Life

Τζουμέρκα. Ένα διήμερο γεμάτο δράσεις στην τραγουδισμένη από την λαϊκή μούσα περιοχή (Μέρος Α)

Περιγραφή: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος

Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος –   Αθανάσιος Συργιάννης

 

«Τζουμέρκα μου περήφανα, σταυραετών λημέρια

   με τα σαράντα σου χωριά στον έλατο σπαρμένα.

   Τραχειά αγριοπερίστερα, του γένους καντηλέρια

   Στα τιμημένα κι άγονα τα χώματα σπαρμένα…» 

(Παραλλαγή ποιήματος του εισαγγελέα Γ. Θεοφανόπουλου «Άνοιξη στα Αγνάντα»)

Εμείς, οι λάτρεις της Φύσης και του βουνού, για μία ακόμη φορά ακολουθήσαμε τη συνήθεια των τελευταίων δέκα και βάλε ετών.

Το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε, κλείσαμε τις τηλεοράσεις, πατήσαμε το «off» στους μπλαμπλατζήδες της «πλύσης εγκεφάλου», σηκωθήκαμε από τους καναπέδες, κάναμε στην άκρη τις φραπεδιές, είπαμε «bye» στις επιβαλλόμενες από τρίτους υποχρεώσεις, αφήσαμε την καθημερινότητα πίσω μας και  αποδράσαμε.

Μια πρακτική ετών που, για μας μπορεί να έγινε συνήθεια πλέον, για κάποιους άλλους μπορεί να γίνει λόγος μίμησης ή αιτία απόδρασης.

Αυτή τη φορά η «πάθηση από χρόνια μανία κατασκήνωσης ή διανυκτέρευσης σε αντίσκηνα» είχε τον κύριο λόγο κατά την κατάρτιση του προγράμματος δραστηριοτήτων. Στον αρχικό σχεδιασμό «μπήκε» η βάση των εξορμήσεων και από εκεί και πέρα οι τροποποιήσεις αφέθηκαν σε «ό,τι προκύψει».

Η πρόταση να αποδράσουμε για ένα διήμερο και να γεμίσουμε το Σαββατοκύριακό μας με διάφορες δράσεις ακούστηκε πολύ όμορφη. Στην Ελλαδίτσα μας υπάρχουν αμέτρητοι τόποι και ξεχωριστής ομορφιάς περιοχές που μπορούν να προσφέρουν στον κάθε ενδιαφερόμενο ένα καταπληκτικό συνδυασμό πραγμάτων, στα «μέτρα του», τα οποία εάν επιδιώξει  να κάνει θα ικανοποιήσει πολλά από τα «θέλω» του.

Ένας τέτοιος τόπος είναι και τα Τζουμέρκα. Η αποθέωση της Φύσης. Εκεί που κυριαρχούν τα βουνά, τα νερά, το πράσινο και μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό το μεγαλείο των οικισμών που είναι αρμονικά «δεμένοι» με το περιβάλλον.

Επιλέξαμε την περιοχή αυτή της Ηπειρώτικης γης, γιατί προσφέρεται για λογής-λογής δράσεις, από τις πιο απλές μέχρι τις άλλες που κατατάσσονται στην κατηγορία των πιο extreme.

Τα Αθαμανικά Όρη, τα γνωστά σε όλους Τζουμέρκα, ένας ορεινός όγκος που υψώνεται μεταξύ των ποταμών Άραχθου και Αχελώου και καταλαμβάνει τμήματα των Νομών Ιωαννίνων-Άρτας-Τρικάλων, περίμεναν περήφανα την παρουσία μας και τη συντροφιά μας.

[Αθαμανικά ονομάστηκαν, γιατί εκεί πιστεύεται πως βρισκόταν η χώρα των αρχαίων Αθαμάνων. Η δε τοπωνυμία «Τζουμέρκα» είναι σύνθετη: «Τζουμ» στα σλάβικα σημαίνει «Σκληρή Πέτρα» και «έρκα» σημαίνει «σειρά».]

Μέρες πριν το Σαββατοκύριακο άρχισαν οι ετοιμασίες μας. Ετοιμάσαμε τα αντίσκηνά μας, ελέγξαμε μήπως έλειπε κάποιο εξάρτημα. Στη συνέχεια σειρά είχαν τα sleeping bags, τα πλαστικά δοχεία για νερό, τα τραπεζάκια camping με τις καρεκλίτσες τους, οι πλαστικές τέντες για «παν ενδεχόμενο» και όλα εκείνα τα απαραίτητα για την διανυκτέρευση κάποιου μέσα στο δάσος.

Οι γυναίκες φρόντισαν για τα μεζεκλίκια και εμείς, οι άνδρες, για όλα τα υπόλοιπα. Ήρθε το Σάββατο, 19-08-2017.

Τέσσερις άνδρες, μέλη της ορειβατικής ομάδας Βέροιας «Τοτός», φύγαμε νωρίς το πρωϊ από την Βέροια, που κοιμόταν ακόμη, με προορισμό το Τζουμερκοχώρι  Καταρράκτης Νομού Άρτας. Μπήκαμε στην Εγνατία Οδό και πήραμε την κατεύθυνση για Ιωάννινα.

Παντού γύρω το απόλυτο σκοτάδι. Για να μη μας πιάσει η νύστα βρήκαμε μια ενασχόληση. Διαβάζαμε τις ενδείξεις των πράσινων πινακίδων και σχολιάζαμε τις διάφορες γωνιές της περιοχής που περνούσαμε εκείνη τη στιγμή και είχαμε την τύχη κάποτε να τις επισκεφτούμε.

Και εκεί που δεν υπήρχαν πινακίδες, ψάχναμε μέσα στο σκοτάδι κάποια χαρακτηριστικά περιοχών που να μας θύμιζαν τον τόπο που βρισκόμασταν. Βλέποντας τα φώτα των Υδροηλεκτρικών Σταθμών της ΔΕΗ καταλαβαίναμε πως βρισκόμασταν  στο Νομό Κοζάνης.

Ο φωτεινός μεγάλος σταυρός πάνω σε λόφο στα δεξιά μας και λίγο πιο πέρα, πίσω του, σε υψόμετρο 900 μέτρων του όρους Σινιάτσικο τα φώτα των σπιτιών της Σιάτιστα μας θύμιζαν πως περνούσαμε από την περιοχή της και φτάναμε στον όμορο Νομό των Γρεβενών.

Κάποιες δεκάδες χιλιόμετρα μετά τη Σιάτιστα βλέπαμε, χαμηλά, τα φώτα της πόλης των Γρεβενών. Εμείς συνεχίζαμε. Κάποια στιγμή στα δεξιά μας, φάνηκε η «στολισμένη» με φώτα πλαγιά, λες και την είχε καλύψει η φωτοκουρτίνα με τα χριστουγεννιάτικα λαμπάκια led.

Ήταν το Μέτσοβο, μία από τις πιο γραφικές πόλεις της Ελλάδος, κτισμένο αμφιθεατρικά και σε υψόμετρο 1.160 μέτρων. Η Ηπειρώτικη γή μας υποδέχτηκε με το σούρουπο.

Αφού περάσαμε τα τρία διόδια (το τελευταίο εκτός λειτουργίας ακόμη) και μέσα από 47 τούνελ, το μικρότερο 100 μέτρων σε μήκος και το μεγαλύτερο 4.600 μέτρων, φτάσαμε στον «Κόμβο 5α» της εξόδου δεξιά με την πινακίδα στο σημείο να γράφει « Τζουμέρκα-Κατσικάς». Την ακολουθήσαμε και βγήκαμε από την Εγνατία Οδό.

Από δω και πέρα ακολουθούσαμε έναν επαρχιακό δρόμο που ήθελε πολύ προσοχή. Πολλές διασταυρώσεις, άλλες τόσες οι πινακίδες. Έπρεπε να τις προσέχουμε για να μη γίνει το λάθος και βγούμε κάπου αλλού.

Συνεχίζοντας περάσαμε από τα χωριά Κουτσελιό, Λάζαινα, Καλέντζι. Προσπεράσαμε τις διασταυρώσεις προς Πηγάδια, προς Μονολίθι και φτάσαμε στη Πλάκα και στον Άραχθο ποταμό. Περάσαμε πάνω από τη μεταλλική γέφυρα που συνέδεε τις δύο όχθες του ποταμού.

Με λύπη διαπιστώσαμε πως το επιβλητικό και πολύ γνωστό πέτρινο «Γεφύρι της Πλάκας» δεν βρισκόταν στη θέση του. Το είχαν, ως γνωστό, καταστρέψει και παρασύρει τα ορμητικά νερά του Άραχθου μετά τις πολλές βροχοπτώσεις και καταιγίδες στην περιοχή.

Δεν σταματήσαμε. Συνεχίσαμε την οδική πορεία μας μπαίνοντας στο Νομό Άρτας. Ο ασφαλτόδρομος ανηφορικός και με αμέτρητες στροφές. Εδώ η εικόνα τελείως διαφορετική. Η περιοχή πραγματικά άγρια.

Όπου και να κοιτούσαμε το βλέμμα μας έπεφτε πάνω στις απότομες πλαγιές που στο σύνολό τους ήταν καλυμμένες με θάμνους και διάφορά δένδρα. Κάπου-κάπου διακρίναμε και κάποια γυμνά τμήματα με το γκριζωπό χρώμα των βράχων. Η πρόσβαση εδώ δύσκολη και στο μεγαλύτερο κομμάτι της η περιοχή έδειχνε ανέγγιχτη από τον μοντέρνο κόσμο. Εδώ κυβερνά η φύση και η ζωή κυλά στους ρυθμούς των εποχών.

Εμείς συνεχίζαμε.

Προσπεράσαμε τον δρόμο στα αριστερά μας που οδηγούσε στα Άγναντα και ακολουθήσαμε εκείνον στα δεξιά με κατεύθυνση προς το χωριό Καταρράκτης, που πήρε το όνομά του από τους δύο καταρράκτες που υπάρχουν στην περιοχή.

Περάσαμε από τον οικισμό Σγάρα και προσπερνώντας δύο, τρείς ακόμη διασταυρώσεις πλησιάζαμε στο χωριό. Λίγα μόλις χιλιόμετρα πριν το Τζουμερκοχώρι Καταρράκτης στρίψαμε δεξιά ακολουθώντας τον δρόμο προς το «Δασικό Χωριό Κέδρος» που βρίσκεται σε μια καταπράσινη έκταση 45 στρεμμάτων και σε υψόμετρο 920 μέτρων.

Από κάποιο σημείο του δρόμου ξεκινούσε το μονοπάτι: «Καταρράκτης»-ορεινό καταφύγιο «Τζουμέρκων»-κορυφή «Καταφίδι»

Εμείς συνεχίσαμε

Δεν κάναμε παραπάνω από 1,5 χλμ από τη διασταύρωση και συναντήσαμε μια άλλη. Στα 400 μέτρα από αυτήν στρίψαμε αριστερά και μπήκαμε σε χωματόδρομο. Στο σημείο εκείνο υπήρχε μια χαμηλή μπλε μεταλλική πινακίδα που είχε την ένδειξη: « Αγ. Παντελεήμων-Αγ. Φανούριος».

Στην τελευταία διασταύρωση, εάν συνεχίζαμε ευθεία τον ασφαλτόδρομο θα φτάναμε στο χωριό Μικροσπηλιά. Εάν στρίβαμε δεξιά, θα καταλήγαμε, διανύοντας μια απόσταση 1,4 χλμ, στο «Δασικό Χωριό Κέδρος» με τα 20 ενοικιαζόμενα ξύλινα σπιτάκια και έναν ορειβατικό ξενώνα.

Εκεί μπορεί να βρεί κανείς άνετο χώρο στάθμευσης, καφέ-μπαρ, εστιατόριο, μεγάλο υπαίθριο χώρο όμορφα διαμορφωμένο με αναψυκτήριο και παιδική χαρά. Στο χωματόδρομο που μπήκαμε δεν κάναμε παραπάνω από 400 μέτρα και βρεθήκαμε σε ένα πλάτωμα με ένα μικρό εκκλησάκι «Φανερωμένης».

Εκεί, στα 800 περίπου μέτρα υψόμετρο, σταματήσαμε δίπλα σε μια πετρόχτιστη βρύση με τρεχούμενο νερό. Ήπιαμε, δροσιστήκαμε και γεμίσαμε τα παγούρια μας για κάθε ενδεχόμενο. Μπροστά μας αντικρίζαμε, ταξιδεύοντας το βλέμμα από τα αριστερά προς τα δεξιά, ένα πανύψηλο βράχινο τοίχο.

Ένα τμήμα της περήφανης, επιβλητικής, απότομης, άγριας οροσειράς των Τζουμέρκων με την ψηλότερη κορυφή στο κομμάτι εκείνο, το «Καταφίδι» (υψ. 2.393 μ.). Βλέποντας αυτή την εικόνα του ορεινού όγκου, μπορούσε εύκολα να καταλάβει κανείς γιατί το βουνό αυτό ενέπνευσε τους ποιητές, τους μουσικούς της περιοχής και τραγουδήθηκε από τη λαϊκή μούσα.

Κοιτάζοντας γύρω-γύρω βλέπαμε πως ήμασταν μέσα στο πράσινο. Ήμασταν περιτριγυρισμένοι από λογής-λογής δένδρα. Φωτογραφίες, ξεμούδιασμα και συνέχιση της οδικής πορείας πάνω στον χωματόδρομο που εξυπηρετεί τους κτηνοτρόφους των γύρω χωριών.

Ο δρόμος ανηφορικός, πολύ δύσκολος για χαμηλά ΙΧ αυτοκίνητα. Μετά από κάποια χιλιόμετρα οδικής διαδρομής, από το πλάτωμα, φτάσαμε επιτέλους στον προορισμό μας. Φτάσαμε στο εξωκκλήσι  του «Πρ. Ηλία» που κτίστηκε στη άκρη ενός υψώματος με θέα προς το χωριό Καταρράκτης και προς το «Δασικό Χωριό Κέδρος».

Το GPS έδειχνε 1.100 μέτρα υψόμετρο και το κοντέρ 239 χλμ από Βέροια. Χρόνος οδικής πορείας 3 ώρες. Εκεί υπήρχε ένα κιόσκι με τραπέζι-πάγκους και μία άλλη πετρόχτιστη βρύση και αυτή με τρεχούμενο νερό.

Σταθμεύσαμε το τζιπ κάτω από ένα ίσκιο και αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την πρώτη δραστηριότητα του διημέρου, την ανάβαση δηλ. προς την ψηλότερη κορυφή, το «Καταφίδι».

Την ώρα που ετοιμαζόμασταν, ένας κτηνοτρόφος που περνούσε με το αγροτικό του σταμάτησε από περιέργεια. Είχε διάθεση για συζήτηση και πολλές ερωτήσεις για το σκοπό της παρουσίας μας εκεί.Του κάναμε τη χάρη για όση ώρα ετοιμαζόμασταν. Τα 30 λεπτά ήταν υπέρ αρκετά για να μάθει όσα ήθελε και εμείς για να μάθουμε πολλά.

Στα σακίδιά μας βάλαμε μόνο τα πολύ απαραίτητα, πολύ νερό και ελαφρύ ρουχισμό. Ο καιρός καλός και προβλεπόταν πολύ ζεστός. Ο Θανάσης και ο Αντώνης «μάρκαραν» το σημείο στα GPS τους. Συντονίσαμε τους ασυρμάτους μας, ετοιμάσαμε τις φωτογραφικές μας και ξεκινήσαμε.

Το μονοπάτι ανηφορικό, ήταν η συνέχεια εκείνου που ξεκινούσε λίγο πιο έξω από το χωριό Καταρράκτης. Ακολουθούσαμε τα κόκκινα σημάδια της σήμανσης του μονοπατιού, που στην αρχή δεν ήταν τόσο ευδιάκριτα.

Ένα κομμάτι του ανηφορικού μονοπατιού που ακολουθούσαμε περνούσε δίπλα και σχεδόν παράλληλα με ένα πέτρινο αυλάκι φτιαγμένο από ανθρώπινο χέρι. Νερό δεν υπήρχε. Ακουγόταν, όμως, να τρέχει μέσα σε μαύρους σωλήνες που ξεκινούσαν από πολύ ψηλά. Από ένα ρέμα που βλέπαμε κοιτάζοντας προς τα πάνω.

Σε κάποιο σημείο του ρέματος διακρίναμε ένα σκούρο καφετί χρώμα πάνω στο σχεδόν κάθετο βράχο. Ήταν τα ίχνη της πορείας του νερού που αυτό αφήνει πέφτοντας από ψηλά σχηματίζοντας έναν μικρό καταρράκτη.

Περάσαμε από το σημείο με την τοπωνυμία «Αλώνι». Η βλάστηση χαμηλή μέχρι τα 1.400 περίπου μέτρα υψόμετρο και από εκεί και πάνω σχεδόν ανύπαρκτη. Χρειαστήκαμε 30 λεπτά πορείας από τον «Πρ. Ηλία» για να φτάσουμε στο μικρό καταρρακτάκι, που το βλέπαμε στα αριστερά μας. Ανηφορίζοντας πιο πάνω βγήκαμε στον χωματόδρομο που συνέχιζε ακόμη ψηλότερα..

Σε κάποιο σημείο του ο δρόμος αυτός που συναντήσαμε διασταυρώνονταν με έναν άλλο που τερμάτιζε στη θέση που βρισκόταν το Ορειβατικό καταφύγιο. Το βλέπαμε στα αριστερά μας να στέκεται έρημο. Δεν λειτουργούσε. Μέχρι το σημείο αυτό, η διαδρομή μας ήταν ανηφορική μέν αλλά όχι τόσο δύσκολη.

Από δώ και πέρα το τοπίο διαφορετικό.

Η σήμανση του μονοπατιού καλύτερη. Βλέπαμε πάνω στα βράχια τα μεγάλα σημάδια με το έντονο κόκκινο χρώμα. Παντού πέτρα, βράχοι, σάρα, γυμνές από βλάστηση πλαγιές με μεγάλη κλίση. Το ελάχιστο χορταράκι ήταν κατακίτρινο, ξηρό.

Κάπου – κάπου τη σιωπή του τοπίου εκείνου διέκοπταν τα βελάσματα των προβάτων που έβοσκαν φτάνοντας μέχρι εκεί. Ο Ήλιος έκαιγε και εμείς συνεχίζαμε. Οι εικόνες εναλλάσσονταν. Εκεί που βλέπαμε μπροστά και γύρω μας μόνο βράχια, κοιτάζοντας προς τα πίσω αντικρίζαμε κάτι διαφορετικό. Μια εικόνα αλλιώτικη.

Το πράσινο, τα «φωλιασμένα» μέσα στα δένδρα χωριά, ο Άραχθος ποταμός στο βάθος χαμηλά και ψηλότερα ακόμη πιο πέρα ο απέναντι επιβλητικός ορεινός όγκος με τα αμέτρητα ρέματά του. Όλα αυτά κάνανε τη διαφορά.

Όσο ανηφορίζαμε, περνούσαμε από κάποια σημεία χρησιμοποιώντας και τα χέρια μας. Ήταν σαν να σκαρφαλώναμε. Σε κάποια άλλα περνούσαμε ξυστά και σχεδόν αγκαλιάζοντας τους κάθετους βράχους και από κάτω βλέπαμε ένα χάος.

Σκηνές που σου κόβανε την ανάσα στο αντίκρισμά τους.

Συνεχίζαμε.

Πριν φτάσουμε στο πολύ απότομο σημείο και λίγο πιο κάτω από την κορυφή, συναντήσαμε ακόμα πιο καλύτερη σήμανση. Το κόκκινο σημάδι μέσα σε λευκό πλαίσιο. Ήταν η σήμανση του μονοπατιού που ξεκινούσε από τα Θεοδώριανα.

Μετά από 3 ώρες και 20 λεπτά συνεχούς ανηφορικής πορείας από τον «Πρ. Ηλία» φτάσαμε στην απότομη κόψη που οδηγούσε στην κορυφή.

Από αριστερά και δεξιά απότομες κλίσεις. Πρόσφατα έχει τοποθετηθεί συρματόσχοινο για να διευκολύνει το πέρασμα από το σημείο εκείνο. Ήταν ένα καλό στήριγμα για ασφάλεια.

Χρειαστήκαμε στην κόψη εκείνη 10 λεπτά, με στάσεις για φωτογραφίες, για να φτάσουμε επιτέλους στην κορυφή. Η ψηλότερη κορυφή, το «Καταφίδι» (υψ. 2.393 μ.). Η Ελληνική σημαία που κυμάτιζε περήφανη μας «καλωσόριζε». Επιφωνήματα ανακούφισης, χαμόγελα του κατορθώματος.

Χρειαστήκαμε 3 ώρες και 30 λεπτά δύσκολης ανηφορικής πορείας για να αντικρίσουμε από ψηλά την απερίγραπτη γύρω εικόνα. Όπου και να ταξιδεύαμε το βλέμμα μας αντικρίζαμε εικόνες που δεν μπορούν να περιγραφούν με λόγια.

Εκείνη τη στιγμή ήταν να τις κοιτάς μόνο και από τα χείλη σου να βγαίνει ο θαυμασμός. Βουνά-βουνά, αμέτρητες κορυφές, απότομες πλαγιές, εκατοντάδες ρεματιές, πάμπολλοι πέτρινοι σχηματισμοί, παντού στους βράχους απερίγραπτα έργα τέχνης της Φύσης, χωριά-οικισμοί, δάση, ο ποταμός Άραχθος.

Χαμηλά οι χωματόδρομοι, ανοιγμένοι για την εξυπηρέτηση των κτηνοτρόφων της περιοχής κλπ. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Ο Αντώνης άνοιξε τον ορειβατικό του χάρτη για να προσδιορίσουμε με ακρίβεια τις κορυφές που αντικρίζαμε γύρω μας.

Είδαμε από ψηλά, κοιτάζοντας προς το βόρειο τμήμα του ορεινού όγκου, τις κορυφές: «Αγκάθι» (υψ. 2.392 μ.), «Γερακοβούνι» (υψ. 2.211μ.) και στο βάθος την «Στρογγούλα» (υψ. 2.112 μ.). Κοιτώντας προς το νότιο τμήμα του βουνού, αντικρίσαμε την κορυφή «Σκλάβα» (υψ. 2.067 μ.) και άλλες χαμηλότερες.

Στην κορυφή καθίσαμε να ξεκουραστούμε, να κολατσίσουμε, να απολαύσουμε την πανέμορφη θέα από ψηλά.

Γράψαμε τα ονόματά μας στο βιβλίο που βρήκαμε μέσα σε μια μεταλλική θήκη που είχε τοποθετηθεί δίπλα στη σημαία από τους Ορειβατικούς Συλλόγους της περιοχής.

Προηγήθηκαν τα ονόματα κάποιων άλλων ορειβατών που ήρθαν από άλλη κατεύθυνση και συνέχισαν ακολουθώντας την κορυφογραμμή. Δεν τους προλάβαμε να μάθουμε.

Τα 40 λεπτά στην κορυφή ήταν αρκετά για μας. Ομαδική φωτογραφία και ετοιμασία για την επιστροφή.

Ο Ήλιος από πάνω μας να καίει. Το είχαμε, όμως, προνοήσει ανηφορίζοντας για την κορυφή. Είχαμε καλύψει πολύ νωρίτερα το πρόσωπό μας και τα γυμνά μέρη του σώματος με αντιηλιακή κρέμα.

Η επιστροφή μας από την κορυφή με μικρές τροποποιήσεις της διαδρομής. Όλο το υπόλοιπο κομμάτι ήταν γνώριμο σε μάς από την ανάβαση. Χρειαστήκαμε 3 ώρες από την κορυφή για να φτάσουμε στο εξωκκλήσι του «Πρ. Ηλία».

Φτάνοντας στη βρύση, συναντήσαμε άλλον αυτή τη φορά κτηνοτρόφο που περνούσε και αυτός από το σημείο εκείνο. Ίδια φάση με εκείνον, τον πρωϊνό, που συναντήσαμε. Ήταν ορεξάτος και αυτός για συζήτηση

Το νερό της βρύσης ζεστό, μετά τη διαδρομή του μέσα από τους μαύρους και εκτιθέμενους στον ήλιο σωλήνες που συναντούσαμε στην διαδρομή μας. Δεν ήταν να το πιεί κανείς .Ήταν, όμως, ότι πρέπει να ξεπλυθούμε.

Μέσα σε μισή ώρα ξεπλυθήκαμε, φορέσαμε καθαρά ρούχα, στεγνώσαμε τα ιδρωμένα και ετοιμαστήκαμε για αναχώρηση. Κατηφορίζοντας το χωματόδρομο σταματήσαμε στο πλάτωμα κοντά στη βρύση με το τρεχούμενο νερό. Ήταν δροσερό.

Γεμίσαμε τα παγούρια μας και φύγαμε με προορισμό το Ορειβατικό καταφύγιο Πραμάντων. Η οδική μας διαδρομή με μικρή περιπέτεια. Υπήρχαν πολλές διασταυρώσεις, αλλά οι πινακίδες σχεδόν ανύπαρκτες.

Έπρεπε να είχες την τύχη με το μέρος σου ή παρακαλούσες να έβρισκες κάποιον να σε κατατοπίσει. Περάσαμε έξω από το χωριό Καταρράκτη και στη συνέχεια από τη διασταύρωση που οδηγούσε προς τη Μονή της Αγ. Αικατερίνης.

Περάσαμε από τα Άγναντα. Ένα όμορφο μεγαλοχώρι που είναι κτισμένο στα 800 περίπου μέτρα υψόμετρο. Εδώ είχε πολύ κίνηση και πολλά αυτοκίνητα. Τα Άγναντα με σπίτια συνηθισμένα, χωρίς να έχουν πάνω τους το Ηπειρώτικο στοιχείο, ήταν κυριολεκτικά πνιγμένα μέσα στο πράσινο.

Συνεχίσαμε.

Περάσαμε από το Τζουμερκοχώρι Κτιστάδες και στη συνέχεια από τη διασταύρωση που οδηγούσε προς το «Σπήλαιο της Ανεμότρυπας». Φτάσαμε στα Πράμαντα. Ένα κεφαλοχώρι, πρωτεύουσα του Δήμου, κτισμένο αμφιθεατρικά στους πρόποδες της επιβλητικής «Στρογγούλα».

Το γνωστό στους περισσότερους χωριό αυτό των Τζουμέρκων στα 840 μέτρα υψόμετρο είχε πολύ κίνηση, πολλούς επισκέπτες, πολλά μαγαζιά, άλλα τόσα καφενεία, ταβέρνες. Είχε Κέντρο Υγείας (αχρείαστο να ναι) και μια πετρόχτιστη όμορφη πλατεία που την περάσαμε  ανηφορίζοντας. Από δώ είχε καταπληκτική θέα προς το βουνό.

Συνεχίσαμε τον οδικό δρόμο μας με κατεύθυνση προς Μελισσουργούς. Περάσαμε την διασταύρωση που οδηγούσε στον οικισμό Τσόπελα και διανύοντας μια απόσταση 3 περίπου χιλιομέτρων, από τα Πράμαντα, στρίψαμε δεξιά και μπήκαμε στο δασικό δρόμο.

Η πινακίδα στο σημείο έγραφε: «Μ. Αγ. Παρασκευής» και μια άλλη: «Ορειβατικό καταφύγιο Πραμάντων». Συνεχίζαμε περνώντας μέσα από ελατόδασος και ακολουθώντας τις υποδείξεις των πινακίδων που συναντούσαμε. Περάσαμε από το χώρο που διαμορφώθηκε κατάλληλα για διάφορες αθλητικές δραστηριότητες.

Αφήσαμε την διασταύρωση, στα αριστερά μας, που οδηγούσε προς το παλιό Μοναστήρι της Αγ. Παρασκευής που την περίοδο 1908-1912 υπήρξε έδρα του γνωστού οπλαρχηγού της Ηπείρου Ιωάννη Πουτέτση. Όλη η διαδρομή μας μέσα στο δάσος και πάνω στο δασικό δρόμο ήταν μόλις 3 χλμ., από τη διασταύρωση.

Φτάσαμε  στα 1300 μ. υψόμετρο, στη θέση «Ίσιωμα», εκεί που βρίσκεται το Ορειβατικό Καταφύγιο Πραμάντων ή Στρογγούλας. Ένα τοπίο καταπληκτικό, με το ελατόδασος γύρω-γύρω και μπροστά μας να ορθώνεται  επιβλητικά η βραχώδης απότομη πλαγιά της περήφανης κορυφής «Στρογγούλα».

Ο χώρος έχει διαμορφωθεί κατάλληλα ικανοποιώντας τον κάθε επισκέπτη. Είχε μεγάλο χώρο parking, χώρους άθλησης, χώρους διάφορων εκδηλώσεων, χώρους για τα αντίσκηνα κ.α.

Το καταφύγιο το λειτουργούν ο Μπάμπης με την Πόλα που μένουν εδώ με τα παιδιά τους όλο το χρόνο, χειμώνα-καλοκαίρι.(τηλ. 2659300645, κιν. 6944324156)

Είχε κόσμο. Επισκέπτες από το εξωτερικό και έλληνες από διάφορες περιοχές της Ελλάδος.  Μεταξύ τους βρίσκονταν τα άλλα τρία μέλη της ομάδας που μας περίμεναν πίνοντας το καφεδάκι τους και απολαμβάνοντας την καταπληκτική θέα.

Ήταν ο Γιώργος, η Μαρία και η Φωτεινή που έφυγαν από τη Βέροια το μεσημέρι. Συγκεντρωθήκαμε όλοι μαζί και εξερευνώντας το γύρω χώρο, καταλήξαμε στο σημείο που θα στήναμε τα αντίσκηνά μας.

Με τη χαρά της συνάντησης και συζητώντας για τις εμπειρίες της μέρας, αρχίσαμε να στήνουμε τα αντίσκηνά μας. Όλη η διαδικασία δεν κράτησε πολύ ώρα. Επιταχύναμε τις κινήσεις μας, γιατί τα μεζεκλίκια που ετοίμασαν τα κορίτσια της ομάδας μας μάς περίμεναν.

Όλα ήταν έτοιμα. Οι σκηνές στημένες, τα υποστρώματα και τα sleeping bags απλωμένα, το τραπεζάκι με τις καρεκλίτσες τακτοποιημένα. Αποφασίσαμε να δειπνήσουμε στο πετρόχτιστο χώρο εκδηλώσεων χρησιμοποιώντας για τραπεζάκια και καθίσματα τα σκαλοπάτια του χώρου.

Όλα ήταν φανταστικά. Γεμιστά, πατατοσαλάτα, μανιτάρια, χωριάτικη, ψητές πιπεριές και άλλα πολλά καταπληκτικά μαγειρικά παρασκευάσματα ήταν ό,τι πρέπει εκείνη τη στιγμή συνοδευόμενα, μάλιστα, με το τσίπουρο παραγωγής Γιώργου.

Που να τελειώσουμε γρήγορα, το απολαμβάναμε. Η απερίγραπτη εικόνα του Ήλιου που έδυε μας ανάγκασε να σταματήσουμε και να ανεβούμε λίγο πιο πάνω να τον απολαύσουμε.

Όταν ο Ήλιος «χάθηκε» πήγαμε να συμμαζέψουμε τα πράγματά μας και να χαλαρώσουμε. Δεν παραλείψαμε να ενημερώσουμε τον Μπάμπη, πως θέλαμε να μας ετοιμάσει για την επόμενη μέρα βραστή γίδα, φασολάδα για να τα απολαύσουμε επιστρέφοντας από το βουνό.

Έξω άρχισε να σκοτεινιάζει. Ο επιβλητικός ορεινός όγκος της περήφανης κορυφής «Στρογγούλα» που ορθώνονταν ακριβώς μπροστά μας άρχισε να καλύπτεται από το μαύρο πέπλο της νύχτας.

Με τους φακούς κεφαλής αναμμένους ελέγξαμε εάν όλα ήταν τακτοποιημένα και αφού ανταλλάξαμε τις «καληνύχτες» μας, μπήκαμε στα αντίσκηνα για ύπνο αφήνοντας τα αστέρια να κάνουν το δικό τους της νύχτας παιχνίδι.

Στο σημείο αυτό, οι δραστηριότητες της πρώτης μέρας έφταναν στο τέλος τους.

Όλα πήγαν καλά, περάσαμε καταπληκτικά και με αμέτρητες όμορφες εικόνες στην άκρη του μυαλού μας πήγαμε να συναντήσουμε τον Μορφέα για να συγκρίνουμε το δικό του ταξίδι στον κόσμο των ονείρων με εκείνο το δικό μας που ζήσαμε τη μέρα που μας πέρασε.

                                     (Η συνέχεια στο Β μέρος με τις δραστηριότητες της 2ης μέρας)

Απολογισμός της πρώτης μέρας :

Διαδρομή :  «Πρ.Ηλίας» (εξωκκλήσι στα 1.100 μέτρα υψόμετρο)-μονοπάτι με

κόκκινη σήμανση που ξεκινούσε από το χωριό Καταρράτης-θέση

«Αλώνι»-ρέμα-μονοπάτι με καλύτερη σήμανση που ξεκινούσε από

το Καταφύγιο Τζουμέρκων-κορυφή «Καταφίδι» ( υψ. 2.393 μ.)-

επιστροφή

Ομάδα :   4 άτομα (άνδρες )

Χρόνος : 7 ώρες και 20 λεπτά  ( συνολικός  χρόνος )

Υψομετρική  διαφορά : 1.290 μ. (Στοιχεία GPS)

Απόσταση :  13,5  χλμ.

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας