Λογοτεχνία

Γρηγόρης Σακαλής “Θάνατος στην Εδέμ”

Ξυπνούσε νωρίς το πρωί. Είχε ένα μόνιμο πόνο στο στομάχι και το πρωί ένιωθε ναυτία. Αυτά εδώ και ένα μήνα που είχε φτάσει στο νησί μαζί με τους άλλους. Όσοι επέζησαν. Το σαπιοκάραβο που τους είχαν στοιβάξει οι Τούρκοι δουλέμποροι είχε μπάσει νερά ένα χιλιόμετρο πριν το νησί. Ήρθαν κάτι βάρκες και φουσκωτά του λιμενικού και σώσανε όσους μπόρεσαν. Οι περισσότεροι πνίγηκαν. Μέσα σ’ αυτούς ήταν η γυναίκα του και τα δυο παιδιά τους.

Τώρα μοιράζονταν μια μικρή σκηνή μαζί με δυο άλλους στο στρατόπεδο που τους βάλανε και που του έδωσαν ένα ξενικό όνομα για να ακούγεται όμορφο. Στην πραγματικότητα είχε τα μαύρα του τα χάλια. Είχε χιονίσει πριν τρεις μέρες και έκανε παγωνιά. Μέσα στη σκηνή χωμένος σ’ έναν υπνόσακο και με μια κουβέρτα απλώς επιβίωνε. Ζεσταίνονταν οι τρεις και με τα χνώτα τους.

Το φαγητό που τους έδιναν ήταν καλό μα όταν είχε κρέας αυτός έτρωγε μόνο το ψωμί και τη σαλάτα. Ήταν μουσουλμάνος και φοβότανε μη φάει χοιρινό.

Μέρα με τη μέρα βυθίζονταν στη μελαγχολία. Τα πρόσωπα της γυναίκας και των παιδιών του είχαν σφηνωθεί στο μυαλό του και δεν έφευγαν με τίποτα. Άρχισε σιγά-σιγά να μη τρώει και να πίνει μόνο λίγο νερό.

Λίγο πιο πέρα απ’ το στρατόπεδο ξεκινούσε το βουνό. Σ’ ένα σημείο είχε κάτι ρεματιές και γκρεμούς.

Ένα απόγευμα πήγε στην πύλη, δωροδόκησε το σκοπό κι αυτός τον άφησε να βγει. Τράβηξε για το βουνό, πήρε τις ανηφόρες κι έφτασε μπροστά σ’ ένα μεγάλο γκρεμό. Ανέβηκε στην κορυφή, πήγε στάθηκε στην άκρη και χωρίς να το σκεφτεί ούτε δευτερόλεπτο, βούτηξε στο κενό. Τον περίμεναν κάτω μυτεροί βράχοι.

11/1/’18

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας