Συλλογικές συμβάσεις «στα χαρτιά» και μισθοί στην πρέσα της ακρίβειας – Στα κάγκελα τα συνδικάτα / γράφει η Αντριάνα Βασιλά
Έτσι, πίσω από τη «δήθεν επανεκκίνηση» των συλλογικών συμβάσεων, τα παραδείγματα δείχνουν ότι χωρίς καθολική εφαρμογή και ουσιαστική προστασία, οι αυξήσεις παραμένουν μικρές και οι ανισότητες στην αγορά εργασίας συνεχίζουν να βαθαίνουν
Νέο κύκλο αντιδράσεων προκαλεί στη Βουλή η κυβερνητική πρωτοβουλία για την υποτιθέμενη επανεκκίνηση των συλλογικών συμβάσεων, με την αντιπολίτευση και τα συνδικάτα να μιλούν για θεσμικό τέχνασμα που αφήνει άθικτο τον πυρήνα της απορρύθμισης.
Παρά τις διαβεβαιώσεις της υπουργού Εργασίας Νίκης Κεραμέως, το βασικό εμπόδιο παραμένει: για να ισχύσει μια συλλογική σύμβαση απαιτείται συγκεκριμένο όριο εκπροσώπησης εργοδοτών. Αν δεν καλυφθεί, η σύμβαση απλώς δεν εφαρμόζεται.
Το αποτέλεσμα είναι ορατό στην καθημερινότητα. Σε μια περίοδο όπου η ακρίβεια σε τρόφιμα, ενέργεια και ενοίκια έχει διαβρώσει δραστικά το διαθέσιμο εισόδημα, οι αυξήσεις που συζητούνται –όπου υπάρχουν συμβάσεις– κινούνται στο εύρος του 2% έως 4%. Δηλαδή, λίγα ευρώ τον μήνα, την ώρα που το κόστος ζωής αυξάνεται με πολλαπλάσια ταχύτητα. Οι συλλογικές συμβάσεις, αντί να λειτουργούν ως αντίβαρο στον πληθωρισμό, έχουν καταντήσει διακοσμητικό εργαλείο.
Εντωμεταξύ πίσω από τη θεσμική ρητορική, τα παραδείγματα από την αγορά εργασίας δείχνουν ότι το όφελος για την τσέπη παραμένει περιορισμένο.
Περιορισμένες αυξήσεις
Στο λιανεμπόριο, ένας από τους μεγαλύτερους εργοδότες της χώρας, οι περισσότεροι εργαζόμενοι αμείβονται με μισθούς κοντά στον κατώτατο. Ένας υπάλληλος με 830 ευρώ μικτά, ακόμη και αν καλυφθεί από νέα συλλογική σύμβαση με αύξηση 3%, θα δει καθαρή αύξηση περίπου 20 ευρώ τον μήνα. Το ποσό αυτό δεν καλύπτει ούτε την ετήσια αύξηση στον λογαριασμό ρεύματος ή στα βασικά τρόφιμα, με αποτέλεσμα η «αύξηση» να εξανεμίζεται πριν φτάσει στο πορτοφόλι.
Στον τουρισμό και την εστίαση, η εικόνα είναι ακόμη πιο σύνθετη. Ένας εργαζόμενος σε ξενοδοχείο μπορεί να καλύπτεται τυπικά από κλαδική σύμβαση, αλλά να εργάζεται εποχικά, για έξι ή επτά μήνες τον χρόνο. Έτσι, ακόμη και μια αύξηση 4% στον μηνιαίο μισθό δεν μεταφράζεται σε ουσιαστική ενίσχυση του ετήσιου εισοδήματος, ενώ οι επιχειρησιακές συμβάσεις εξακολουθούν να υπερισχύουν σε πολλές περιπτώσεις.
Στη βιομηχανία τροφίμων και τη μεταποίηση, αρκετές επιχειρησιακές συμβάσεις προβλέπουν αυξήσεις της τάξης του 2%. Για έναν εργαζόμενο με καθαρό μισθό 900 ευρώ, αυτό σημαίνει περίπου 18 ευρώ επιπλέον τον μήνα. Την ίδια στιγμή, το κόστος μετακίνησης προς την εργασία, το ενοίκιο και η ενέργεια έχουν αυξηθεί πολλαπλάσια, ακυρώνοντας κάθε πραγματικό όφελος.
Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί και το ζήτημα της μετενέργειας. Αν μια σύμβαση λήξει και δεν ανανεωθεί, ο εργαζόμενος κινδυνεύει να επιστρέψει σε ατομική διαπραγμάτευση, χάνοντας επιδόματα και βασικούς όρους. Για έναν γονέα με χαμηλό εισόδημα, αυτό μπορεί να σημαίνει άμεση υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου.
Έτσι, πίσω από τη «δήθεν επανεκκίνηση» των συλλογικών συμβάσεων, τα παραδείγματα δείχνουν ότι χωρίς καθολική εφαρμογή και ουσιαστική προστασία, οι αυξήσεις παραμένουν μικρές και οι ανισότητες στην αγορά εργασίας συνεχίζουν να βαθαίνουν.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η κριτική γίνεται εντονότερη. Η κυβέρνηση επιχειρεί να εμφανίσει προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι «απελευθερώνει» τις συλλογικές συμβάσεις και συμμορφώνεται με το ευρωπαϊκό πλαίσιο για επαρκείς κατώτατους μισθούς. Ωστόσο, πίσω από τη ρητορική, η ουσία δεν αλλάζει: η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει το χαμηλότερο ποσοστό κάλυψης εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις στην Ευρώπη, πολύ κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Συνδικάτα καταγγέλλουν ότι πρόκειται για προσπάθεια «θολώματος» της εικόνας προς τις Βρυξέλλες, χωρίς κατάργηση του ορίου εργοδοτικής εκπροσώπησης και χωρίς ουσιαστική επαναφορά της μετενέργειας. Όσο αυτά παραμένουν, η αγορά εργασίας θα συνεχίσει να λειτουργεί με ατομικές συμβάσεις και χαμηλούς μισθούς, την ώρα που η ακρίβεια μετατρέπεται στον πιο σκληρό συλλογικό «διαπραγματευτή» εις βάρος των εργαζομένων.
–











