Για την ακύρωση της παράστασης του Εθνικού Θεάτρου “Ισορροπία του Nash” του Σίμου Ανδρονίδη
«Κάθε που νυχτώνει ο αέρας μυρίζει αγιόκλημα, σα να ‘χουνε από καιρό λησμονηθεί τα τραμ μ’ έναν θόρυβο από σίδερα που αδειάζουν στρίβουν τη γωνιά και χάνονται- παραίσθηση, βέβαια: τα τραμ έχουν από καιρό καταργηθεί. Κι αυτοί που διαβήκαν το δειλινό σκυφτοί, ήταν ωραίοι γιατί είχαν νικηθεί.”
Η ουσιαστική ακύρωση της παράστασης ‘Ισορροπία του Nash’, αποτελεί μία, τρόπον τινά, ‘υπόκωφη’ περίπτωση λογοκρισίας και παρέμβασης στην τέχνη και στο χώρο εκδίπλωσης της τέχνης. Η προσπάθεια της σκηνοθέτριας της παράστασης να διεισδύσει’ στον κόσμο του Σάββα Ξηρού ακυρώθηκε εν τη γενέσει της. Και, εν αντιθέσει με ότι συνέβη το 2012, όταν το νεοναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής*, ο μητροπολίτης Πειραιά Σεραφείμ και παραεκκλησιαστικές οργανώσεις πρωτοστάτησαν στην ακύρωση της παράστασης, εκφέροντας και “εξωτερικεύοντας” έναν λόγο που έφερε τα χαρακτηριστικά του ρατσισμού, της ομοφοβίας και του σεξισμού, έναν λόγο που προσλάμβανε την τέχνη ως εργαλείο των “μιαρών”, η τωρινή περίπτωση αποτελεί την ιδιαίτερη όψη μίας τύποις “υπόκωφης” (και δυνάμει ορθολογικοποιημένης) προληπτικής παρέμβασης στο πεδίο της θεατρικής τέχνης, που, χωρίς ιδιαίτερες εντάσεις τείνει να αποδομήσει την καθαρτήρια λειτουργία-διάσταση της τέχνης.
Η συγκεκριμένη μορφή λογοκρισίας η οποία συναρθρώνει τις λειτουργίες μίας συστημικής στοχοποίησης, ενός συστημικού αποκλεισμού του λόγου ενός ‘επικίνδυνου’, καταδικασμένου και ‘σεσημασμένου’ τρομοκράτη (Σάββας Ξηρός) και μίας ελεγχόμενης και κατευθυνόμενης τέχνης, την ίδια στιγμή που συγκροτεί έναν ευρύτερο ‘χώρο’ συναίνεσης γύρω από το μείζον επίδικο της τέχνης: η τέχνη οφείλει να είναι και θα είναι “άνευρη” και ‘περιχαρακωμένη’, πολιτικά-ιδεολογικά ‘άθικτη’, δράση που θα κινείται πέρα και πάνω από το ατελεύτητο της ύπαρξης.
Στο νέο πεδίο του κρισιακού αυταρχικού κρατικού ελέγχου, η τέχνη εργαλειοποιείται ως αποκλεισμός των επικίνδυνων, των διαταραγμένων, αυτών που διασαλεύουν την κοινωνική ‘συνοχή’. Ο λόγος του Σάββα Ξηρού, που, για τους λογοκρίνοντες αυθαίρετα διαπλέκεται με το λόγο και το έργο του Αλμπέρ Καμύ, δεν δύναται να μετασχηματιστεί σε τέχνη.
Στην Ελλάδα της βαθιάς οικονομικής-κεφαλαιοκρατικής κρίσης, τέχνη θεωρείται ότι δεν υπερβαίνει τα όρια της πολιτικής ‘ορθότητας’, τα όρια που θέτει ένα μπλοκ δυνάμεων που ορίζει και προσδιορίζει την τέχνη, και συγκεκριμένα τη θεατρική τέχνη ως επιφανειακή άσκηση και τήρηση ισορροπιών μεταξύ δημιουργού και θεατών-ακροατών. Οι προληπτικές «επεμβάσεις» και παρεμβάσεις ανασημασιοδοτούν τα ίδια τα όρια της τέχνης, του λόγου που εκφράζει βιώματα, συναισθήματα, πάθη, κριτική.
To θέατρο ως σημαίνουσα τέχνη του ενεργού υποκειμένου, «σωματικοποιεί» την παρέμβαση του, «προκύπτει» ως μείζονα ερώτηση, διερευνά τα όρια μεταξύ «απαστράποντος» ρεαλισμού και φαντασιακού στοιχείου, είναι το πολλαπλό (και πολλαπλασιαστικό) «αντηχείο» του πολιτικού, συγκροτεί τη σκηνή ως πεδίο της φαντασιακά ιδανικής κοινωνίας, μικρόκοσμο του υποκειμένου (ηθοποιού-πρωταγωνιστή) που, υπερβαίνοντας τα όρια της αντικειμενικότητας, δρα υποκειμενικά.
Ο Σίμος Ανδρονίδης είναι υποψήφιος διδάκτορας του ΑΠΘ
—————————————————————————–
*Όπως αναφέρει ο Αλέξανδρος Σακελλαρίου: «Η πρώτη και σημαντικότερη απόπειρα αυτού του είδους (σ.σ: της ‘κρισιακής’ ώσμωσης Χρυσής Αυγής & Εκκλησίας), έγινε το φθινόπωρο του 2012, όταν η Χρυσή Αυγή πρωτοστάτησε, μαζί με εκκλησιαστικούς και παραεκκλησιαστικούς κύκλους, στη διαμαρτυρία και τα βίαια επεισόδια έξω από το Θέατρο Χυτήριο, με αφορμή το θεατρικό έργο του Τέρενς ΜακΝάλι (Terence McNally), Corpus Christi, το οποίο κατηγορήθηκε ως βλάσφημο. Τελικά, το ανέβασμα του ματαιώθηκε, λόγω συνεχών επεισοδίων, αλλά και των απειλών εναντίον των συντελεστών της παράστασης». Βλέπε σχετικά, Σακελλαρίου Αλέξανδρος, ‘Η Εκκλησία της Ελλάδος’, στο, Χριστόπουλος Δημήτρης, (επιμ.), ‘Το «βαθύ κράτος» στη σημερινή Ελλάδα και η Ακροδεξιά. Αστυνομία, Δικαιοσύνη, Στρατός, Εκκλησία’, Εκδόσεις Νήσος, Αθήνα, 2014, σελ. 305.