Θεατρολογικές Ιχνηλατήσεις: Οι «Βρυκόλακες υπό το Εγελιανό Διαλεκτικό Σχήμα» / γράφει ο Άρης Ορφανίδης
Φωτογραφία αρχείου Φαρέτρας*
Μια συμβολή στην κατανόηση του ιψενικού έργου IV
“Από τον Ψευδή Λόγο στη Ματαιωμένη Γέννηση του Πνεύματος”
Οι Βρυκόλακες του Ίψεν μπορούν να διαβαστούν ως μια συμπυκνωμένη χεγκελιανή τραγωδία, όπου το τρίπτυχο Λόγος–Φύση–Πνεύμα δεν παρουσιάζεται ως αφηρημένο φιλοσοφικό σχήμα, αλλά ως η αθέατη μηχανή που κινεί ολόκληρη την οικογενειακή ιστορία. Στον κόσμο της οικογένειας Άλβινγκ, ο Λόγος εμφανίζεται πρώτα ως η αφηρημένη ηθική τάξη, η κυριαρχία των κοινωνικών κανόνων, η απαίτηση της «τιμής» και της «καλής φήμης». Η κα Άλβινγκ, ο Πάστορας Μάντερς και ολόκληρη η τοπική κοινωνία ζουν μέσα στη σκιά ενός άκαμπτου ηθικισμού, ο οποίος ισχυρίζεται ότι εκπροσωπεί το καλό, αλλά λειτουργεί μόνο ως ένα σύστημα καθολικών εντολών χωρίς καμία πραγματική επαφή με την αλήθεια των ανθρώπων που το υπηρετούν.
Είναι η αυστηρή, αφηρημένη καθολικότητα που ο Χέγκελ θεωρεί αναγκαία στιγμή της ανάπτυξης, αλλά πάντοτε ελλιπή: ένας λογικός κόσμος χωρίς ακόμη σάρκα, χωρίς τη δοκιμασία της εμπειρίας. Μέσα σε αυτήν τη σκιά, η οικογένεια Άλβινγκ προσπαθεί να εμφανιστεί ως υπόδειγμα: αξιοπρεπής, πλούσια, σεβαστή. Κάτω όμως από αυτήν την επίφαση βρίσκεται μια αλήθεια που η αφηρημένη ηθική δεν αντέχει. Η Φύση εμφανίζεται ως η αναγκαία άρνηση αυτού του ψευδο-Λόγου. Είναι όλα όσα η κοινωνική τάξη κρύβει: τα πάθη του πατέρα Άλβινγκ, η έκλυτη ζωή του, η σχέση του με την υπηρέτρια, η γέννηση της Ρεγκίνας, αλλά και η σκοτεινή συνέπεια της βιολογικής κληρονομιάς, η σύφιλη που μεταδίδεται στον Όσβαλντ. Η Φύση εδώ δεν είναι μόνο η ζωική πλευρά της ύπαρξης, αλλά και η επιστροφή της αλήθειας με μορφή τιμωρίας. Αυτό που η κοινωνία προσπάθησε να θάψει κάτω από έναν ηθικό λόγο χωρίς περιεχόμενο, επιστρέφει αμείλικτο. Η Φύση, ως χεγκελιανή άρνηση, δεν είναι απλώς η ροπή προς την αταξία, αλλά η στιγμή που φανερώνει την υποκρισία της τάξης. Το οικιακό σύστημα των Άλβινγκ δεν κατέρρευσε επειδή ο Άλβινγκ ήταν αδύναμος χαρακτήρας· κατέρρευσε επειδή η αφηρημένη ηθική αρνήθηκε να ενσωματώσει την πραγματικότητα των ανθρώπινων πράξεων. Η κα Άλβινγκ αναγκάστηκε να σιωπά, να στηρίζει έναν σύζυγο που την ταπείνωνε, να δίνει στον κόσμο μια εικόνα νομιμότητας και τιμής, γιατί η κοινωνία δεν μπορούσε να ανεχθεί το αληθινό. Στον Χέγκελ, η Φύση είναι η έκφανση της αλλοτρίωσης του Λόγου: το καθολικό χάνει την καθαρότητά του και πέφτει μέσα στη γυμνή πραγματικότητα. Στους Βρυκόλακες, αυτή η πτώση αποκαλύπτει την πρώτη ουσιαστική αλήθεια: δεν υπάρχει ηθική τάξη εκεί όπου η αλήθεια θάβεται. Μέσα σε αυτήν τη σύγκρουση, η κα Άλβινγκ είναι η μορφή που επιχειρεί να εισαγάγει το Πνεύμα. Το Πνεύμα, με τη χεγκελιανή έννοια, είναι η συμφιλίωση της αλήθειας με την ελευθερία, η δυνατότητα να μετασχηματιστεί το παρελθόν σε νόημα και να γίνει το άτομο φορέας μιας καθολικής αυτογνωσίας. Η προσπάθειά της να ιδρύσει το ορφανοτροφείο λειτουργεί ως συμβολική προσπάθεια να ξορκίσει το ψέμμα και να μετατρέψει το σκοτεινό παρελθόν σε κοινωνική ωφέλεια. Η εξομολόγηση προς τον Πάστορα Μάντερς, η απόφασή της να πει την αλήθεια στον Όσβαλντ, η ομολογία της ότι η προηγούμενη στάση της υπήρξε συνενοχή σε ένα εγκληματικό ψεύδος, όλα αυτά είναι κινήσεις προς το Πνεύμα: προς μια ενότητα όπου η συγκεκριμένη πραγματικότητα δεν θα είναι πλέον άρνηση του καθολικού, αλλά η ενσάρκωσή του. Η κα Άλβινγκ επιδιώκει την «άρση» (Aufhebung) του παρελθόντος: την άρση και μεταμόρφωσή του σε κάτι αληθινό. Ωστόσο, το Πνεύμα δεν κατορθώνει να γεννηθεί. Η κοινωνία γύρω της δεν αντέχει την αλήθεια, ο Πάστορας Μάντερς παραμένει εγκλωβισμένος στον αφηρημένο Λόγο, η φωτιά στο ορφανοτροφείο καταστρέφει τη δυνατότητα μετασχηματισμού, ο Όσβαλντ συντρίβεται υπό το βάρος της κληρονομικότητας και η τελική του έκκληση «Δώσε μου τον ήλιο» γίνεται το σύμβολο μιας πνευματικής λύτρωσης που δεν ήρθε ποτέ. Η τραγωδία των Βρυκολάκων είναι πως ο κόσμος τους δεν κατορθώνει να ανέλθει στο επίπεδο του Πνεύματος: παραμένει εγκλωβισμένος ανάμεσα σε έναν ψευδή Λόγο και μια εκδικητική Φύση. Η σύνθεση δεν επιτυγχάνεται· το τριμερές σχήμα δεν ολοκληρώνεται. Η κα Άλβινγκ μένει μάρτυρας της κατάρρευσης του ίδιου της του εγχειρήματος και της απόλυτης αδυναμίας της κοινωνίας να δεχθεί την πραγματικότητα ως μέρος μιας ηθικής κάθαρσης. Έτσι, οι Βρυκόλακες δεν είναι απλώς μια ιστορία οικογενειακών μυστικών, αλλά μια χεγκελιανή τραγωδία όπου το Πνεύμα αποτυγχάνει να πραγματωθεί. Ο Λόγος υπάρχει ως ψευδής ηθική τάξη, η Φύση ως επιστροφή του αρνημένου και η προσπάθεια του Πνεύματος συντρίβεται από τις δυνάμεις που δεν επιτρέπουν τη συμφιλίωση. Το έργο δείχνει ότι όταν μια κοινωνία ζει μέσα στη σκιά της υποκρισίας, οι «βρυκόλακες» —τα θαμμένα ψέμματα— επιστρέφουν για να κατασπαράξουν τους ζωντανούς και η άρση που θα μετουσίωνε το παρελθόν σε αλήθεια μένει μια ανεκπλήρωτη υπόσχεση.
*Από την παράσταση του Ομίλου Φίλων Θεάτρου & Τεχνών Βέροιας τον Ιανουάριο του 2023.
–














































