“Σήμερα 28 του Οχτώβρη και 1940 χρόνια σωστά ύστερα απ’ το Χριστό, κάτω απ΄τη σκάλα μου ξαναστήσαν πόλεμο”
Είπες εδώ και χρόνια:
«Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός».
Και τώρα ακόμη σαν ακουμπάς στις φαρδιές ωμοπλάτες του ύπνου ακόμη κι όταν σε ποντίζουν στο ναρκωμένο στήθος του πελάγου ψάχνεις γωνιές όπου το μαύρο έχει τριφτεί και δεν αντέχει αναζητάς ψηλαφητά τη λόγχη την ορισμένη να τρυπήσει την καρδιά σου για να την ανοίξει στο φως.
Γιώργος Σεφέρης
Έξη και σαράντα ακριβώς . Ο ήλιος ότι κ’ έσκασε. Ακούστηκε φοβερό πράμα, ο κόσμος μ’ εκείνο επετάχτηκε. Δεν τόχανε ποτέ ακουστό. Χιλιάδες όνειρα εσταμάτησαν στην πιο καλή τους ώρα. Άνοιξαν όλα τα παράθυρα. Τούχανε δώσει κι’ όνομα κ’ ελέγονταν σειρήνα. Δεν επαρομοιάζονταν με πράμα ανθρώπινο. Με ξωτικό. Μες στην αυλή της Πολυξένης το πρώτο που εταράχτηκε είταν η πασχαλιά. Εξεγελιόνταν κάθε χρόνο κ’ εξανανθούσε το φτινόπωρο. Όταν άνοιξαν τα παράθυρα κ’ εκοίταξαν γύρω τον κόσμο , τη βρήκανε την πασχαλιά να τρέμει μ’ όλα τ’ άνθια της.
Μια φωνή ακούστηκε από κάτω κ’ εφώναξε: ” Ήρθε ο πόλεμος!” Σα νάλεγε ήρθε ο γαλατάς. Την πήρε τη φωνή η αυγή, την επήγε πιο πέρα, και την άλλαξε λίγο, κ’ εξανακούστηκε πιο κει να πει: ” Τι θα κάμομε τώρα Μαρία, θα φύγει το παιδί!”. Η ίδια φωνή έκαμε το γύρο όλης της χώρας.
Από ψηλά η Ακρόπολη μόνο έμεινε ατάραχη. Κοίταξε το τεφτέρι της, 2500 χρόνια. Τι δεν είδαν τα μάτια της. Τόλπιζε 2500 χρόνια να την αφήσουν ήσυχη. Αλλά δεν την αφήνανε. Κι’ όλο έλεγε:
” Επέρασαν οι βάρβαροι και πάνε, κι’ αυτό είναι η ύστατη φορά”. Κι’ όμως ποτέ δεν είτανε. Πάντοτε εξαναγύριζαν. Κι’ όλο την ενοχλούσαν, όλο κάτι της έκαναν , όλο την εκουτσούρεβαν, όλο σημάδια αφήνανε απάνω στον κορμό της, σα νάταν δέντρο και το ξύλευαν. Τα 2500 χρόνια τι μακρύς καιρός είτανε. Μπορεί σ’ αυτόν κ’ ελέφαντας να γεννηθεί και να χαθεί και βουνό να τσακίσει, και μόνο οι άνθρωποι είταν πεισματάρηδες. Πιο δύσκολο ν’ αλλάζανε κι’ απ’ τα κύματα του γιαλού που όλο ξαναγυρίζουν.
Κι’ όμως αλλάζαν ρούχα. Κι’ απ’ τις προβιές που φόραγαν , φόρεσαν φουστανέλα κ’ ύστερα εβάλανε ριγέ βρακί. Κι’ αντίς που εμπάλευαν με τα θεριά κ’ εκοιμόνταν μαζί τους, τώρα μπαλεύουν με τον άνθρωπο και πλαγιάζουνε χώρια του. Κ’ εκεί που τρώγανε τον εχθρό ωμό και τούκοβαν την κεφαλή και την επέρναγαν κολιέ, τώρα τον θάβουνε στη γη και τ’ αμολούνε κ’ ένα σμπάρο από πάνω του ” για την τιμή”.
Σ’ αυτά τ’ απόξω αλήθεια αλλάζανε. Έτσι προχώραγε ο ” πολιτισμός “. Μα κείνο που δεν άλλαζε κ’ αιώνια τους απόμενε είταν η “αγωνία”.
Γιατί λέει έχει ο άνθρωπος κάτι που λέγεται συνήθεια , κι’ αυτή τον τραβά πίσω. Εκείνος πάει να προχωρεί να μην καθυστερήσει παραπάνω απ’ τα ρούχα του κι’ από τις μηχανές, κ’ εκείνη τον καρφώνει δεμένο σ’ όλα τα παλιά που ο πάπους του τού κληρονόμησε, κ’ εκείνος τ’ αφήνει στα εγγόνια. Έτσι αποπάνω η Ακρόπολη , μέσα σε 2500 διάστημα, έβγαλε εκείνη την ημέρα το τεφτέρι της κι έγραψε: ” Σήμερα 28 του Οχτώβρη και 1940 χρόνια σωστά ύστερα απ’ το Χριστό, κάτω απ΄τη σκάλα μου ξαναστήσαν πόλεμο “[…]
Σηκώθηκε άγρια φρεσκαδούρα και το καράβι επήγαινε, θαρείς, πέρα δώθε σαν τη λολή. Είναι ζήτημα αν έμεινε και σκύλος και παράλυτος εκείνο το πρωί μέσα. Βγήκε μια σύσωμη πατρίδα απόξω. Βγήκε στους δρόμους κ’ έτρεχε. Εγίνηκε ένα πράμα που το λεν απερίγραφτο. Χαιρετίστηκαν άγνωστοι σ’ εκείνο το πρωί κ’ εμιλήθηκαν άνθρωποι που δεν εμιλήθηκαν χρόνια. Κ’ εγέννησαν και ξαφνικά μερικές έγκυες να προλάβουνε. Παντρεύτηκαν και μερικοί που έμεναν χρόνια αστεφάνωτοι. Όλοι οι φούρνοι ξεχείλισαν κι’ αγοράζανε παξιμάδια. Είταν πολλοί που αρπάξανε μέσα στη σάστισή τους μια μάλινη κουβέρτα και την εσέρνανε μαζί, κι’ άλλοι πιάσανε το παιδί και το τρέχανε στη γιαγιά του.
Και ” μην κλαις τώρα, κοντεύομε ” τούλεγαν. Κι όλες οι μούρες των ανθρώπων είχανε γίνει δυο λογιών ή κάτασπρες ή βυσινιές. Είτανε σαν του φασουλή πάνω στο παλκοσένικο που παρασταίνει άλλος τον τρόμο κι’ άλλος τον ενθουσιασμό. Και πόσα τραμ σταμάτησαν εντελώς όπου βρέθηκαν κι’ άλλα σφύριζαν σα σαΐτες κ’ εκοντεύανε να μπατάρουνε.
Κι’ από παντού άκουες ” ταξί, ταξί!” κ’ εχώνονταν κ’ εξαφανίζονταν. Την πήρε το ποτάμι και την Πολυξένη μαζί μ’ όλους που κύλαγαν και την πήγε στο Σύνταγμα.
Όπου εκεί είτανε δεντράκια. Βρέθηκε να στέκει από κάτω τους στον ήσκιο στ’ αποδώ πεζοδρόμιο. Κατάμπροστα σε κάποια απόσταση είταν στον τοίχο το άγαλμα. Ο στρατιώτης ο άγνωστος. Τον τιμούν όπου γης και του φέρνουν λουλούδια να παίρνουν κι’ άλλοι το παράδειγμα να πέφτουν κι’ αυτοί ν’ αποθαίνουνε. Πάνω απ’ τη κεφαλή του σα φακιόλι δεμένο σαν έχεις κεφαλόπονο, είτανε ένα παλάτι. Άσπρο ξέξασπρο σα χαρτί. Και πώς το κοίταζε τώρα απ’ ανάσκελα, το κοίταζε ο στρατιώτης χρόοονια, κ’ η φρουρά δεν τον έβγαζε, κ’ η ψυχή του το χόρταινε, γιατί να τόχε άραγε δει ποτές του ζωντανός: ποιος ξέρει δεν είναι και βέβαιο…( απόσπασμα)