Πονοκέφαλος οι νατοϊκές δαπάνες για την πάντα «πρόθυμη» Τζόρτζια Μελόνι / Γιώργης-Βύρων Δάβος
Η μεγαλομανία της Μελόνι την προσδένει όλο και περισσότερο στο αμερικανικό άρμα και την ωθεί σε άφρονες ενέργειες
Γιώργης-Βύρων Δάβος
Η σύνοδος κορυφής του ΝΑΤΟ στη Χάγη, ξεκίνησε με έναν έμμεσο εκβιασμό του Ντόναλντ Τραμπ: τη δημοσίευση στα ΜΚΔ του εγκωμιαστικού μηνύματος του γενικού γραμματέα της Συμμαχίας Μαρκ Ρούτε, ιδίως για το κατόρθωμά του να αναγκάσει τους εταίρους της να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες στο 5% εις βάρος των γενικών τους οικονομικών. Ο εθελόδουλος Ολλανδός πολιτικός διαβεβαιώνει πως έχει εξασφαλίσει τη δέσμευση όλων των μελών της Συμμαχίας για την αύξηση τούτη, αλλά αποδίδει τα εύσημα της επιτυχίας στον Τραμπ, χαρακτηρίζοντάς τη ως προσωπική του «νίκη».

Μολαταύτα, στην ομοθυμία των μελών του ΝΑΤΟ υπάρχει μία εμφανής ρωγμή, η Ισπανία που στυλώνει τα πόδια και διαμηνύει πως δεν ανεβάζει τις δαπάνες πέραν του 2,1% και μία χώρα, η Ιταλία, που βαίνει προς το χείλος της χρεοκοπίας και με δυσκολία δηλώνει πως θα αυξήσει τα εξοπλιστικά της στο ήδη δυσβάστακτο 3,5% .
Ο Ισπανός πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεθ, μία μόνιμη παρωνυχίδα στη γενικότερη δυτική δουλοπρέπεια (βλέπε Γάζα, τιμές ενέργειας, αύξηση μισθών, AirBnB κλπ) σέβεται μεν «τη νόμιμη επιθυμία άλλων χωρών να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες», αλλά υπογράμμισε πως η αύξηση του 5% δεν δεσμεύει εαυτόν και τη χώρα του. Δεν είναι σαφές ποια εργαλεία διαθέτει η Ατλαντική Συμμαχία για να πείσει την Ισπανία να ευθυγραμμιστεί με τους στόχους δαπανών, που τα υπόλοιπα μέλη ομοθυμαδόν αποδέχονται.

Βέβαια το 5% δεν είναι η μόνη δέσμευση που ο Τραμπ εμμέσως επέβαλε στους «συμμάχους»/υποτελείς του. Μέσα από το Air Force One ο Αμερικανός πρόεδρος εξήγησε στους δημοσιογράφους που τον συνόδευαν ότι όσον αφορά το περιώνυμο Άρθρο 5 της Συνθήκης για την αλληλεγγύη μεταξύ των μελών του ΝΑΤΟ υπάρχουν «πολυάριθμοι» ορισμοί, υπονοώντας νιτσεϊκά πως «δεν υπάρχουν δεδομένα, μόνο ερμηνείες». Η αναφορά πως «είναι φίλος» με τους Ευρωπαίους συμμάχους δεν υπονοεί πως η συμβολή των ΗΠΑ σε περίπτωση ανάγκης θα είναι έμπρακτη: άλλωστε η τάση του Τραμπ και γενικά της Ουάσιγκτον να βάζουν άλλους να κάνουν, όπως θα έλεγε κι ο καγκελάριος Μερτς, «τη βρωμοδουλειά» δεν παρέχει επαρκείς εγγυήσεις ότι οι θυσίες που θα υποβάλλουν τους λαούς τους θα πιάσει τόπο και δεν θα στερηθούν μόνο και μόνο για να κάνουν MAGA τις ΗΠΑ.
Το 5% για χώρες όπως η Ιταλία, όπου η ακροδεξιά πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι φιλοδοξεί να γίνει η αιχμή του δόρατος στα γεωστρατηγικά και ενεργειακά σχέδια των ΗΠΑ και των συμμάχων της (Ισραήλ, Τουρκία) στην περιοχή της Μεσογείου και στο πεδίο του Ινδο-Ειρηνικού ακόμη, θα αποδειχθεί ένας βρόγχος για την ίδια την οικονομία της. Ήδη η Μελόνι έχει συμφωνήσει να αυξήσει τις αμυντικές της δαπάνες στο 3,5% του ΑΕΠ, στις οποίες θα προστεθεί ένα α 1,5% σε σχετικές επενδύσεις. Αυτά είναι στοιχεία που υποδηλώνουν πως θα σημειωθεί μία σαφής στρέβλωση στους στόχους του ήδη σφικτού ιταλικού δημόσιου προϋπολογισμού. Η Ιταλία θα πρέπει να περικόψει ακόμη περισσότερο τις δημόσιες υπηρεσίες, να ανακατανείμει πόρους ή να αυξήσει τους φόρους κατά δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Η αύξηση τούτη θα επηρεάσει με ακόμη πιο δηκτικό τρόπο τις ζωές των νοικοκυριών και των μικρών επιχειρήσεων και θα απορροφήσει πόρους που προορίζονται επί του παρόντος για άλλους τομείς. Τα προγράμματα ανάπτυξης νέων αρμάτων μάχης, πολεμικών αεροσκαφών ή άλλου πολεμικού υλικού διαρκούν χρόνια. Επιπλέον εάν παλιότερα τα συμβατικά όπλα ήταν εύκολο να παραχθούν μαζικά, τα σημερινά πολεμικά συστήματα είναι τόσο προηγμένα, που χρειάζονται ένα δίκτυο καινοτομίας κι έρευνας και μία εξειδικευμένη παραγωγική ικανότητα που δεν υπάρχει σήμερα στην Ιταλία. Είναι επομένως αναπόφευκτο να σκεφθεί κάποιος ότι ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος σε σύντομο χρονικό διάστημα είναι η αγορά έτοιμου υλικού και μάλιστα εκτός Ευρώπης. Και με αλμυρό τίμημα.
Το κόστος αυτής της επιχείρησης, με αμυντικές επενδύσεις στο 5% του ΑΕΠ, είναι δυνητικά αποσταθεροποιητικό για μια χώρα που δεν έχει ανακάμψει ποτέ από την ενεργειακή κρίση που ξεκίνησε το 2021 και η οποία απειλεί την επιβίωση του βιομηχανικού της συστήματος. Μια χώρα σε αυτές τις συνθήκες θα έπρεπε ίσως να περιοριστεί σε αμυντικά εργαλεία και να επιτύχει χρήσιμους στόχους ασφαλείας με τη μέγιστη αποτελεσματικότητα.
Απεναντίας, η μεγαλομανία της Μελόνι την προσδένει όλο και περισσότερο στο αμερικανικό άρμα και την ωθεί σε άφρονες ενέργειες -όπως η προάσπιση των αμερικανικών και ισραηλινών στρατιωτικών συμφερόντων στην Ερυθρά Θάλασσα με τη δαπανηρή επιχείρηση ΑΣΠΙΔΕΣ (μαζί με την άλλη «πρόθυμη» σύμμαχο ΗΠΑ κι Ισραήλ, την Ελλάδα) και σε κοινά γυμνάσια στον Ειρηνικό. Και μολονότι στο Κοινοβούλιο η ακροδεξιά πρωθυπουργός διαβεβαίωνε πως εάν στην τελευταία επίθεση στο Ιράν δεν χρησιμοποιήθηκαν οι αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις στην Ιταλία, γιατί θα έπρεπε να το ζητήσει η Ουάσιγκτον και να το εγκρίνει η ιταλική Βουλή, η ίδια δεν απέκλεισε την πιθανότητα αυτό να γίνει στο μέλλον για το καλό της συμμαχίας.

Είναι παράξενο τωόντι που η Ιταλία, όντας σε δεινή οικονομική κι ενεργειακή θέση, με τις υψηλότερες τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη και μειούμενη βιομηχανική παραγωγή, δεν φοβάται να υιοθετήσει την πολεμόχαρη πολιτική της Ουάσιγκτον, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ και προθυμοποιείται σε τέτοιο βαθμό να γίνει ιδίοις εξόδοις μισθοφόρος των ΗΠΑ, όταν η Ισπανία, η χώρα με το χαμηλότερο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη και η οποία έκλεισε το 2024 με αυξανόμενη βιομηχανική παραγωγή, αποφασίζει ότι δεν μπορεί να αντέξει αυτόν τον στόχο. Η Ιταλία πάνω ακόμη κι από την ευημερία των πολιτών της προκρίνει τη φιλία με το ΝΑΤΟ, αν και δεν είναι σαφές με τον Τραμπ ποια μορφή μπορεί να έχει αυτή η φιλία το 2025.
Όμως παράλληλα με την αύξηση των ΝΑΤΟϊκων στρατιωτικών δαπανών υπάρχει κι άλλο ένα σχετικό πρόβλημα. Αυτό που ακούει στο όνομα της συμφωνίας εντός της Ε.Ε. για την ενίσχυση της «ευρωπαϊκής άμυνας». Για τη Γαλλία του Μακρόν και τη Γερμανία του Μερτς, αλλά και για την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, η ευρωπαϊκή άμυνα πρέπει να είναι αυτόνομη σε σχέση με το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ. Για την Ιταλίδα πρωθυπουργό, όμως, που αντιλαμβάνεται ότι η ευρωπαϊκή ασπίδα αποτελεί πρόσκομμα στις ηγετικές της βλέψεις, αλλά και πάνω απ’ όλα ως πρόσχημα για την επανεκκίνηση των βιομηχανιών της Γαλλίας και της Γερμανίας και, δευτερευόντως, τις πιο προηγμένες από τις ιταλικές αμυντικές εταιρείες της Ισπανίας. Για τη Μελόνι, το να μιλάει για ευρωπαϊκή άμυνα έχει, αντιθέτως, νόημα μόνο εντός της περιμέτρου της Ατλαντικής Συμμαχίας. Το ευρωπαϊκό σχέδιο που θα συζητηθεί την Πέμπτη και την Παρασκευή στις Βρυξέλλες στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεν προσφέρει κανένα πλεονέκτημα για την Ιταλία κι η μόνη λύση είναι να βάλει τρικλοποδιά στα σχέδια Παρισιού και Βερολίνου.
Επιπλέον, παρά την νιοστή επανεκκίνηση του ενεργειακού «Σχεδίου Ματέι» με τις ευλογίες κι υποσχέσεις και της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν κατά την πρόσφατη σύνοδο Ε.Ε.-Αφρικής στη Ρώμη, η ιταλική κυβέρνηση δεν έχει κάνει σχεδόν τίποτα για το κόστος της ενέργειας. Η διάθεση πόρων για τις σχετικές επενδύσεις αφορούν τεράστια ποσά, τεχνολογία και υποστηρικτικές υποδομές, στα οποία η Ιταλία είναι δύσκολο να ανταποκριθεί. Παράλληλα, όσο διαρκεί και η έκρυθμη κατάσταση στη Λιβύη και το Σαχέλ είναι λίαν δύσκολο η μεταφορά να γίνεται σύντομα και εύκολα. Το Σχέδιο μοιάζει περισσότερο σα μία προσπάθεια να ανασχεθεί η οικονομική διείσδυση της Κίνας στην Αφρική, με καθρεφτάκια στους ιθαγενείς (επενδύσεις μόλις 1,2 δισεκ. και διαγραφή χρεών μόλις 235 εκατ.), παρά με μία σοβαρή κι άμεση προοπτική (άλλωστε τούτο το εγχείρημα έχει βάθος 10ετίας). Αλλά και τα σχέδια για πιθανή ανάπτυξη της πυρηνικής ενέργειας αποδεικνύονται φρούδα, σύμφωνα και με έκθεση της Τράπεζας της Ιταλίας είναι δαπανηρότατα και καθόλου εφικτά σε βραχυπρόθεσμο διάστημα.

Η ενεργειακή αβεβαιότητα, που έχει φέρει και κάποιους να ξανασκέπτονται μία επιστροφή στην τροφοδοσία με ρωσικό πετρέλαιο, δημιουργεί μεγάλη δυσαρέσκεια στις επιχειρήσεις. Οι υψηλές τιμές της ενέργειας μεγεθύνουν τον κίνδυνο να κλείσουν επιχειρήσεις (όσες δεν το έχουν κάνει), να απολύουν εργαζομένους και να μειώνουν τα κόστη (μισθούς, ‘καποραλάτο’ εργαζομένων και ασφάλεια στους χώρους εργασίας, που έχει αναδειχθεί σε υπ’ αριθμ. ένα μάστιγα για την απασχόληση). που διαφαίνεται είναι αυτός του κλεισίματος (για όσους δεν το έχουν ήδη κάνει).
Η «εργασιακή φτώχεια» είναι πλέον βασική συνθήκη στην Ιταλία κυβέρνηση πρέπει να βρει έναν τρόπο να δώσει κάποιο μήνυμα προς αυτή την κατεύθυνση. Για τα υπόλοιπα, κάθε κίνηση πρέπει να είναι προσεκτικά υπολογισμένη. Ο «εξωτερικός παράγοντας» είναι ισχυρότερος από ποτέ. Αλλά οι επιλογές που μπορεί να επιβάλει σε εγχώριο επίπεδο, ειδικά εκείνες με πολύ ισχυρές επιπτώσεις στην οικονομία και τα δημόσια ταμεία – το 1,5% του ΑΕΠ που η Ιταλία δαπανά για την άμυνα μεταφράζεται σε περίπου 10 δισεκατομμύρια ευρώ κάθε μισή μονάδα αντιστοιχεί- μπορεί να είναι επώδυνες και δύσκολο να γίνουν ανεκτές στην κοινωνία και τον μικρομεσαίο επιχειρηματικό κύκλο.
Μπορεί η σύρραξη στη Μέση Ανατολή κι η συνεπακόλουθη ενεργειακή κρίση να αποφεύχθηκε προς το παρόν, όμως η δέσμευση για αμυντικές δαπάνες στο 5% και κυρίως ο πρωταγωνιστικός ρόλος που επιδιώκει η Μελόνι, είναι από μόνα τους ικανά ανατρεπτικά στοιχεία σε περιόδους αυξημένης αβεβαιότητας όπως οι σημερινές, που απαιτούν μία ενεργή και πολλές φορές αυτόνομη παρέμβαση από το κράτος.

Ο Γιώργης-Βύρων Δάβος εργάζεται ως δημοσιογράφος και κριτικός Τέχνης και διδάσκει Αισθητική στην Ακαδημία της Μπρέρα (Μιλάνου) και Κοινωνιογλωσσολογία και Λογική Φιλοσοφία της Γλώσσας στο Πανεπιστήμιο του Βίγο (Ισπανία), ενώ στον ελεύθερο χρόνο του….γράφει.
kosmodromio.gr
–
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Δεν υπάρχουν σχετικά άρθρα.







































