Πολιτισμός

ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ: “Χρόνια και χρόνια πάλεψα με το μελάνι και το σφυρί, βασανισμένη καρδιά μου, για να σου κάμω ένα κέντημα”

Επιμέλεια κειμένων-Παρουσίαση: Χρήστος Ζουλιάτης

 Νίκος Γκάτσος: «Χρόνια και χρόνια πάλεψα με το μελάνι και το σφυρί, βασανισμένη  καρδιά μου. Με το χρυσάφι και τη φωτιά για να σου κάμω ένα κέντημα. Ένα ζουμπούλι πορτοκαλιάς. Μιαν ανθισμένη κυδωνιά να σε παρηγορήσω».
 
ΓΚΑΤΣΟΣ ΝΙΚΟΣ (δεξιά) Φοιτητής επισκέπτεται την Ασέα το 1930-Φωτογραφία από Μαρία Φράγκου
 
Σαν σήμερα (8/12/1911),  γεννήθηκε  ο Νίκος Γκάτσος, ο ποιητής που άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στο έντεχνο ελληνικό τραγούδι τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα, ένας «υπηρέτης δυο αφεντάδων», της ποίησης και του τραγουδιού.
 
«Έχει μετέλθει πολλά επαγγέλματα. Σε δύσκολες ώρες ιδιώτευσε ως μεσίτης πόθων και ως προξενητής ανεκπλήρωτων ονείρων. Επιδόθηκε στην εκμάθηση ξένων γλωσσών : της σιωπής, των χρωμάτων, της αφής, της μουσικής, των ψιθύρων. Με ιδιαίτερη ευχέρεια χειρίζεται τη διάλεκτο του μαύρου, ιδίως όπως ομιλείται μεσουρανούντος του ήλιου. Προσφάτως παρακολουθεί ιδίαις δαπάναις μαθήματα αποχρώσεων και υπεκφυγών. Στον ελεύθερο χρόνο του προτιμά να διαβάζει ολιγοσέλιδα βιβλία κυρίως για τα ίχνη αίματος που αφήνουν στα δάχτυλα καθώς τα ξεφυλλίζεις» (Δημήτρης Δασκαλόπουλος).
«Ο Νίκος Γκάτσος δεν πήγε ποτέ στην Αμοργό. Δεν έδωσε ποτέ συνέντευξη.Ήταν ένας πολύ αυστηρός φίλος, κατά τον Μάνο Χατζιδάκι. Έλεγε τα απαραίτητα. Έζησε βίον ασκητικόν. Μακριά από την πολλή συνάφεια του κόσμου και τες πολλές κινήσεις και ομιλίες, κατά τον Αλεξανδρινό. Εσιώπησε πολύ… Και τραγούδησε απίστευτα! Οι στίχοι των τραγουδιών του, πραγματικά ποιήματα οι περισσότεροι, μας διδάσκουν τι πάει να πει αρρενωπότητα της δημοτικής παράδοσης, οργανική λειτουργία της ομοιοκαταληξίας, ήθος της ελληνικής» ( Οδυσσέας Ελύτης).
«Έγραψε μοναδικά τραγούδια. Όλα τα ακριβά στοιχεία της ποίησής του τα ‘κανε στίχους που κινητοποίησαν τη ναρκοθετημένη νεοελληνική ευαισθησία, έτσι καθώς κοιμόταν αναίσθητη μες στην απέραντη αισθηματολογία των στιχουργών και των επιθεωρησιογράφων» (Μάνος Χατζιδάκις).
Ο Γιώργος Σεφέρης διηγείται ένα περιστατικό που έτυχε στο Νίκο Γκάτσο:
«Γύριζε το χειμώνα του ‘36, σπίτι του από μια ταβέρνα. Ήμουνα στην Κορυτσά και είχα στείλει στην Αθήνα, σε χειρόγραφο, το “Με τον τρόπο του Γ. Σ.”. Κατά κακή του τύχη -μολονότι πολύ αθώος, είχε κάποτε ύφος φοβερά βλοσυρό- τον έπιασαν και τον πήγαν στο τμήμα. Τον έψαξαν. Στην τσέπη του το χειρόγραφο.
-Ρε, τι σου ‘κανε η Ελλάδα και σε πληγώνει; Κομμουνιστής, ε;
-Μα, κύριε αστυνόμε, δεν το ‘γραψα εγώ αυτό, το ‘γραψε ο κ. Σ. που είναι πρόξενος.
-Πρόξενος, ε; Τέτοιους προξένους έχουμε. Γι’ αυτό πάμε κατά διαβόλου.
Ευτυχώς βρέθηκαν στις τσέπες του και κάτι άλλα της ίδιας τεχνοτροπίας που αφόπλισαν τους φρουρούς της ησυχίας μας:
-Σ’ αφήνουμε, μωρέ, γιατί είσαι βλάκας, του είπαν όταν τα διάβασαν».

«ΑΜΟΡΓΟΣ»
Αποσπάσματα από την «Αμοργό» του Νίκου Γκάτσου 
…Τι να μου κάμει η σταλαγματιά που λάμπει στο μέτωπο σου;
Το ξέρω πάνω στα χείλια σου έγραψε ο κεραυνός τ’ όνομα του
Το ξέρω μέσα στα μάτια σου έχτισε ένας αητός τη φωλιά του
Μα εδώ στην όχτη την υγρή μόνο ένας δρόμος υπάρχει
Μόνο ένας δρόμος απατηλός και πρέπει να τον περάσεις
Πρέπει στο αίμα να βουτηχτείς πριν ο καιρός σε προφτάσει
Και να διαβείς αντίπερα να ξαναβρείς τους συντρόφους σου
Άνθη πουλιά ελάφια
Να βρείς μιαν άλλη θάλασσα μιαν άλλη απαλοσύνη
Να πιάσεις από τα λουριά του Αχιλλέα τ’ άλογα
Αντί να κάθεσαι βουβή τον ποταμό να μαλώνεις
Τον ποταμό να λιθοβολείς όπως η μάνα του Κίτσου.
Γιατί κι εσύ θα’ χεις χαθεί κι η ομορφιά σου θα’ χει γεράσει.
Μέσα στους κλώνους μιας λυγαριάς βλέπω το παιδικό σου πουκάμισο να στεγνώνει
Πάρ’ το σημαία της ζωής να σαβανώσεις τον θάνατο
Κι ας μη λυγίσει η καρδιά σου
Κι ας μην κυλήσει το δάκρυ σου πάνω στην αδυσώπητη τούτη γη
Όπως εκύλησε μια φορά στην παγωμένη ερημιά το δάκρυ του πιγκουΐνου
Δεν ωφελεί το παράπονο
Ίδια παντού θα’ ναι η ζωή με το σουραύλι των φιδιών στη χώρα των φαντασμάτων
Με το τραγούδι των ληστών στα δάση των αρωμάτων
Με το μαχαίρι ενός καημού στα μάγουλα της ελπίδας
Με το μαράζι μιας άνοιξης στα φυλλοκάρδια του γκιώνη
Φτάνει ένα αλέτρι να βρεθεί κι ένα δρεπάνι κοφτερό σ’ ένα χαρούμενο χέρι
Φτάνει ν’ ανθίσει μόνο
Λίγο σιτάρι για τις γιορτές λίγο κρασί για τη θύμηση λίγο νερό για τη σκόνη…
…Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω
Εγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους
καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό

τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου… (περιοδικό Ως3)

Καντάτα βασισμένη στο ομώνυμο ποίημα του Νίκου Γκάτσου.
Για μέτζο-σοπράνο, τενόρο, βαρύτονο, ηθοποιό, μικτή χορωδία και συμφωνική ορχήστρα.
Την παρουσίαση του έργου επιμελήθηκε -μετά τον θάνατο του συνθέτη- ο ΝίκοςΚηπουργός, στον οποίον ο Μάνος είχε εμπιστευτεί επί μακρόν την ενορχήστρωση της Αμοργού.
Τραγουδούν: Μαρία Φαραντούρη, Tάσης Χριστογιαννόπουλος, Δώρος Δημοσθένους
Ενορχήστρωση – Αναπροσαρμογή: Νίκος Κυπουργός
Μουσική Διεύθυνση: Λουκάς Καρυτινός
Διεύθυνση χορωδίας: Αντώνης Κοντογεωργίου

************ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΕΡΓΟ****************************************************

Ολόκληρη η δισκογραφία του Νίκου Γκάτσου σε youtube —-> ΕΔΩ

goodmusicandphotography

banner-article

Ροη ειδήσεων