Θανάσης Μαρκόπουλος «Χαμηλά ποτάμια». Στις όχθες του χρόνου και της μνήμης
Δήμητρα Σμυρνή
Μετά από πέντε χρόνια εκδοτικής σιωπής στον τομέα της ποίησης, ο ποιητής και κριτικός Θανάσης Μαρκόπουλος βλέπει τα τελευταία του ποιήματα, που δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς κυρίως σε λογοτεχνικά περιοδικά ,να συγκεντρώνονται σε μια συλλογή με τον υποβλητικό τίτλο «Χαμηλά ποτάμια», εκδόσεις Μελάνι, Νοέμβριος 2015.
Το 2010 εκδίδεται η προηγούμενη ποιητική συλλογή του «Μικρές ανάσες», με την οποία ο ποιητής είναι υποψήφιος για το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Οι «Μικρές ανάσες» ήδη επισφραγίζουν με την έκδοσή τους μια ποίηση δυνατή, εικονοπλαστική, στοχαστική, ποίηση της ωριμότητας.
Κι ενώ πολλές φορές στην ποίηση συμβαίνει το ποτάμι της, μαζί με το πολύτιμο υλικό, να κατεβάζει κι άλλα υλικά, «δεύτερα», στην τελευταία συλλογή του Μαρκόπουλου, όσο κι αν ψάξει ο αναγνώστης, δε θα συναντήσει ένα τέτοιο ποίημα. Τα «Χαμηλά ποτάμια» είναι η καλύτερη ποιητική του στιγμή.
Η ποιητική του πορεία είναι μια σαραντάχρονη ανοδική πορεία, που ξεκινά το 1975 – ποιήματα της εποχής εντάσσονται στην πρώτη του συλλογή «Απόπειρα εξόδου» (1982) – για να καταλήξει στην τελευταία του, όπου ο ποιητής έχει φτάσει στην απόλυτη ωριμότητα.
Τα «Χαμηλά ποτάμια» είναι η συσσωρευμένη πείρα της ζωής, πείρα με γεύση στυφή, είναι ο κρυφός φόβος του επερχόμενου τέλους, είναι η αθεράπευτη νοσταλγία της νιότης, είναι η καταγραφή όσων η μνήμη προσπαθεί να αποθησαυρίσει, είναι η χαμηλή φωνή που ψιθυρίζει στον καθένα ξεχωριστά αυτά που τόσο καλά γνωρίζει και αισθάνεται, αλλά δεν έχει το χάρισμα να τα κάνει λόγο.
30+1 ποιήματα καταγράφουν από διάφορες οπτικές γωνίες πρόσωπα, πράξεις, γεγονότα, μέσα από έναν γοητευτικό φακό συναισθημάτων , που κάνει το μικρό να παίρνει τις διαστάσεις του μεγάλου και το μεγάλο να κλείνει μέσα του τα πλήθη του μικρού.
Σε αντίθεση με πολλούς σημερινούς ποιητές, που επιμένουν στην αποσπασματικότητα, είτε από άποψη, είτε από αδυναμία, εκείνο που εντυπωσιάζει στην ποίηση του Μαρκόπουλου –το οποίο είναι χαρακτηριστικό και παλιότερων ποιημάτων του, εδώ όμως είναι σαφώς εντονότερο – είναι η δύναμη της ολοκληρωμένης εικόνας του ποιητικού του μηνύματος, με αρχή μέση και τέλος, και μάλιστα μ’ ένα τέλος που ξαφνιάζει ή συνταράσσει με την ευρηματικότητα της σύλληψης και της εκτέλεσής του.
Ο λόγος του εξαιρετικά πυκνός, προϊόν επίπονης προσπάθειας, ώστε να μην περισσεύει το παραμικρό, χαρακτηρίζεται από μια κρυστάλλινη διαφάνεια σκέψεων και συναισθημάτων.
ΤΟ ΛΥΧΝΑΡΙ
Ποτέ μου δεν είδα τόσο φως
όσο τη στιγμή που άκουσα έναν τυφλό
ν’ αποκαλεί τη γυναίκα του
λυχνάρι μου
Τα εκφραστικά του μέσα λειτουργούν όχι προσθετικά, αλλά, αντίθετα, αφαιρετικά, γυμνώνοντας το στίχο από το περιττό και κάνοντάς τον πιο κοφτερό. Μοναδικός θηρευτής της λέξης την κάνει πυρήνα του στίχου του και πολλές φορές πυρήνα ολόκληρου του ποιήματος, ξαφνιάζοντας ευχάριστα με την επιλογή της.
Γνώρισμα της ποίησης του από παλιά, και τώρα περισσότερο κατακτημένο, η μουσικότητα. Ακόμα κι όταν η ποίηση του γίνεται πεζόμορφη, δε χάνει την εσωτερική της μουσικότητα, πολύ περισσότερο, όταν υπάρχουν ποιήματα , όπως το παρακάτω, που θαρρείς ζητούν μελοποίηση.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ
Θα σου χτίσω κελί στης καρδιάς μου το φρύδι
θα φέρω τριζόνια με νύχτα δική τους
το λύκο θα κρύψω στην άλλη πλαγιά μου
θα σου ανοίξω φεγγίτη να υψώνεις το βλέμμα
…………………..
Συχνά του αρέσει να σκηνοθετεί τις εικόνες του με κινηματογραφική ματιά
ΠΛΑΝΟ ΣΤΑΘΜΟΥ
Κάθε που βλέπω στην οθόνη
εκείνον να περιμένει εκείνη
στο σταθμό του τρένου
μια θλίψη με συνέχει που δε μου ‘τυχε και μένα να ζήσω
παρόμοια στιγμή στη ζωή μου
κι ας μην ήταν ντε και καλά στιγμή χαράς
ας ήταν λύπης
εκείνη να φεύγει σύννεφο πίσω απ’ το τζάμι
κι εγώ να μένω αποσκευή ξεχασμένη
ενώ ήδη αρχίζουν να πέφτουν
οι πρώτες σταγόνες της βροχής
κι άλλοτε να στέκει μπροστά σε μια επιγραφή ή μια παράσταση σχολιάζοντας με καβαφική διάθεση
ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΑΠ’ ΤΗ ΒΕΡΓΙΝΑ
Δυο μίσχους μονάχα να στηρίζουν
την απουσία του σώματος κι ένα σκύλο
να παίζει μες στο χαμένο βλέμμα του
μας άφησε στων ματιών τις προθήκες
ο μικρός Ηρακλείδης ο γιος του Φίλωνα
εκεί που άλλοι τρανοί και σπουδαίοι
μας άφησαν μονάχα
χρυσάφια και λάρνακες και οξειδωμένο αίμα
Και τη λεζάντα βέβαια με τ’ όνομά του
να μην ξοδευόμαστε σε εικασίες
Σαρκαστικός μπροστά στη γυναικεία ματαιοδοξία του σήμερα
ΟΙ ΓΙΑΓΙΑΔΕΣ
Πάνε οι γιαγιάδες του παλιού καιρού
οι μαυροφόρες εκείνες που ξέραμε
με τα βαριά φουστάνια το σφιχτοδεμένο μαντίλι
οι φαφούτες εκείνες με το τσαλακωμένο πρόσωπο
το δειλινό στο βλέμμα
τώρα οι γιαγιάδες αλλάξανε
απόκτησαν τρόπους ντεκολτέ διαζύγια
πρόσωπα σιδερωμένα και στίλβουν
βάφουν τους πόθους ενυδατώνουν το ψέμα τους
εκβάλλουν στα μικρά cafe σερφάρουν
μα σαν έρθει η ώρα που σπάζουν οι φλέβες
και το αίμα ξαναβρίσκει το χρώμα του
τρέχουν να κρυφτούν πανικόβλητες
πίσω απ ’τη φυλλωσιά της δικής τους γιαγιάς
σαν άλλοτε που γύφτος έφτανε ο φόβος στην πόρτα τους
αλλά και τρυφερός απέναντι στην αιώνια βασανισμένη γυναίκα
Η ΧΕΙΡΑΦΕΤΗΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ
Σήκωσε στην πλάτη
τον άντρα τα παιδιά τη μιζέρια
σήκωσε τους γέρους τα πένθη
κι όταν πια απόκαμε
σήκωσε το χώμα
Η μνήμη τον γυρίζει πίσω, στα παιδικά του χρόνια. Γίνεται άλλοτε μικρός τρομαγμένος κλέφτης
ΟΧΤΩ ΜΕ ΔΕΚΑ
……………….
Να είναι Μάης άντε Ιούνης
κεράσια μαύρα να γεμίζω τον κόρφο μου
βοριάς ο δραγάτης να χουγιάζει από πέρα
κι εγώ να καλπάζω σκιαγμένο πουλάρι
να μαλώνει η μάνα να με κρύβει
στο χαμηλό πορτάκι κάτω απ’ τη σκάλα
κι άλλοτε δεκατετράχρονος μαθητής στο δικό του «Σινεμά ο Παράδεισος», στο Κινηματοθέατρον Άστρον της Κοζάνης
Η ΛΟΛΟΜΠΡΙΤΖΙΤΑ ΣΤΗΝ ΚΟΖΑΝΗ
Ακόμα λάμπουν εντός μου
μισοβυθισμένα στο νερό
τα υπέροχα στήθια
της βασίλισσας του Σαββά
που δεν ήταν άλλη
όπως εκ των υστέρων διαπίστωσα
από την Τζίνα Λολομπριτζίτα
Βλέπει από τις όχθες του χρόνου και της μνήμης τον αέναο κύκλο της ζωής, με τη γενναία ματιά, που τολμά ν’ αντικρίζει την αλήθεια.
Επέρχονται
με προβολείς και ταμπούρλα
Έχουν το χρόνο στο πλευρό
τον πυρετό στο βλέμμα
Επέρχονται
και πριν καλά καλά ανέλθουν
βεγγαλικά στον ουρανό
κατέρχονται
ενώ ήδη ανέρχεται
η νέα νεότης
Άλλοτε βλέπει στα μάτια των άλλων αυτά που τα δικά του μάτια δε θέλουν να δουν.
ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ
ΙΙΙ
Μπαίνω στο Λεωφορείο Σταθμός – Χαριλάου
Κοπελίτσα κλωνί με μάτια της άνοιξης παραχωρεί
ευγενώς τη θέση της
Κοιτάζω πίσω μου δε βλέπω κανέναν
Κι άλλοτε στέκει αντιμέτωπος με τα δικά του «καβαφικά κεριά», με γνώση αλλά όχι με απόγνωση.
Βαδίζω στα εξήντα δύο
βρέξει χιονίσει
Κοιτάζω μπροστά μου
βουνά και λαγκάδια
θάλασσες που ανθίζουν
δρόμοι γκρεμοί και δρόμοι γεφύρια
κι ανοιχτά ενδεχόμενα σαν παράθυρα θέρους
Κοιτάζω πίσω μου
σκέτος αέρας
Τα ερωτικά είδωλα επανέρχονται στίλβοντα
ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΣΤΟ ΔΙΟ
Δε λέω
πολύτιμα κι ανεκτίμητα τα εκθέματα στο Δίο
όμως εγώ χωρίς κανένα δισταγμό
όλα τα χαλαλίζω
για κείνο το λαχταριστό μελαχρινό κορίτσι
που μισοβυθισμένο στο λινό του φόρεμα
λάμπει σαν τύψη στη γωνιά
φρουρώντας το ανήλεο σκότος
Καταγράφει με μοναδική ευστοχία, παίζοντας ταυτόχρονα σα μικρό παιδί με τις εικόνες και τα συναισθήματα, τον αγώνα του ποιητή να συλλάβει το ποίημα κι εκείνο να του ξεφεύγει.
Έμπαινα στο ποίημα
με τ’ άσπρα πανιά μου στο φουλ φουσκωμένα
πλήθη στην προκυμαία τσακίζανε χέρια
μπάτης κι έπαιρνε το σώμα στις μνήμες
Έμπαινα ήδη στο ποίημα
με ανασκουμπωμένα μανίκια
παντόφλες ευρύχωρες και λάσκα πιτζάμα
τρένο υπέροχα μόνο
στην απέραντη ερημία της χάρτινης στέπας
Έμπαινα επιτέλους στο ποίημα
εν πλήρει στύσει
σκαμπανέβαζα πες σε κρεβάτι τριζάτο
όταν αναπάντεχο μ’ έκοψε τηλεφώνημα
Προσωπογράφος με πινελιές τρυφερές ζωγραφίζει πορτρέτα. Τα καλυτέρα της μάνας και του πατέρα του.
Η ΜΑΝΑ ΣΕ ΙΣΟΒΙΑ
…………….
Κι όμως
Μεγαλώνει η μάνα ρημάζει κι εγώ μαζί της μα παραμένει μάνα κι εγώ ο γιος της που πάντα έφευγε και πάντα επέστρεφε σαν το φεγγάρι
Η μορφή του πατέρα δεσπόζει στην ποίηση του Μαρκόπουλου ήδη από τα πρώτα του ποιήματα. Εδώ, στην τελευταία του συλλογή, καθαγιάζεται με το πολύστιχο τελευταίο ποίημα «Ο πατέρας ανεβαίνει στο κάδρο».
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΑΝΕΒΑΙΝΕΙ ΣΤΟ ΚΑΔΡΟ
12. Μυθιστόρημα μαθητείας
Είμαι πάλι στο σπίτι με την πρώτη μου άδεια
Έχουμε μόλις αποφάει κι ο πατέρας ανοίγει αργά
το ΕΘΝΟΣ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ και μου προσφέρει τσιγάρο
Παρότι απόφοιτος του πανεπιστημίου και του καπνού
Πρώτη φορά ανάβω μπροστά του
Έτσι ανδρώθηκα
5.Οι σιωπές των δαχτύλων
Πόσο λίγο κράτησα τις πέντε σιωπές σου ενώ ήδη έβλεπα τη δίνη του ανέμου ν’ αρπάζει δίχως έλεος τη μέρα απ’ τα μάτια σου
Τώρα καταλαβαίνω το δίκιο που είχες όταν εκ βαθέων ευχόσουν να ‘χες γίνει κομμάτια στα δάση του Γράμμου κι όχι μονάχα μια τρύπα τυφλή στην πλάτη
Χ. Το φωτόδεντρο
Μια μέρα με φώναξε ο Λευτέρης στη μικρή πλατεία
φίλος παλιός και γείτονας απόμαχος του ιδρώτα πια
Έλα μου λέει και μου ‘δειξε ένα λεμονοκυπάρισσο
δίπλα στο κιόσκι
Αυτό το δέντρο το φύτεψε ο πατέρας σου
Έτσι να ξέρεις
ΧI. Ετήσια μνήμη
…κι ο πατέρας στο κάδρο
κι απ’ τη στάχτη ανατέλλει ένα ολόκληρο παράπονο
Πότε στο τρίτο πρόσωπο, πότε στο δεύτερο, πότε στο πρώτο, ο ποιητής καταθέτει στα «Χαμηλά ποτάμια» του το απόσταγμα της ποιητικής του πορείας, κάνοντας τον αναγνώστη συνειδητό συνοδοιπόρο του.