“Ο γιατρός Ορέστης Σιδηρόπουλος. Πάντα παρών στα δρώμενα της πόλης και της ζωής” / συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή
Συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή
Ανήσυχος, αεικίνητος, ακόμη και σήμερα, παρών στις ιστορικές και καθημερινές στιγμές της πόλης, σε καιρούς ταραγμένους και σε καιρούς ειρήνης, ο γιατρός Ορέστης Σιδηρόπουλος ή, όπως λέγανε οι παλιοί για γιατρούς σαν κι αυτόν, ο «ιατροφιλόσοφος», μιλάει για την πόλη του, για τους ανθρώπους της, το πάθος για τη δουλειά του, τη συνδικαλιστική και πολιτική του δράση αλλά και για τη γραφή – τη λογοτεχνία και την αρθρογραφία – τη γραφή που τον κέρδισε από μικρό παιδί και της αφιερώθηκε.
Ένας άνθρωπος που άλλοι τον θυμούνται με βαθιά εκτίμηση να τρέχει με το ιατρικό του βαλιτσάκι από γειτονιά σε γειτονιά της Βέροιας – πολλές φορές χωρίς αμοιβή – κι άλλοι να τρέχει ακούραστος για την πόλη του.
Οι περισσότεροι – άσχετα αν συμφωνούν με τις απόψεις του – όταν μιλούν γι αυτόν, τον αποκαλούν με το μικρό του όνομα, «o Ορέστης», με την οικειότητα που μόνο κάποιος, ο οποίος στάθηκε πολύ κοντά στο ανθρώπινο σύνολο, δικαιούται. Και όχι μόνο η Βέροια…
………………
Γιατί επικεντρώνεστε σ’ εκείνα αποκλειστικά τα χρόνια; Τι σηματοδοτούν για σας;
Είναι καμπές οριοθετημένες. Από το ’35 κι έπειτα άρχισα να θυμάμαι τον κόσμο. Άρχισα να γνωρίζω τον κόσμο, άρχισα να προσλαμβάνω παραστάσεις και να αποθηκεύω μνήμες.
Στα πέντε σας χρόνια.
Στα πέντε μου χρόνια, ναι. Με πρώτο, κορυφαίο γεγονός τη μεγάλη πλημύρα της Βέροιας. Είναι ίσως το πρώτο γεγονός, το οποίο εντυπώθηκε μέσα μου και δεν το ξέχασα ποτέ σε όλες τις λεπτομέρειές του. Και μέχρι το 1955, γιατί το ‘ 55 πήρα το πτυχίο μου, κι άρχισε ένα άλλο είδος ζωής, θα’ λεγα ένα άλλο είδος δράσης. Και αν καταπατούσα τα όρια και έμπαινα στην εποχή εκείνη, δεν έπρεπε να σταματήσω, έπρεπε να συνεχίσω μέχρι το ’99, που κατέθεσα την άδεια ασκήσεως του επαγγέλματός μου.
Άρα, ήταν χρόνια που σας σημάδεψαν, τα χρόνια αυτά.
Τον καθένα σημαδεύει αυτή η εποχή της ηλικίας του. Είχα την τύχη και την ατυχία να ζήσω τα πιο συγκλονιστικά χρόνια της εποχής εκείνης.
Και για την Ελλάδα και την πόλη και τα πρόσωπα. Κυρίως για τα πρόσωπα. Μην ξεχνάμε ότι το ’36 κηρύχθηκε η δικτατορία του Μεταξά. Ο πατέρας μου ήταν… «Παπαναστασιακός» και θυμάμαι ακόμα – έξι χρονών ήμουνα – την ανησυχία του αλλά και την οργή του, η οποία όμως ήτανε – να λέμε την αλήθεια – παροδική, για το λόγο ότι είχαν προηγηθεί κάποια γεγονότα που είχαν κουράσει τον κόσμο αλλά και είχαν επακολουθήσει μετά τη δικτατορία κάποια γεγονότα που ενεθάρρυναν τον κόσμο και δημιούργησαν αισιοδοξία, με αποκορύφωμα την κήρυξη του πολέμου από τους Ιταλούς και τη γενναία και πατριωτική στάση του Μεταξά.
Και ακολούθησε ο πόλεμος.
Έξι μήνες που τους νιώθω και τους θυμάμαι σαν έξι χρόνια. Και απορώ πολλές φορές πόσο γρήγορα περνούν τα χρόνια τώρα, και πόσο αργά περνούσανε τότε. Ήτανε γεμάτες οι μέρες από το πρωί μέχρι το βράδυ.
Έξι μήνες και θυμάμαι σχεδόν την κάθε μέρα.
Και η κατοχή και ο εμφύλιος σαφώς σας σημάδεψαν ακόμη περισσότερο.
Η κατοχή που είχε τις ποικιλίες της ξεκίνησε βυθίζοντάς μας στην απελπισία του σκλαβωμένου, συνεχίστηκε με την ανάταση των Ελλήνων και στον αγώνα αυτόν για την ανάταση μπήκα και εγώ στα γερά. Όχι σαν παιδί 11, 12, 13 χρονών, αλλά σαν ώριμος άντρας.
Πραγματικά μαχητικός και υποστήκατε και βασανιστήρια, ένα βράδυ, απ’ ότι διάβασα.
Αυτά δεν ήταν στην κατοχή, ήταν λίγο πριν ξεκινήσει δυναμικά και απάνθρωπα ο εμφύλιος πόλεμος.
Από τον οποίο όλοι βγήκαν χαμένοι.
Κυρίως το έθνος, ο λαός, κυρίως το μέλλον της Ελλάδας.
Πιστεύετε πως επηρέασε τη μετέπειτα πορεία σας και τον έντονο ανθρωπισμό σας το ότι υπήρξατε από πολύ μικρή ηλικία βιοπαλαιστής;
Μήπως το βιοπαλαιστής έρχεται δεύτερο; Μήπως προηγήθηκε κάτι άλλο; Η αγωγή που πήρα απ’ το σπίτι μου. Πιστεύω ότι και αν δε χρειαζότανε να γίνω αγωνιστής – που δεν έγινα – η αγωγή από το σπίτι μου ήταν καθοριστική. Κατά κάποιον τρόπο μιμήθηκα τους γονείς μου.
Άλλωστε ο πατέρας σας έλεγε ότι πρέπει να δουλεύετε τα καλοκαίρια.
Α, βέβαια! Κι ο πατέρας μου κι η μητέρα μου. Όχι γιατί είχαν ανάγκη από το μεροκάματό μου, αλλά διότι πιστεύανε ότι «αργία μήτηρ πάσης κακίας».
Στο βιβλίο σας σκιαγραφείται μια εξαιρετικά δύσκολη εποχή αλλά και υμνείται παράλληλα η οικογένεια. Και ως θεσμός και ως προσωπικό βίωμα. Πόσο επηρέασε την προσωπικότητά σας αυτή η συνεκτική σχέση; Ας μην ξεχνάμε ότι αργότερα αποκτήσατε κι εσείς μια μεγάλη οικογένεια με πολλά παιδιά και εγγόνια, μια οικογένεια πρότυπο για την πόλη.
Φαντάζομαι ότι θα έπρεπε να έχω μια έντονη επήρεια από έναν κακό σύμβουλο γονέα, για να αλλάξω. Αντίθετα δεν είχα τέτοια παραδείγματα και υποδείγματα. Είχα ως υπόδειγμα τον πατέρα μου και τη μητέρα μου που με δίδαξαν ανθρωπιά.
Και βλέπω ότι πρωταγωνιστεί περισσότερο η μητέρα παρά ο πατέρας.
Ήτανε διαφορετικοί άνθρωποι ως προς την ανάδειξη του φιλανθρωπικού τους έργου. Ο πατέρας μου το έκανε τελείως σιωπηλά.
Θυμούμαι, όταν μ΄έδινε τα ψωμιά και μού’ λεγε: «θα πας ένα εκεί, ένα εκεί, ένα εκεί…» – εγώ ήμουν παιδάκι – έλεγε : «δε θα πεις τίποτε. Θα πεις μονάχα: «Αυτό είναι για σας». Βέβαια θα πείτε, γνωρίζοντας το γιο του φούρναρη – γιατί ο πατέρας μου ήταν φούρναρης – ξέρανε ποιος το στέλνει το ψωμί. Αλλά υπήρχαν κι άλλες περιπτώσεις. Μ’ έλεγαν κρεοπώλες της γειτονιάς μου ότι στις μεγάλες γιορτές ο Μπαρμπαγιάννης ερχόταν και προπλήρωνε κάποιες ποσότητες κρέατος, για να τις δώσουμε σε κάποιες συγκεκριμένες οικογένειες, χωρίς να αναφέρουνε το όνομά του. Η μητέρα μου έκανε το καλό αλλά ήθελε και την αναγνώριση.
Συχνά στο βιβλίο σας γίνεται αναφορά στην ποντιακή καταγωγή σας και, κάποιες φορές, φράσεις ολόκληρες στην ποντιακή διάλεκτο υπονοούν μια σχέση δυνατή με τις ρίζες. Τι πιστεύετε ότι σας έδωσε ως άνθρωπο αυτή η καταγωγή από τον Πόντο; Τι χαρακτηρίζει γενικά την ποντιακή ράτσα και τι νομίζετε εσείς ότι πήρατε;
Στην κάθε ράτσα υπάρχουν χαρακτηριστικά και χαρακτήρες. Δε θα’ λεγα ότι όλοι οι Πόντιοι είναι έτσι… καλοί ή όλοι οι άλλοι είναι διαφορετικοί.
Έζησα ανάμεσα σε άλλες ράτσες και μπορώ να βεβαιώσω ότι όλοι οι άνθρωποι είναι καλοί και ανάμεσά τους υπάρχουν και κάποιοι που δεν είναι καλοί. Οι Πόντιοι χαρακτηρίζονται από ειλικρίνεια, από γενναιότητα, όχι στο πεδίο της μάχης, στη ζωή. Στη σχέση τους με το γείτονα, με το φίλο, με τον ξένο, με τον άγνωστο…
Και πολύ φιλόξενοι. Το αποδείκνυε η μητέρα σας φιλοξενώντας ξένους, συγγενείς…
Και με την αγάπη μεταξύ τους. Υπάρχει ένας χαρακτηρισμός που δεν υπάρχει σε καμία άλλη ράτσα. Ούτε στους Σαρακατσάνους, τους οποίους έζησα τέσσερα χρόνια, ούτε στους Βλάχους, με τους οποίους έζησα όλη μου τη ζωή. Ένας χαρακτηρισμός πολύ εκφραστικός που τον έχουν μόνο οι Πόντιοι. Λέμε τη λέξη «συγγενόπιστος», που θα πει αυτός που είναι δεμένος με το συγγενή του. Εκείνη την εποχή δεν έβλεπες συγγενείς, για ένα θέμα περιουσιακό ή εγωισμού, να μαλώνουν μεταξύ τους.
Και τα κουσούρια των Ποντίων;
Είναι αφελείς και ευκολόπιστοι, ξεγελιούνται εύκολα και είναι και πεισματάρηδες.
Ας πάμε τώρα στην επιλογή σας της Ιατρικής. Τι σας ώθησε σ’ αυτήν;
Στο βιβλίο μου γράφω το ιστορικό. Δεν επέλεξα εγώ συνειδητά την Ιατρική. Η επιθυμία μου ήταν να σπουδάσω Πολυτεχνείο. Να γίνω ένας Πολιτικός Μηχανικός ή κάτι παρόμοιο. Αγαπούσα πολύ τα Μαθηματικά. Και αυτός ήταν ο λόγος. Ήθελα να ακολουθήσω μια επιστήμη που έχει ως βάση τα Μαθηματικά. Τη Γεωμετρία, την Τριγωνομετρία, την Άλγεβρα… είχα έρωτα.
Ήρθε ξαφνικά – αυτό που λένε κισμέτ οι Τούρκοι – ένας απλός τραυματισμός της μητέρας μου, που μας ανάγκασε να πάμε στον Ανθεμίδη το γιατρό, που έτυχε να έχει όλο το χρόνο να καθίσει να κουβεντιάσει με εμένα, που τότε ήμουν 19 χρονών. Ήταν και κάτι άλλο, να το ομολογήσω. Τότε Πολυτεχνείο δεν υπήρχε στη Θεσσαλονίκη και έπρεπε να πάω στην Αθήνα. Και με παρακαλούσαν οι γονείς μου να αλλάξω γνώμη, γιατί φοβόντουσαν ότι η ευπαθής υγεία μου θα κλονιστεί εκεί πέρα και ίσως να είχανε δίκιο. Αυτό μπορεί να μη με οδήγησε να πω: «εντάξει δε θα πάω στην Αθήνα» αλλά μέσα μου δούλευε κι αυτό.
Μετεκπαιδευτήκατε ως Παθολόγος στο Μόναχο, στη Γερμανία. Πώς βλέπατε τους Γερμανούς σε καιρό ειρήνης, εσείς που βιώσατε την κατοχική τους κτηνωδία;
Κάποια ψήγματα δίνω στο καινούργιο μου βιβλίο και λυπήθηκα που επαληθεύτηκα σε ορισμένα σημεία. Αλλά ήταν ορισμένα πράγματα ολοφάνερα, τα έβλεπες, τα ζούσες. Είχαν περάσει λίγα χρόνια από τότε που οι Γερμανοί χάσανε τον πόλεμο. Έβλεπα έναν λαό που τα είχε ξεχάσει όλα. Και αυτά που του κάνανε και αυτά που έκανε. Και το κυριότερο, ξέχασε και το γεγονός ότι ήταν λαός ηττημένος. Μ’ άρεσε η πειθαρχία τους, η συνέπειά τους, η ακρίβεια στο λόγο τους.
Δηλαδή ο Γερμανός εκείνης της εποχής – δεν ξέρω τώρα – όταν σου έλεγε πέντε και πέντε, ήταν πέντε και πέντε. Ήταν επίσης εργατικοί. ‘Ήταν, λέω, γιατί τώρα επηρεάστηκαν κι από τους ξένους που κατέκλυσαν τον τόπο τους. Να σκεφτείτε, μου’ κανε εντύπωση το ότι βγήκα Κυριακή βράδυ και δεν έβλεπα κόσμο ούτε στα κέντρα τους – διασκέδασης εννοώ – ούτε στον περίπατό τους.
Αντίθετα το Σάββατο ήταν όλο δικό τους. Γιατί την Κυριακή, από το πρωί μέχρι το βράδυ, ναι μεν την είχαν δική τους, αλλά τη χρησιμοποιούσαν όχι για διασκέδαση, γιατί την άλλη μέρα έπρεπε να πάνε στη δουλειά.
Μπορώ να πω ότι ώρες – ώρες τους συμπαθούσα. Όμως όσες φορές θυμόμουνα … οι μνήμες ήταν πολύ πρόσφατες από το ’44 μέχρι το ’60!
Γυρνάτε πίσω στην Ελλάδα, γίνεστε γιατρός και πολλοί συμπολίτες αναφέρουν με θαυμασμό την άρνησή σας να αμείβεστε από κάποιες κατηγορίες ασθενών, πράγμα ακατανόητο για τα ήθη της εποχής μας.
Ποια ήταν η σχέση σας με τους ασθενείς σας; Πώς τους βλέπατε;
Πέρα από την οικογένειά μου, είχα ως υπόδειγμα γιατρούς που συμπεριφέρονταν, όπως συμπεριφερόμουν εγώ. Υπήρχαν τέτοιοι γιατροί και είναι γνωστοί στη Βέροια. Είναι κάποια ονόματα που δε θα σβήσουνε. Αν και χάθηκαν οι άνθρωποι, η συμπεριφορά τους δε χάνεται. Μπορούσα να ξεχάσω ότι, όταν αρρώστησα και χρειάστηκε να έρχεται ο γιατρός ο Βεζερίδης, κάθε μέρα στο κρεβάτι μου και να κάθεται με τις ώρες, για να μου δώσει κουράγιο, και ότι, όταν έγινα καλά και πήγαμε με τον πατέρα μου να τον ευχαριστήσουμε και να τον ρωτήσουμε τι οφείλουμε, μας είπε ένα ποσό που στην πραγματικότητα αντιστοιχούσε σε μια επίσκεψη;
Και ακόμη, δε θα ξεχάσω εκείνο το χαμόγελο του ευτυχισμένου ανθρώπου, γιατί δεν ήταν μονάχα που αρνήθηκε να πάρει αμοιβή αλλά έβλεπες στο πρόσωπό του ότι ήταν ευτυχισμένος. Αυτό το ένιωσα κι εγώ πολλές φορές ,όταν μου δινόταν η ευκαιρία να φανώ χρήσιμος ιατρικά και να συμπεριφερθώ ανθρωπιστικά. Αισθανόμουν απέραντη ευτυχία. Αλλά και την περίοδο που ασκούσα την Ιατρική έβλεπα συναδέλφους μου να συμπεριφέρονται ανάλογα.
Υπήρχε προσωπική σχέση με τους ασθενείς σας;
Οι μνήμες καθορίζουν και τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Όταν θυμόμουν εγώ ότι ο γιατρός Βεζερίδης, ο Αντωνιάδης, ο Ιωαννίδης, ο Ιατρόπουλος… ερχόντουσαν στο σπίτι μας και έλεγαν: «κυρά Σοφία, ετοίμασέ μας έναν καφέ» και τον ζητούσαν τον καφέ, όχι γιατί είχαν ανάγκη από έναν καφέ, αλλά διότι ήθελαν να δημιουργήσουν μια ατμόσφαιρα φιλίας, να δείξουν ότι μπήκαν στο σπίτι μας σαν φίλοι,
αυτό έκανα κι εγώ. Έμπαινα στο σπίτι κι έλεγα: «κυρά Σουλτάνα, κάνε μας έναν καφέ».
Στα δέκα σας χρόνια σάς απονέμεται ο τίτλος του …ποιητή (!) από τους μικρούς σας φίλους, όταν σκαρώνετε τους πρώτους σας στίχους, μέσα σ’ ένα κλίμα ενθουσιασμού, για νίκη του ελληνικού στρατού στο Αλβανικό Μέτωπο. Από τότε και μέχρι σήμερα γράφετε πότε ποιήματα, πότε διηγήματα, πότε λογοτεχνικές κριτικές, πότε χρονογραφήματα, πότε άρθρα, και πάντα με την ίδια ζωντανή και διεισδυτική γραφή, που τη διαπερνά ένα λεπτό χιούμορ. Εμφανώς όμως επικράτησε ο αρθρογράφος του λογοτέχνη. Γιατί;
Όταν σε πλημυρίζουνε οι σκέψεις για κάποια πράγματα και θέλεις αυτά τα πράγματα, να γίνουν και σκέψεις του άλλου, γιατί πιστεύεις ότι είναι σωστές, όταν δηλαδή νιώθεις την ανάγκη να γίνεις …κήρυκας, παίρνεις και γράφεις χρονογραφήματα.
Και πολύ πετυχημένα χρονογραφήματα, οφείλω να ομολογήσω.
Φρόντιζα πάντα κάτι να λένε, να μεταφέρουν ένα μήνυμα, ένα δίδαγμα. Αλλά δεν περιορίστηκα σ’ αυτά. Έγραψα και αρκετά διηγήματα. Το πρώτο μου διήγημα το πέρασα και στο βιβλίο μου, για το λόγο ότι δείχνει πώς μπορεί κανείς να ξεκινήσει σε οποιαδήποτε ηλικία.
Αυτό λοιπόν το διαβάζω και απορώ κι εγώ πώς το έγραψα. Εάν δεν είχαν επακολουθήσει τα γεγονότα και κυρίως ο χαμός του αδελφού μου, θα είχα ασχοληθεί πολύ περισσότερο με το διήγημα.
Το δεύτερο διήγημα που είδε το φως της δημοσιότητας ήταν μια συνεργασία που έστειλα στην «Εφημερίδα των Βαλκανίων», το 1950, δηλαδή ύστερα από τέσσερα χρόνια. Και το τρίτο, πάλι ύστερα από μερικά χρόνια, στο «Μακεδονικό Ημερολόγιο». Από εκεί και έπειτα δημοσίευσα αρκετά διηγήματα. Στην ποίηση, πιστεύω ότι, αν συνέχιζα να γράφω, θα γινόμουν καλός ποιητής. Αλλά σκεφτόμουν θα ήμουν τόσο χρήσιμος ως ποιητής; Και όταν έβλεπα μέρα με την ημέρα το ενδιαφέρον του κόσμου για την ποίηση να ατονεί και να χάνεται…
Γιατί σήμερα ποιος διαβάζει ποιήματα; Ήτανε μια ωραία εποχή. Έβγαινε ένα περιοδικό που λεγότανε «Ποιητική Τέχνη». Λαχταρούσα πότε θα περάσει η εβδομάδα, για να έρθει το περιοδικό, να το αγοράσω και να διαβάσω ποιήματα. Όταν μπήκα στον κόσμο του Παλαμά, ήτανε απόλαυση για μένα να πηγαίνω στη βιβλιοθήκη, ως φοιτητής στη ΧΑΝ της Θεσσαλονίκης, και να στρώνομαι να διαβάζω Παλαμά, Καρυωτάκη, Καβάφη…
Και αναφερθήκατε και σε κριτικές σας σ’ αυτούς. Στον Παλαμά ειδικά, νομίζω ότι αναφέρεστε στο «Γράμματα απ’το Μόναχο», σε μια μικρή μελέτη που κάνατε.
Ήταν μια εργασία την οποία έκανα. Την ετοιμάζαμε εξαιτίας μιας επετείου του θανάτου του Παλαμά. Μου φαίνεται ήταν τα 25 χρόνια και ήμουν ο βασικός ομιλητής. Ματαιώθηκε, διότι μεσολάβησαν κάποια γεγονότα. Αλλά έμεινε κάπου. Το έδωσα στην εφημερίδα, για να δημοσιευτεί και να μη χαθεί. Και από εκεί μεταφέρθηκε στο καινούργιο μου βιβλίο, «Γράμματα απ’ το Μόναχο».
Ασχοληθήκατε με το συνδικαλισμό. Πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου. Και με την πολιτική, την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Φτάσατε μέχρι τη θέση του Αντινομάρχη. Μπορεί εύκολα να γίνει πολιτικός ένας ποιητής; Τι αποκομίσατε από την πολιτική σας εμπειρία;
Θα πω ότι μπορεί ένας πολιτικός να γίνει ποιητής. Αλλά ένας ποιητής θα κάνει λάθος, αν γίνει πολιτικός.
Επομένως, αναγνωρίζετε λάθος! Γιατί εσείς έχετε γράψει ποιήματα! Ή θεωρείτε ότι δεν ήσασταν πολιτικός, αφού ανήκατε στην Τοπική Αυτοδιοίκηση;
Θεωρώ ότι είναι λάθος να ταυτίζουμε τον πολιτικό με κάποιον που ασχολείται απλώς με τα κοινά. Δεν είχαμε τότε κομματισμό. Ο πολιτικός έχει κομματισμό. Στα οκτώ χρόνια της θητείας μου δεν άφησα τον εαυτό μου να δράσει κομματικά.
Σήμερα είχα μια συζήτηση με το νέο μας Δήμαρχο, πεντάλεπτη, και να σημειώσω ότι με τον πατέρα του τον Χαράλαμπο Βοργιαζίδη ήμασταν πολύ φίλοι. Βλέπω με συμπάθεια τα παιδιά των φίλων μου, όπως και κάθε άνθρωπο που ξεκινάει να προσφέρει. Και πιστεύω ότι ο Κώστας ο Βοργιαζίδης έχει τη δυνατότητα να προσφέρει. Του ευχήθηκα και του είπα: «Προσδοκώ»!
Του είπα συγκεκριμένα: «Έχεις ανοιχτό γήπεδο, για να παίξεις μπάλα. Υπάρχουν πολλά κενά που μπορείς να τα συμπληρώσεις, και χωρίς μεγάλη δυσκολία».
Σε λίγο, στις 16 Οκτωβρίου, γιορτάζεται η απελευθέρωση της πόλης. Τι έχει κρατήσει η σημερινή Βέροια από την παλιά Βέροια, που τόσο ανάγλυφα παρουσιάζετε στις σελίδες σας; Τι έμεινε από το περιβάλλον και τους χαρακτήρες των ανθρώπων της;
Αυτό θα μπορούσε να το αντιληφθεί κανείς περισσότερο διαβάζοντας το βιβλίο του Καλλιγά. Αλλά δε χρειάζεται να διαβάσει κανείς βιβλία σαν το δικό μου ή του Καλλιγά, για να καταλάβει ότι η Βέροια χάλασε.
Η Βέροια ξεκίνησε να χαλάει από τότε που επικράτησε ο θεσμός της αντιπαροχής. Συνέχισε να χαλάει και συνεχίζει. Κι αν δεν υπάρξουν κάποιες πρωτοβουλίες, θα χαλάσει ολότελα. Ελπίζω ότι υπάρχουν άνθρωποι που έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν κάποια πράγματα, αλλά οι συνθήκες που επικρατούν δεν τους αφήνουν.
Με την ιστορική γνώση, τη χρονική απόσταση, την κριτική ματιά και την παρρησία που σας διακρίνει, πώς βλέπετε την Ελλάδα και τους Έλληνες μέσα από τη σημερινή «οικονομική… κατοχή»;
Είστε πολύ επιεικής! Εγώ είμαι πραγματιστής. Μόνο οικονομική κατοχή;
Κάποια χρόνια λέγαμε ότι είμαστε υπό κατοχή, διότι βγήκε μια κυβέρνηση των στρατιωτικών και επέβαλε κάποια πράγματα. Τώρα, πέστε μου κάτι που βγαίνει από την επιθυμία των Ελλήνων.
Δεν έχουμε απλώς κατοχή, έχουμε σκληρή κατοχή. Επειδή έζησα την κατοχή των Γερμανών, οι Γερμανοί αν δε σκοτώνανε θα ήταν … «αγγελούδια» μπροστά σ’ αυτούς που μας έχουν επιβάλει την κατοχή σήμερα.
Και οι οποίοι λένε ότι είναι φίλοι μας. Αυτό είναι το τραγικό. Το λένε επίσημα. Οι …«εταίροι» μας! «Ήρθαν ντυμένοι φίλοι μου οι εχθροί μου» γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης στο «Άξιον Εστί».
Μπαίνουμε σ’ ένα θέμα το οποίο ειλικρινά με πονάει…
Εσείς που αγαπάτε την ποίηση με ποιους στίχους, που σας εκφράζουν, θα θέλατε να κλείσουμε τη σημερινή μας συζήτηση;
Θα θυμηθώ στίχους από το «Δωδεκάλογο του γύφτου» του Παλαμά. Συγκεκριμένα από τον «Προφητικό» του: «…και να ξημερώσει μιαν αυγή… θα αισθανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά,
τα φτερά, τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!», γράφει ο Παλαμάς για την Ελλάδα, για την Ιστορία των Ελλήνων…
Ο λαός μας έχει κουσούρια, έχει και αρετές. Εξαρτάται τι θα επικρατήσει. Και πιστεύω ότι κάποτε, πότε δεν ξέρω, θα επικρατήσει αυτό που ονειρεύτηκε ο Παλαμάς.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Ορέστης Σιδηρόπουλος γεννήθηκε το 1930 στη Μεταμόρφωση Κιλκίς.
Το 1931 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στη Βέροια. Σπούδασε Ιατρική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και αποφοίτησε απ’ αυτό με «άριστα». Μετεκπαιδεύτηκε στο Μόναχο και ειδικεύτηκε στην Παθολογία. Μέλος της Γερμανικής Ένωσης Παθολόγων, συνέβαλε στην ίδρυση του Ελληνογερμανικού Συνδέσμου Ιατρών Βορείου Ελλάδος, στη διοίκηση του οποίου συμμετείχε επί σειρά ετών. Διετέλεσε Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου και Πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Ημαθίας, ο οποίος και του απένειμε τον τίτλο του Επιτίμου Προέδρου του. Υπηρέτησε την Τοπική Αυτοδιοίκηση ως Δημοτικός Σύμβουλος Βέροιας, Νομαρχιακός Σύμβουλος Ημαθίας, Αντινομάρχης Ημαθίας. Υπήρξε ιδρυτικό Μέλος της Ένωσης Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος, του Συλλόγου Αποφοίτων Γυμνασίου Βέροιας, και της Ευξείνου Λέσχης Βέροιας. Έργα του δημοσιεύτηκαν σε τοπικές εφημερίδες της Ημαθίας και σε λογοτεχνικά έντυπα των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης. Το 2013 εκδόθηκε το αυτοβιογραφικό έργο του «Οδοιπορικό 1935 -55» και το 2014 το «Γράμματα απ΄το Μόναχο».