Ο μουσικός «πλουραλισμός» και ο λυρισμός της απλότητας, επί σκηνής
Ο Μίλτος Πασχαλίδης και η Μιρέλα Πάχου στο Χώρο Τεχνών, στη Βέροια
Μια εναλλακτική μουσική παράσταση, αντίθετα με τα στερεότυπα των παλιών αλλά και των σύγχρονων πολυφωνικών stage που έχουμε συνηθίσει, με πομπώδεις ορχήστρες πολυάριθμων μουσικών, είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε χθες βράδυ (2-5-15) στο Χώρο Τεχνών του Δήμου Βέροιας, με μοναδικούς πρωταγωνιστές τον Μίλτο Πασχαλίδη, τη νεαρή ακορντεονίστα, πιανίστα, τραγουδοποιό και ερμηνεύτρια Μιρέλα Πάχου και τον δεξιοτέχνη στην κρητική λύρα και το μαντολίνο Πάρι Περυσινάκη.
«ΠΛΟΥΡΑΛΙΣΜΟΣ» ΚΑΙ ΛΥΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΗΧΩΝ
Αν και τρεις μόνον οι πρωταγωνιστές, απέδειξαν στην πράξη την «πλαστικότητα» και προσαρμοστικότητα της δύναμης του ήχου, όταν αυτός είναι φορέας της ποιοτικής δουλειάς, ακόμη και σε έναν ογκώδη χώρο, όπως αυτού της σκηνής αλλά και της αίθουσας του Χώρου Τεχνών, δεδομένου ότι και λόγω της ημερολογιακής συγκυρίας του τριημέρου της Πρωτομαγιάς, η παράσταση δεν είχε ούτε το μισό από το αναμενόμενο σε άλλες συνθήκες, κοινό της.
Η αρμονική, ισορροπημένη και πάνω από όλα «χημικά» δεμένη, λιτή αλλά και βαθιά λυρική ενορχήστρωση του Μίλτου Πασχαλίδη, της ακουστικής κιθάρας του με το ακορντεόν και το πιάνο της Μιρέλας Πάχου, σε μια απόλυτα ταιριαστή συνοδεία των παραδοσιακών ήχων των εγχόρδων του Πάρι Περυσινάκη, μας έδωσαν την αίσθηση μιας πλούσιας, στη δίωρη περίπου συναυλία, περιήγησης σε αυτό που ο κόσμος ονομάζει συνήθως έντεχνο ελληνικό τραγούδι και το ταυτίζει αυτόματα με ονόματα σαν του Πασχαλίδη, αλλά και σε αυτό που οι πιο ειδικοί ονομάζουν με τον συγκεκριμένο τεχνικό όρο, ερμηνεύοντας τον ως την «Τέχνη του ωραίου».
Ωραίο ήταν λοιπόν το ότι ο Μ. Πασχαλίδης, άγγιξε μέσα από μια έξυπνη ροή του ρεπερτορίου, όλες τις ευαίσθητες χορδές του κοινού του που συντραγούδησε μαζί του τα περισσότερα εκ των τραγουδιών, σε μια ατμόσφαιρα ανεπιτήδευτης ελευθερίας, που ενίοτε έμοιαζε πιο πολύ με …πρόβα, ανοικτή στο κοινό, κι αυτό φάνηκε πολλές φορές (ίσως λίγο υπέρμετρα, κάποτε), μέσα από τους διαλόγους του με τους ανώνυμους θαυμαστές του, δια μικροφώνου. Από τον «Ακροβάτη» της συνεργασίας του με τους Κρητικούς «Χαΐνηδες», μέχρι το πασίγνωστο λαϊκό σουξέ «Στα είπα όλα», από τις «Βυθισμένες άγκυρες» μέχρι τις «Κακές Συνήθειες» και τόσα άλλα παλιά και νέα τραγούδια της καλλιτεχνικής του ατζέντας, στην 20ετή δισκογραφική και συναυλιακή πορεία του, το αποτέλεσμα στο μέσο όρο του έδινε ένα ηχητικό κράμα Κρήτης, νησιωτικής Ελλάδας, ευρωπαϊκού slow Rock, αλλά και της κλασικής μπαλάντας της Ιταλίας ή των επαναστατικών ήχων της Σικελίας.
Εντυπωσιακή και ανάλαφρη, διακριτική αλλά και διαχυτική με τον κόσμο, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η εξαίσια μουσική παρουσία της χαρισματικής νεαρής Μιρέλας Πάχου, που «ακροβατούσε» στην κυριολεξία, με γρήγορες, επιδέξιες και σχεδόν αθόρυβες κινήσεις, μεταξύ του πιάνου και του ακορντεόν σε μια ανισοβαρή ισορροπία της λεπτοκαμωμένης φυσικής σιλουέτας της με τον όγκο του ενός και το ειδικό, ατομικό βάρος του άλλου οργάνου.
Ο κινησιολογικός συγχρονισμός και μόνο, απαιτούσε ευστροφία, χάρη, χάρισμα και εμπειρία, τα οποία διατηρούσε η Μιρέλα Πάχου καθ’ όλη τη διάρκεια της εμφάνισης, επάξια και ισότιμα στο πλευρό του αρκετά δημοφιλέστερου αυτής, Μιλτιάδη Πασχαλίδη, όπως παλιότερα και σε πολλά άλλα εφάμιλλα ονόματα του είδους (Παπακωνσταντίνου, Μαχαιρίτσα, Θηβαίο, Καζούλη κ.α.).
Κατέθεσε την ευρεία και πολυποίκιλη μουσική της παιδεία και το ιδιαίτερο ταλέντο της που άφησε να φανεί ερμηνευτικά μέσα από δύσκολα ντουέτα και διφωνίες σε χιλιοτραγουδισμένα κλασικά τραγούδια μεγάλων δημιουργών, όπως του Άλκη Αλκαίου, του Θάνου Μικρούτσικου (Όσο κρατάει ένας καφές) αλλά και πιο σύγχρονα και νεανικά, φρέσκα στην ηλικία και στο χρώμα τραγούδια, όπως το «ΜΙ-ΡΕ-ΛΑ» που ανήκει στην πρώτη της δισκογραφική δουλειά και στην πραγματικότητα πρόκειται για έξυπνο λογοπαίγνιο των τριών μουσικών νοτών του πενταγράμμου που σχηματίζουν το όνομά της.