“Λογοτεχνικές όψεις του μεγαλοαστισμού στη μεσοπολεμική Αθήνα” (2) γράφει ο Αριστοτέλης Παπαγεωργίου
Τo κομπλιμάν του κυρίου Γιούγκερμαν
στη μαντάμ Σουσού…
Λογοτεχνικές όψεις του μεγαλοαστισμού στη μεσοπολεμική Αθήνα
[2ο Μέρος]
Ο Καραγάτσης, όντας ο ίδιος διανοούμενος, με πολυπρισματική μόρφωση και αστική κουλτούρα, προϋποθέτει και για τον αναγνώστη του τις αυτές προσλαμβάνουσες. Απευθύνεται σε ένα κοινό κατά βάση εγγράμματο με κοινωνικές δεξιότητες, καλλιεργημένο, οικειωμένο στην αστική νοοτροπία και τις συνδηλώσεις της, με ανάλογη γνωστική υποδομή. Απαιτούνται τρόπον τινά γνώσεις ιστορίας, ιστορίας της τέχνης, γλωσσομάθειας…, για να τον παρακολουθεί κανείς απρόσκοπτα. Η έννοια της αριστοκρατίας παίζει σημαντικό ρόλο στην κοσμοθεωρία του συγγραφέα[1].
Η περιγραφική δεινότητα του συγγραφέα είναι ανυπέρβλητη. Το αποκόρυφο του νεοπλουτισμού θα αποτυπωθεί στη Villa Dinah, την εξοχική έπαυλη της οικογένειας στην Ακράτα της Αχαΐας. Πρόκειται για ένα υβριδικό συνονθύλευμα αρχιτεκτονικών στυλ, με μεγαλοπρέπεια μα χωρίς χαρακτήρα. Ο λόγος πάλι στον Καραγάτση: «Η πόρτα ήταν μνημειώδης, με κλειδαριές και μάνταλα σκηνογραφίας μεσαιωνικού μελοδράματος. Ο θυρωρός είχε την εμφάνιση λησταντάρτη του μακεδονικού αγώνα. Σε μια γωνιά, ως μισή ντουζίνα δανέζικοι μολοσσοί ούρλιαζαν τραβώντας τις αλυσίδες τους. Όλα ήσαν επιδέξια σκηνοθετημένα.
Ένας χαλικοστρωμένος δρόμος προχωρούσε ως μισό χιλιόμετρο, ανάμεσα σε δυο στοίχους κυπαρισσιών. Δεξιά κι αριστερά, βλάστηση ακαθόριστη· και στο βάθος – κανονισμένη προοπτική – η βίλα, καινούργια σκηνογραφία, είδος Πορτ Σαιν Μαρτέν: πύργοι, γοτθικές καμάρες, ανακατεμένες με μετόπες Αναγέννησης, ένας εξώστης μπαρόκ και γκαργκούγιες για τα νερά της βροχής. Κάτι το δυσπερίγραπτο»[2]. Φλύαρη αρχιτεκτονική και παρεμβάσεις ευπρεπισμού στο περιβάλλον που υπογραμμίζουν την ανθρώπινη ματαιοδοξία…
Οι τόνοι αποκτούν πιο ζεστές αποχρώσεις στην περιγραφή της φύσης. Η ομορφιά του τοπίου αποδίδεται ειδυλλιακά. Ο Γιούγκερμαν, φιλοξενούμενος στη Βίλλα Ντάινα, θα απολαύσει μία ημερήσια κρουαζιέρα με τη βενζινάκατο του οικοδεσπότη. Εδώ ο Καραγάτσης αναδεικνύεται και πάλι γνήσιος εκφραστής της γενιάς του ’30: «Η μηχανή βρυχήθηκε· κι ανοίχτηκαν με δεκαπέντε μίλια την ώρα. Ο πρωινός Μαΐστρος είχε υποχωρήσει σε απόλυτη απανεμιά. Ένα γαλάζιο κρύσταλλο ήταν ολόκληρος ο Κορινθιακός. Από τ’ ανοιχτά ο Βάσιας μπόρεσε να χαρεί το σύνολο της εικόνας. Οι ακρογιαλιές της Ρούμελης γυμνές, άδροσες, απόκρημνες, πιεσμένες από τον όγκο του Παρνασσού. Απ’ την άλλη μεριά τα μοραΐτικα περιγιάλια καταπράσινα, γραφικά, με τα βλαστερά βουναλάκια, που δω και κει κατεβαίνουν το κύμα, σε καταρράκτη πράσινο. Ο Χελμός, κοντινός και μεγαλόπρεπος, έδειχνε τις βραχιασμένες χαράδρες του. Δεξιότερα – και πολύ μακρύτερα – ο ασαφής και βαρύς όγκος του Παναχαϊκού. Καθώς σ’ ανατολή και δύση η θάλασσα κλεινόταν από τον ισθμό της Κορίνθου και το στενό του Ρίου, το ξεγελασμένο μάτι θαρρούσε πως βρισκόταν σε λίμνη με θαλάσσιες οσμές. Ο Βάσιας κοιτούσε τα πάντα γοητευμένος. Είχε καιρό ν’ αλλάξει περίγυρο».
Ο Γιούγκερμαν θα συναντηθεί με τους Σκλαβογιάννηδες ως εκπρόσωπος της Τράπεζας Εμπορικών Παροχών, όταν οι τελευταίοι θα προσπαθήσουν να επιτύχουν περαιτέρω πίστωση με ένα νέο κολοσσιαίο δάνειο. Το πρόβλημα ρευστότητας που αντιμετωπίζουν είναι πλέον εμφανές. Ωστόσο, ακόμη και σ’ αυτήν την κρίσιμη φάση, ο Σάββας «δεν κυκλοφορούσε ανάμεσα Ακράτα – Πειραιά παρά μόνο με την «Belle Hélène», το γιωτ του, πληρώνοντας κάθε φορά δέκα χιλιάρικα για διόδια της Διώρυγας», ενώ ο Ντίνος Σκλαβογιάννης είχε πάει στο Lido της Βενετίας για τις καλοκαιρινές του διακοπές, επειδή βαριόταν την Ελλάδα. Η χλιδή της καθημερινότητάς τους είναι εξωφρενική. Ο Βάσιας θα τους εξασφαλίσει την αναγκαία χρηματοδότηση. Το αποτέλεσμα αυτού του συμβιβασμού θα είναι φυσικά αζημίωτο για την τράπεζα: τα εργοστάσια υποθηκεύονται έως την αποπληρωμή των δανείων μακροπρόθεσμα. Οι Σκλαβογιάννηδες σύρονται σε οικονομική αιχμαλωσία.
Ανάμεσα στους τρεις αδελφούς Σκλαβογιάννη, τον Αριστοτέλη, το Σάββα και τον Ντίνο, οξύτερος ήταν ο ανταγωνισμός των δύο τελευταίων. Ο Ντίνος είχε καταπιεστεί, καθώς «εγωκεντρικός και ματαιόδοξος σαν όλους τους Σκλαβογιάννηδες, δεν μπορούσε ν’ ανεχθεί την πρωτοκαθεδρία του Σάββα στη Γενική Διεύθυνση. Ο αδελφός του, πιο εγωκεντρικός κι αυταρχικός ακόμα, τον επίεζε τον έπνιγε, τον παραπετούσε στη Θεσσαλονίκη και καρπωνόταν αυτός όλα τα έξτρα κέρδη της δουλειάς και τα ονόρια του αφεντιλικιού. Ο Ντίνος έβρισκε άδικη μία τέτοια κατάσταση, αφού στις ικανότητές του είχε απόλυτη πεποίθηση. Εξάλλου δεν ενέκρινε την πολιτεία του Σάββα. Ήταν τσιγκούνης κι έβλεπε το βάραθρο των περίφημων πιστώσεων. Ο αδύνατος όμως χαρακτήρας του κι η αυταρχική καταπίεση του Σάββα τον ανάγκαζαν σε ρόλο παθητικό· δεν μπορούσε ν’ αντιδράσει, δεν είχε το κουράγιο. Αν προσθέσει κανείς την επιρροή της γυναίκας του – μιας όμορφης και τετραπέρατης Λευκαδίτισσας – που ο σνομπικός συναγωνισμός με τις συννυφάδες της την είχε ξεχαλινώσει σε σπατάλη, εύκολα καταλαβαίνουμε γιατί ο Ντίνος είχε πέσει σε παθητικήν αντίδραση, είδος δυσαρέσκειας ανακατεμένης μ’ αδιαφορία».
Ο Σάββας, συν όλα τα άλλα, θα έχει να αντιμετωπίσει και μία οικογενειακή ανατροπή, που θα τον καταθλίψει. Η κόρη του, η Ελέν, παρασυρμένη ένα βράδυ από τη μέθη, θα έχει μία ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, την οποία κρύβει από τους δικούς της. Ο ίδιος θα πρέπει να αποδεχτεί το τελεσίδικο γεγονός και να συναινέσει σε ένα γάμο καθ’ όλα αταίριαστο, που τον επιβάλλει η πίεση των συνθηκών. Κάτι τέτοιο το θεωρεί πλήγμα συντριπτικό, που καταρρακώνει το κοινωνικό του γόητρο. Τον εκθέτει και τον απογυμνώνει. Η ρωγμή δε χαράζει απλώς τη βιτρίνα αλλά τη θρυμματίζει. Ο διάλογος ανάμεσα στο Βάσια και τον Ντίνο είναι αποκαλυπτικός:
« – Μα τι τρέχει, τέλος πάντων;
- Να! Η Ελέν είναι επτά μηνών έγκυος.
Απόμεινε αμίλητος. Στα χοντρά μάγουλά του περιδιάβαζε ένα νευρικό τικ.
- Αδύνατο να το φανταστώ, μουρμούρισε. Τον καημένο το Σάββα… Τον λυπάμαι ολόψυχα. Αυτό θα είναι το τελειωτικό χτύπημα…
- Μα γιατί; Μην είσαστε υπερβολικός!
- Δεν είμ’ υπερβολικός· μα ξέρω τι σημασία έδινε ο Σάββας στα όσα αφορούν την εξωτερική αξιοπρέπεια. Πώς να σου πω; Ένα είδος μεγαλοαστικής βιτρίνας. Εκείνο που λεν οι Γάλλοι «paraître».
- Κάτι έχω καταλάβει.
- Το οικονομικό κατρακύλισμα ήταν το πρώτο χτύπημα. Δεν νοιαζόταν τόσο για τη σχετική στέρηση των αγαθών, στα οποία δεν έδινε και μεγάλη σημασία· μα η χαμένη αίγλη του πλούτου κι η συναίσθηση της ευθύνης του για την κατάρρευση, τον κλόνισαν τρομαχτικά. Και τώρα δεν είναι τόσο η ηθική μεριά της βρωμοϊστορίας αυτής που τον ταράζει· δε νοιάζεται για το ηθικό κατάντημα του παιδιού του, για το μαγάρισμα της κόρης του από ένα σιχαμερό παλιάνθρωπο. Εκείνο που τον κλονίζει συθέμελα, είναι η ανάγκη να παραδεχτεί ένα γάμο κατώτερο… Η βιτρίνα, αγαπητέ μου, η βιτρίνα! Είμαι βέβαιος πως αν ο Σάββας μπορούσε ν’ αποφύγει αυτό το γάμο, έστω και σκοτώνοντας το παιδί της κόρης του, δεν θα δίσταζε. Μια ζωή δεν έχει γι’ αυτόν σημασία, παρά όταν πρόκειται να σωθεί η βιτρίνα· κι ας είναι το μαγαζί οχετός.
Ο Βάσιας τον άκουγε σιωπηλός. Κι ο Ντίνος συνέχισε:
– Δεν κάνω καλά να μιλάω έτσι για τον αδελφό μου· μα πέρασα μια ολόκληρη ζωή πίκρας και καταπίεσης. Πρώτα ο πατέρας με τις στενές αντιλήψεις του, την τυραννική επιβολή του. Ύστερα ο Σάββας με την οίηση, τη μεγαλορρημοσύνη, τη βιτρίνα. Έβλεπα την καταστροφή να’ ρχεται και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα! Τίποτα! […] Τώρα τον λυπάμαι, τον λυπάμαι κατάκαρδα. Δε θα μπορέσει να ζήσει πολύ. Η βιτρίνα έσπασε και το άθλιο παλιομάγαζο είναι δοσμένο στα μάτια του πλήθους. Τι κρατάει πια στη ζωή το Σάββα Σκλαβογιάννη;». Παρεμφερείς θα είναι και οι σκέψεις του Γιούγκερμαν για το Σάββα, όταν η καταχρεωμένη επιχείρηση θα υπαχθεί σε καθεστώς αναγκαστικού οικονομικού ελέγχου από την Τράπεζα: «Και συλλογιζόταν ο Βάσιας: πώς αυτός ο άνθρωπος, που είχε τόση μόρφωση, τέτοια αντίληψη – ο άνθρωπος που σηκωνόταν ολόκληρα μέτρα πάνω από το πλήθος των συναγωνιστών του, κατόρθωσε να μουφλουζέψει μια επιχείρηση σίγουρη 101%; Ποιος δαίμονας τον παρέσυρε στο βάραθρο της καταστροφής; Η φιλοδοξία; Όχι. Κάτι χειρότερο: η ματαιοδοξία. Η μανία να θαμπώσει τη λεγόμενη «κοσμική Αθήνα». Δηλαδή κολοκύθια με τη ρίγανη».
Όμως όλα αυτά θα συμβούν δυο χρόνια αργότερα. Προς το παρόν η ζωή κυλάει ξέγνοιαστα και απροβλημάτιστα. Οι αστικές οικογένειες των Αθηνών και οι γόνοι τους διάγουν βίο ανέφελο, περνώντας ευχάριστα τον καιρό τους σε parties, σε dînés και σε βραδιές χαρτοπαιξίας. Συχνάζουν στο «King George» και το «GB Corner» ή παίρνουν το τσάι και τον καφέ τους παραδίπλα, στου «Zonar’s» ή στου «Φλόκα». Είναι θαμώνες στα περίφημα καμπαρέ του μεσοπολέμου με τις θεαματικές διεθνείς attractions. Περνούν πάντα από το «Tennis Club» δίπλα στο Καλλιμάρμαρο. Το καλοκαίρι ανυπερθέτως κατηφορίζουν στο Δέλτα του Φαλήρου και παρευρίσκονται στις λαμπρές δεξιώσεις του «Ιππικού Ομίλου». Τα ραντεβού των θερινών διακοπών δίνονταν πάντα στο «Cecil» στην Κηφισιά και στο «Ποσειδώνιον» στις Σπέτσες. Αργότερα θα προστεθούν σε αυτά η Πορταριά του Πηλίου, η Ύδρα και η Μύκονος. Οι πλέον ευκατάστατοι επιλέγουν τα διεθνή θέρετρα της ιταλικής και γαλλικής ριβιέρας. Η κοσμική ανθρωπογεωγραφία έχει στεγανά, είναι απολύτως chic και κάθε bon viveur που σέβεται τον εαυτό του οφείλει να παρακολουθεί αυτά τα events, για να βρίσκεται κάθε φορά to the right place to be seen. Το ταξικό αυτό στρώμα διασκεδάζει με χαλαρούς ρυθμούς και είναι ανυπόφορα snob.
Το δείγμα γραφής είναι απτό: «Το μόνο αξιοσημείωτο γεγονός αυτής της περιόδου ήταν ο τοκετός της Ελέν. Γέννησε ένα χαριτωμένο μελαχρινό αγοράκι, φτυστός ο μπαμπάκας του. Όλα αυτά γίνηκαν εν κρυπτῷ και παρασβύστῳ· μα ο Σάββας κρατούσε τον Βάσια ενήμερο. Τώρα, περίμεναν να σηκωθεί η λεχώνα, για να γίνουν οι γάμοι. Οι νεόνυμφοι θα’ φευγαν στην Ευρώπη, και ξοπίσω τους η νταντά με το παιδί. Θα έμεναν έξω δύο χρόνια· και θα γύριζαν με το διάδοχο, που υποτίθεται πως γεννήθηκε εις Παρισίους.
Ο Βάσιας άκουγε όλ’ αυτά τα σατανικά σχέδια με επιεική σκεπτικισμό. Τίποτα δεν ωφελούσε. Είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν κιόλας, στους κύκλους της «G.B», τα πρώτα ασαφή κουτσομπολιά. Μα δεν ήθελε να βγάλει τον δύστυχο πατέρα από την επίμονη πλάνη του.
Οι γάμοι της Ελέν με τον Φαναριώτη γίνηκαν στα μέσα Αυγούστου. Κάτι το απλό και σικ. Λίγος κόσμος, μα διαλεχτός, τουαλέτες εντυπωσιακές, ζακέτες old fashion. Όπως όλοι οι άνθρωποι, που έχουν μια θέση στην αθηναϊκή σνομπαρία, οι δυο ερωτευμένοι παντρεύτηκαν στον Αη–Δημήτρη το Λουμπαρδιάρη, και στις 11 π.μ. Βέβαια, η εποχή δεν ήταν κατάλληλη για réunion mondaine. Όσοι δεν πήγαν στο Karlsbad, βρίσκονταν στη Μύκονο. Οπωσδήποτε η Κηφισιά είχε μερικές εφεδρείες, που ήρθαν φυσικά πάνοπλες με τα πιο sensationels ensembles. Δεν ακολούθησε δεξίωση. Πού να πας τόσον κόσμο μ’ αυτήν τη ζέστη; Έγινε μόνο μια cérémonie πολύ dans le ton, πολύ chic και couleur locale, μα τίποτα παραπάνω. Οι προσκαλεσμένοι πήραν την μπονμπονιέρα τους και απήλθον εις τα ίδια. Το ίδιο έκαναν κι οι νεόνυμφοι· ίσα ίσα ν’αλλάξουν και να πάρουν το Λόυντ Τριεστίνο». [συνεχίζεται]
Αριστοτέλης Αλ. Παπαγεωργίου
Φιλόλογος – Θεατρολόγος
Σημείωση Φαρέτρας: «Το 3ο από τα 7 μέρη της εργασίας θα αναρτηθεί το ερχόμενο Σάββατο 31 Δεκεμβρίου»
———————————————————————————————-
[1] Ο Καραγάτσης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Δημήτρη Ροδόπουλου, 1908–1960) έλκει την καταγωγή του από αρχοντική, κυριαρχική οικογένεια με πελοποννησιακές ρίζες, που φτάνει έως την Επανάσταση του 1821. Οι Ροδόπουλοι κατάγονταν από την Πάτρα. Ο πατέρας του ασχολήθηκε ενεργά με την πολιτική και μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας το 1881 εγκαταστάθηκε στη Λάρισα. Πρβλ. και Gunnar De Boel, «O Γιούγκερμαν του Καραγάτση: μια αναζήτηση αριστοκρατίας». Ανακοίνωση στο 3ο Συνέδριο Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νοελληνικών Σπουδών, 2–4 Ιουνίου 2006, Βουκουρέστι.
[2] Η ποιήτρια Μάτση Χατζηλαζάρου, σύζυγος του Ανδρέα Εμπειρίκου και του Κορνήλιου Καστοριάδη και πάλαι ποτέ κοσμοπολίτισσα η ίδια, σε μία αποστροφή του λόγου της, στη συνέντευξη που παραχώρησε στο Στάθη Τσαγκαρουσιάνο το Νοέμβριο του 1986, επισημαίνει κάτι αντίστοιχο. Παρατίθεται ο διάλογός τους:
– Σ.Τ: Και ποια πόλη σάς έχει χαραχτεί περισσότερο;
– Μ.Χ: Ως τώρα είχα τρομερή αδυναμία στο Παρίσι. Φέτος όμως για πρώτη φορά στη ζωή μου πήγα στο Λονδίνο και έπαθα έναν ενθουσιασμό…Κι ήμουνα και άρρωστη και δεν έβγαινα καθόλου από το ταξί – χωρίς να δω μουσεία ή τίποτε άλλα, γιατί δεν μπορούσα από τους πόνους. Είναι τόσο αρχοντική πόλη, τόσο ωραία, βρίσκεις ακόμη κάτι από την παλιά αυτοκρατορία, ενώ στο Παρίσι ο Ναπολέων έχει αφήσει το αποτύπωμά του.
– Σ.Τ: Και η φτωχή Αθήνα;
– Μ.Χ: Ωω! (γέλια). Πώς την καταντήσαμε! Τι είναι αυτό το πράγμα! Ρώτησα μια μέρα τον Μισέλ Λεϊρίς «Σας φαίνεται άσχημη η Αθήνα»; Δεν περίμενα να μου απαντήσει. «Μα αυτή είναι η ασχημότερη πόλη στον κόσμο», μου είπε.
– Σ.Τ: Υπέθετε ότι πριν τον πόλεμο ήταν πιο ευχάριστη…
– Μ.Χ: Δεν νομίζω. Τότε όμως την αγαπούσα… Όλες οι βιλίτσες του Φαλήρου είναι κακές κόπιες της Κυανής Ακτής – κάτι διώροφα, κάτι τριώροφα…
Βλ. σχετικά Στάθης Τσαγκαρουσιάνος, (1999) «Αντίο παλιέ κόσμε – Συνομιλία με αξιοσημείωτους ανθρώπους», Δρομέας, Αθήνα. Για τη σημειολογία του αθηναϊκού high life προ και κυρίως αμέσως μετά τον πόλεμο πρβλ. επίσης μεταξύ άλλων τα βιβλία «Νεόπλουτοι, Νεόπτωχοι και Νεοαθηναίοι» (2002, εκδ. Βιβλιοδεσμός, Αθήνα) του γνωστού κοσμικογράφου Ζάχου Χατζηφωτίου και την αυτοβιογραφία «Ω! Τι ζωή!» του διεθνώς αναγνωρισμένου έλληνα μοντελίστ και κοσμικού Ντίμη Κρίτσα (2002, εκδ. Φερενίκη, Αθήνα). Είναι μια ζωή δίπλα στην πραγματική ζωή. Enfant gâté αυτής της χαριτωμένης ανεμελιάς υπήρξε αναμφίβολα και η Μελίνα Μερκούρη.