Ιστορία Τοπικά Χρονογράφημα

«Ένας αφανής ήρωας, σαν πολλούς άλλους» / γράφει η Ειρήνη Δασκιωτάκη

Γεννήθηκα το 1910 σε ένα ορεινό χωριό της Ημαθίας.

Παντρεύτηκα 20 χρονών, στα 21 μου απέκτησα τον πρώτο μου γιο…τον Θανάση.
Στις 28 Οκτωβρίου του 1940 είχα ήδη δύο γιους.

Μόλις κηρύχθηκε ο πόλεμος τα άφησα όλα πίσω, μη γνωρίζοντας.. Θα ξαναδώ τα παιδιά μου και τη γυναίκα μου; Και πιστός στο καθήκον ακολούθησα την πορεία χιλιάδων Ελλήνων φαντάρων που πολέμησαν στο Αλβανικό Μέτωπο και πολλοί άφησαν τα κοκαλάκια τους εκεί.

Τι τραβήξαμε!

Εγώ ήμουν στο Πεζικό.

Κρύοοο! Ένας αέρας κρύοος! Σε πάγωνε την καρδιά.

Βούλιαζαν τα πόδια στο λασπερό χιόνι… περπάτημα, άλλο τίποτα… Φορτωμένοι και κρατώντας το όπλο σα φυλαχτό.
Ώρες, μέρες, τα πόδια πάγωναν, πάγωνε το αίμα.

Δεν τα νιώθαμε…

Και δεν ξέραμε!

Έβγαζαν οι φαντάροι τα άρβυλα και τις κάλτσες κι άναβαν φωτιά για να  ζεστάνουν τα πόδια.

Ότι χειρότερο!

Πάθαιναν γάγγραινα!

Οι γιατροί δεν άδειαζαν.

Κόβαν πόδια, τραυματισμένα, σακατεμένα μέλη…

Ήρθε και η σειρά μου…

Όλα άσπρα γύρω μας.

Κι άρχισαν τα βομβαρδιστικά να ρίχνουν .

Μας δώσανε να φορέσουμε κάτι άσπρα, δε θυμάμαι ακριβώς τι, για να μη μας ξεχωρίζουν …

Ένα βλήμα πέρασε το δεξί μάγουλο και ο δεξιός μου ώμος σκάφτηκε για τα καλά.

Ένα κομμάτι του έγινε σμπαράλια.

Με φόρτωσαν που λες σε ένα μουλάρι αφού οι γιατροί εκεί έκαναν τα δυνατά κι όσο είχα ακόμη τις αισθήσεις μου, μιλούσα με αυτόν που οδηγούσε το μουλάρι.

Εμείς είχαμε τα μουλάρια και τα γαϊδούρια που βοήθησαν πολύ στις μάχες, οι Ιταλοί υστερούσαν σ’ αυτό…
Πόσα ζώα σκοτωθήκαν…Ήρωες κι αυτά…

Κάποιες φορές οι Ιταλοί παρατούσαν τα όπλα και παραδίδονταν.

Θυμάμαι που έλεγαν, εμείς κι εσείς…

Ούνα φάτσα, Ούνα ράτσα…
Δεν τον θέλανε τον Μουσολίνι…

Θυμήθηκα, που λες, ότι είχα βρει κάτι μια μέρα… βαρύ ήταν…  

Το πήρα και το έβαλα στο σακίδιο και το ξέχασα..

Λέω στον οδηγό που τραβούσε το μουλάρι:

«Για κοίτα στο σακίδιο , ρε πατριώτη τι είναι αυτό που βρήκα;»
Ανοίγει το σακίδιο το βγάζει, το βλέπει… γκούρλωσε τα μάτια!

Αυτό Γιώργο, είπε, είναι κομμάτι από χρυσό!

Με αυτό θα ζήσουν και τα εγγόνια σου!

Ξύπνησα σε ένα νοσοκομειακό κρεβάτι.

Στα Γιάννενα.

Μου έβγαλαν το βλήμα και καθάρισαν το τραύμα του ώμου…

Έμεινα στο νοσοκομείο μήνες μέχρι να γιάνω.

Όμως, το κομμάτι από χρυσό δεν υπήρχε στα πράγματά μου! Δεν το βρήκε η νοσοκόμα που την είπα να ψάξει…

Πάει! Μου το είχε πάρει ο πατριώτης…

Αυτή η νεαρή νοσοκόμα με πρόσεξε πολύ.

Με αγάπησε.
Έγραφε και τα γράμματα που ήθελα, για να στέλνω στους δικούς μου.

Τα παιδιά, η γυναίκα μου στο χωριό;

Άλλος αγώνας εκείνος!

Κι έπειτα όλα άλλαξαν …

Δεν μπορούσα να δουλέψω

Κι όταν έτρωγα το κουτάλι έτρεμε κι όταν μιλούσα το τρύπιο μάγουλο μου άλλαζε τη φωνή μου…

Πέρασαν τα χρόνια

Πόλεμοι, φτώχεια, πέθανε και η γυναίκα μου σαράντα μέρες μετά από μια γέννα…

Το μοναδικό κορίτσι, που πέθανε κι αυτό το καημένο… Σαράντα μέρες έζησε, δεν έζησε.
Τρία αγόρια έμειναν ορφανά!

Όταν πέθανε, η Ρήνα, η γυναίκα μου, ο Χρήστος ήταν δεν ήταν δύο χρονών .

Ξαναπαντρεύτηκα. Νοικοκυρά και καλή γυναίκα η Ανθή… Χήρα ήταν.

Είχε τρία παιδιά κι αυτή και κάναμε μαζί άλλο ένα αγόρι, τον Αντώνη.

Είδες;

Η ζωή έχει δύναμη και θέλει να ζήσει…

Εν τω μεταξύ, δόθηκαν μετάλλια ηρωισμού σε Έλληνες που πολέμησαν και τραυματίστηκαν σοβαρά για την πατρίδα και αναπηρική σύνταξη!

Εμένα δε μου έδωσαν γιατί τα πολιτικά μου φρονήματα δεν ήταν αρεστά!

Ο Βασίλης, ο γιος μου που είχε σπουδάσει, μυαλό δυνατό, αλλά μόνο δάσκαλο μπορούσα να τον κάνω, σπούδασε κι άλλα αυτός μετά…

Το έκανε το μεράκι του.

Ο Βασίλης, λοιπόν, ένιωσε το άδικο να τον καίει…

Πάνω κάτω στην Αθήνα!

Τι θάρρος, τι δύναμη!

Τα κατάφερε!

Έστω και αργά αναγνωρίστηκε και το δικό μου μερτικό στον αγώνα αυτόν τον άνισο που δεν τελείωσε τότε κι ήρθαν αλλά κακά χειρότερα…

Να μη ζήσετε παιδιά μου τέτοια πράγματα!

Δεν ξέρετε εσείς…

Ο παππούς μου πέθανε το 1986 στον ύπνο του!

Τον πρόδωσε η καρδιά του!

Χρόνια πολλά!

Ει. Δα.


banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ