Χρήστος Σάλτας. Ένας δυναμικός μαέστρος, σολίστας και συνθέτης στις ρίζες του Ολύμπου / συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή
Δεν είναι συνηθισμένο να ζεις στην επαρχία, (όσο κι αν το Λιτόχωρο είναι ένας τόπος με προσωπικότητα), να έχεις πλήθος μουσικών “διαβατηρίων”, να έχεις ταξιδέψει μ’ αυτά έξω, να έχεις διακριθεί κι όμως να προτιμάς τον τόπο σου, να ζεις εκεί κι όταν θέλεις να μπορείς να πας να δώσεις και μια συναυλία με επιτυχία στην Αθήνα.
Χρήστος Σάλτας. Γεννημένος και μεγαλωμένος στο Λιτόχωρο, με την αύρα μιας μουσικής που πλανιόταν από παλιά στον τόπο. Οι Λιτοχωρινοί, ναυτικοί οι περισσότεροι, είχαν μεγάλη αγάπη για τη μουσική και επιρροές από τα ταξίδια τους. Το ίδιο και η οικογένεια Σάλτα.
Ο Χρήστος από μικρός αφιερώνεται σ’ αυτήν, όμως παράλληλα παίρνει τα πτυχία του Φυσικού και του Πολιτικού Μηχανικού από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Επιλέγει τη χρήση του πρώτου πτυχίου και επιμένει να ζήσει και να διδάξει στον τόπο του.
Πίσω όμως από τον εκπαιδευτικό υπάρχει ο ανήσυχος και ταλαντούχος μουσικός με πτυχία και διπλώματα όχι μόνο κιθάρας, (το αγαπημένο του πάντα όργανο), αλλά και Ανώτερων Θεωρητικών.
Οι σπουδές στη συνέχεια στη Μουσική Ακαδημία της Σιένας και το ταλέντο και η γνώση του στη διεύθυνση ορχήστρας τού δίνουν τη δυνατότητα να διευθύνει την Ορχήστρα του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά και ορχήστρα της Ουγγαρίας, της Φιλιππούπολης, του Μπουργκάς και άλλων πόλεων και να διακριθεί παίζοντας στην Ακαδημία Αθηνών ως σολίστ ή και σε άλλες χώρες (Ιταλία, Σουηδία, Ελβετία, Σερβία, Τσεχία, Ουγγαρία ).
Το να έχεις συνεργαστεί με έξοχες φωνές, αλλά και να χτίζεις σχέση με τον Μίκη Θεοδωράκη, που σου εμπιστεύεται τη λαϊκή του όπερα “Το τραγούδι του νεκρού αδελφού” ή το μπαλέτο του “Αλέξης Ζορμπάς” στη συμφωνική του μορφή, είναι τίτλοι τιμής.
Πρωτοστατεί, (με άλλες προσωπικότητες), στο να πάρει σάρκα και οστά το “Ίδρυμα Ιωάννη και Θεόφραστου Σακελλαρίδη”, (ο Ιωάννης Σακελλαρίδης γεννήθηκε στο Λιτόχωρο), συγκεντρώνοντας το μεγαλύτερο μέρος του έργου των δύο αυτών μεγάλων μουσουργών, ανεβάζοντας παράλληλα με τη χορωδία του και έξοχους σολίστ οπερέτες του Θεόφραστου Σακελλαρίδη σε πολλές πόλεις της Ελλάδας (Θεσ/νίκη, Κοζάνη, Καβάλα. Κέρκυρα, Φεστιβάλ Αθηνών κ.α) και του εξωτερικού ( Αυστρία – Ιταλία). Β’ βραβείο φεστιβάλ Σαν Ρέμο και Α’ βραβείο φεστιβάλ Μπάρι Ιταλίας.
Μάλιστα, ο”Βαφτιστικός”, που είχαμε την τύχη να τον παρακολουθήσουμε πριν από μερικά χρόνια στο ανοιχτό θεατράκι του Λιτοχώρου, ή “ο Ζορμπάς” πριν πολλά χρόνια στο Θέατρο Άλσους της Βέροιας, ήταν πραγματικά εντυπωσιακά δείγματα μουσικής γνώσης αλλά και πάθους.
Τον συναντήσαμε στο σπίτι του στο Λιτόχωρο. Η αγάπη για τη μουσική ή η οποιαδήποτε επιθυμία για ανάδειξη δεν μπορούν να νικήσουν την αγάπη για τον τόπο του. Αυτόν επιλέγει για να ζήσει από πάντα.Ήρεμος, σεμνός, λιγόλογος, ( περισσότερο από το αναμενόμενο), περιστοιχίζεται από τα αγαπημένα του πρόσωπα. Τη Μεταξία, εκπαιδευτικό, συνοδοιπόρο του στη ζωή και τα μουσικά του ταξίδια, και τα δύο του αγόρια.
Το σπίτι και προπαντός τα μπαλκόνια του αγναντεύουν τη θάλασσα. Πίσω ο Όλυμπος με τις κορυφές του αγέρωχος. Μιλά στη Φαρέτρα ξεδιπλώνοντας μια πορεία ζωής.
…………

Πίσω σας έχετε μια μακρά πορεία, όπου η Επιστήμη και η Τέχνη συναντιούνται σε ένα γόνιμο και τελικά εντυπωσιακό δίδυμο. Ας ξεκινήσουμε από τα πρώτα παιδικά χρόνια, γιατί πολλές φορές οι ρίζες φωτίζουν και ένα μέρος της επερχόμενης διαδρομής. Λιτόχωρο, τόπος ιδιαίτερος, με προσωπικότητα και Ιστορία. Μάλιστα πατρίδα του Ιωάννη Σακελλαρίδη, πατέρα του Θεόφραστου και τόπος με μουσική παιδεία από πολύ παλιά. Πώς είναι τα παιδικά χρόνια, η οικογένεια, πώς επιδρά πάνω σας η περιρρέουσα ατμόσφαιρα;
Μικρός, στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού, ανακάλυψα την κιθάρα! Ανήκε σ’ έναν μεγαλύτερο ξάδελφό μου, που ο παππούς του είχε αγοράσει βιολί πριν ακόμα από την Κατοχή. Επρόκειτο για μουσική οικογένεια. Αλλά και η δική οικογένεια είχε κλίση στη μουσική. Όλη αυτή η μουσική αύρα στο Λιτόχωρο πήγαζε από τις ναυτικές ασχολίες των περισσότερων κατοίκων, με τα ταξίδια τους στα νησιά και ιδιαίτερα στα Εφτάνησα. Μαντολίνα, κιθάρες, καντάδες άκουγες πάντα στο Λιτόχωρο.

Η κιθάρα είναι το πρώτο αγαπημένο όργανο και μετά την ολοκλήρωση σημαντικών μουσικών σπουδών αργότερα και την επαφή με πολλά όργανα, (το σπίτι σας είναι γεμάτο απ’ αυτά), εξακολουθείτε να είστε δηλωμένος κιθαρίστας. Γιατί;
Η δύναμη και η γοητεία του πρώτου έρωτα… Ο ήχος της μιλά διαφορετικά στον συναισθηματικό μου κόσμο. Γι’ αυτό και όχι μόνο δεν την αποχωρίστηκα ποτέ, αλλά τελειοποίησα τις σπουδές μου σ’ αυτήν πέρα από την ολοκλήρωση των Ανώτερων Θεωρητικών.
Αφήνουμε για λίγο τον χώρο της μουσικής, για να πάμε στον χώρο της επιστήμης. Πτυχίο Φυσικής από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια και δεύτερο πτυχίο, Πολιτικού Μηχανικού αυτήν τη φορά, από το ίδιο πανεπιστήμιο. Ποιος στόχος ή καλύτερα ποια ανάγκη ωθεί σε ανάλογες επιλογές;
Νομίζω ότι οι δυο αυτές επιστήμες συναντιούνται. Για μένα και οι δύο ήταν πόλος έλξης και ήθελα να τις σπουδάσω και τις δύο, άσχετα αν τελικά επέλεξα να εργαστώ ως Φυσικός στην Εκπαίδευση.
Δεν ήταν καθόλου θέμα επαγγελματικής αποκατάστασης το δεύτερο πτυχίο, ήταν ανάγκη να μελετήσω κι αυτήν την Επιστήμη. Περίεργο; Ίσως. Αλλά έτσι αποφάσισα και δεν το μετάνιωσα. Είχα πάντα την ανάγκη να μάθω κι αυτό με ώθησε και στο δεύτερο πτυχίο.

Η μουσική, όμως, είναι ο χώρος στον οποίο είστε ταγμένος κι αυτό φαίνεται από τις επόμενες κινήσεις. Πέρα από το πτυχίο και το δίπλωμα κιθάρας, ακολουθεί και το δίπλωμα Ανωτέρων θεωρητικών (Σύνθεση, Φούγκα, Αντίστιξη, Αρμονία, Ενοργάνωση). Και δεν σταματάτε εκεί. Ανώτατες σπουδές στην Ιταλία, στη Μουσική Ακαδημία της Σιένας, καθώς επίσης και διεύθυνση ορχήστρας με τους Κάρολο Τρικολίδη και Dimitri Dimitrof. Η επαφή με ξένα πανεπιστήμια και σπουδαίους δασκάλους τι προσδίδει στον νεαρό μουσικό, που ξεκινά από ένα χωριό της Μακεδονιας; Τι εμπειρίες; Πώς αποτιμώνται;
Οι εμπειρίες ήταν τεράστιες! Μπροστά στα μάτια μου αποκαλύφθηκε η παγκόσμια μουσική σκηνή. Μεγάλη συγκίνηση αυτή η αποκάλυψη. Ένας άλλος κόσμος! Κι όσο περισσότερο γνώριζα τη μεγάλη του Κόσμου μουσική σκηνή, τόσο ένιωθα πως ήθελα να γνωρίσω και να μάθω ακόμη περισσότερα.
Στην αρχή ένιωθα πολύ μικρός μπροστά σ’ αυτά που ανοίγονταν μπροστά μου. Αργότερα ένιωσα πως μπορούσα ν’ ανοίξω κι εγώ τα φτερά μου.

Και το ταξίδι στον γοητευτικό και απέραντο κόσμο της μουσικής συνεχίζεται με διεύθυνση της ορχήστρας του Πανεπιστημίου Αθηνών και άλλων του εξωτερικού, “Μαρσύας” (Ουγγαρίας), Φιλιππούπολης, Σλήβεν, Χάσκοβο, Μπουργκάς, ανεβάζοντας πολλά συμφωνικά έργα. Γιατί δεν στρέφεστε μετά από ένα τέτοιο άνοιγμα αποκλειστικά στη μουσική, είτε στην Ελλάδα, είτε στο εξωτερικό; Γιατί επιλέγετε να εργαστείτε ως Φυσικός και μάλιστα στο Λιτόχωρο;
Νομίζω πως δεν μπορώ να ζήσω μακριά από το Λιτόχωρο. Αγαπώ τη φύση του, τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του τόπου μου, τους ανθρώπους του, που μαζί τους μεγάλωσα. Πάντα, όταν βρισκόμουν σε μεγάλες πόλεις, με κούραζε ο θόρυβος και η ανωνυμία, που μοιραία κυριαρχούσε στη ζωή τους.
Άλλωστε, ένιωθα πως στον τόπο μου μπορούσα να προσφέρω περισσότερα. Το Λιτόχωρο είναι ένας τόπος με προσωπικότητα, το ξαναείπα, ένιωθα όμως πως μπορούσα να προσφέρω ακόμη περισσότερα στην καλλιέργεια του δικού μου τόπου. Δεν είδα ποτέ τη μουσική ως επάγγελμα, την είδα ως πάθος και ανάγκη για προσφορά.

Και προσφέρατε; Νιώθετε πως βάλατε το δικό σας “λιθάρι” σ’ έναν τόπο με έντονη μουσική παράδοση;
Χωρίς να με διακρίνει η όποια διάθεση να περιαυτολογήσω, θεωρώ πως ναι, πρόσφερα. Ιδιαίτερα με το “Ιδρυμα Σακελλαρίδη”, στην ίδρυση του οποίου πρωτοστάτησα.
Αλήθεια, πώς αποφασίσατε την ίδρυση του “Ιδρύματος Ιωάννη και Θεόφραστου Σακελλαρίδη”; Με ποιους συνεργαστήκατε; Ποια απήχηση είχε;
Το ίδρυμα είχε σκοπό να προβάλει το έργο αυτών των σπουδαίων μουσικών, του Ιωάννη και του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, που κατάγονται από το Λιτόχωρο, πράγμα που δεν είναι γνωστό. Ο Ιωάννης έζησε μέχρι τα 18 του εδώ και στο χωριό ζούνε ακόμα συγγενείς της οικογένειας. Ο πατέρας του Ιωάννη ήταν ο παπάς του χωριού. Όταν έφυγε από το χωριό ήταν Τουρκοκρατία, γύρω στα 1860 – ’70, και στην τρομοκρατία που ίσχυε τότε η οικογένεια μετακόμισε στην Αθήνα. Εκεί γεννήθηκε και ο Θεόφραστος.

Συνεργαστήκαμε στην ίδρυση με τον Λέκκα με τον Μητρούση, με τον Μητσιά, με τον γιο του Θεόφραστου, τον Γιάννη τον Σακελλαρίδη, ο οποίος ζει στην Αμερική και που ήταν ο πιανίστας του Χατζιδάκι, όταν αυτός έγραφε έργα του εκεί. Άλλος συνιδρυτής ο μεγάλος πιανίστας Νίκος Αστρινίδης, που είχε κάνει και ενορχηστρώσεις έργων του Θεόφραστου για τη Λυρική Σκηνή.
“Ο βαφτιστικός”, που ανεβάσαμε, ταξίδεψε σε όλη την Ελλάδα και στο Εξωτερικό. Μάλιστα καθώς πήγαμε στο φεστιβάλ του Μπάρι, (όπου πήραμε το Α’ βραβείο”), ζητούσαν επίμονα να το ξαναπαρουσιάσουμε και την επόμενη χρονιά.

Συνεργαστήκατε με μεγάλα ονόματα τραγουδιστών, αλλά και με συνθέτες του μεγέθους του Μαρκόπουλου και του Θεοδωράκη. Πώς βιώσατε ειδικά τη σχέση σας με τον Μίκη;
Πράγματι συνεργάστηκα με σπουδαίους τραγουδιστές. Με τον Μανώλη Μητσιά, τον Πέτρο Γαΐτάνο, την Αλέξια, τον Βασίλη Λέκκα, τον Μάριο Φραγκούλη και πολλούς άλλους. Αλλά η συνεργασία και η σχέση με τον Μίκη με σημάδεψε.
Ο Θεοδωράκης ήταν τεράστιο μουσικό μέγεθος και η γνωριμία μαζί του πραγματικός πλούτος. Τον γνώρισα μάλιστα σε μια περίοδο που δεν ασχολούνταν με τη μουσική. Ήταν ’95 – ’96, η εποχή που αρρώστησε και είχε αναμιχθεί και με την πολιτική. Περίοδος δύσκολη. Στην κυβέρνηση τότε Μητσοτάκη, με το να δέχεται πυρά και από αριστερούς και από δεξιούς. Μόλις είχε ανεβάσει στα Σκόπια το συμφωνικό μπαλέτο “Αλέξης Ζορμπάς” και του το ζήτησα να το ανεβάσω κι εγώ. Στην Ελλάδα δεν είχε παιχτεί ακόμα.

Όχι μόνο δέχτηκε να μου το δώσει, για να το ανεβάσω στο αρχαίο Θέατρο το Δίου, όπως και έγινε, αλλά θυμάμαι και το ζεστό του μήνυμα, που μου έλεγε πως λυπόταν που δεν μπορούσε να είναι παρών, γιατί την επόμενη ακριβώς μέρα το ανέβαζε στο Ηρώδειο. Είναι το ίδιο έργο που ανέβασα και στη Βέροια, στο Θέατρο Άλσους. Και θυμάμαι πως το κοινό σας ανταποκρίθηκε θερμά.

Πέρα από τον “Ζορμπά” μού έδωσε να ανεβάσω και τη λαϊκή όπερα “Το τραγούδι του νεκρού αδελφού”, που την πήγαμε μέχρι και στο Φεστιβάλ Μόσχας. Μάλιστα του είπα πώς το κείμενο, που το είχε γράψει ο ίδιος, χρειαζόταν και την παρουσία “χορού”, που μουσικά θα είχε τη μορφή της χορωδίας. Συμφώνησε με χαρά.
Δε θα ξεχάσω ακόμη πως σε μια συναυλία του στη Θεσσαλονίκη, στη Μονή Λαζαριστών, συζητούσαμε στο καμαρίνι του για πολλή ώρα με μεγάλη ζεστασιά.

Είχατε διακρίσεις και βραβεία σημαντικά και σε προσωπικό επίπεδο και σε επίπεδο της χορωδίας που διευθύνετε. Το να σε προσκαλεί το Πανεπιστήμιο Αθηνών ως σολίστα κιθάρας σε εκδήλωση της Ακαδημίας Αθηνών, να παίρνεις Α’ βραβείο διεύθυνσης σε πανελλήνιο φεστιβάλ χορωδιών και να παίρνει η χορωδία σου Β’ βραβείο στο φεστιβάλ Σαν Ρέμο και Α’ βραβείο στο φεστιβάλ Μπάρι Ιταλίας, είναι πράγματα σημαντικά. Πόσο αυτές οι διακρίσεις έχουν εκτιμηθεί στον τόπο που γεννηθήκατε, που μεγαλώσατε και που εργαστήκατε ως εκπαιδευτικός όλα αυτά τα χρόνια; Ισχύει στην περίπτωσή σας το “κανείς προφήτης στον τόπο του”;
Στην περίπτωσή μου ισχύει, αλλά δεν αναφέρομαι στον κόσμο, ο οποίος με αγαπά και αναγνωρίζει το έργο μου, αλλά σ’ εκείνους που διαφεντεύουν τον κόσμο. Κι επειδή δεν είμαι κι ένας “yes man”, δεν γίνομαι πάντα ευχάριστος.

Δηλαδή, πιο συγκεκριμένα, ποια είναι η πολιτιστική εικόνα του Λιτοχώρου τις τελευταίες δεκαετίες; Ποιες προτάσεις κάνατε εσείς, πόσο εκτιμήθηκαν ή καλύτερα ποιες προτάσεις έχετε να κάνετε τώρα σχετικά με τη μουσική στον τόπο σας;
Το Λιτόχωρο πάντα καλλιεργούσε τον Πολιτισμό. Οι κάτοικοί του είναι λάτρεις του πολιτισμού, έχουν επίπεδο. Με στεναχώρησε πολύ, όταν με έξοδα δικά μας το 1990, (τότε που διατηρούσαμε ωδείο στο χωριό), αγοράσαμε 30 βιολιά και πέντε βιολοντσέλα και τα δώσαμε στα παιδιά, για να κάνουμε μια μικρή συμφωνική, με δωρεάν μαθήματα, που λειτούργησε για τρία τέσσερα χρόνια. Δυστυχώς δεν είχαμε την αναγκαία υποστήριξη από τον Δήμο. Ο Δήμος δεν ήταν θετικός απέναντι σ’ αυτήν την προοπτική, καθώς υπεισήλθαν άλλοι παράγοντες, που καθόρισαν την αρνητική στάση του, παράγοντες που δεν είχαν σχέση με τον Πολιτισμό.

Σήμερα έχουμε τρεις χορωδίες, τη δική μας, του “Ιδρύματος Σακελλαρίδη”, για την οποία μιλήσαμε πριν, την Δημοτική, όπως την ονομάζουν, “Ιωάννης Σακελλαρίδης” και μία Παραδοσιακής Μουσικής, “Ανάσα”, με γυναικείες φωνές. Επίσης μια Δημοτική Μπάντα.
Εκείνο που λείπει είναι ένα ωδείο. Υποστηρίζω με πάθος την ιδέα του ωδείου. Λείπει.

Κι επειδή πάντα πίσω από έναν υπερδραστήριο άντρα υπάρχει η γυναίκα που τον στηρίζει, ποιος είναι ο ρόλος της δικής σας γυναίκας; Πόσο συμπορεύτηκε σ’ αυτές τις αλλεπάλληλες αναζητήσεις;
Η Μεταξία, πέρα από τις περγαμηνές της ως εκπαιδευτικού, είναι πραγματική σύντροφος. Ένας άνθρωπος με κατανόηση, σταθερή στις απόψεις της, με γνώσεις και υψηλό κριτήριο. Με στηρίζει πάντα, ακόμη κι όταν κάνω λάθος και με βοηθά. Μεγάλη υπόθεση η συντροφικότητα!
Πέρα από τις εξαιρετικά πετυχημένες παρουσιάσεις των έργων “Το τραγούδι του νεκρού αδελφού”, το μπαλέτο “Ζορμπάς ” στη συμφωνική του μορφή και τον “Βαφτιστικό”, του Σακελλαρίδη, που είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω κι εγώ, πριν λίγους μήνες είχατε συναυλία στην Αθήνα με έργα Θεοδωράκη με μεγάλη επιτυχία. Η 2η μάλιστα συμφωνία που γράψατε, “Συμφωνία της άνοιξης” σε ποίηση Τίτου Πατρίκιου, έχει προγραμματιστεί να παρουσιαστεί σε πρώτη εκτέλεση το 2026 και πάλι στην Αθήνα. Πώς ανοίγουν οι πόρτες για ένα επαρχιώτη άνθρωπο της μουσικής, παρά την περίεργη επιμονή του να μένει στην επαρχία;
Πιστεύω πως όταν έχεις ένα υπόβαθρο αργά ή γρήγορα θα σε εκτιμήσουν και αλλού. Ο όρος “επαρχιώτης” δεν λειτουργεί ανασταλτικά ή απαγορευτικά, όταν έχεις κάτι να πεις.

Ποιες θεωρείτε πως ήταν οι κορυφαίες στιγμές της μουσικής σας πορείας όλα αυτά τα χρόνια;
Η στιγμή της συμμετοχής μου ως σολίστα σε συναυλία στην Ακαδημία Αθηνών, και η γνωριμία μου με τον Μίκη Θεοδωράκη, που με εμπιστεύτηκε. Δεν είναι λίγα.
Και μια και μιλάμε τόσην ώρα για μουσική, πώς βλέπετε να διαμορφώνεται το μουσικό τοπίο στην Ελλάδα; Γιατί, εμείς οι περισσότεροι ακροατές πιστεύουμε πως λείπει και η μελωδία και ο στίχος σήμερα; Τι φταίει;
Φταίει το εμπόριο του “εύκολου. Το “εύκολο” πουλάει πολύ. Και δε συμβαίνει μόνο στη μουσική. Σε όλα τα πράγματα το εύκολο πουλάει παρά τις επιπτώσεις που έχει σήμερα και θα έχει, ακόμη περισσότερες, αύριο.
Ο κόσμος έχει χάσει στο σύνολό του το αισθητήριό του, ή καλύτερα τον έχουν κάνει να το χάσει. Στίχοι και μελωδίες ανύπαρκτες στη μουσική που πουλάει. Και το αυτί συνηθίζει. Δεν αφήνουν τον κόσμο ούτε να σκεφτεί, ούτε να αισθανθεί. Κι έτσι είναι χειραγωγήσιμος. Όσο για το αν υπάρχουν άξιοι δημιουργοί εγώ πιστεύω πως υπάρχουν, αλλά τους στερούν μεθοδευμένα την προβολή.

Θα θέλατε να δώσετε έναν δικό σας ορισμό για τη μουσική, έτσι όπως την βιώνετε από μικρό παιδί; Τι είναι για εσάς η μουσική, αλλά και γενικότερα τι αποτελεί για τον άνθρωπο;
Η μουσική αποτελεί την κινητήρια δύναμη του Σύμπαντος. Χωρίς αρμονία δεν κινείται τίποτα, αλλά δεν υπάρχει και η κίνηση του εσωτερικού κόσμου του ίδιου του ανθρώπου.
Όσο για μένα έχω να πω πως δεν μπορώ να ζήσω χωρίς τη μουσική. Η μουσική είναι η ίδια η ζωή μου.
……….
Φωτογραφίες: faretra.info – Αρχείο Χρήστου Σάλτα.
………………………….






