Ο Ίψεν και η μάσκα της κοινωνικής υποκρισίας – “Οι Βρικόλακες” από το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Κοζάνης στη Βέροια, σε μια δυνατή παράσταση
Δήμητρα Σμυρνή
Γιατί ανεβαίνει ακόμα ο Ίψεν στις θεατρικές σκηνές, ένας δραματουργός του 19ου αιώνα, σήμερα, σχεδόν δύο αιώνες μετά;
Γιατί είναι κλασικός, όπως κλασικός είναι ο Σοφοκλής ή ο Σαίξπηρ και γιατί, πάνω απ’ όλα, αμετάβλητη παραμένει η φύση του ανθρώπου, όσο κι αν μεταβάλλονται οι κοινωνικές δομές.
Ο Ίψεν με το «Σπίτι της κούκλας» δίνει φωνή στην καταπιεσμένη γυναίκα της εποχής του, που δεν έχει δικαίωμα στο όνειρο, για να περάσει με τους «Βρικόλακες» σε μια ανατομία όχι απλά της ίδιας καταπιεσμένης γυναίκας, αλλά σε μια ανατομία της κοινωνίας της εποχής του, τραβώντας βίαια και αποκαλυπτικά από το πρόσωπό της τη μάσκα της υποκρισίας που φορά.
Κι αν η γυναίκα της δικής μας εποχής έχει κάνει στην Ευρώπη και στην Αμερική τεράστια βήματα στο θέμα της κοινωνικής της απελευθέρωσης και ανεξαρτησίας – καμιά φορά και ανεξέλεγκτα και όχι πάντα με θετικά αποτελέσματα για την ίδια – ένα πράγμα παραμένει στη βάση του το ίδιο, η υποκρισία, που κυριαρχεί στην κοινωνία.
Μας ενδιέφερε πάντα και μας ενδιαφέρει η εικόνα μας, που προβάλλεται στην οθόνη της κοινωνίας – πράγμα απόλυτα φυσιολογικό, αφού ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον – με οποιοδήποτε όμως κόστος για μας, επιφέροντας κάποιες φορές μέχρι και την πλήρη καταστροφή της προσωπικής ζωής, καθώς η απόκρυψη των κηλίδων ή η στίλβωση του σκουριασμένου καθρέφτη συνεπάγεται την απόλυτη, την οδυνηρή ισοπέδωση.
Το θέμα του «είναι» και του «φαίνεσθαι» δίνεται ανάγλυφα στην «Ελένη» του Ευριπίδη, για ν’ απασχολήσει τον Ίψεν στους «Βρικόλακες» με συγκλονιστικό τρόπο.
Η ηρωίδα του Ίψεν, η κυρία Άλβινγκ, συγκεντρώνει στο πρόσωπό της όλη τη νοσηρή δύναμη που ασκεί πάνω της η υποκριτική κοινωνία, καθώς όλη η ζωή της γλίστρησε μέσα από τα χέρια της, προσπαθώντας να πλάσει ένα μύθο και να κρυφτεί πίσω του.
Η τραγικότητα της ηρωίδας ενισχύεται από την παρουσία του πάστορα Μάντερς, εκπροσώπου των «υγιών» κοινωνικών δομών, με τον οποίο τη συνδέει ένα παλιό μυστικό, αλλά ενισχύεται και από την ύπαρξη της Ρεγγίνας, της σκοτεινής «κηλίδας», που άφησε πίσω του ο νεκρός της άντρας, μαζί με το λατρεμένο της γιο, τον Όσβαλντ, που έρχεται μετά από απουσία χρόνων να καθορίσει τελεσίδικα τη μοίρα όλων.
Ο άνθρωπος κλειδί, ο Έγκστραντ, πηγαινοέρχεται μέσα στο κείμενο, για να φωτίσει με την παρουσία του τα σκοτάδια, που για όλους λούζονται τελικά στο εκτυφλωτικό φως της αλήθειας. Φως όμως οδυνηρό, που θα κάνει την ηρωίδα ν’ αναφωνήσει «γι αυτό φοβόμαστε το φως».
Ο σημαντικότερος όμως πρωταγωνιστής, ο νεκρός λοχαγός Άλβινγκ, εξακολουθεί να κινεί τα νήματα του θεατρικού μύθου, αν και απών, με τη διάχυτη παρουσία του μέσα από τη μνήμη, και με τη νόθα του κόρη ή την αρρώστια που έχει κληροδοτήσει στο νόμιμο γιο του. Κυκλοφορεί με κείνον τον τρόμο που προκαλούν οι βρικόλακες, όταν αποφασίσουν να εισβάλουν στη ζωή των ζωντανών.
Χθές, 28/5/’16, το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Βέροιας φιλοξένησε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών της Βέροιας το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Κοζάνης.
Η παράσταση που ανέβασε το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Κοζάνης, σε συνεργασία με το Θέατρο «Τ», ένα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ που έχει συνηθίσει το κοινό του στην προσμονή μιας ποιοτικής παράστασης, χάρη στη σοβαρή του παρουσία στα θεατρικά δρώμενα εδώ και πολλά χρόνια, ήταν εξαιρετική.
Η κλασική ματιά του Ίψεν αποδόθηκε μέσα από την προσωπική σκηνοθετική ματιά της Γλυκερίας Καλαϊτζή συγκλονιστικά. Η Καλαϊτζή κίνησε τους ηθοποιούς της σ’ ένα άρρηκτα δεμένο σύνολο, που λειτούργησε αρμονικά, εστιάζοντας ταυτόχρονα στο κάθε πρόσωπο ξεχωριστά, αναδεικνύοντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του.
Πολυεπίπεδος ο χαρακτήρας της κ. Άλβινγκ αποδόθηκε με εκφραστική ενάργεια από την Ελένη Δημοπούλου, εντυπωσιάζοντας ερμηνευτικά με το τραγικό της βάθος.
Εξαιρετικά ενδιαφέρων ο ρόλος του πάστορα Μάντερς , του θεματοφύλακα της κοινωνικής ηθικής, όχι όμως αποστειρωμένος από συναισθήματα, αποδόθηκε από τον Δημήτρη Ναζίρη λεπτοδουλεμένος.
Φιγούρα χοντροκομμένη, λαϊκή, που θύμιζε αγγελιοφόρους Αρχαίας Τραγωδίας ο Έγκστραντ αποδόθηκε από τον Δημήτρη Συνδουκά με μια φυσικότητα αξιοζήλευτη.
Ο Όσβαλντ του Δημήτρη Φουρλή όχι απλά πειστικός, αλλά με έντονο δυναμισμό, ιδιαίτερα στο τελικό υποκριτικό του κρεσέντο, συμπλήρωσε την τοιχογραφία της νοσούσας νορβηγικής κοινωνίας πλαισιωμένος από τη φυσικότατη στο ρόλο της Ρεγγίνας, Σοφία Αντωνίου.
Υποβλητικότατος ο ηχητικός σχεδιασμός του Οδυσσέα Γκάλλιου, που υπογράμμισε σωστά όλα τα σημεία που τον χρειαζόταν. Λειτουργικότατο και ευρηματικό το σκηνικό που συνέλαβε η Ευαγγελία Κιρκινέ, κατορθώνοντας μ’ ένα φτηνό υλικό, όπως η νάιλον διαφάνεια, να προσδώσει, σε πλήρη αντίθεση με τους ακριβούς πολυελαίους, το κοντράστ ανάμεσα στην υποκρισία και την αλήθεια, σε πλήρη αρμονία με τα κοστούμια της Μαρίας Καραδελόγλου, με βοηθό ενδυματολόγο τη Σοφία Τσιριγώτη και κατασκευή των κοστουμιών από την Παρασκευή Ορφανίδου. Οι σωστοί φωτισμοί του Ρίτσαρντ Άντονυ ανέδειξαν το τελικό αποτέλεσμα.
Η εμβέλεια της παράστασης στο κοινό αποδείχτηκε όχι μόνο από το επίμονο χειροκρότημα, αλλά και από τη συμμετοχή του με την απόλυτη σιωπή, επικυρώνοντας την καθολική μέθεξη.
Φωτογραφίες: faretra.info