Life

Οκτώ ώρες στο χιονισμένο Βέρμιο από την περιοχή του Αγ. Νικολάου Νάουσας

Περιγραφή: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος

Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος, Αθανάσιος Συργιάννης

Οι ίδιοι ακριβώς λόγοι, που διαμόρφωσαν το τελικό πρόγραμμα της ορειβατικής μας δραστηριότητας της προηγούμενης Κυριακής, δεν μας επέτρεψαν να επιλέξουμε, κι αυτή τη φορά, περιοχές και βουνά άλλων Νομών της Βόρειας Ελλάδος.

Οι προγνώσεις καιρού που θα επικρατούσαν το σαββατοκύριακο, οι χιονοπτώσεις, η δυσκολία πρόσβασης στους ορεινούς όγκους διάφορων περιοχών, η ποσότητα και η ποιότητα του χιονιού, μας κράτησαν και πάλι στο Νομό μας.

Το Βέρμιο ήταν για δεύτερη Κυριακή ο ορεινός όγκος της επιλογής μας, αλλά από μια άλλη, αυτή τη φορά, πλευρά του.

Αποφασίσαμε, λοιπόν, εμείς, τα μέλη της ορειβατικής ομάδας Βέροιας «Τοτός», να πραγματοποιήσουμε μια ορειβατική εξόρμηση στις χιονισμένες πλαγιές του Βερμίου κάνοντας μια διαδρομή δύσκολη, λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν την εποχή αυτή στην περιοχή, ξεκινώντας από τους «Ταξιάρχες», το εκκλησάκι που βρίσκονται λίγο πιο πάνω από τον Άγιο Νικόλαο Νάουσας.

Το πρόγραμμα της προγραμματισμένης διαδρομής μας: «Ταξιάρχες» – «Πρ.Ηλίας» – «Υπαπαντή» -«Σταυρός» – «Αγ. Πνεύμα» – επιστροφή.

Ο χρόνος στο βουνό απροσδιόριστος.

Παρατηρώντας κάποιος την διαδρομή, μπορεί εύκολα να βγάλει το συμπέρασμα πως η εξόρμησή μας αυτή θα είχε καθαρά προσκυνηματικό χαρακτήρα.

Κι όμως, συμπτωματικά, η πορεία μας θα περνούσε από τα σημεία εκείνα που πήραν την τοπωνυμία τους από τα εκκλησάκια και τα εξωκκλήσια που συναντά κανείς κάνοντας την πιο πάνω διαδρομή.

Έτσι, την Κυριακή 29-01-2017 πρωϊ, φύγαμε από τη Βέροια 5 άνδρες, οι «έτοιμοι για όλα», μέλη της ομάδας παίρνοντας τον δρόμο για Νάουσα.

Σε όλη τη διαδρομή Βέροια – διασταύρωση Κοπανού – Νάουσα οι σκέψεις μας διάφορες, για να ξεπεραστούν, έτσι, τα λεπτά της πρώτης ώρας μετά το πρωϊνό ξύπνημα και μαζί με αυτές ο ένας και μοναδικός προβληματισμός: «τι θα συναντούσαμε και τι θα αντιμετωπίζαμε στη διάρκεια της ανηφορικής πορείας μας μέχρι τα 2.000 μέτρα υψόμετρο;»

Φτάνοντας οδικώς στα 330 μέτρα υψόμετρο, η Νάουσα.

Η πόλη, που είναι κτισμένη στις ανατολικές παρυφές του Βερμίου με εκπληκτική θέα προς τον πανέμορφο και πλούσιο κάμπο της, να μας υποδέχεται με τις γύρω περιοχές της στα λευκά περιμένοντας τη στιγμή που θα «ντυθεί» στα γιορτινά της.

Μέρα με τη μέρα τα μπαλκόνια των σπιτιών θα αρχίσουν να «στολίζονται» με πολύχρωμες κορδέλες και λογής-λογής αποκριάτικες μάσκες, προσωπεία κ.λ.π. με την ευκαιρία των ημερών κεφιού, γλεντιού, καρνάβαλου που πλησιάζουν.

Έξω ο κόσμος λιγοστός, μετρημένος στα δάχτυλα του ενός χεριού.

Η πόλη κοιμόταν, με τους κατοίκους της στη ζεστασιά του σπιτιού να ξεκουράζονται, εξοικονομώντας, έτσι, δυνάμεις οι οποίες θα τους είναι χρήσιμες στους χορούς και τα γλέντια, ακολουθώντας στους δρόμους και τους μαχαλάδες το μπουλούκι με τους άνδρες ντυμένους με τις χαρακτηριστικές τοπικές τους ενδυμασίες.

Το μπουλούκι αυτό, «Μπούλες» και «Γενίτσαροι», αφού τηρήσει κατά γράμμα το παραδοσιακό έθιμο με ιστορικούς συμβολισμούς που αναβιώνει την περίοδο της Αποκριάς, θα αρχίσει να χορεύει ασταμάτητα με τα σπαθιά στα χέρια κάτω από τους ήχους των χάλκινων ξεσηκώνοντας όλους, ντόπιους και επισκέπτες, σε ένα ξέφρενο διονυσιακό γλέντι.

Συνεχίζοντας μέχρι τον Άγιο Νικόλαο βλέπαμε το χιόνι να γίνεται όλο και περισσότερο, καλύπτοντας ολόκληρη την περιοχή.

Πριν το στρατόπεδο της Ορεινής Μοίρας Καταδρομών ( ΛΟΚ ) στρίψαμε δεξιά με κατεύθυνση προς «Αγ.Τριάδα».

Λίγο πιο πάνω αφήσαμε το δρόμο στα δεξιά μας που οδηγούσε προς «Κατασκηνώσεις Αγ. Τριάδος» και συνεχίσαμε ευθεία για τον προορισμό μας.

Ανηφορίζοντας, αφήσαμε τον ασφαλτόδρομο και στρίψαμε αριστερά ακολουθώντας, αυτή τη φορά, την ένδειξη της πινακίδας: «Προς Υπαπαντή».

Εδώ, ο δασικός δρόμος ήταν ανοικτός. Είχε καθαριστεί από τα χιόνια, μετά το πέρασμα μηχανημάτων, για την διευκόλυνση των προσκυνητών που θα επισκεφτούν την περιοχή τη μέρα της πανήγυρης της Υπαπαντής του Χριστού ( 02 Φεβρουαρίου ) στο ομώνυμο εξωκκλήσι που βρίσκεται σε μια πλαγιά του ορεινού όγκου και σε ύψος 1.000 μέτρων.

Όσο ανεβαίναμε η πρόσβαση στον προορισμό μας δυσκόλευε. Σε κάποιες στροφές το λίγο χιόνι πάγωσε, κάνοντας έτσι τη διέλευση των αυτοκινήτων δύσκολη.

Βλέπαμε ήδη, κάποια άλλα παρκαρισμένα στην άκρη του δρόμου μη μπορώντας να συνεχίσουν προς τα πάνω.

Εκμεταλλευόμενοι την τετρακίνηση και με πολύ προσοχή φτάσαμε στους «Ταξιάρχες», τον προορισμό μας.

«Ταξιάρχες», μία εκκλησούλα με το μεγάλο προαύλιο χώρο της, με το τρεχούμενο νέρο και τις ξύλινες κατασκευές: κιόσκια, παγκάκια, τραπέζια κ.α., «φωλιάζουν» μέσα σε ένα μαγευτικό τοπίο περιτριγυρισμένα από πανύψηλα δένδρα οξιάς.

Στο χώρο στάθμευσης μόλις δύο αυτοκίνητα κάποιον τολμηρών.

Αφού καταφέραμε να παρκάρουμε και τα δικά μας σε μια περιοχή με πολύ χιόνι και με ελάχιστο διαθέσιμο χώρο που είχε ανοιχτεί, αρχίσαμε να προετοιμαζόμαστε για την προγραμματισμένη κυριακάτικη ορειβατική μας δραστηριότητα.

Βρισκόμασταν στα 790 μέτρα υψόμετρο και το θερμόμετρο στο σημείο έδειχνε -5ο C.

Άρβυλα χιονιού, γάντια, σκουφιά, μπουφάν, υποχρεωτικά.

Φορτώσαμε τα σακίδιά μας με τα απαραίτητα και ξεκινήσαμε για τα 2.000 μέτρα μπαίνοντας στο χιονισμένο μονοπάτι, ακολουθώντας την κατεύθυνση του βέλος με την ένδειξη «Υπαπαντή».

Περνούσε μέσα από δάσος με πανύψηλα δένδρα οξιάς.

Το μονοπάτι δεν μας δυσκόλευε. Το χιόνι πολύ μεν, αλλά καλά πατημένο μετά το πέρασμα πολλών περιπατητών που είχαν επισκεφτεί την περιοχή τις προηγούμενες μέρες.

Ήθελε, όμως, προσοχή στα σημεία με πάγο.

Δεν κάναμε παραπάνω από 20 λεπτά και φτάσαμε στην πρώτη βρύση με τρεχούμενο νερό που βρίσκεται δίπλα στο μονοπάτι. Στάση, φωτογραφίες.

Συνεχίσαμε την ανηφορική πορεία μας και μετά από 15 λεπτά, από το πηγάδι με τη βρύση,  φτάσαμε στο χώρο αναψυχής που δημιουργήθηκε κοντά στο εκκλησάκι του «Πρ. Ηλία».

Ο χώρος πανέμορφος, έδειχνε καταπληκτικός ακόμη και καλυμμένος με χιόνι.

Η τοποθεσία ο,τι πρέπει για όσους θελήσουν να περάσουν κάποιες ώρες ηρεμίας, ξεκούρασης, δράσης ή κεφιού στο βουνό.

Όλες οι κατασκευές στο σημείο: κτίσματα, κιόσκια, παγκάκια, τραπέζια, ψησταριές, βρίσκονται μέσα στο δάσος, κάτω από τα δένδρα.

Εμείς, στο πέρασμά μας, τα βρήκαμε όλα σκεπασμένα με χιόνι.

Από περιέργεια μετρήσαμε το πάχος της στρώσης του χιονιού που συγκεντρώθηκε πάνω σε ένα παγκάκι και εκπλαγήκαμε, 40 εκ.!!

Εδώ μπορεί να βρεί ο επισκέπτης-περιπατητής νερό.

Ανάψαμε το κεράκι μας στο εκκλησάκι του «Πρ. Ηλία» και αφού προσκυνήσαμε την εικόνα συνεχίσαμε την ανηφορική πορεία μας.

Δεν κάναμε πάνω από 10 λεπτά και βρεθήκαμε στο σημείο με το εικονοστάσι, «Παναγία η Μεγαλόχαρη».

Από τη θέση αυτή βλέπαμε από ψηλά και καθαρά όλη τη γύρω περιοχή.

Μπροστά μας ο κάμπος του Αγίου Νικολάου με τα καλλιεργήσιμα χωράφια και τα πολλά εργοστάσια που κάποτε λειτουργούσαν ασταμάτητα.

Χαμηλά, βλέπαμε ολόκληρο το στρατόπεδο να απλώνεται κάτω από τα πόδια μας.

Πιο πέρα, την πόλη της Νάουσας και στο βάθος τα χωριά και όλο τον κάμπο της περιοχής.

Ο ουρανός με λιγοστά σύννεφα, με τον ήλιο να προσπαθεί να κάνει την εμφάνισή του μάσα από αυτά.

Φωτογραφίες, απόλαυση της θέας από τα 900 περίπου μέτρα υψόμετρο και συνέχιση της πορείας.

Μετά από 80 λεπτά χαλαρής πορείας, από τους «Ταξιάρχες», στο μονοπάτι με πολύ καλά πατημένο χιόνι, φτάσαμε στο «Εξωκκλήσι της Υπαπαντής του Χριστού».

Το εξωκκλήσι αυτό με μεγάλο προαύλιο χώρο βρίσκεται σε υψόμετρο 1.000 μέτρων.

Κτισμένο σε μια πλαγιά του ορεινού όγκου, να βλέπει προς τον κάμπο της περιοχής της Νάουσας και με το δάσος οξιάς γύρω του.

Στο προαύλιο χώρο υπάρχουν όλες οι υποδομές: σπιτάκια σε καλή κατάσταση, υπόστεγα, τρεχούμενο νερό, ξύλινα τραπέζια, πάγκοι, ψησταριές κ.α. ικανές να εξυπηρετήσουν τους επισκέπτες-προσκυνητές, που ειδικά τη μέρα της πανήγυρης ( 02 Φεβρουαρίου) είναι εκατοντάδες.

Την Ιστορία της επιλογής της θέσης και της κατασκευής της μικρής εκκλησίας από την Ευγενία Ράϊου (1844-1957) την βρίσκει ο επισκέπτης χαραγμένη πάνω στη μαρμάρινη πλάκα που βρίσκεται τοποθετημένη έξω από το εκκλησάκι και πίσω από το ιερό.

Στο σημείο αυτό όλα τα βρήκαμε σκεπασμένα από ένα μεγάλο στρώμα χιονιού που το πάχος του έφτανε μέχρι τα 50 εκ.

Η απορία μας στη θέα όλων των παραπάνω ήταν: «Πως θα εξυπηρετηθεί όλος ο κόσμος που θα αποφασίσει να επισκεφτεί τον χώρο τη μέρα της πανήγυρης;!!»

Ολιγόλεπτη στάση, απόλαυση της καταπληκτικής θέας από ψηλά, φωτογραφίες.

Κεράκι, προσκύνημα της εικόνας και η συνέχεια με τα απρόβλεπτα.

Από το σημείο αυτό και μετά άρχιζαν τα δύσκολα.

Το κομμάτι που θα συνεχίζαμε ανηφορίζοντας είχε πολύ χιόνι και το μονοπάτι ήταν απάτητο.

Μια ολιγόλεπτη σύσκεψη και αποφασίσαμε να συνεχίσουμε προς τα 2.000 μέτρα με τον Αντώνη, τον νεότερο της παρέας, να παίρνει την πρωτοβουλία του πολύ δύσκολου έργου.

Ξεκίνησε πρώτος με σκοπό να «κόψει» το απάτητο χιόνι και να δημιουργήσει τα πρώτα «πατήματα» διευκολύνοντας, εμάς, τους υπόλοιπους που θα τον ακολουθούσαμε.

Η πορεία δύσκολη. Το χιόνι πολύ.

Τα πόδια μας σε πολλά σημεία της διαδρομής βούλιαζαν στο χιόνι μέχρι το γόνατο.

Το μονοπάτι δεν φαινόταν καθόλου.

Ακολουθούσαμε τα κόκκινα σημάδια που συναντούσαμε στους κορμούς των δένδρων, μια πολύ καλή δουλειά σήμανσης από τον τοπικό ορειβατικό Σύλλογο.

Παντού επικρατούσε απόλυτη ησυχία, δεν κουνιόταν κλαδί, δεν ακουγόταν κανένα πουλί.

Η φύση «παρακολουθούσε» βουβή όλη τη δύσκολη προσπάθειά μας.

Ο μόνος ήχος που μας ακολουθούσε βήμα-βήμα ήταν εκείνος, ο γνώριμος, του χιονιού στο πάτημα του άρβυλου. Και κάπου-κάπου οι φωνές μας, οι βαθιές ανάσες μας, το ξεφύσημα.

Η πορεία δύσκολη. Πατήματα βαριά, σημάδι κούρασης, υπερπροσπάθειας.

Δεν επιτρέψαμε ούτε στιγμή να μας νικήσει το πολύ χιόνι.

Η αποφασιστικότητά μας να φτάσουμε στα 2.000 μ., στον προορισμό, μας δυνάμωνε ακόμη περισσότερο.

Στο χιόνι συναντήσαμε αμέτρητα ίχνη τοπικής πανίδας, σημάδια «νυχτερινής ζωής» στην περιοχή.

Κυριαρχούσαν, όμως, εκείνα που είχαν το χαρακτηριστικό σχήμα της οπλής που αφήνουν τα αγριογούρουνα στο πέρασμά τους.

Αυτή την εντύπωση είχαμε μέχρι που αρχίσαμε να συναντάμε δεκάδες και πλέον «βαθουλώματα» στο χιόνι.

«Βαθουλώματα» που δημιούργησαν τετράποδα για να κουρνιάσουν μέσα σε αυτά με σκοπό να ξεκουραστούν ή να προφυλαχτούν από την παγωνιά.

Η προσεκτική παρατήρηση και τα «ευρήματα»: σχήμα του ίχνους, υπολείμματα τριχώματος, τα π……..τα, μας έλυσαν την απορία. Ήταν ζαρκάδια, τα όμορφα αυτά τετράποδα.

Συνεχίσαμε.

Φτάνοντας στα 1.700 μ. περίπου, μπροστά μας εμφανίστηκε το ξέφωτο.

Βγήκαμε επιτέλους απο το δάσος.

Από το σημείο αυτό και μετά το τοπίο ολόλευκο, γυμνό από θάμνους και ,δένδρα.

Το χιόνι λιγοστό, το είχαν σκορπίσει οι δυνατοί αέρηδες που φυσούν στην περιοχή.

Η πορεία μας γίνεται κάπως ευκολότερη, τα δύσκολα σημεία λιγοστά.

Μετά από 3 ώρες συνεχούς ανηφορικής πορείας, από τη θέση «Υπαπαντή», φτάσαμε στα 1.870 μ. με τον ψηλό χαρακτηριστικό σταυρό φτιαγμένο απο κλαδιά.

Δίπλα του ακριβώς τοποθετήθηκε ένας άλλος μεταλλικός σαν στήριγμα για να μη τον ρίξουν οι δυνατοί αέρηδες.

Μια ολιγόλεπτη στάση για ανάσα, φωτογραφίες, σύσκεψη.

Θέλαμε λίγο ακόμη για τον προορισμό μας. Στο σημείο φυσούσε κρύος αέρας. Η ομίχλη άρχισε να κάνει την εμφάνισή της. Μπροστά μας, όλα κρύβονταν πίσω από το λευκό πέπλο.

Η απόφαση, να συνεχίσουμε περνώντας μέσα από ένα ομιχλώδες τοπίο.

Βάλαμε ξανά τα μπουφάν μας, καλύψαμε τα πρόσωπά μας, τα μάτια μας και ξεκινήσαμε.

Δεν κάναμε παραπάνω από 45 λεπτά και φτάσαμε στον προορισμό μας.

Βρισκόμασταν στα 1.940 μέτρα, στο εκκλησάκι του «Αγ. Πνεύματος».

Κάναμε ακριβώς 5 ώρες, από τους «Ταξιάρχες», για να φτάσουμε στο σημείο που βρισκόμασταν.

Μεγάλο κατόρθωμα μετά από μια πολύωρη, δύσκολη ανηφορική πορεία στο απάτητο χιόνι που σε πολλά σημεία της διαδρομής έφτανε τους 60-70 πόντους.

«Μπράβο Αντώνη, που σαν νεότερος της παρέας, προθυμοποιήθηκες να μπείς μπροστά δημιουργώντας τα πρώτα πατήματα.»

Τυχεροί θα είναι εκείνοι που θα αποφασίσουν να κάνουν την ίδια διαδρομή τη μέρα της πανήγυρης της «Υπαπαντής» ( 02 Φεβρουαρίου).

Θα βρούν έτοιμα, δικά μας «πατήματα».

Έξω, όλο το τοπίο στην ομίχλη. Δεν βλέπαμε καθόλου τη θέα από ψηλά.

Δεν μπορούσαμε να δούμε τις κορυφές «Δίδυμες» και δεν φαίνονταν η πλαγιά που έβλεπε προς το Χιονοδρομικό Κέντρο «3-5 Πηγάδια».

Ο αέρας κρύος, δυνατός.

Μαζευτήκαμε μέσα στο μικρό εκκλησάκι για προστασία και ολιγόλεπτη ξεκούραση.

Κεράκι, προσκύνημα, επιφωνήματα χαράς, του κατορθώματος.

Αρχίσαμε τα αστειάκια στη θέα των ατμών πάνω από το φούτερ του Τοτού.

Λες και ο αρχηγός μας «εξατμίζονταν».

Σάντουϊτς, καρποί, μπάρες δημητριακών, υγρά, ήταν το μενού μας στο σημείο εκείνο.

Μετά από 25 λεπτη ξεκούραση, αποφασίσαμε να αφήσουμε το εκκλησάκι και να πάρουμε το μονοπάτι της επιστροφής.

Παντού ομίχλη. Επιστροφή χωρίς εικόνες, άχαρη.

Κατηφορίζαμε χωρίς να μπορούμε να απολαύσουμε τη γύρω θέα. Δεν φαινόταν και εκείνη που απλωνόταν πολύ χαμηλά, στη βάση του ορεινού όγκου.

«Αγ. Πνεύμα» – «Σταυρός» – ξέφωτο – δάσος οξιάς – δρυόδασος – δασός οξιάς – «Υπαπαντή», ήταν το κομμάτι της  διαδρομής μας μέχρι το εξωκκλήσι.

Ολιγόλεπτη ξεκούραση και συνέχεια.

Σκούρα γκρίζα σύννεφα, «φορτωμένα» με το βαρύ φορτίο βροχής ή χιονιού, άρχισαν να εμφανίζονται απειλητικά στην περιοχή. Γύρω μας άρχιζε να σκοτεινιάζει.

«Υπαπαντή»  – εικονοστάση «Παναγία η Μεγαλόχαρη» – «Πρ. Ηλίας» – «Ταξιάρχες» ήταν το υπόλοιπο και τελευταίο κομμάτι της διαδρομής μας.

Στα αυτοκίνητά μας φτάσαμε μετά από μια 3 ωρη κατηφορική πορεία.

Στο σημείο αυτό έφτασε στο τέλος της άλλη μια ορειβατική μας εξόρμηση στις χιονισμένες πλαγιές του ορεινού όγκου του Βερμίου, με αμέτρητες εικόνες που «αποτυπωμένες» σε μια γωνιά του μυαλού μας θα μας συντροφεύουν από δω και πέρα,

Απολογισμός :

Διαδρομή :  «Ταξιάρχες», λίγο πιο πάνω από τον «Αγ. Νικόλαο» Νάουσας,

(υψ. 790 μ.) – «Πρ. Ηλίας» – «Υπαπαντή» ( υψ. 1.000 μ.) –

«Σταυρός» (υψ. 1.850 μ.) – «Αγ. Πνεύμα» (υψ. 1.940 μ.) –

επιστροφή.

Ομάδα: 5 ατόμων (άνδρες)

Ο  καιρός  άστατος. Η θερμοκρασία στην εκκίνηση στους -5ο C.

Το χιόνι πολύ, έφτανε σε κάποια σημεία τους 60-70 πόντους.

Υψομετρική  διαφορά:  1.200 μ. ( με τα ανεβοκατεβάσματα ).

 

 

banner-article

Ροη ειδήσεων