«Όπου και να ταξιδέψω, η Ελλάδα με πληγώνει» / Γιώργος Σεφέρης
Υπάρχει μια σιωπή που βαραίνει πιο πολύ κι από κραυγή: η σιωπή εκείνων που αγαπούν την Ελλάδα χωρίς να μπορούν πια να το πουν. Όχι από ντροπή, μα από φόβο. Φόβο μήπως παρεξηγηθούν, μήπως κατηγορηθούν, μήπως ενταχθούν, παρά τη θέλησή τους, σε στρατόπεδα που δεν διάλεξαν. Γιατί σήμερα, στην Ελλάδα, η ελληνικότητα έγινε ύποπτη, και ο πατριωτισμός σχεδόν διώκεται. Όχι από τον νόμο αλλά από εκείνη τη λεπτή, δόλια, διάχυτη ατμόσφαιρα που καταπνίγει το γνήσιο μέσα από την ειρωνεία, την αγάπη μέσα από τη γελοιοποίηση. Είναι σαν να απλώθηκε πάνω από τη χώρα μια σιδερένια κουρτίνα πολιτισμικής αυτοαπόρριψης – ένας νεωτερικός εσωτερικός αποικισμός που έκανε τη λέξη «πατρίδα» να μοιάζει αποκρουστική, βλαβερή, αναχρονιστική, επικίνδυνη.
Κι όμως, η Ελλάδα δεν ζητά από τον άνθρωπο να φωνάξει. Ζητά να θυμηθεί. Ζητά να αναπνεύσει μέσα από την ιστορική της συνέχεια, όχι ως μουσειακό έκθεμα, αλλά ως τρόπος ύπαρξης. Ζητά να αγαπηθεί ξανά όχι από φανατικούς αλλά από στοχαστές· από εκείνους που σέβονται και δεν κραυγάζουν, που ερευνούν και δεν ιδεολογικοποιούν. Αυτοί όμως σήμερα βρίσκονται υπό διωγμό.
Όποιος μιλά για την Ελλάδα με στοχαστική αγάπη, χωρίς κραυγές και σημαιάκια, συχνά αντιμετωπίζεται σαν ρομαντικός παρίας, ή – ακόμα χειρότερα – σαν επικίνδυνος φορέας μιας «ύποπτης» ιδεολογίας. Στην πραγματικότητα, διώκεται όχι ο εθνικισμός, αλλά ο πατριωτισμός που δεν προσφέρεται για τηλεοπτική χρήση. Αυτός που αναπνέει μέσα από το έργο, το ήθος, τη μνήμη.
▪ Ό,τι αγαπήθηκε κάποτε, τώρα περιθωριοποιείται
Ο πατριωτισμός στην Ελλάδα, όχι ο πολεμικός, ο παρελασιακός, ο εθνικιστικός, αλλά εκείνος ο βαθύς, ο εσωτερικός, ο γεμάτος παιδεία και αυτογνωσία, έχει εκπαραθυρωθεί, σε όλες τις εκφάνσεις του, από τη δημόσια σφαίρα. Η γλώσσα που δημιούργησε φιλοσοφία, ποίηση, τραγωδία, πολιτισμό, περιορίζεται σε σχολικά βιβλία που ντρέπονται να την τιμήσουν. Η παράδοση θεωρείται εμπόδιο στην εξέλιξη. Η ιστορία μεταφράζεται σε φολκλόρ ή καχύποπτη αφήγηση. Οτιδήποτε μυρίζει «Ελλάδα», μυρίζει παρελθόν. Και το παρελθόν μάθαμε ότι πρέπει να το ξεχνάμε κι όχι να το κουβαλάμε.
Σε αυτό το τοπίο, όποιος προσπαθεί να κρατήσει αναμμένη τη φλόγα της ελληνικής ταυτότητας, όχι ως ιδεολόγημα, αλλά ως πνευματική κληρονομιά και ευθύνη, θεωρείται ύποπτος. Το να αγαπάς την πατρίδα, αλλά να μη μισείς τους άλλους, είναι μια θέση τόσο λεπτή, τόσο παρεξηγήσιμη, που δεν αντέχει στην πόλωση των καιρών. Και έτσι, εξορίζεται.
▪ Η παρεξήγηση της λέξης «πατρίδα»
Ο όρος «πατρίδα» έχει υποστεί μια διπλή διαστρέβλωση. Από τη μία, καταλήφθηκε από τις ακρότητες: από φωνές που τη φορτώνουν με φανατισμό, αποκλεισμό, φυλετικό μεγαλείο. Από την άλλη, εγκαταλείφθηκε από την πνευματική ελίτ, που θεώρησε πιο ασφαλές να αποσιωπά τη σημασία της, για να μη μοιάσει ή για να μην κατηγορηθεί ότι μοιάζει στους πρώτους.
Έτσι, η ελληνικότητα – που θα μπορούσε να είναι το πεδίο συμφιλίωσης της ιστορίας με το παρόν, της ρίζας με το βλέμμα προς τα έξω – παραδόθηκε στη λήθη. Όχι γιατί δεν έχει αξία, αλλά γιατί έγινε «επικοινωνιακά δύσκολη». Κανείς δεν θέλει να την υπερασπιστεί για να μην στιγματιστεί.
Μα αυτό δεν είναι απλώς σημείο των καιρών – είναι ηθική παραίτηση. Είναι παράδοση της συλλογικής μας ψυχής στις δυνάμεις της ευκολίας και της αμνησίας.
▪ Το πρόσωπο της Ελλάδας δεν είναι φωνή· είναι σιωπή
Η ελληνικότητα είναι κάτι λεπτό, σχεδόν άρρητο. Δεν φοριέται ως στολή. Δεν επιβάλλεται. Είναι τρόπος να βλέπεις τον κόσμο, να βλέπεις το μέτρο, την τραγικότητα του ανθρώπου, το φως όχι ως ήλιο, αλλά ως εσωτερική κάθαρση. Είναι η διαρκής ενόρμηση να ζεις «κατά τον Λόγον», όχι μονάχα τον ρητορικό, αλλά τον βαθύτερο: της αρμονίας, της αναλογίας, της υπευθυνότητας.
Ο Παπαδιαμάντης, για παράδειγμα, υπήρξε πατριώτης χωρίς να σηκώσει ποτέ σημαία. Το ίδιο κι ο Καβάφης, ο Μακρυγιάννης, κι ο Σεφέρης. Όλοι εκείνοι που δεν έντυσαν την Ελλάδα με στολές και στρατιωτικά φλάς, αλλά με λέξεις που πόνεσαν και αγάπησαν. Πού είναι οι φωνές τους σήμερα; Ποιος τολμά να τις επικαλεστεί χωρίς ειρωνεία;
Η σιωπή της ελληνικότητας είναι μια κραυγή χωρίς ήχο κι αυτή ακριβώς είναι η τραγικότητα του σήμερα: δεν μας απειλεί ο εχθρός εκτός συνόρων, αλλά η εσωτερική μας εγκατάλειψη. Η αποκήρυξη της εθνικής ταυτότητας στο όνομα του σύγχρονου νεωτερικού μηδενισμού και της πολιτισμικής πολτοποίησης.
▪ Φταίνε κι όσοι την αγάπησαν λάθος
Πρέπει όμως να το παραδεχθούμε: ο πατριωτισμός διώκεται και επειδή συχνά κακοποιήθηκε από τους ίδιους του τους «υπερασπιστές». Όταν ο έρωτας για την Ελλάδα έγινε προπέτασμα για μίσος, όταν η παράδοση μετατράπηκε σε φωνή τραμπουκισμού, όταν η ιστορία έγινε εργαλείο διαίρεσης, τότε, πράγματι, η ελληνικότητα πληγώθηκε.
Όμως δεν μπορούμε να της φερόμαστε σαν να πέθανε. Δεν μπορούμε να εγκαταλείψουμε το σώμα επειδή κάποιοι το σπίλωσαν. Ο μόνος τρόπος να αποκαταστήσουμε την πατρίδα, είναι να την ξαναστοχαστούμε. Να τη δούμε όχι ως έδαφος ή σύμβολο, αλλά ως ήθος και πολιτισμό.

▪ Η πατρίδα ως πρόσωπο – όχι ως φρούριο
Ο Παπανούτσος είχε διακρίνει πολύ εύστοχα πως ο πατριωτισμός δεν είναι ένστικτο, ούτε φρόνημα της στιγμής, αλλά έκφραση ηθικής συνείδησης: είναι η συνειδητή αναγνώριση του χρέους προς το σύνολο του εθνικού οργανισμού. Η αγάπη για την πατρίδα δεν είναι «συναίσθημα ανώριμο» αλλά η ηθική μορφή συλλογικότητας, όπου το άτομο υπερβαίνει τον εγωκεντρισμό του υπέρ ενός ιστορικού και πολιτισμικού δεσμού και συνεκτικού συλλογικού οράματος. Να αισθάνεσαι την πατρίδα ως πρόσωπο που το αγαπάς και το υπηρετείς με την πράξη σου – όχι με την κραυγή σου. Να είσαι πατριώτης δεν σημαίνει να μισείς τους άλλους. Σημαίνει να αναγνωρίζεις το χρέος να ζήσεις αντάξια εκείνων που σου κληροδότησαν το φως. Να γράφεις, να στοχάζεσαι, να δημιουργείς, να στέκεσαι. Να μην υποτιμάς την καταγωγή σου, αλλά να την εξευγενίζεις. Αυτός είναι ο πατριωτισμός που λείπει και που διώκεται σιωπηρά.
Αυτή η σχέση διαρρηγνύεται στις μέρες μας. Η ελληνικότητα, που δεν είναι κραυγή, αλλά πνευματική ευαισθησία, τρόπος σκέψης και βίωσης του κόσμου, έγινε αντικείμενο ειρωνείας. Οι έννοιες της ρίζας, της συνέχειας, της ιστορικής αυτοσυνείδησης, εγκαταλείφθηκαν είτε ως «αντιδραστικές» είτε ως «παρωχημένες». Όμως, όπως προειδοποιούσε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, ένας λαός που παύει να ζει ιστορικά, χάνει τον άξονά του: ζει στο τυχαίο, χωρίς εσωτερικό σχέδιο, έρμαιο συγκυριών.
Δεν είναι η παράδοση που φταίει, αλλά ο τρόπος που την εγκαταλείψαμε ή την κακοποιήσαμε. Ο Χρήστος Γιανναράς μας θυμίζει πως η παράδοση δεν είναι παρελθόν, αλλά τρόπος βίωσης του παρόντος ως μετάδοση νοήματος. Όταν χάνεται αυτό το βίωμα, δεν ζούμε απλώς δίχως παρελθόν, αλλά δίχως νόημα.
Ο αληθινός πατριωτισμός δεν είναι φωνή επιβολής, είναι η μυστική ευθύνη να ζεις αντάξια αυτού που έλαβες. Να το φυλάς, όχι για να διατηρήσεις το ίδιο, αλλά για να δώσεις συνέχεια. Γι’ αυτό και είναι σιωπηλός: δεν διατυμπανίζεται, δεν εμπορευματοποιείται, δεν χρησιμοποιείται. Είναι διαδρομή ήθους.
Η Ελλάδα, αν της αφαιρέσεις το ηθικό και πολιτισμικό της βάθος, μένει απλώς ένας όμορφος φυσικός τόπος. Όμως, ως τόπος, δεν σώζει κανέναν. Αυτό που σώζει είναι η θέσμιση του νοήματος, η διαρκής επανακωδικοποίηση του συλλογικού «είμαστε» σε κάτι δημιουργικό. Εκείνο που ο Καστοριάδης ονόμαζε αυτοθέσμιση: η ικανότητα ενός λαού να δημιουργεί τους δικούς του θεσμούς νοήματος κι όχι να δανείζεται έτοιμες φόρμες που δεν του ανήκουν.
Μα σήμερα, ποιο νόημα δίνουμε στην πατρίδα; Την αναφέρουμε μόνο ως διοικητικό πλαίσιο ή τουριστική ταυτότητα. Το εκπαιδευτικό σύστημα ντρέπεται να διδάξει Πλάτωνα χωρίς αποδομητικά φίλτρα. Οι πνευματικές ελίτ εγκατέλειψαν τον Σολωμό και τον Σεφέρη, φοβούμενοι μην κατηγορηθούν ότι φλερτάρουν με τη συντήρηση.
Κι έτσι, σιωπηρά, αποκηρύξαμε αυτό που είμαστε. Ή μάλλον, αυτό που θα μπορούσαμε να είμαστε.
Ο Σεφέρης έγραψε πως η Ελλάδα τον πληγώνει. Όχι διότι τη μισεί αλλά τουναντίον γιατί την αγαπά υπερβολικά και τη βλέπει να μη γνωρίζει τον εαυτό της. Η πληγή είναι εκεί που υπήρξε νόημα, και τώρα βασιλεύει η αμνησία.
Αυτός ο διωγμός της ελληνικότητας είναι ένας διωγμός της ψυχής από το ίδιο της το σώμα. Η χώρα σπρώχνει μακριά εκείνους που τη στοχάζονται, που την πονάνε, που ζητούν να μην την αφήσουμε να σβήσει μέσα στη χλεύη ή στην ιδεολογική εργαλειοποίηση.
Όμως, το φως επιμένει. Η ελληνικότητα δεν είναι ιδεολόγημα, είναι τρόπος ζωής και υπέρβασης. Ζει στον ξεχασμένο ακριτικό γιατρό που φροντίζει τον ασθενή. Στον άοκνο φιλόλογο που δεν εγκαταλείπει την ευγένεια της γλώσσας. Στον ηλιοκαμμένο γεωργό που φυτεύει μια ελιά γνωρίζοντας πως ίσως δεν τη δει να καρπίζει. Στον χωριάτη (άλλη μια περήφανη αλλά παρεξηγημένη λέξη), που ενώ δεν σπούδασε, μοιράζει γενναιόδωρα τους καρπούς της θυμοσοφίας του. Στη γιαγιά που φιλεύει απ’ το υλικό υστέρημά της αλλά από το περίσσευμα καλοσύνης της τους άγνωστους περαστικούς. Στην ανυποχώρητη προσδοκία του μέτρου, της φιλοξενίας, της καρτερίας.
Και ακόμα και αν σήμερα διώκεται, αυτό το ήθος δεν πεθαίνει.
Το λέει και ο Καβάφης με πίκρα αλλά και ελπίδα:
«Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις, τούτο προσπάθησε τουλάχιστον — όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις.»
Η ελληνικότητα υπό διωγμό είναι η συνείδηση που αρνείται να εξευτελίσει τη μνήμη της.
▪ Ποιοι διώκουν την ελληνικότητα σήμερα; Ο μηχανισμός της απαξίωσης
Ο διωγμός της ελληνικότητας και του πατριωτισμού στις μέρες μας δεν εκδηλώνεται με απαγορεύσεις ή λογοκρισία με τη μορφή του παρελθόντος. Δεν χρειάζεται πια να απαγορευθεί η έννοια της πατρίδας· αρκεί να την καταστήσουν γελοία. Ο σύγχρονος διωγμός είναι πολιτισμικός· γίνεται μέσω ειρωνείας, απαξίωσης, εξοβελισμού από τον δημόσιο λόγο.
Διώκεται η ελληνικότητα:
- Από τις πολιτισμικές ελίτ, όταν αντιμετωπίζουν κάθε αναφορά στη λέξη «πατρίδα» ως υποκατάστατο του ακροδεξιού φαντασιακού, χωρίς να κάνουν τη διάκριση ανάμεσα στον αγνό πατριωτισμό της αγάπης για την πατρίδα και στον εθνικισμό του φανατισμού και του ρατσισμού.
- Από μερίδα της εκπαιδευτικής κοινότητας, που δυσπιστεί σε κάθε διδασκαλία που περιέχει έννοιες όπως «παράδοση», «ρίζα», «ιστορική συνέχεια», φοβούμενη ότι προάγει στη χειρότερη περίπτωση μια εθνικιστική και στην καλύτερη μια εθνοκεντρική προσέγγιση. Έτσι όμως, χάνεται η δυνατότητα καλλιέργειας μιας ελεύθερης και στοχαστικής σχέσης με την ταυτότητα.
- Από τον κυρίαρχο λόγο των ΜΜΕ και του lifestyle, που προωθεί ένα μεταεθνικό και άτονο κοσμοπολιτισμό, στο οποίο η έννοια του ανήκειν φαντάζει σχεδόν αναχρονιστική, ένα «βάρος» που πρέπει να ξεφορτωθούμε για να ενταχθούμε στη ροή της παγκοσμιοποιημένης κατανάλωσης.
- Από τους πολιτικούς, που χρησιμοποιούν τον πατριωτισμό είτε ως ευκαιριακό σύνθημα είτε ως πεδίο χειραγώγησης, εξοβελίζοντας κάθε αυθεντική και φιλοσοφικά θεμελιωμένη προσέγγιση της πατρίδας. Έτσι, η λέξη «πατρίδα» χάνει τη βαρύτητά της: γίνεται ή κραυγή ή σιωπή – τίποτε ενδιάμεσα γόνιμο.
- Από ένα σημαντικό κομμάτι της Αριστεράς, που, έχοντας συχνά ταυτίσει την έννοια του έθνους με την καταπίεση και την οπισθοδρόμηση, προκρίνει την ολική αποδόμηση της εθνικής ταυτότητας, στοχοποιώντας κάθε πατριωτική φωνή ως ακροδεξιά και εθνικοσωβινιστική, συνώνυμη του φασισμού, πυροβολώντας τα ίδια της τα πόδια μη βλέποντας πως έτσι πετά και τον ανθρωπισμό που γεννήθηκε εντός της. Είναι το κομμάτι της Αριστεράς που βγάζει φλύκταινες με τις έννοιες «πατρίδα», «ελληνικότητα» και «έθνος».
Αυτοί δεν συγκροτούν κάποια «συνωμοσία»· είναι περισσότερο φορείς μιας ασυνείδητης παραίτησης από το χρέος της συνέχειας στο όνομα της υπεράσπισης της διαφορετικότητας απλώς για τη διαφορετικότητα. Και ίσως εκεί βρίσκεται η πιο ύπουλη μορφή διωγμού: δεν χρειάζεται πια να σε καταδικάσουν. Αρκεί να μην σε αναγνωρίσουν. Να μην υπάρχεις στον λόγο, στην παιδεία, στην τέχνη, στη δημόσια σκέψη.
▪ Και τώρα; Τι σημαίνει να είσαι Έλληνας σήμερα;
Και όμως, ο πατριωτισμός που τιμάται δεν είναι αυτός που φωνάζει, αλλά εκείνος που σιωπά και επιμένει. Είναι ο πατριωτισμός που στέκεται χωρίς φανφάρες και κόμματα, που δεν έχει ανάγκη να αποδείξει τίποτα, γιατί είναι εσωτερική πράξη πίστης και ήθους.
Μέσα στην καταιγίδα των εποχών, η Ελλάδα δεν είναι ιδέα ούτε τόπος μόνο. Είναι φωνή ευθύνης μέσα στη σύγχυση. Είναι η μνήμη που αντιστέκεται, το ήθος που επιμένει, το βλέμμα που ζητά μέτρο όταν όλοι κραυγάζουν.
Ο πατριωτισμός που σήμερα διώκεται, δεν είναι ο κραυγαλέος· είναι ο σιωπηλός πατριωτισμός της πράξης. Αυτός που φωλιάζει σε έναν δάσκαλο που διδάσκει γλώσσα και στοχασμό. Σε έναν νέο που δεν εγκαταλείπει το χωριό του. Σε έναν ποιητή που γράφει χωρίς να περιμένει έπαινο. Σε μια γιαγιά που μεταδίδει τη μνήμη μέσα από το ψωμί και το παραμύθι.
Αυτός ο πατριωτισμός δεν χρειάζεται έγκριση. Δεν ζητά να τον καταλάβουν όλοι του αρκεί να υπάρχει, να φυλάει, να κρατά. Σαν φλόγα μέσα σε λυχνάρι, όχι για να κατακάψει, αλλά για να φέξει. Όχι για να χωρίσει, αλλά για να υπενθυμίσει πως χωρίς ρίζα, ο άνθρωπος χάνεται μέσα στον άνεμο των εποχών.
Αν η Ελλάδα έχει ακόμα μέλλον, δεν θα το οφείλει σε σημαίες ούτε σε συνθήματα, αλλά σε εκείνους που την ονειρεύτηκαν ελεύθερη και βαθιά – σε στοχαστές, εργάτες, ερωτευμένους, σε όσους επιμένουν να λένε «πατρίδα» και να εννοούν ευθύνη, όχι ιδιοκτησία.
Γιατί στο τέλος, ό,τι αγαπάμε πραγματικά, δεν το κραυγάζουμε. Το κουβαλάμε. Το υπηρετούμε. Το σώζουμε, ακόμα κι όταν όλοι μας λένε να το ξεχάσουμε.
Ελληνοπρεπής πατριωτισμός σημαίνει να περπατάς μέσα σε σκιές που πάει να πει υπό την αγκάλη του φωτός. Να διδάσκεις αρχαία ελληνικά σε παιδιά που χρησιμοποιούν γκρικλις. Να μιλάς για Καποδίστρια σε μια κοινωνία που ψηφίζει υποκριτές. Να τιμάς το λευκό φως των νησιών στα μπλε παράθυρα του ουρανού και του νερού, ενώ δίπλα σου κτίζονται τσιμεντένια τέρατα.
Μα σημαίνει και να μην τα παρατάς.
Η ελληνικότητα, όταν είναι αληθινή, δεν διεκδικεί προνόμια. Ζητά μόνο χώρο να υπάρξει. Και σήμερα, ο χώρος αυτός πρέπει να ξανακατακτηθεί όχι με σπαθί αλλά με παιδεία, γλώσσα, προσφορά, στοχασμό.
Κι ίσως, κάποια μέρα, να ξαναγίνει η λέξη «πατρίδα» μια λέξη τρυφερή, χωρίς φανατισμούς. Μια λέξη ζωντανή, χωρίς φόβο. Μια λέξη δική μας, χωρίς ενοχές.
▪ Μόνο ένας πατριώτης μπορεί να είναι κοσμοπολίτης
Στον κοινό νου, ο πατριωτισμός και ο κοσμοπολιτισμός παρουσιάζονται ως δύο αντίπαλες έννοιες, στάσεις ζωής και κοσμοθεωρίες: ο πρώτος ως προσκόλληση στο τοπικό και το εθνικό, ο δεύτερος ως άνοιγμα στο καθολικό και στο παγκόσμιο. Κι όμως, αυτή η αντίθεση είναι απατηλή. Γιατί μόνο εκείνος που έχει ριζώσει βαθιά σε έναν τόπο, σε μια γλώσσα, σε μια παράδοση, μπορεί να σταθεί ανοιχτός και δημιουργικά παρών στο παγκόσμιο. Όποιος δεν ανήκει κάπου, δεν μπορεί να ανήκει παντού.
Ο αληθινός πατριώτης δεν είναι φανατικός· είναι ο φορέας μιας συγκεκριμένης ταυτότητας, την οποία κατανοεί ως προσφορά και ευθύνη. Μέσα από αυτή τη σχέση, μαθαίνει να αναγνωρίζει και να σέβεται τις ρίζες του άλλου, όχι να τις πολεμά. Μπορεί να αγαπήσει τον κόσμο, επειδή πρώτα αγάπησε βαθιά έναν τόπο.
Αντίθετα, ο κοσμοπολιτισμός χωρίς πατρίδα συχνά καταλήγει σε έναν αφηρημένο μηδενισμό, χωρίς ιστορική μνήμη, χωρίς ηθική δέσμευση, χωρίς γλώσσα ψυχής. Δεν είναι άνοιγμα, αλλά αποσύνθεση.

Ο Καμύ έλεγε πως το να υπερασπίζεσαι τη δικαιοσύνη παντού, προϋποθέτει το να την υπερασπιστείς πρώτα κάπου. Ο Καστοριάδης, από την άλλη, μιλούσε για το δικαίωμα να αυτοθεσμίζεις την κοινότητά σου, όχι για να απομονωθείς, αλλά για να συμμετέχεις ως αυτεξούσιος πολίτης στην παγκόσμια σκηνή.
Ο πατριώτης γίνεται κοσμοπολίτης όχι επειδή αρνείται την ταυτότητά του, αλλά επειδή την φέρει χωρίς αλαζονεία, με επίγνωση της μοναδικότητας και της σχετικότητάς της. Μόνο τότε ο διάλογος μεταξύ των λαών είναι αυθεντικός: όταν στηρίζεται στην αναγνώριση και όχι στην άρνηση της ετερότητας.
Η ελληνικότητα, με τη βαθιά της παράδοση στη φιλοξενία, το μέτρο, τη σκέψη, δεν είναι εμπόδιο στον κοσμοπολιτισμό αλλά αντιθέτως είναι ο τρόπος με τον οποίο μπορούμε να είμαστε ανθρώπινα παρόντες σε έναν οικουμενικό κόσμο.
Γιατί μόνο όποιος έχει σπίτι, μπορεί να υποδεχτεί τον ξένο. Και μόνο όποιος έχει πατρίδα, μπορεί να αγκαλιάσει τον κόσμο.
–









































