Απόψεις Κοινωνία

Το έθνος του Skype

Το νούμερο ακούστηκε σαν κακόγουστο αστείο.

Σύμφωνα με την Tράπεζα της Ελλάδος από το 2008 έχουν μεταναστεύσει στο εξωτερικό σχεδόν τριακόσιες χιλιάδες Έλληνες. Διαφορετικές πηγές παρουσιάζουν άλλους αριθμούς (από διακόσιες χιλιάδες ως μισό εκατομμύριο) ωστόσο κανείς δεν αμφισβητεί την κλίμακα του φαινομένου.

Η πλειοψηφία αφορά ανθρώπους ηλικίας 25-39 ετών, με τριτοβάθμια εκπαίδευση και εργασιακή εμπειρία. Είναι σήμερα δύσκολο να βρει κανείς ελληνική οικογένεια με την ευρύτερη έννοια η οποία να μην έχει ένα τουλάχιστον  μετανάστη. Η τραγικότητα της μετανάστευσης είναι φυσικά άρρηκτα συνδεδεμένη με την ελληνική παράδοση. Η χώρα διατρέχει την τρίτη μεγάλη περίοδο φυγής από την αρχή του εικοστού αιώνα μέχρι σήμερα.

Η ανθρωπογεωγραφία της σύγχρονης μετανάστευσης χαρακτηρίζεται από τρεις διακριτές ομάδες. Στην πρώτη ανήκουν συχνά οι απόγονοι των πιο εύπορων οικογενειών, για τους οποίους το εξωτερικό είναι είτε απλά μία εμπειρία είτε μία επιλογή ζωής σε ένα περιβάλλον καταναλωτικής ευωχίας το οποίο αρμόζει περισσότερο στα σικ γούστα και την ασφυκτιούσα στα βαλκάνια εκλεπτυσμένη ανατροφή τους.

Η δεύτερη κατηγορία αφορά άτομα μεσοαστικής συνήθως καταγωγής με προσόντα, τα οποία φεύγουν για μία καλύτερη μοίρα με αμιγώς οικονομικά κριτήρια για δουλειές στο αντικείμενό τους δίχως συχνά να επιθυμούν την αποχώρηση τους.

Η τελευταία κατηγορία εμφανίστηκε τα τελευταία χρόνια και είναι αποτέλεσμα της εμβάθυνσης και εμπέδωσης της κρίσης. Αφορά ανθρώπους οι οποίοι δεν έχουν συνήθως εξειδικευμένες γνώσεις και είναι διατεθειμένοι να αναζητήσουν εργασία με πολύ χαμηλότερο εισόδημα, αφού στην  Ελλάδα αντιμετωπίζουν ακόμα και θέματα επιβίωσης. Το τραγικό είναι ότι στη Δύση αυτά τα επαγγέλματα (καθαριστές, σερβιτόροι, υπηρετικό προσωπικό, αισθητικοί κτλ) καλύπτονταν παραδοσιακά από μετανάστες του Τρίτου Κόσμου των οποίων οι συγγενείς κατοικούν σε πολλές από τις γειτονιές της Αθήνας και των άλλων ελληνικών πόλεων.

Αυτό καθίσταται εμφανές σε περιοχές όπως το τρίγωνο Δροσόπουλου-Αχαρνών-3ης  Σεπτεμβρίου. Στα ασφυκτικά πεζοδρόμια διαφαίνονται μπαρουτοκαπνισμένοι κάτοικοι του κέντρου με το βλοσυρό τους βλέμμα και τις σημαίες που κυματίζουν περήφανα στα μπαλκόνια τους. Η συντριπτική πλειοψηφία των παροικούντων ωστόσο είναι μετανάστες από την Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Βρίσκονται στην Ελλάδα πολλά χρόνια και συνήθως απασχολούνται ως εργάτες ή ως έμποροι. Τα παιδιά τους πηγαίνουν σχολείο στη Γκράβα και την Κυψέλη δίχως να έχουν επισκεφτεί ποτέ τις πατρίδες των γονιών τους. Οι μετανάστες αποτελούν τη ψυχή των γειτονιών και τους συναντά κανείς στα άπειρα μαγαζάκια των συμπατριωτών τους. Ανάμεσα σε αυτά ξεχωρίζουν τα internet cafe – κέντρα τηλεφωνίας – σημεία μεταφοράς συναλλάγματος. Ο πολυμορφικός τους ρόλος εγκολπίζει όλες τις ανάγκες των ανθρώπων για επικοινωνία με την πατρίδα.

Στη ψυχή των Ελλήνων του εξωτερικού φωλιάζει η ίδια ανάγκη για επαφή με το γνώριμο. Χωρισμένες οικογένειες, φίλοι και ζευγάρια βρίσκουν κάποια παρηγοριά μέσω της σύγχρονης τεχνολογίας η οποία παρέχει μία φτηνή απομίμηση επικοινωνίας μέσω οπτικοακουστικού υλικού. Οι ξενιτεμένοι βιώνουν μία διπολική ζωή με ζεστά διαλλείματα στις γιορτές και τις διακοπές στην πατρίδα αλλά με την εργασιακή τους ζωή στη ξένη γη. Σε ατομικό επίπεδο οι δυσκολίες της μετανάστευσης γίνονται αντιληπτές στην κοινωνία από την έλλειψη των αγαπημένων προσώπων αλλά και από τον καημό όσων μένουν πίσω.

Η ευκολία ωστόσο με την οποία το έθνος ανέχεται την απώλεια του πολυτιμότερου και ζωντανότερου κομματιού του είναι  σοκαριστική.  Πέρα από το συναισθηματικό κομμάτι υπάρχουν και σοβαρά οικονομικά ζητήματα. Στο νου πολλών γονέων αλλά και νέων η απόκτηση ενός μεταπτυχιακού τίτλου στο εξωτερικό και η συνεπακόλουθη εύρεση εργασίας έχει υποκαταστήσει  την παλαιού τύπου βόλεψη σε κάποια θέση. Η εγχώρια αγορά αντιμετωπίζεται ως μία εκπεσμένη αποικία δουλοπάροικων  από την οποία ο νέος πρέπει να γλιτώσει διαφεύγοντας στις πεφωτισμένες κοινωνίες του βορρά. Η ψυχή του γονέα αγαλλιάζει στη σκέψη ότι έκανε ότι καλύτερο για το παιδί του, το οποίο άλλωστε μπορεί να περηφανεύεται ότι απασχολείται σε κάποιο φανταχτερό ίδρυμα του αναπτυγμένου κόσμου.

Με αυτήν την τακτική βεβαίως οι Έλληνες μεταφέρουν απευθείας πλούτο στις χώρες του εξωτερικού. Οι σπουδές στα δημόσια πανεπιστήμια κοστίζουν στο κράτος δεκάδες χιλιάδες ευρώ ενώ τα εφάπαξ και οι αποταμιεύσεις τροφοδοτούν τις εκπαιδευτικές βιομηχανίες της Δύσης. Αν συνυπολογισθεί και το κόστος  της χαμένης παραγωγικότητας από τη φυγή του εξειδικευμένου προσωπικού καθίσταται σαφές πόσο μάταιη και ατυχής είναι αυτή η διανομή πόρων του ελληνικού έθνους. Η σπατάλη γίνεται πιο εμφανής δεδομένου του ότι το κράτος δεν έχει λαμβάνειν τίποτα από αυτήν την “επένδυση” του ανθρώπινου κεφαλαίου. Συγκεκριμένα σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα οι Έλληνες μετανάστες στέλνουν μέσω εμβασμάτων πίσω στην πατρίδα ποσό το οποίο αντιστοιχεί μόλις στο 0.2% του ΑΕΠ το οποίο είναι ένα από τα χαμηλότερα του κόσμου. Ένα αντεπιχείρημα αποτελεί το ότι οι ξενιτεμένοι μπορούν να αυτοσυντηρηθούν χωρίς να επιβαρύνουν έτσι τις οικογένειές τους. Αυτό φυσικά προϋποθέτει ότι αν δεν επέλεγαν το δρόμο της ξενιτιάς δε θα προσέθεταν καμία  υπεραξία στο εγχώριο προϊόν.

Η κοινωνία του Skype δημιουργεί νέα ήθη και έθιμα. Καθώς τα χρόνια περνούν η πραγματική Ελλάδα για τους μετανάστες συνοψίζεται σε ένα σύντομο καλοκαιρινό πέρασμα. Η επικοινωνία των παλιών καλών φίλων γίνεται ένα ετήσιο τηλεφώνημα, μία τελετή ή ένα μυστήριο. Νέες οικογένειες δημιουργούνται στα ξένα χώματα. Τα social media βοηθούν στη διατήρηση των επαφών, δεν είναι δυνατόν ωστόσο να καλύψουν το πολιτισμικό χάσμα το οποίο ύπουλα και αναπόφευκτα ριζώνει.

Η παραπαίουσα δημογραφικά  χώρα θρηνεί για την απώλεια συντάξεων και επιδομάτων λίγων δισεκατομμυρίων, τη στιγμή που φυλλορροεί ανυπολόγιστο εθνικό ανθρώπινο πλούτο. Η αντίδραση του πολιτικού συστήματος χαρακτηρίζεται από αναποφασιστικότητα και παλιμβουλία.

Το ζήτημα αυτό δε θα επιλυθεί προφανώς απλά. Η αρχή μπορεί να γίνει ωστόσο με μία σειρά διαπιστώσεων. Η απόφαση για τη φυγή δεν πρέπει να λαμβάνεται ελαφρά τη καρδία. Στο εξωτερικό η ζωή είναι επίσης πολύ δύσκολη, ακριβή και ιδιαίτερα μοναχική. Η αποξένωση από το γνώριμο έχει επίπτωση στην ψυχική υγεία  Ο επίδοξος μετανάστης δεν μπορεί να φεύγει με πνεύμα Gastarbeiter στο άγνωστο, αλλά με συγκεκριμένο πλάνο σεβόμενος τον εαυτό του και τη χώρα η οποία τον υποδέχεται. Το ταξίδι για μία καλύτερη ζωή πρέπει κατ’ ελάχιστον να εξασφαλίζει μία πραγματικά ευμενέστερη διαβίωση και για αυτό πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνον οι ονομαστικοί μισθοί αλλά και τα έξοδα συντήρησης. Και η όποια επένδυση γίνεται για να αυξηθούν τα απαραίτητα προσόντα, εάν και εφόσον ο μόνος σκοπός είναι η εύρεση εργασίας, πρέπει να πραγματοποιείται με γνώμονα την πιθανότητα ουσιαστικής απόδοσης μέσα σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα.

Το ίδιο το έθνος οφείλει να πάψει να αντιμετωπίζει τη μαζική φυγή ως απλό σύμπτωμα της κρίσης. Οι Έλληνες μετανάστες πολυτελείας δεν φεύγουν σε βάρκες όπως οι πρόσφυγες στα ελληνικά νησιά ούτε αφήνουν πίσω τους τα ερείπια του Χαλεπίου. Η πραγματικότητα αυτή καθιστά όμως λιγότερο διακριτή τη πνευματική και οικονομική καταστροφή η οποία συντελείται. 

Ίσως τελικά ωστόσο να πρόκειται για άλλο ένα κύκλο της ιστορίας. Για πολλούς η ιδέα ενός ελληνικού κράτους εδραιώθηκε στις κοινότητες εμπόρων της κεντρικής Ευρώπης. Η πρώτη ύλη για μία νέα Ελλάδα θα μπορούσε να μπολιαστεί ξανά με το γαλουχημένο αίμα των ξενιτεμένων στην Εσπερία.

* Ο Φάνης Βαρτζόπουλος εργάζεται ως χρηματοοικονομικός αναλυτής στο Λονδίνο.

tvxs

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας