπα το γήπεδο. Στα πενήντα μέτρα ήταν το γήπεδο. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν οι μάνατζερ, υπήρχαν όμως οι λεγόμενοι «ψαράδες», που γυρνάγανε στις γειτονιές και «ψαρεύανε» τους μικρούς με ταλέντο. Έτσι συνέβη και με μένα. Εγώ όμως έπαιζα και στην «Άμυνα» Αμπελοκήπων από τα δεκαπέντε μου και, επειδή δεν μπορούσα να βγάλω δελτίο, μου βάλανε και ένα χρόνο παραπάνω, για να μπορώ να παίξω. Ξεκίνησα λοιπόν από την «Άμυνα», που ήταν δίπλα στον Παναθηναϊκό, με μια σχετική εμπειρία, πέρα από το ταλέντο.
Ποια προσόντα σaς διέκριναν, ώστε να ξεχωρίσετε, να πάρετε ηγετική θέση στην ομάδα, και μάλιστα το βαρύ τίτλο του «στρατηγού», όπως σας αποκαλούσαν;
«Στρατηγός», γιατί ο στρατηγός έκανε τα πάντα μέσα στο γήπεδο. Είχε την ευθύνη για τα πάντα. Έπαιρνα τη μπάλα από το ένα τέρμα και την πήγαινα στο άλλο. Αν είχε ενενήντα λεπτά ο αγώνας, τα εξήντα την είχα τη μπάλα εγώ στα πόδια μου. Σε κάθε παιχνίδι, όσο και αν φαίνεται απίστευτο, έχανα τέσσερα κιλά. Είχα τρομερή ένταση, γιατί έπρεπε να τα κάνω όλα. Να βάλει γκολ ο Αντωνιάδης, να ξεφύγω από ένα-δύο παίκτες που με κυνηγάγανε… Είχα μεγάλη πίεση. Είχα κάθε Δευτέρα, για την επόμενη Κυριακή που θα παίζαμε, τα πάντα στο μυαλό μου. Ετοιμαζόμουνα. Σχεδίαζα την κάθε λεπτομέρεια.
Ο προπονητής μας, ο Πούσκας, την Κυριακή, όταν μας έδινε τις οδηγίες για το πώς θα παίξουμε -«εσύ Αντωνιάδη θα παίξεις έτσι, εσύ Φυλακούρη έτσι»- εμένα με κοίταγε στα μάτια και έλεγε «εσύ κοίταζε ποια ‘γκόμενα’ έχεις πίσω σου, μία έχεις ή δύο, και κοίτα τι θα τις κάνεις!» εννοώντας τους παίκτες που έπρεπε να αντιμετωπίσω δίνοντας τα πάντα…
Δεν ήθελα να χάνω, όχι στον αγώνα, αλλά ούτε καν στην προπόνηση. Δούλευα πάρα πολύ. Κοιμόμουν από τις εφτά το απόγευμα. Ένας νεαρός σήμερα, που θα είναι 17 χρονών -εκεί ξεκίνησα εγώ, 16 με 17- θα μπορεί να κοιμηθεί στις εφτά; Έκανα μεγάλες θυσίες, για να μπορέσω να σταθώ και αργότερα να γίνω ένα όνομα. Γιατί δεν είναι εύκολο να παίζεις επί 22 χρόνια και να είσαι στην κορυφή. Χρειάζονται θυσίες, για να το πετύχεις.
Ποιες ήταν οι πιο δυνατές στιγμές στη ζωή σας ως ποδοσφαιριστή; Υπήρχαν πλάι στις μεγάλες χαρές και απογοητεύσεις;
Η καλύτερη στιγμή οπωσδήποτε ήταν το Γουέμπλεϊ. Εκείνη την εποχή δε μας υπολόγιζε κανείς, δεν υπολόγιζε κανείς το ελληνικό ποδόσφαιρο. Φτάσαμε να παίξουμε σ’ έναν τέτοιο τελικό! Από τότε άρχισε το ελληνικό ποδόσφαιρο να φαίνεται. Ήμασταν στην ομάδα είκοσι Έλληνες. Σήμερα δεν υπάρχουν είκοσι Έλληνες σε μια ομάδα. Καταλαβαίνετε εκείνα τα παιδιά, εκείνη την εποχή, τι κάνανε, για να φτάσουν εκεί.
Στιγμή απογοήτευσης ήταν, όταν δεν μπορέσαμε να πάμε στο Μεξικό. Ο Υπουργός Αθλητισμού της Χούντας, ο Ασλανίδης, «ξήλωσε» για ασήμαντη αφορμή τον προπονητή μας της Εθνικής, τον Καραπατή, ο οποίος ήταν εξαιρετικός, και με τον οποίο εκτιμώ ότι θα πηγαίναμε στο Μεξικό. Αν νικούσαμε τους Ρουμάνους, ή έστω εάν φέρναμε στο δεύτερο αγώνα στην Ελλάδα ισοπαλία 0-0, δυστυχώς ήρθαμε και στους δυο αγώνες ισοπαλία, 1-1 στη Ρουμανία και 2-2 στην Ελλάδα, θα πηγαίναμε εμείς στο Μεξικό. Τελικά πήγαν αυτοί. Και ήταν πολύ δυνατή τότε η Εθνική μας…
Με ποια συναισθήματα, αλήθεια, μπήκατε στο γήπεδο του Γουέμπλεϊ, για να αντιμετωπίσετε μια ομάδα σαν τον Άγιαξ; Είχατε συναίσθηση της διαφοράς μεγεθών;
Δεν τη νιώθαμε τη διαφορά, γιατί εκεί που είχαμε φτάσει δεν το περίμενε κανείς να φτάσουμε. Άλλωστε είχαμε κι έναν μεγάλο προπονητή, τον Φέρεντς Πούσκας, που μας τόνωνε λέγοντας « Έντεκα είναι αυτοί, έντεκα είστε κι εσείς. Αν χάσετε, δε θα συμβεί τίποτα, αν όμως κερδίσετε αυτά τα θηρία, θα σας ακούσει όλη η Ευρώπη». Προχωρούσαμε λοιπόν για τον αγώνα με πολύ υψηλό ηθικό. Να μη σας πω ότι σ’ εκείνον τον αγώνα ο Άγιαξ μάς φοβήθηκε, γιατί χάσαμε κι εμείς ευκαιρίες. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι εκείνοι ήταν επαγγελματίες, ενώ εμείς κάναμε δεύτερη δουλειά, για να ζήσουμε.
Τι ήταν για σας το ποδόσφαιρο; Πώς θα ορίζατε αυτήν τη σχέση ζωής με δυο λόγια;
Σχέση βαθιάς αγάπης που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, που διδάσκω στις ακαδημίες. Ασχολούμαι με τα παιδιά εδώ και είκοσι χρόνια. Γι αυτό και κρατιέμαι σε φόρμα, παίζοντας κάθε μέρα. Λέω, λοιπόν, στα παιδιά « αυτήν τη θεά που βλέπετε και την κυνηγάτε καθημερινά, πρέπει να τη λατρεύετε για πάντα. Μη βαρεθείτε τη μπάλα. Συνεχίστε να τη λατρεύετε. Εγώ αυτό έκανα σ’ όλη μου τη ζωή». Σχέση λατρείας με έδενε με το ποδόσφαιρο από μικρό παιδί.
Τότε αγωνιζόσασταν για τη «φανέλα». Γιατί αγωνίζονται οι ποδοσφαιριστές σήμερα; Πού βαδίζει γενικότερα το ποδόσφαιρο;
Τώρα οι ποδοσφαιριστές είναι επαγγελματίες. Το βλέπει ο άλλος και λέει «μα, μια μπάλα κλωτσάνε». Δεν είναι όμως έτσι. Σας είπα και προηγουμένως ότι το επάγγελμα αυτό θέλει θυσίες. Όταν παίζαμε υπήρχαν φίλαθλοι που ερχόντουσαν να δουν εμάς. «Πάμε να δούμε τον Παπαϊωάννου, το Σιδέρη, τον Αντωνιάδη, τον Κούδα, το Χατζηπαναγή…» Άλλαξαν τα πάντα στο ποδόσφαιρο. Χάθηκε αυτή η σχέση.
Και το χρήμα δεν είναι καθοριστικός παράγοντας σ’ αυτήν την αλλαγή;
Καλά κάνουνε και πληρώνονται τα παιδιά. Αυτοί φέρνουν τις διαφημίσεις, αυτοί φέρνουν το ΠΡΟΠΟ, τα πάντα. Να μην πληρωθούν; Ναι, να πληρωθούν, να παίξουν όμως καλύτερη μπάλα, για να έρχεται και ο κόσμος να ευχαριστηθεί παιχνίδι. Δε βλέπει ο κόσμος θέαμα. Γι αυτό και πολλοί δεν πάνε στο γήπεδο όχι για τις φασαρίες, αλλά γιατί δεν το ευχαριστιούνται.
Ένα παράδειγμα. Έπαιζε πρόσφατα ο Παναθηναϊκός στην Τρίπολη και έβαλε τέσσερα γκολ. Είχε 3.οοο κόσμο. Εμείς αυτούς και παραπάνω τους είχαμε στην προπόνηση. Να, λοιπόν, πού κατάντησε το ποδόσφαιρο! Δεν πάει στο γήπεδο ο κόσμος, γιατί δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον. Πάω στο γήπεδο και βλέπω να περνούν τα λεπτά χωρίς ένα σουτ. Πώς θα μπει το γκολ;
Ύστερα φέρνουν κακούς ξένους. Να φέρουμε δυο-τρεις ξένους με μεγάλα ονόματα, που θα παρασύρουν και τους δικούς μας. Εδώ φέρνουμε ξένους, που οι δικοί μας είναι καλύτεροι απ’ αυτούς!
Ο κόσμος σάς λάτρευε, ήσασταν ένα είδωλο, ένας θρύλος. Εξακολουθείτε να απολαμβάνετε και σήμερα το θαυμασμό, όταν σας αναγνωρίζουν;
Είναι το αποτέλεσμα αυτού που έχω κάνει για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Έβαλα κι εγώ ένα πετραδάκι. Μέσα στα 22 χρόνια που έπαιξα έχω 536 συμμετοχές. Είναι ένα ρεκόρ, που εύχομαι να μου το σπάσουν!
Πολλές φορές είμαι μέσα στο αμάξι, και ενώ είμαι με κλειστό το τζάμι, και μικροί στην ηλικία με αναγνωρίζουν και μου δείχνουν το θαυμασμό τους. «Καλά, μου λέει η κόρη μου, τώρα δεν έχεις και μαλλιά, πώς σε αναγνωρίζουν;» Για τους μεγάλους δε μιλάω, εντάξει!
Τι θα λέγατε, με την ωριμότητα και την εμπειρία που διαθέτετε τώρα, σ’ έναν νέο ποδοσφαιριστή που ξεκινάει την καριέρα του; Ποια πρέπει να είναι τα όπλα του και ποιος ο προσανατολισμός του;
Πολλά ταλέντα έχουν χαθεί, γιατί δεν είχαν μυαλό. Χρειάζεται μυαλό και, όπως σας είπα και πριν, θυσίες. Αν δεν κάνουνε θυσίες οι παίκτες που ξεκινάνε τώρα, και παίξουν σ’ ένα παιχνίδι και τους γράψουν με μεγάλα γράμματα, πώς βλέπετε ένα ωραίο φεγγάρι και μετά από λίγο το αναζητάτε και δεν το βλέπετε, έτσι θα συμβεί και μ’ αυτούς. Έτσι συμβαίνει με το ποδόσφαιρο.
Μυαλό, ψυχή και δουλειά, θυσίες, πέρα από το ταλέντο. Γιατί βέβαια το ταλέντο πρέπει απαραίτητα να υπάρχει. Εμένα δε μ’ έμαθε κανείς μπάλα. Είχα ταλέντο από μικρός, φαινόταν αυτό. Όταν ο Παναθηναϊκός είχε τεράστιους παίκτες, έμπαινα με τα κοντά μου παντελονάκια, φερόμουν με ιδιαίτερη ευγένεια στους μεγάλους αυτούς παίκτες, αλλά, όταν έμπαινα στον αγωνιστικό χώρο, τα ξεχνούσα όλα και ορμούσα μπροστά με πείσμα. Και πείσμα, λοιπόν!
Απόσπασμα από τη συνέντευξη στο video που ακολουθεί.