Απόψεις Λογοτεχνία

“Οι φαγεντιανές της Γραφής. Τραύματα και Θαύματα στην ‘Αποτομή’ του Γιάννη Καισαρίδη” γράφει ο Χρήστος Σκούπρας

   πάντες οι λόγοι έγκοποι∙

                  Εκκλησιαστής

kaisaridis1O Γιάννης Καισαρίδης   (1959) έχει διαγράψει ήδη με την έκδοση των προηγούμενων βιβλίων του, τη δική του πετυχημένη πορεία στο χώρο της πεζογραφίας. Το 1997 κυκλοφόρησαν τα διηγήματά του με τίτλο Χρονικό μιας πρεμιέρας (Εξάντας). Το 2000 τα διήγηματα με τίτλο Συναντήσεις και ενοχές (Κέδρος). Για το βιβλίο του Μισάντρα (Κέδρος) βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας το 2005. Με το νέο του βιβλίο Αποτομή (Νησίδες, 2016) ο Καισαρίδης επιχειρεί μιαν ευρύτερη σύνθεση, η οποία διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος, αν και ο ίδιος αποφεύγει τον συγκεκριμένο ειδολογικό  χαρακτηρισμό για τη νέα πεζογραφική σύνθεση.

  1. ΠερίληψηΔομή

Στο νέο του βιβλίο, με τίτλο Αποτομή, ο συγγραφέας  παρουσιάζει τις ιστορίες των γεννητόρων του.  Η  Αποτομή είναι  ένα οικογενειακό ιερό παλίμψηστο.  Θεματικά οι ιστορίες που περιλαμβάνονται στο βιβλίο, από τη μεριά του πατέρα του, σχετίζονται με την ορφάνια, τις αξίες των τουρκόφωνων προσφύγων από τα μέρη της μικράςδευτέρας παρουσίας,  που εγκαταστάθηκαν στον κάμπο της Βέροιας και του Γιδά (Αλεξάνδρειας),  και τις απώλειες μελών της πατρικής οικογένειας κατά την τραγική δεκαετία 1940-50. Οι απώλειες των αγαπημένων προσώπων σημαδεύονται   από το γεγονός πως οι οικείοι δεν μπόρεσαν να βρουν τα σώματα των δικών τους και τον τόπο ταφής  τους, καθώς και από τον τρόπο θανάτωσης δια αποκεφαλισμού. Αποτομή.  Γ.-Καισαρίδης-Αποτομή-Εξώφυλλο-α

Από την πλευρά της μητέρας του οι ιστορίες αρδεύονται από την μνήμη- καθρέφτη της αποξηραμένης λίμνης του κάμπου του Γιδά, τον πυρωμένο κάματο του θερισμού, τις ιστορίες για το στοιχειό και τον χαμένο θησαυρό,  πλεγμένες  με την ιστορία του παππού  του  συγγραφέα–αφηγητή,  ο οποίος έρχεται και και αυτός  από τα μέρη της μικραςδευτεραςπαρουσίας, μετωνυμία των χαμένων πατρίδων της Ανατολής, για να ριζώσει στο χωριό Βρυσάκι.

Η παράθεση αυτών των λεπτομερειών για τα θέματα του βιβλίου απέχει πολύ από το να αποδώσει τη γοητεία και τα θαύματα που περικλείει η αφήγηση. Αυτή η γοητεία συντηρείται,  βέβαια,  με την λεπτομερή  εξιστόρηση των περιπετειών των προσώπων, αποκαλύπτεται όμως και με τη δομή των ενοτήτων του ιερού οικογενειακού βιβλίου. Η δομή  του βιβλίου του Καισαρίδη έχει τη μορφή ενός ιερού οικογενειακού Μηνολόγιου με τα δικά του συναξάρια και τους βίους  μελών των οικογενειών που ενώθηκαν. Το βιβλίο περιέχει 14 μέρη που αντιστοιχούν στους 12 μήνες. Οι ενότητες είναι 14, επειδή  ο Ιανουάριος επιμερίζεται σε τρεις διαφορετικές μέρες (6, 7 και 8 Ιανουαρίου), οι οποίες παρεμβάλλονται στη δομή της σύνθεσης και της εναλλαγής των μηνών.

Κάθε μήνας του ετήσιου κύκλου, εκτός από τον Ιανουάριο και τον Μάιο, έχει συγκεκριμένη δομή επιμεριζόμενος σε  τρεις ενότητες. Η α΄ενότητα περιέχει ιστορίες της οικογένειας Στε, του πατέρα του αφηγητή-συγγραφέα, η δεύτερη περιέχει ιστορίες  της οικογένειας  Τσι, της οικογένειας  της μητέρας του και  η γ΄ενότητα αφορά στις ιστορίες της ζωής του ίδιου του αφηγητή- συγγραφέα. Οι ιστορίες αυτές δίνονται καλειδοσκοπικά σε μια ενότητα  χρονική με τη συμπαράθεση διαφορετικών χρονικών περιόδων. Η συμπαράθεση αυτή δικαιολογείται από την ενδιάθετη συγγένεια των ιστοριών και από την αντίληψη της κυκλικής εναλλαγής του  Χρόνου.

Για παράδειγμα, ο Φεβρουάριος περιλαμβάνει ως πρώτη ιστορία,   την ιστορία του παππού Μιχάλη, της οικογένειας Στε, ο οποίος αρνείται  τον αγροτικό κλήρο  στο Βρυσάκι, χωριό του Γιδά,  και με τη γυναίκα του Αρίστη πηγαίνει στη Νάουσα για να χαρεί τις Απόκριες. Εκεί συναντάει μια ιδιότυπη  τελετή, στην οποία οι Μπούλες συμμετέχουν στο μνημόσυνο του γιού της κυρά Κατερίνης, θύματος των συμπλοκών του Μακεδονικού Αγώνα. Η ιστορία τοποθετείται στα 1925-26;  (σελ. 67-70) Η δεύτερη  ιστορία της οικογένειας Τσι αναφέρεται στην απόπειρα της Μυγδαλιάς-Μαγδαληνής (μητέρας του αφηγητή), παρόλο το πένθος για την απώλεια της αδελφής της και τη λωλαμάρα της μητέρας της να συμμετάσχει στις Απόκριες του 1955. Ο αφηγητής αναφέρεται στο στενό συναισθηματικό δεσμό της Μαγδαληνής με τη γιαγιά της Λένκου,  της οποίας  σχολιάζει τις τελευταίες της Απόκριες στη ζωή. Η τρίτη ιστορία που περιέχει ο Φεβρουάριος έχει τίτλο Χρονικό μιας πρεμιέρας και αφορά τη εμπειρία του συγγραφέα-αφηγητή    στη  Δραματική Σχολή του ΚΘΒΕ με το ανέβασμα της παράστασης του Γλάρου του Τσέχωφ το  Φεβρουάριο του 1985.

005

Ο  Ιανουάριος  παρουσιάζει σε τρεις διαφορετικές μέρες  την ιστορία  του Χριστάκη, πατέρα του αφηγητή. Οι τρεις μέρες αυτές αποτελούν μιαν ενότητα  και πάνω σ’αυτές  δομείται η εναλλαγή των υπόλοιπων μηνών του ετήσιου κύκλου.  Η ενότητα αυτή εμπεριέχει το τριαδικό σχήμα θάνατος, ανάσταση, γέννηση. Η αρχή του βιβλίου αναφέρεται στην παραμονή των Φώτων του 1959, όταν ο Χρηστάκης  μαθαίνει πως  η μητέρα του,  η Αρίστη,  ζούσε,  ενώ αυτός πίστευε πως χάθηκε στη μεγάλη πλημμύρα του ’35. Γράφει ο συγγραφέας. «Τα σπλάχνα του στεγνά. Βάζει το κεφάλι του κάτω από το νερό της πηγής. Ανείπωτης ηδονής αποτομή. Λείος και απαλός χρόνος εν ροή, μύρου διαυγές. Πίνει γάλα μητρικό, εξαγνίζει τα σωθικά του. Να η μάνα του:νερό, μάνα βάπτιση. Νερό μάτι της γης-δεύτερη αποτομή στην πηγή ο λόγος του έγινε νερό (σελ. 41).»

Η δεύτερη ιστορία του  Ιανουάριου τοποθετείται μετά τον Αύγουστο. Εκεί υπάρχει η περιγραφή του αγιασμού των υδάτων στη Βέροια και  της ανεύρεσης του Σταυρού στη γέφυρα του Σταυρού στη Βέροια από τον Χριστάκη τη μέρα των Θεοφανείων του 1959. Το γεγονός αυτό αξιοποιεί ο αφηγητής για να περιγράψει την εσωτερική μεταβολή του ψυχισμού  του ήρωα. Η περιπέτεια του Χριστάκη ορίζεται από την άρνηση να αποδώσει τον σταυρό στο Δεσπότη, την πρόσκληση και πρόκληση της Τύχης στο σπήλαιο αυτογνωσίας Μοιραού, μοναδικό καταφύγιο μετά την αποθέωση και την κατακραυγή. Εκεί η εσωτερική μεταβολή του Χριστάκη ολοκληρώνεται.  Οι αποφάσεις  έχουν παρθεί. Η αρραβωνιαστικιά του Μυγδαλιά-Μαγδαληνή τον περιμένει  για να σφραγίσουν πλέον την κοινή τους πορεία στη ζωή. Το ερωτικό σμίξιμο την επόμενη μέρα στις  7 Ιανουαρίου  1959, Σύναξη του  Αη Γιάννη του Πρόδρομου,  περιγράφεται στην προτελευταία ενότητα του βιβλίου, πριν από το μήνα Μάιο.

«Μόλις τον είδε, πήρε σβάρνα τις σκάλες, δεν την ένοιαξε αν θα σκοντάψει… Όπως χτυπάει φλεβίτσα ύδατος στο φως έπειτα από τριβές κι αποκλεισμούς χιλιάδες στα έγκατα της γης και γίνεται σιγά-σιγά, ορμητικό ποτάμι, νερό πολύτιμο, σπερματικό, που ενώνει τα αλληλοσυγκρουόμενα σύμβολα της γέννησης και του θανάτου, έτσι φούντωσε κι έσκασε η επιθυμία της» (σελ. 477). Καρπός αυτής της ένωσης είναι ο αφηγητής συγγραφέας, γεννημένος  με αντύμα,  με τον αμνιακό σάκκο, όπου είναι γραμμένες όλες οι ιστορίες των προγόνων, ενώ η αύρα της κληρονομιάς τον οδηγεί στο να τις φέρει στο φώς, όχι από μια πρόσκαιρη φιλοδοξία, αλλά από την βαθύτερη ανάγκη να βρουν οι ψυχές και τα σώματα των προγόνων το δικό τους χώρο σε έναν κοινό χρόνο για να ξαναζήσουν.

41350004

Ο ετήσιος περιοδικός κύκλος του ιερού οικογενειακού Μηνολόγιου ολοκληρώνεται με τον μήνα Μάιο, γεγονός που παραξενεύει τον αναγνώστη. Ο Μάιος  τιτλοφορείται «ο άνθρωπος ωσεί χόρτος» και έχει υπότιτλο το «Μυστικός κήπος». Εδώ  ο συγγραφέας ορίζει με σαφήνεια τα θέματα του βιβλίου του, δηλώνει τη χαρά της δημιουργίας και προσφέρει θεωρίες για την ερμηνεία του συγγραφικού του σχεδίου. Ερμηνείες οι οποίες δεν είναι δεσμευτικές για τον αναγνώστη.  Το ερώτημα που αναδύεται με την ύπαρξη αυτού του κεφαλαίου είναι, αν, τελικά, αυτή η δηλωτική απόφανση των συγγραφικών στόχων ενισχύει τη μυθολόγηση  των ιστοριών που αφηγείται  ή την υποβαθμίζει. Η χαρά της ζωής και της δημιουργίας –γραφής  αποκαλύπτει το κύριο θέμα του βιβλίου, σύμφωνα με τα λόγια του συγγραφέα, τη συνύπαρξη νεκρών και ζωντανών πέρα από το χρόνο και το χώρο. Παράλληλα, η ροδακινιά αναδεικνύεται  ως σύμβολο σύνδεσης των  ηρώων και του συγγραφέα, σύμβολο στο  οποίο παρεισδύει ο ρόλος της αιώνιας επιστροφής των ψυχών. Η νιτσεϊκή «επιστροφή» ως  ρέουσα ενέργεια συστημάτων – υπάρξεων, η οποία   επιστρέφει για να ορίσει ένα  πεπερασμένο σύνολο όντων;  Είναι προφανές πως οι ανθώδεις ευωδίες  των φυτών και της ροδακινιάς  συμβολοποιούν το άρωμα της ψυχής των προγόνων, την ενέργεια –ρευστότητα των υπάρξεων που ανανεώνεται ακαταπαύστως.

Ο αφηγητής  στον μυστικό κήπο της δημιουργίας περιγράφει τις ασήμαντες  ιδιότητες των φυτών. Σ’ αυτόν το Μυστικό Κήπο τα φυτά έχουν όνομα, ψυχή και ένα ρόλο ζωής σε αλληλεπίδραση μεταξύ τους. Το όνομά τους είναι ήδη ένα σύμβολο, η οξιά , ο κάρδαμος , το πιπέρι κ.λ.π. υποστηρίζει ο συγγραφέας.  «Έπειτα τις δίνει ένα όνομα. Έπειτα ανακαλύπτει τι όνομα τους έχει δώσει η επιστήμη, ποια είναι η κοινή τους ονομασία ή δίνει ένα όνομα δικής του έμπνευσης. Κάνοντάς το αλλάζει τα πάντα, κυρίως , τον εαυτό του. Στήνει μία νέα τάξη πραγμάτων γύρω του και εντός του» (σελ. 505). Ενώ όσοι/α δεν έχουν ένα όνομα  είναι αυτοί/α  που η ενέργεια τους θα χαθεί  δεν θα επιστρέψει στον αισθητό κόσμο, σαν τον Παροξυσμό που αποκεφάλισε τον παππού Μιχάλη για ένα σταματημένο ρολόι. ΄Η σαν την Παλιόψαθα που σύλησε τον οικογενειακό θησαυρό  του σπιτιού της οικογένειας της μητέρας του.  Οι ψυχές τους θα έχουν την εμπειρία του κακού και όχι της ανδρείας.

????????????????????????????????????

Ο Καισαρίδης εκμεταλλεύεται  στοιχεία της οντολογίας του Πλωτίνου, σύμφωνα με τον οποίο  η Ψυχή  διαιρετή και αδιαίρετη ταυτόχρονα, ενώνεται με το Εν, αλλά όταν στραφεί προς τον αισθητό κόσμο ανακτά τη μνήμη των πραγμάτων που συνέλεξε από τις προηγούμενες εισόδους στον αισθητό κόσμο. Με αυτόν τον τρόπο  ο αφηγητής εισέρχεται στα σώματα, τις μνήμες και τις ιστορίες των προγόνων για να δημιουργήσει μια  ενότητα συνύπαρξης, αλληλοαναγνώρισης και αλληλεπίδρασης.

  1. Οι εσώτερες συγγραφικές προθέσεις

Ποιο είναι, τελικά, και που αποσκοπεί το συγγραφικό σχέδιο με τη γραφή της Αποτομής; Κεντρικό στοιχείο των εσώτερων συγγραφικών προθέσεων είναι η δημιουργία ενός σύνθετου χωρόχρονου συνύπαρξης προγόνων-απογόνων στον οποίο κυριαρχούν τα κυκλικά μοτίβα της Αποτομής  και της μη ανεύρεσης των σωμάτων των προγόνων. Η δημιουργία αυτού του σύνθετου χωροχρόνου σημαδεύεται από τη νοσταλγία της απώλειας της πατρίδας για τους παππούδες, της μητέρας  για τον Χριστάκη, της αδελφής για την Μυγδαλιά-Μαγδαληνή. Οι απώλειες αυτές με κυρίαρχη την απώλεια της μικραςδευτέραςπαρουσίας,  διαμορφώνουν μια συλλογικότητα, μια κοινότητα αξιών που υπερβαίνει το χρόνο. Η μνημονική αναπαράσταση των ατομικών ιστοριών εγγράφει αυτή τη νέα συλλογικότητα στην ατομική συνείδηση του απογόνου, του αφηγητή–συγγραφέα. Συνεπώς, η σύνθεση του Καισαρίδη αποτελεί μεν ένα οικογενειακό παλίμψηστο, αλλά, ταυτόχρονα και μια ποιητική ελεγεία της απώλειας της μητρόπολης –πατρίδας  και της εξιστόρησης της εγκατάστασης σε ένα νέο τόπο, τη Βέροια και τον κάμπο της.c3aec3bf-c3aec2bcc3aec2b1c3afc692c3afe2809ec3afc281c3aec2bf-c3aee2809cc3aec2b9c3aec2acc3aec2bdc3aec2bdc3aec2b7c3afe2809a-c3aec2bac3ae

Ποιες όμως αξίες καθορίζουν το συγγραφικό εγώ που αποκαλύπτεται στο κείμενο; Ποιος είναι ο χαρακτήρας του; Πιστεύω πως γίνεται φανερό ότι ο αφηγητής λειτουργεί ως ένας μυσταγωγός, εν μέρει ρομαντικός, εν μέρει μεταφυσικός, που πρωταρχικό του μέλημα είναι να επουλώσει μέσω της ποιητικής της γλώσσας τα τραύματα των απωλειών και να επιτρέψει την συνύπαρξη των προσώπων σε ένα κοινό χώρο. Ο αφηγητής επιχειρεί να επιστρέψει τη ρέουσα ενέργεια της ρίζας των προγόνων μέσω της γραφής και της τέχνης, αλλά και να ενισχύσει τη ροή της στο μέλλον.  Μελλοθάνατος διαμετακομιστής μηνυμάτων θανόντων, σύμφωνα με τον ίδιο.

Βοηθό σ΄αυτή τη μεταφυσική σύλληψη του χώρου, στον οποίο κυκλικά συμβαίνει η γέννηση, ο θάνατος , η ανάσταση, ο αφηγητής έχει το δικό του θησαυρό, τα χρυσά και τις φαγεντιανές του. Αυτοί είναι οι αγαπημένοι συγγραφείς και ποιητές: Παπαδιαμάντης, Πεντζίκης, Ιωάννου, Λόρκα, Σαίξπηρ, Βαρβέρης, Αγγελάκη-Ρουκ κ. ά. Η τέχνη, ιδίως η ποίηση, συνθέτουν τους φορείς της δικής του ατομικής συνείδησης, με τον ίδιο τρόπο που οι ιστορίες των προγόνων τον σφράγισαν. Ακολουθώντας την προηγούμενη σκέψη, μπορεί κανείς να υποστηρίξει πως η Αποτομή του Γιάννη  Καισαρίδη ανήκει στο «μυθιστόρημα»διάπλασης του καλλιτέχνη, κείμενο που περιγράφει την πορεία του συγγραφέα- αφηγητή από την παιδική του ηλικία μέχρι την πραγμάτωση του καλλιτεχνικού-συγγραφικού του πεπρωμένου, με τη δημιουργία του δικού του θησαυρού, της γραφής την οποία απολαμβάνουν οι αναγνώστες.

Ωστόσο, ο Καισαρίδης αποφεύγει τη σκόπελο τόσο του αισθητισμού όσο και της ναρκισσιστικής προσέγγισης. Η τέχνη είναι για να υμνήσει τη ζωή, να δώσει υπόσταση, μορφή και σχήμα στις ψυχές  των όντων, τελικά, να ανυψώσει το καθημερινό ασήμαντο και τετριμμένο στη θέση ενός συμβόλου και όχι να αυτοθαυμάζεται.  Παράλληλα, το αφηγηματικό εγώ εγγράφει στο σώμα της σύνθεσής του την αξία του προφορικού πολιτισμού, αποκαλύπτοντας τον τρόπο σύνθεσης των ιστοριών του μέσω των προφορικών αφηγήσεων. «-Προλαβαίνεις να τα γράψεις; τον ρωτάει ο πατέρας του. Συνέχισε,  του λέει ο αφηγητής». Μετά , πιο κάτω, «-τα έγραψες αυτά για το θείο-Γιορδάνη; -Πιο αργά μπαμπά, περίμενε…». Προφορικότητα, αληθοφάνεια και μυθολόγηση υφαίνονται στο στημόνι της ποιητικής της γλώσσας του κειμένου.

IMG_0428

  1. H γλώσσα-θησαυρός

Η γλώσσα της Αποτομής είναι μια σύνθεση των ιδιολέκτων των ηρώων της. Η πολυτυπία και η πολυμορφία της συντίθεται από τον τρόπο ομιλίας του Χριστάκη, η οποία διασώζει την ομιλία συγκεκριμένης γλωσσικής κοινότητας της Βέροιας του Μεσοπολέμου καθώς και των συγγενών του, οι οποίοι μιλούν τα ελληνικά με τούρκικη προφορά, αναμεμιγμένη με τούρκικες λέξεις. «Η γιαγιά Γεσθημανή, πουπουλοκουτσουλισμένη περισσότερο από ποτέ, αιωρείται πάνω στο ογκηρό, έτοιμη να πετάξει. Η φωνή της, καθαρή μετά από χρόνια, ταχταρίζει με τη βοήθεια του ποτάμιου ανέμου τις λέξεις και ακινητοποιεί τον Χριστάκη. – … άμα ελληνικό ήρτε, παππούς σου ζευγάρι κόρφο χώνει, Πόλεμο πάει. Θηλυκιά πότε στέλνει-γούτο πότε στέλνει: Ένα δυό σημάντια, Χάιντι, ένα –δυό σημάντια, φρουουσστ, πουλιά, χάντι , πάνε… … Πρωί, θηλυκιά κουμάσι πάνω βλέπω… Στήθια της , να!…Θηλυκιά πάνω, τελευταία σημάντια μου βλέπω… Φαί ντίνω… Χαϊντεύω-χαϊντεύω… …Εντό κουμάσι, πουλιά, κείνο νταμάρι είναι! Αναντούν; Απέ πατρίντα κόρφο μου ήρτανε… Αναντούν;», (σελ 35).  Από την πλευρά της μητέρας του αφηγητή κυριαρχεί  το λαϊκό ιδίωμα με την αποβολή των φωνηνέντων της τελευταίας συλλαβής και γενικά  η ντοπιολαλιά των χωριών του κάμπου της Αλεξάνδρειας με το κόψιμο των συλλαβών. «- Πού τα’αφήσαμι του παραμύθ….; ρωτάει ασθμαίνουσα  κι αρχινάει …

-Μπουτί, κορ μανιά, κοιμιθκει του Στοιχειό;απορείς κάποια στιγμή.

-Ήνταν ακοίμιστου χρόνους και ζαμάνια, του καημένου-ου… ιεφτασ’η ώρα τ’…

Μπουτί ήταν ακοίμιστου;

-Ε, για να μας φυλάγει-ει , για!

-Αμά μπουτί ήνταν ιέτσι;

-Πώς «ιέτσ’»;

-Ε, να …ιέτς»: δύου μάτια μόνου…

-Ιέτς΄ κοιμούντι – κινάν απ’τ΄ν νουρά τ΄ κι τρών’ του σώμα τς  λάου-λάου. Τυχερή που είσαι ! Ο κόρφος εγκολπώνεται του Στοιχειού το φώς –που βαστάει από παλιά πολύ πριν τη γέννησή του-και κάποιες από τις παροιμίες επιθανάτιο ρόγχο της γιαγιάς σου που θα επαναλαμβάνεις  μια ζωή… -αυτές είναι το δώρο που σου υποσχέθηκε τα Χριστούγεννα του 1949…; Αχ , τι γιαγιά είχες, «μ΄ιένα πουτήρι νιρό τουν καβαλάρη κατέβαζι!» ( σελ. 76).

sideraletron_taousianis198858

Τέλος, στο στημόνι  των γλωσσικών ποικιλιών υφαίνεται και η γλώσσα του αφηγητή-συγγραφέα, η κοινή νεοελληνική ποικιλμένη με γλωσσικούς τύπους της εκκλησιαστικής γλώσσας, της ποίησης, και  θεατρικών έργων. Η συνειδητή ενσωμάτωση ειδών και κειμένων γίνεται με τρόπο που θυμίζει το Μπαχτίν, τον διάλογο  ανάμεσα σε αναγνωρισμένα κείμενα, Σαίξπηρ, Ματωμένος γάμος, λαογραφικές αφηγήσεις,  σε συνάρτηση με την τύχη και την πορεία των προγόνων.Η διαλογοποίηση υφίσταται πολύμορφα. Οι ιστορίες του Μηνολογίου μεταξύ τους συγκροτούν έναν  διάλογο, ο αφηγητής διαλέγεται με τις ιστορίες και τις φωτίζει με τη δική του ανάγνωση και, τέλος, τα διακειμενικά αποσπάσματα αναγνωρίσιμων κειμένων  διαλέγονται και πολλές φορές καθορίζουν την τύχη των ηρώων, όπως, λόγου χάρη ο Ματωμένος γάμος   του Λόρκα παρακολουθεί την τύχη και το χαμό του παππού Μιχάλη, όχι μόνο ως στοιχείο της πλοκής του μύθου αλλά και ως στοιχείο συμβολικό της ίδιας του της τύχης.

Ο γλωσσικός πλούτος της Αποτομής-μέγιστο κατόρθωμα του συγγραφέα-μαζί με την προφορικότητα ενισχύουν την πεποίθηση του αναγνώστη για την αληθοφάνεια των αφηγημένων ιστοριών. Ο γλωσσικός πλούτος εκτείνεται από το λεξιλόγιο  κοινωνικών ομάδων(τουρκόφωνοι, χωρικοί, αγρότες, ντόπιοι της πόλης), αλλά και επαγγελματικών ομάδων, (οδηγοί, κυνηγοί, θεριστάδες). Η πολυμορφία των γλωσσικών ιδιολέκτων τροφοδοτείται από την προφορικότητα. Ωστόσο, ο αναγνώστης οφείλει να έχει υπόψη του πως πρόκειται για κατασκευασμένη προφορικότητα με στόχο να υπηρετήσει το συγγραφικό σχέδιο, ως προς τη συνύπαρξη νεκρών και ζωντανών μέσω μιας καλειδοσκοπικής σύνθεσης.

Ο γλωσσικός  πλούτος του οικογενειακού παλίμψηστου μας οδηγεί να αναρωτηθούμε για τη στροφή μεγάλου μέρους της σύγχρονης λογοτεχνικής παραγωγής  σε παραδοσιακές γλωσσικές πηγές και αξίες που   φωτίζουν   πρισματικά παλιότερες μορφές γλωσσικών διαλέκτων της ελληνικής γλώσσας, οι οποίες οδηγούν στην περιγραφή και ανάδειξη ετερογενών κοινωνικών και πολιτισμικών ομάδων  που συνέθεσαν το σύγχρονο νεοελληνικό κράτος. Οι λογοτεχνικές δοκιμές αυτές δεν εμπεριέχουν  εγγενώς  ως σκοπό την ανάδειξη εθνοτικών-πολιτισμικών διαφορών, αλλά, εξ αντιθέτου, ιχνογραφούν τον γλωσσικό πλούτο   και τις αξίες μελών παραδοσιακών κοινοτήτων που έζησαν στον νεοελληνικό χώρο, κοινότητες που προσέθεσαν  τη δική τους ψηφίδα στη σύγχρονη νεοελληνική ταυτότητα.  Η στροφή αυτή  μέρους της σύγχρονης λογοτεχνικής παραγωγής, μέσω της σύνθεσης  και αξιοποίησης της γλωσικής πολυμορφίας, ενέχει σπέρματα αντίστασης απέναντι σε ηγεμονικές αφηγήσεις οι οποίες προκρίνουν την κοινή νεοελληνική γλώσσα με σκοπό την προβολή μιας κοινής νεοελληνικής συνείδησης και ταυτότητας.

maxresdefault

  1. Συμπεράσματα

Με την Αποτομή ο Καισαρίδης δοκιμάζει με επιτυχία την έκθεση του σε κείμενα ευρύτερης σύνθεσης, στα οποία η έκταση, τα πολλά πρόσωπα, οι ποικίλες αφηγηματικές τεχνικές και η  ίδια η δομή συντείνουν στο να χαρακτηριστούν μυθιστορήματα. Ωστόσο, η μορφή των κειμένων, η πίστη στο θαύμα και στη συνύπαρξη προγόνων-απογόνων, η εκκλησιαστική αύρα του λεξιλογίου, η κληρονομική μαγιά  καθώς και το εικονοστάσι των αγαπημένων συγγραφέων, μας οδηγούν  στο να το χαρακτηρίσουμε ως ένα κείμενο καλλιτεχνικής διαμόρφωσης  στο οποίο συνυπάρχει η συλλογική ταυτότητα των προσφύγων της μικράςδευτέραςπαρουσίας που καθόρισε και την ατομική αποστολή-ταυτότητα του καλλιτέχνη-συγγραφέα.

Διαθέτοντας στις αποσκευές του ο Καισαρίδης τη γόνιμη θητεία του σε συγγραφείς του νεοελληνικού λογοτεχνικού κανόνα, που υμνούν μια παραδοσιακότητα, επιμένοντας στις λεπτομερείς περιγραφές με σκοπό τη δημιουργία ποιητικής ατμόσφαιρας, δραματοποιώντας τις ιστορίες που συνθέτει, (εμφανής, εδώ, η επίδραση της θεατρικής παιδείας), συνθέτει ένα παλίμψηστο όχι απλώς οικογενειακό, αλλά γλωσσικό, πολιτισμικό και, τελικά, απλά γοητευτικό. Για όλους αυτούς του λόγους ο αναγνώστης καθίσταται ικανός να απολαύσει το κείμενο, να αναστοχαστεί από ποια ποτάμια ρεύματα, από ποια πηγή  απωλειών και τραυμάτων, από ποιους θησαυρούς είναι συνθεμένος ο ίδιος, αλλά και ο χαρακτήρας της κοινωνίας της πόλης.XS Αυτή άλλωστε θα είναι και η ικανοποίηση του συγγραφέα. Με τη γραφή να φέρει πίσω το συλημένο οικογενειακό θησαυρό για να τον μοιραστεί με τον αναγνώστη, αντίδωρο στην παρουσία των απόντων.

Χρήστος Ι. Σκούπρας

Φιλόλογος, δρ. Παιδαγωγικών

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ